συναρπάζω

From LSJ
Revision as of 10:45, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρπάζω Medium diacritics: συναρπάζω Low diacritics: συναρπάζω Capitals: ΣΥΝΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: synarpázō Transliteration B: synarpazō Transliteration C: synarpazo Beta Code: sunarpa/zw

English (LSJ)

A fut. -άσω E.IA535, Luc.DDeor.8.1, -άσομαι Ar.Lys. 437, Xenarch.8:—snatch and carry away with one, carry clean away, S.OC819, E.Or.1493 (lyr.), X.Mem.1.4.8, PSI4.353.12 (iii B.C.), Gal.6.301, etc.; ξ. [τινὰ] βίᾳ A.Pers.195; βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. τινάς Lys.3.46, cf. 12.96; πάντα σ. ὥσπερ θύελλα S.El.1150; ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. X.Cyr.4.2.26; ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. ib.2.4.19; seize and retain, οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον Hp.Aër.21: metaph., carry away with one (by persuasive arguments), ξυναρπάσας στρατόν E.IA531, cf. Call.Epigr.32.5, Longin.16.2, Gal.UP3.10; οὐδένα ὑμῶν συναρπάζω I am not 'rushing' you, Diog.Oen.24; σ. ἑαυτὸν εἰς τὸ ἄνω, of mystical union with the One, Plot.5.3.4:—Pass., to be seized and carried off, βία ξυναρπασθεῖσαν S.Aj.498; σ. βουκόλων ὕπο Id.Fr.659; by death, Phld.Mort.37.
2 ξ. Χεῖρας seize and pin them together, E.Hec.1163, cf. Lys.Fr.75.4:—Med., ξ. τινὰ μέσον, of a wrestler, Ar.Lys.437.
3 metaph., ξ. φρενί seize with the mind, grasp, S.Aj.16, cf. Ar.Nu.775; τὸ ῥηθέν Simyl. ap. Stob.4.18.4; σ. τὸ ζητούμενον, in arguing, to be guilty of a petitio principii, Luc. JTr.38, S.E.P.2.35, etc.; so συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν is hastily concluded to have a possessive force, A.D.Synt.165.9.
4 carry away, destroy all traces of, τι Luc.Dom.16.
5 Pass., of persons, συνηρπασμένοι having been robbed, PRyl.119.28 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1004] (s. ὰρπάζω), mit od. zusammen rauben, fortreißen; χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράττει καὶ ξυναρπάζει βίᾳ, Aesch. Pers. 191; βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Ἀργείων ὕπο, Soph. Ai. 493; O. C. 823; πάντα γὰρ συναρπάσας θύελλ' ὅπως βέβηκας, El. 1139; übertr. ὡς εὐμαθές σου φώνημ' ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενί, Ai. 16, schnell auffassen, verstehen; σκύμνον οἶά νιν ἐν χεροῖν ὀρείαν ξυνήρπασαν Eur. Or. 1493, u. öfter; Ar. Nubb. 765; auch med., ξυναρπάσασθαί τινα μέσον, Lys. 437; ergreifen, Pol. 5, 41, 9 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

I. au propre :
1 se saisir plusieurs ensemble de, acc.;
2 se saisir de plusieurs personnes ou de plusieurs choses ensemble, enlever tout à la fois;
3 saisir pour réunir, acc.;
II. fig.
1 captiver;
2 saisir vivement par l'esprit : σ. τὸ ζητούμενον LUC s'emparer de la conclusion même qu'on recherche, càd faire une pétition de principe.
Étymologie: σύν, ἁρπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αρπάζω, Att. ook ξυναρπάζω, Dor. indic. aor. act. 3 sing. συνάρπασε meerukken, wegroven, ontvoeren,; βιᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. ἡμᾶς ons met geweld van de weg sleuren Lys. 3.46; overdr.. ξ. στρατόν het leger (met zijn woorden) meeslepen Eur. IA 531. vastpakken (en vasthouden), beetgrijpen ook med.; overdr. (snel) begrijpen, helemaal opnemen, bevatten:. ξ. φρενί met de geest vatten Soph. Ai. 16. (geheel) opnemen (zodat er niets meer van over is); Luc. 10.16; geneesk. absorberen (van zaad in de baarmoeder). Hp. Aër. 21.

Russian (Dvoretsky)

συναρπάζω: (fut. συναρπάσω и συναρπάσομαι)
1 схватывать, хватать, ловить, похищать (βίᾳ συναρπασθεῖσα Ἀργείων ὕπο Soph.): σ. τινὰ ἐκ τῆς ἀγορᾶς βιαίως Luc. силой уводить кого-л. с площади; πάντα συναρπάσαι θύελλ᾽ ὅπως Soph. унести все словно буря; ξυναρπάσασθαι μέσον (sc. τινά) Arph. схватить кого-л. поперек тела; συναρπασθέντος τοῦ πλοίου NT так как корабль уносился (течением); τὸ λεχθὲν συναρπάζεται Luc. сказанные слова пропадают, т. е. не производят впечатления;
2 улавливать, воспринимать (φώνημα φρενί Soph.);
3 преждевременно произносить суждение, предвосхищать, упреждать: τὰ φαινόμενα σ. Sext. принимать на веру данные явлений; σ. τὸ ζητούμενον Sext., Luc. предвосхищать искомое, т. е. допускать petitio principii (предполагать доказанным то, что подлежит доказательству);
4 терзать, мучить (τὸ πνεῦμα ἀκάθαρτον συνηρπάκει αὐτόν NT).

English (Strong)

from σύν and ἁρπάζω; to snatch together, i.e. seize: catch.

English (Thayer)

1st aorist συνήρπασα; pluperfect συνηρπάκειν; 1st aorist passive συνηρπασθην; to seize by force: τινα, to catch or lay hold of (one, so that he is no longer his own master), to seize by force and carry away, Aristophanes, Xenophon, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἁρπάζω
μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τον καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῦ σχηματισμοῦ συναρπάσας ᾤχετο»)
νεοελλ.
μέσ. συναρπάζομαι
α) καταγοητεύομαι
β) συμπεριφέρομαι παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι
μσν.
παθ. παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει κάποιος άλλος και τελικά συμφωνώ με αυτές
αρχ.
1. αρπάζω βίαια και παίρνω μαζί κάποιον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ χρήματα», Ξεν.)
2. αρπάζω κάτι και το συγκρατώ («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον», Ιπποκρ.)
3. καταπλήσσω, φοβίζω κάποιον με βίαιη επίθεση
4. αρπάζω και αφανίζω κάτι, το καταστρέφω εντελώς
5. (μέσ. και παθ.) συναρπάζομαι
α) (για παλαιστή) περισφίγγω τον αντίπαλο με τους βραχίονες
β) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατο
γ) γραμμ. (σχετικά με το φαινόμενο της συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξιν
δ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη γνώμη μου σχετικά με ένα θέμα
6. μτφ. α) παρασύρω κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το μέρος μου, τον καταπείθω
β) ενώνομαι με μυστική έξαρση με το θείο
γ) (για δαίμονα) κατέχω, κρατώ υπό την εξουσία μου
7. φρ. α) «συναρπάζω χεῖρας» — αρπάζω κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του πίσω (Ευρ., Λυσ.)
β) «συναρπάζω φρενί» — αντιλαμβάνομαι κάτι αμέσως και με οξύτητα, το αρπάζω αμέσως (Σοφ.)
γ) «συναρπάζω τὸ ζητούμενον»
(λογ.) θεωρώ ως αποδεδειγμένο το ζητούμενο, διαπράττω το σφάλμα του φαύλου κύκλου (Λουκιαν., Σέξτ. Εμπ)
8. το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ συνηρπασμένοι
αυτοί που υπέστησαν κλοπή, ληστεία.

Greek Monotonic

συναρπάζω: μέλ. -άσω και -άσομαι, αόρ. αʹ -ήρπασα και -αξα·
1. αρπάζω μαζί και μεταφέρω βιαστικά μακριά, διαρπάζω, σε Τραγ. κ.λπ. — Παθ., σε Σοφ.
2. ξυναρπάζω χεῖρας, αρπάζω τα χέρια κάποιου και τα δένω μαζί, σε Ευρ.
3. μεταφ., συναρπάζω φρενί, αντιλαμβάνομαι γρήγορα, κατανοώ αμέσως, σε Σοφ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συναρπάζω: μέλλ. -άσω Λουκ., κλπ., ― -άσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 437, Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 2. Ἁρπάζω ὁμοῦ καὶ ἐν σπουδῇ, παίδοιν δυοῖν σοι τὴν μὲν ἀρτίως ἐγὼ ξυναρπάσας ἔπεμψα, τὴν δ’ ἔξω τάχα Σοφ. Ο. Κ. 819, Εὐρ., Ξεν., κλπ.· ξ. τινὰ βίᾳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· σ. τινὰ βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ Λυσί. 100. 28, πρβλ. 129. 12· σ. πάντα ὥσπερ θύελλα Σοφ. Ἠλ. 1150· ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 26· ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. αὐτόθι 2. 4, 19· σ. γόνον Ἰππ. περὶ Ἀέρ. 292· μεταβατ., καταπείθω ἐκ συναρπαγῆς, συναρπάξας στρατὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 531, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 31. 5, Λογγῖν. 16. 2, κτλ. ― Παθητ., ἁρπάζομαι καὶ φέρομαι μακράν, βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Σοφ. Αἴ. 498· ξ. βουκόλων ὕπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 2) ξ. χεῖρας, ἁρπάζω καὶ δένω αὐτὰς ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1163, πρβλ. Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4. ― Μέσ., σ. τινα μέσον, ἐπὶ παλαιστοῦ, Ἀριστοφ. Λυσ. 437. 3) μεταφορ., ταχέως ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω ἀμέσως, κατανοῶ εὐθύς, φώνημ’ ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενὶ Σοφ. Αἴ. 16, Ἀριστοφ. Νεφ. 775· τὸ ῥηθὲν Σίμυλος παρὰ Στοβ. 378. 23· σ. τὸ ζητούμενον, ἐν συζητήσει, ὑποπίπτω εἰς τὸ σφάλμα νὰ λαμβάνω ὡς ἀποδεδειγμένον τὸ ζητούμενον (petitio principii) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 38, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 35, κτλ.· σ. τὰ φαινόμενα αὐτόθι 1. 90. 4) ἁρπάζω καὶ φθείρω, καταστρέφω, ἐξαλείφω πᾶν ἴχνος πράγματός τινος, τι Λουκ. π. Οἴκου 16, Ρήτορες (Walz) 5. 518, 519, κτλ.

Middle Liddell

fut. -άσω fut. -άσομαι aor1 -ήρπασα and -αξα
1. to seize and carry clean away, Trag., etc.:— Pass., Soph.
2. ξ. χεῖρας to seize and pin them together, Eur.
3. metaph., ς. φρενί to seize with the mind, grasp, Soph., Ar.

Chinese

原文音譯:sunarp£zw 尋-阿而怕索
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-奪取
字義溯源:共同劫奪,抓住,拿住,捉拿,強行抓住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁρπάζω)=捉)組成,而 (ἁρπάζω)出自(αἱρέομαι)*=取為己有)。參讀 (ἀγρεύω) (ἀπαίρω)同義字
出現次數:總共(4);路(1);徒(3)
譯字彙編
1) 被抓住(2) 路8:29; 徒27:15;
2) 他們拿住(1) 徒19:29;
3) 捉拿(1) 徒6:12