ξένος

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξένος Medium diacritics: ξένος Low diacritics: ξένος Capitals: ΞΕΝΟΣ
Transliteration A: xénos Transliteration B: xenos Transliteration C: ksenos Beta Code: ce/nos

English (LSJ)

ὁ, Ep. and Ion. ξεῖνος (also freq. in Pi., N.7.61, al., used by Trag. metri gr. even in trim., mostly in voc., S.OC33, al., E.IT798 codd., El.247), Aeol. ξέννος Hdn.Gr.2.302 ; scanned and written ξεῖνος in Theoc.28.6, 30.17 : Aeol. Sup. ξεννότατος Sch. Tz. in An. Ox. 3.356.18 (sed v. fin.).    I guest-friend, applied to persons and states bound by a treaty or tie of hospitality, Od.1.313, etc. ; ξεῖνοι δὲ . . εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15.196 ; ξ. πατρώϊός ἐσσι παλαιός Il.6.215 ; ξ. δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι Od.1.187 ; φησὶ δ' Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώϊος εἶναι 17.522 ; later freq. coupled with φίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος D.21.110, cf. 18.46, X.An.2.1.5, Lys. 19.19 ; βασιλέως πατρικὸς ξ. Pl.Men.78d.    2 of parties giving or receiving hospitality, Od.8.145, etc. ; mostly of the guest, opp. the host, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος ib.543, etc. ; ἁ ξείνα the visitor, Theoc.2.154 ; of guests at a club, opp. σύνδειπνοι, PTeb.118.4 (ii B. C.) : less freq. of the host, Il.15.532, A.R.1.208, Ep.Rom.16.23, etc. : c. dat., ξεῖνός τινι Hdt.1.20,22, cf. Th.2.13, X.An.1.1.10, etc. ; also ξ. τινός ib. 2.4.15.    II stranger, esp. wanderer, refugee (under the protection of Ζεὺς ξένιος), sts. coupled with ἱκέτης, Ζεὺς ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξείνιος Od.9.270, cf. 8.546; with πτωχός, πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε 6.208.    III generally, stranger, foreigner, opp. ἔνδημος, Hes.Op.225; opp. ἀστός, Pi.O.7.90, S.OC13, And.4.10, etc. ; πολιατᾶν καὶ ξ. Pi.I.1.51, cf. A. Th.924 (lyr.), Pl.Grg. 473d, etc. ; opp. ἐπιχώριος, Id.Men.94d: coupled with μέτοικος, Th. 4.90, cf. IG12.39.53 ; with ἔπηλυς, Luc.Herm.24 ; opp. a member of the family, PMasp.169.10 (vi A. D.), etc.    b as a term of address to any stranger, ὦ ξένε E.Ion247, Mosch.1.5, etc. ; ὦ ξένη Pl.Smp. 204c.    2 = βάρβαρος, at Sparta, Hdt.9.11,55.    IV hireling, Od.14.102 ; esp. mercenary soldier, IG12.949.89, X.An.1.1.10, D.18.152, etc. ; ξ. ναυβάται Th.1.121 : rarely simply, ally, X.Lac. 12.3.    B as Adj. ξένος, η, ον (also ος, ον E.Supp.94), Ion. ξεῖνος, η, ον, foreign, not in Hom. (in the phrases ξεῖνε πάτερ Od.7.28, ἄνθρωποι ξεῖνοι Il.24.202, both words are Subst.) ; freq. in later writers, ξείνα γαῖα Pi.P.4.118 codd.; ξένης ἐπὶ χθονός S.OC1256 ; γᾶς ἐπὶ ξένας ib. 1705 (lyr., cf. ξένη); ἐν ξένῃσι χερσί by foreign hands, Id.El.1141 ; ξ. δόμοι, πόλις, etc., E.Ph.339 (lyr.), 369, etc. ; of alien property, ξ. ἄρουραι PMasp.295.22 (vi A.D.).    II c. gen. rei, strange to a thing, unacquainted with, ignorant of it, ξ. τοῦ λόγου S.OT219, cf. AP4.3a.37 (Agath.); ξ. τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας Ep.Eph.2.12, cf. BGU405.12 (iv A. D.). Adv. ξένως, ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως I am a stranger to the mode of speech, Pl.Ap.17d ; ἔχειν τῆς διαλέκτου Them. Or.21.253c.    III strange, unusual, λόγοι A.Pr.688 (lyr.) ; τιμωρίαι Ti.Locr.104d ; ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Arist.Rh.1404b11, cf. 1415a7 ; οὐδὲν ξ. ἐν τῷ παντὶ ἀποτελεῖται Epicur.Fr.266 ; τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα Arist.Pol.1336b34 ; ξένα ταῖς ὄψεσι D.S.3.15 ; ὡς ξένου συμβαίνοντος I Ep.Pet.4.12 ; διδαχαὶ ποικίλαι καὶ ξ. Ep.Hebr.13.9 ; ξ. δαιμόνια Act.Ap.17.18 : Sup., πράξεων ὡς -οτάτων Phld.Herc.1251.5 ; ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Luc.Cont.13, etc. Adv. ξένως, λαλεῖν Phld.P0.5.12.    2 τοῦ πνεύματος . . ῥύσις ὡς -ωτάτη air as fresh as possible, Hp.Nat.Hom.9. (From ξένϝος, cf. πρόξενϝος IG9(1).867, Ξενϝάρης ib.869, Ξενϝοκλῆς, Ξένϝων, ib.4.315,348 : hence it is improb. that the Aeol. form was ξέννος.)

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, ion. u. poet. ξεῖνος, s. auch ξένη, der Gast; – 1) der Gastfreund, mit dem man sich zu gegenseitiger gastlicher Aufnahme für sich u. die Nachkommen unter dem Schutz des Ζεὺς ξένιος durch gewisse heilige Gebräuche verband; οἷα (κειμήλια) φίλοι ξεῖνοι ξείνοισι διδοὖσιν, Od. 1, 313; ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός sagt Diomedes zum Glaukos. aus dessen Erzählung er die frühere gastfreundliche Verbindung ihrer Geschlechter erfahren, u. den er von nun an selbst im Kampfe meiden will, vgl. Od. 1, 150 ff.; 187 ξεῖνοι δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι ἐξ ἀρχῆς, wie ξεῖνοι διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15, 196; Soph. ξένον παλαιὸν ὄντα, Trach. 262; ξένος πατρῷος Eur. Hec. 19. 26. Gew. ist der Gast, nicht der Gastgeber (s. ξενοδόκος) damit bezeichnet, doch auch der Wirth, Il. 15, 532. 21, 42 Od. 8, 106. 208. 14, 53, wie Ar. Ran. 109; ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους vrbdt Her. 1, 22; τινί, Thuc. 2, 13 u. öfter; ὁ τοῦ μεγάλου βασιλέως πατρικὸς ξένος, Plat. Men. 78 d; Xen. sowohl τινί, An. 1, 1, 10, als τινός, 2, 1, 5. – 2) der Fremde, der auch nicht auf frühere Verträge sich berufend die Gastfreundschaft in Anspruch nimmt und nach dem Brauche der homerischen Zeit gastliche Aufnahme finden muß, weil auch er unter dem Schutze des Zeus ξένιος steht; πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε, Od. 6, 207; Ζεὺς ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ' αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ, 9, 270; 8, 42. 145 u. öfter in diesem Buche, wie sonst; ξεῖνος εἰσῆλθε Μυκήνας, Il. 4, 377; οὐδὲ ξεῖνός περ ἐὼν τάρβει, 387; er heißt αἰδοῖος, Od. 8, 544 u. öfter; mit ἱκέτης verbunden, 8, 546; nur der Kyklop achtet solche heilige Pflicht nicht; ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός, der Fremde im Ggstz zum einbeimischen Bürger, Pind. P. 4, 78, vgl. Ol. 7, 90; πολιατᾶν καὶ ξένων, I. 1, 51; σύγγονοι πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων, P. 9, 112; Tragg.; ὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτας, ξένων τε πάντων στίχας, Aesch. Spt. 907, öfter; ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων, Ch. 651; übertr., ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, Spt. 709; μανθάνειν γὰρ ἥκομεν πρὸς ἀστῶν, Soph. O. C. 13, öfter; έπαιδεύθην ξένος, ich wurde in der Fremde erzogen, O. C. 568. – Nach Her. 9, 11 nannten die Lacedämonier alle Ausländer ξένοι; Plat. ἡ Μαντινικὴ ξένη Conv. 211 d, τὸν Πλεῖον ξένον Phaedr. 267 b; Ggstz ἀστοί, Rep. X, 613 d, πολῖται, Gorg. 473 d, ἐπιχώριος, Men. 94 d; u. so öfter bei den Rednern, im Ggstz zum eingebornen Bürger. Bes. – 3) heißt ξένος der Fremde, der sich für Sold einem Hauswesen anschließt, einem Andern verdingt, Miethling, Od. 14, 102; – votzugsweise von den in Sold genommenen Ausländern, Miethssoldaten; ναυβάτης, Thuc. 1, 121; ξένοις ἐμμίσθοις, Plat. Legg. VII, 816 e; Xen. An. 1, 1, 10. 2, 6, 28 u. A. – 4) von Hom. an ist ὦ ξένε eine ganz allgemeine Anrede an Personen, deren Namen man nicht kennt od. nicht sagt, mein Freund, mein Beber. – 5) adjectivifch, ξένος, η, ον, bei den Att. auch 2 Endgn, fremd; ξεῖνε πάτερ, Hom., ἄνθρωποι ξεῖνοι, Il. 24, 202; ξένῳ παρ' ἀνδρὶ ναίομεν, Soph. Trach. 40; ξένης ἐπὶ χθονός, in fremdem Lande, O. C. 1258; ἐς ξένην γαῖαν, El. 1121, öfter; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς, in den Händen der Fremden, 1130; oft Eur., ξένοισιν ἐν δόμοις Phoen. 341, ξένην πόλιν 372, ἐπὶ ξένῳ χθονί Med. 435 u. ä.; auch ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' ἐρῶ, ξένος δὲ τοὖ πραχθέντος, Soph. O. R. 219, unbekannt damit; τιμωρίαι, unerhört, Tim. Locr. 104 d; auch adv., ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως, ich bin unbekannt damit, Plat. Apol. 17 d. – Auch = befremdend, fremdartig, τὸ ξένον τῆς ὑποθέσεως Luc. V. H. 1, 2, οὐδὲν ξένον, das ist nicht befremdend, pro lapsu 16, ξένα καὶ ἄγνωστα πάντα ὁρῶν Scyth. 4, καὶ ἀλλότριος Hermot. 72; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξένος: Ἰων. ξεῖνος, ὁ, Ὅμ. (ὅστις ὡς καὶ ὁ Ἡσίοδ. καὶ ὁ Ἡρόδ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. τύπον, κοινὸν ὡσαύτως καὶ παρὰ Πινδάρῳ, εὔχρηστον δὲ καὶ παρὰ Τραγικοῖς χάριν τοῦ μέτρου καὶ ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ κλητικήν, Σοφ. Ο. Κ. 33, 49, 856, 1096, Εὐρ. Ι. Τ. 798, Ἠλ. 247): - Αἰολ. ξέννος, Ahrens D. Aeol. § 8. 4 κἑξ. (Κατὰ τὸν Pott, ἐκ τῆς προθ. ἐκ, ἐξ, πρβλ. Γαλλ. étranger (Ἀγγλ. stranger) ἐκ τοῦ Λατ. extraneus, extra). 1) ὁ ξενιζόμενος φίλος, δηλ. πᾶς πολίτης ξένης πόλεως, μεθ’ οὗ ἔχει τις συνθήκην (φιλο)ξενίας δι’ ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του βεβαιωμένην διὰ τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων καὶ ἐπικλήσεως τοῦ ξενίου Διός. Επὶ τοιαύτης σημασίας ἀμφότερα τὰ μέρη λέγονται ξένοι, ἴδε μάλιστα Ὀδ. Α. 313· καὶ ἡ σχέσις αὕτη ἦν κληρονομική, ξεῖνοι δὲ ... εὐχόμεθ’ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Ο. 196· ὅθεν αἱ φράσεις, ξεῖνος πατρώιός ἐσσι παλαιὸς Ἰλ. Ζ. 215· ξεῖνοι δ’ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ’ εἶναι Ὀδ. Α. 187· φησὶ δ’ Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώιος εἶναι Ρ. 522· - παρὰ τοῖς μετὰ ταῦτα συγγραφεῦσι συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ φίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος (διότι ἦτο ἐξ Εὐβοίας) Δημ. 550, 27, πρβλ. 241. 11· φίλου ὄντος καὶ ξ., ἐπί τινος ἐκ Σικελίας, Λυσ. 153, 31. Ἀλλά, 2) ἡ λέξις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κεῖται εἰς δήλωσιν τοῦ ἑτέρου τῶν διὰ ξενίας συνδεδεμένων μερῶν, δηλ. τοῦ δεχομένου φιλοξενίαν, του φιλοξενουμένου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν προσφέροντα τὴν φιλοξενίαν, ξεινοδόκοι και ξεῖνος (ἴδε ἐν λ. ξενοδόκος)· ἀλλ’ ὡσαύτως = ξεινοδόκος, ὁ παρέχων ξενίαν, ὁ φιλοξενῶν, Ἰλ. Ο. 532· οὕτως ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ Φαίακες προσφωνοῦσιν ἀλλήλους διὰ τῆς λέξ. ξεῖνε, Ὀδ. Θ. 145, 159, 166, πρβλ. 208., Ξ. 53· οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ Ἀττ. Κεῖται δὲ ἀπολ., ὡσαύτως δὲ καὶ μετὰ δοτ., ξένος τινί, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις διετήρησεν ἐπιθετικὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 1. 20, 22, Θουκ. 2. 13, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10, κτλ.· ἂν καὶ εὑρίσκεται ὡσαύτως ἡ γεν., αὐτόθι 2. 1, 5., 2. 4, 15. ΙΙ. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους ἐθεωρεῖτο καθῆκον ἱερὸν νὰ δεχθῇ τις καὶ ὑπερασπίσῃ τὸν ἀπροστάτευτον ξένον, ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. ξεῖνος ἐπὶ παντὸς ξένου ἀνθρώπου (ὅστις δὲν παρουσιάζεται ὡς λῃστὴς ἢ ἐχθρός), ἑπομένως ἐπὶ ἀνθρώπου πλάνητος ἢ πρόσφυγος, ὅστις ἐθεωρεῖτο διατελῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ ξενίου Διὸς καὶ ἔπρεπε νὰ ἀπολαύῃ τῶν περιποιήσεων φίλου, ὥστε τὸ ξεῖνος συνάπτεται ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἱκέτης, Ζεὺς ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξένιος Ὀδ. Ι. 270, πρβλ. Θ. 546· συνάπτεται ἐνίοτε μετὰ τοῦ πτωχός, πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε (πρβλ. ξένιος) Ζ. 208., Ξ. 58· - ἐντεῦθεν κατήντησε νὰ σημαίνῃ ΙΙΙ. πάντα ξένον ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδημος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 223· πρὸς τὸ ἀστός, Πινδ. Ο. 7. 165, Σοφ. Ο. Κ. 13, Ἀνδοκ. 30. 20, κτλ.· πρὸς τὸ πολίτης, Πινδ. Ι. 1. 75, Αἰσχύλ. Θήβ. 924, Πλάτ., κτλ.· πρὸς τὸ ἐπιχώριος, Πλάτ. Μένων 94D· συνάπτεται μετὰ τοῦ μέτοικος, Θουκ. 4. 90· μετὰ τοῦ ἔπηλυς, Λουκιαν. Ἑρμότ. 24: - οὕτω ξένη, ἐπὶ γυναικῶν, ἴδε τὴν λέξ. - Ἀλλ’ ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει χάριν εὐγενείας καὶ ἐπὶ παντὸς οὗ τὸ ὄνομα δὲν ἦτο γνωστόν, καὶ ἡ προσφώνησις ὦ ξένε, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πλειότερόν τι τοῦ φίλε, κύριε, ἴδε Σοφοκλ. Ο. Τ. 813. - Παρὰ Ρωμαίοις τοὐναντίον, ἡ λέξις ἡ σημαίνουσα ἐξ ἀρχῆς τὸν ξένον ἄνθρωπον (hostis) κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν ἐχθρόν, πρβλ. Κικ. Off. 1. 12,. 1. 2) ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ βάρβαρος, ξένος, οὐχὶ Ἕλλην, πιθανῶς μόνον ἐν Λακεδαίμονι, Ἡρόδ. 9. 11, 55, πρβλ. ξενηλασία. IV. Ἐπειδὴ ὁ ξένος ἐγίνετο τοιοῦτος ἐὰν ἐγκαταλείπων τὸν πατρικὸν οἶκον προσεκολλᾶτο εἰς ἕτερον χάριν μισθοῦ, τὸ ὄνομα ἐδόθη εἰς τοὺς μισθωτούς, Ὀδ. Ξ. 102· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ξένος ἐσήμαινε συνήθως στρατιώτην εἰσερχόμενον εἰς ὑπηρεσίαν ξένης πόλεως ἐπὶ μισθῷ, δηλ. μισθοφόρον, Θουκ. 1. 121, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 10, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐν τῷ Περσικῷ στρατῷ ὑπηρετούντων ἐπὶ μισθῷ Ἑλλήνων, - κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ μισητοτέρου μισθωτὸς ἢ μισθοφόρος· πολλῷ σπανιώτερον ἄνευ ὀνείδους τινός, σύμμαχος, ὡς ἴσως ἐν Λακ. 12, 3· πρβλ. ξεναγός, ξεναγία, ξενικός. Β. ὡς ἐπίθετ., ξένος, η, ον (καὶ ος, ον), Εὐρ. Ἱκέτ. 94, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 245, Ἰων. ξεῖνος, η, ον· - ξένος, ὡς καὶ νῦν· οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (διότι ἐν ταῖς φράσεσι: ξεῖνε πάτερ καὶ ἄνθρωποι ξεῖνοι, Ἰλ. Ω. 202, κτλ., ἀμφότεραι αἱ λέξεις εἶναι οὐσιαστ., ὡς ἐν τοῖς: βοῦς ταῦρος, ἴρηξ κίρκος, κτλ.), ἀλλὰ συχνὸν παρὰ πᾶσι τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι, ξείνα γαῖα Πινδ. Π. 4. 210· ξένης ἐπὶ χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 1256· γᾶς ἐπὶ ξένης αὐτόθι 1705 (ἴδε ἐν λέξ. ξένη)· ἐν ξέναισι χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡλ. 1141· ξ. δόμοι, πόλις Εὐρ. Φοίν. 339, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ξένος πρός τι πρᾶγμα, μὴ γνωρίζων τι, ἀγνοῶν, ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ’ ἐξερῶ, ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος Σοφ. Ο. Τ. 219, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 3. 37· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως, εἶμαι ξένος πρὸς τὸ δικανικὸν ὕφος, οὗ γίνεται χρῆσις ἐνταῦθα, δὲν γνωρίζω τὸν τρόπον τοῦτον τοῦ λέγειν, Πλάτ. Ἀπολ. 17D. ΙΙΙ ἀλλότριος, ἀσυνήθης, παράδοξος, λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 689· τιμωρίαι Τίμ. Λοκρ. 104D· ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3, πρβλ. 14, 4· τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 17, 14 ξένα ταῖς ὄψεσι Διόδ. 3. 15· ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
I. adj.
1 étranger ; ξένη χθών SOPH, ξένη γαῖα SOPH, abs.ξένη SOPH la terre étrangère ; ἐν ξέναισιν χερσί SOPH dans les mains des étrangers;
2 étranger à, qui ne connaît pas, gén.;
3 étrange, insolite, étonnant, surprenant;
II.ξένος :
1 l’hôte ; ξεῖνος πατρώϊος IL, ξένος πατρῷος EUR, ξένος παλαιός OD hôte des ancêtres;
2 en gén. étranger auquel on accorde l’hospitalité ; étranger en gén.
Étymologie: p. ξένϜος.