ἀρχαῖος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
α, ον, (ἀρχή I)
A from the beginning or origin: I mostly of things, ancient, σκότος S.OC106; ἐσθής Hdt.5.88; δόμοις ἐπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος A.Ag.579 codd.; Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις S.OC1382; χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν faith firm for ever, ib. 1632 codd. 2 old-fashioned, antiquated, A.Pr.317 (lyr.), Ar.Nu.984, D.22.14; of literary style, Demetr.Eloc.244. b simple, silly, Ar.Nu.915, al., Pherecr. 205; -ότερος εἶ τοῦ δέοντος Pl.Euthd.295c, etc. 3 ancient, former, τὸ ἀ. ῥέεθον Hdt.1.75; τοῦ ἀ. λόγου Id.7.160; οὐ γὰρ δὴ τό γ' ἀ. δέμας S.OC110; οἱ ἀ., opp. οἱ ὕστερον, Th.2.16; ἀ. φύσις A.Ch.281, Hp. Art.53, Pl.Smp.193c, etc.; φύσις καὶ κατάστασις ἀ. Democr.278; coupled with παλαιός, παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου θηρός S.Tr.555, cf. Lys. 6.51, D.l.c. 4 old, worn out, ὑποδήματα X.An.4.5.14; πινάκια BGU781i1 (i A. D.). II of persons, Θέμιν . . ἀρχαίαν ἄλοχον Διός Pi.Fr.6.5; ἀ. θεαί, of the Erinyes, A.Eu.728; Πέλοψ S.Aj.1292; οἱ ἀ. the Ancients, name given by Arist. to the pre-Socratics, Metaph. 1069a25, GC314a6; in Lit. Crit., ancient, classical writers, Demetr. Eloc.15,67; in Plot., the philosophers down to Aristotle, 5.1.9; in NT, the Fathers, Ev.Matt.5.21, al. 2 ancient, old, βαλὴν ἀ., of Darius, A.Pers.657 (lyr.); λάτρις E.Hec.609; ἑταῖρος X.Mem.2.8.1; οἱ ἀ. κύριοι the original owners, BGU992 ii 6 (ii B. C.); τὰς ἀ. πόλεις (banished from) their original cities, Polystr.p.22 W.; ἀ. μαθητής an original disciple, Act.Ap.21.16; ἀ. μύστης Inscr.Magn.215b; παιδαγωγὸς ἀ., i.e of old, formerly, E.El.287, cf.853. III neut. as Adv., τὸ ἀρχαῖον, Ion. contr. τὠρχαῖον, anciently, Hdt.1.56, 173, al., Att.τἀρχαῖον A.Supp.326; ἀπὸ τοῦ ἀ. Hdt.4.117; ἐξ ἀρχαίων D.S.1.14. 2 regul. Adv. ἀρχαίως in olden style, καινὰ ἀ. λέγειν Pl.Phdr.267b, cf. Isoc.4.8, D.9.48; ἀ. καὶ σεμνῶς Aeschin.1.183. IV irreg. Comp. ἀρχαιέστερος Pi.Fr.45 (on ἀρχέστατος v. h. v.); usual Comp. -ότερος Ar.Av.469: Sup. -ότατος Hdt.1.105, etc. V as Subst., τὸ ἀρχαῖον, of money, prime cost, πλέον τοῦ ἀ. X.Vect.3.2; principal, mostly in pl., Ar.Nu.1156, etc.; τἀρχαῖα ἀποδιδόναι D.34.26, etc.; τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν lost their capital, Id.1.15: opp. ἔργον, Id.27.10; opp. πρόσοδοι, Is.6.38. 2 ἀρχαίη, ἡ, = ἀρχή, Eust.475.1, etc.
German (Pape)
[Seite 364] α, ον, uranfänglich, alt; was von alten Zeiten her besteht, φίλος, ἑταῖρος, Eur. Cycl. 434; Xen. Mem. 2, 8, 1; θυσίαι Plat. Polit. 290 e; was vor Alters war u. nicht mehr besteht, Soph. O. C. 110; ὄνομα Plat. Crat. 418 c; φύσις Conv. 192 e; so bes. bei Sp. ὡς οἱ ἀρχαῖοι λέγουσι; – τὸ ἀρχαῖον, vor Alters, Her. 4, 108; Xen. An. 1, 1, 7; auch auf das vor nicht so langer Zeit Dagewesene gehend, Κῦρος ὁ ἀρχαῖος, der ältere, 1, 9, 1; λόγος Her. 7, 16; ὑποδήματα Xen. An. 4, 5, 14; veraltet, Aesch. Prom. 312; altfränkisch, einfältig, thöricht, Ar. Nub. 1452; καὶ σαπρόν Plut. 323; Phereer. bei B. A. 13 durch εὐήθης erkl.; ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δὲοντος Plat. Euthyd. 295 e; ehrwürdig, wie antiquus, Aesch. Ag. 565; χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν Soph. O. C. 1614; – τὸ ἀρχαῖον, das Kapital, Ar. Nubb. 1140; öfter bei Rednern, Dem. 1, 15. 27, 10. – Adv., vor Alters, Her. 1, 173; καινὰ ἀρχαίως εἰπεῖν Plat. Phaedr. 267 b, wie Isocr. 4, 8, was Harpocr. ἀρχαιοτρόπως erkl., d. i. ἀρχαιοτέροις ὀνόμασι χρῆσθαι; vgl. Aesch. 1, 183 ἀρχαίως καὶ σεμνῶς λέγειν. – Compar. ἀρχαιέστερος bei B. A. 80 aus Aeschyl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαῖος: α, ον (ἀρχὴ 1), ὁ ἐξ ἀρχῆς: 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, παλαιός, πρωτογενής, ὁ ἀπὸ τοῦ πάνυ ἀρχαίου, ἴτ’, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· ἀκολούθως ἁπλῶς, παλαιός, ἀρχαῖος, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· ἔπειτα παρὰ Πινδ. καὶ πᾶσι τοῖς συγγραφ., δόμοις ἑπασσάλευσαν ἀρχαῖον γάνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 579· Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις Σοφ. Ο. Κ. 1382· χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν, πίστιν διὰ παντὸς σταθεράν, αὐτόθι 1632. 2) ὡς τὸ ἀρχαϊκός, ἀπηρχαιωμένος, Αἰσχύλ. Πρ. 317, Ἀριστοφ. Νεφ. 915, 1357, 1469, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 62, Πλάτ. Εὐθύδ. 295C. 3) ὁ παλαιός, ὁ πρότερον ὑπάρχων, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον Ἡρόδ. 1. 75· τοῦ ἀρχ. λόγου ὁ αὐτ. 7. 160· οὑ γὰρ δὴ τόδ’ ἀρχ. δέμας Σοφ. Ο. Κ. 110· οἱ ἀρχαῖοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ὕστερον, Θουκ. 2. 16· ― ἐνίοτε ἔχομεν τὸ ἀρχαῖος καὶ παλαιὸς ὁμοῦ, ὡς π.χ. παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου θηρὸς Σοφ. Τρ. 555, πρβλ. Λυσ. 107. 40, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐν τῇ Λατ. prisus et vetustus, priscus et antiquus, Ruhnk, Vellei 1. 16, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, Θέμιν… ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς Πινδ. Ἀποσπ. 6. 5· ἀρχ. θεαί, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 728· Πέλοψ Σοφ. Αἴ. 1292· οἱ ἀρχαῖοι, οὕτως ἀποκαλεῖ ὁ Ἀριστοτέλης τοὺς Ἴωνας καὶ ἄλλους ἀρχαίους φιλοσόφους, Μεταφ. 11. 1, 2, π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 2, 1. 8, 3· ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ οἱ παλαιοὶ πατέρες, οἱ Προφῆτα, κτλ. 2) παλαιός, ἀρχαῖος, βαλὴν ἀρχαῖος βαλήν, περὶ τοῦ Δαρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 658· λάτρις Εὐρ. Ἑκ. 609· ἑταῖρος Ξεν. Ἀπομν. 2, 8. 1· μαθητὴς Πράξ. Ἀποστόλων κα΄, 16· πατρὸς γε παιδαγωγὸς ἀρχαῖος γέρων Εὐρ. Ἠλ. 287, πρβλ. 853. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀρχαίως, εἰς ἀρχαίους χρόνους ἢ κατὰ τρόπον ἀρχαῖον, Δημ. 123. 20, οὕτω καὶ τὸ ἀρχαῖον (πρβλ. τὸ παλαιόν) Ἰων. κατὰ κρᾶσιν τὠρχαῖον Ἡρόδ. 1. 56, 173, κ. ἀλλ., Ἀττ. τἀρχαῖον Αἰσχύλ. Ἱκ. 325· ἀπὸ τοῦ ἀρχ. Ἡρόδ. 4. 117· ἐξ ἀρχαίων Διόδ. 1. 14. 2) εἰς ἀρχαῖον ὕφος, καινὰ ἀρχαίως λέγειν Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Ἰσοκρ. 42C, Ἔφορ. 2· ἀρχαίως καὶ σεμνῶς Αἰσχίν. 26. 12. IV. ἀνώμαλ. συγκρ. ἀρχαιέστερος Πινδ. Ἀπόσπ. 20 (περὶ τοῦ ἀρχέστατος ἴδε ἐν λέξει): τὸ σύνηθες συγκρ. -ότερος Ἀριστ. Ὄρν. 469: ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 1. 105, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., τὸ αρχαῖον, ἐπὶ χρημάτων, ἡ πρώτη ἀξία, τιμή, πλέον τοῦ ἀρχ. Ξεν Πόρ. 3. 2· τὸ κεφάλαιον, Λατ. sors, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, καὶ παρὰ Ρήτορ.· τὰ ἀρχαῖα ἀποδιδόναι Δημ. 914, ἐν τέλει, κτλ.· τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν, ὃ ἐ. ἐκήρυξαν ἑαυτοὺς ἀνικάνους νὰ πληρώσωσιν, ὁ αὐτ. 13. 21 (ἴδε ἐν λ. κεφάλαιος): ― ἀντίθετον τῷ τόκος, ἔργον, ἐπικαρπία, πρόσοδος (ὁ αὐτ. 816. 15, Ἰσαῖος 60. 1 0, κτλ.), ὡς τὸ Λατ. sors ἢ caput ἀντιτίθεται πρὸς τὸ fenus, fructus, usus, usura, reditus. 2) ἀρχαία, ἡ = ἀρχή, Εὐστ. 475. 1, κτλ.· πρβλ. σεληναία, ἀναγκαίη.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
A. adj. I. primitif, originaire, d’où
1 antique, ancien;
2 plus âgé, p. opp. à plus jeune : Κῦρος ὁ ἀρχαῖος Cyrus l’ancien;
II. p. suite :
1 avec idée de respect antique, vénérable;
2 suranné;
3 simple, naïf;
B. subst. τὸ ἀρχαῖον;
1 fond d’argent, capital;
2 l’antiquité ; adv. • τὸ ἀρχαῖον, par crase • τἀρχαῖον, (ion.) • τὠρχαῖον, HDT à l’origine, anciennement ; ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου de toute antiquité.
Étymologie: ἀρχή.
English (Slater)
ἀρχαῑος (comp. ἀρχαιέστερον)
a ancient, of ancient times γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.89) ἀρχαίῳ σάματι (O. 10.24) “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) (P. 4.106) ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον (N. 1.34) ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.37) νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (I. 1.39) [μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀρχαῖον λόγον (codd.: ἀχρεῖον Boeckh, edd. vulg.) fr. 180. 1.] πατρίδ' ἀρχαίαν fr. 215. 6.
b in ancient times, of old πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.17) τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (O. 13.92) Θέμιν Μοῖραι ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 5.
c ἀρχαιέστερον fr. 45.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -ίη Hdt.5.88, etc.; eol. ἄρχαος Alc.67.5, dud. en Alc.178.1, Sch.D.T.466.37
• Morfología: [compar. ἀρχαιέστερος Pi.Fr.45; sup. ἀρχέστατος A.Fr.187]
A adj. y subst.
I sin connotaciones posit. o peyor.
1 gener. antiguo de divinidades y abstr. νόμος Hes.Fr.322, θεαί A.Eu.728, Θέμις ... ἀ. ἄλοχος Διός Pi.Fr.30.5 (pero cf. II), παῖδες ἀρχαίου Σκότου S.OC 106, etc.
•de concr. ἐσθής Hdt.5.88, ἱρὸν ... πάντων ἀρχαιότατον Hdt.1.105, subst. ὅκως ... ἐς τὰ ἀρχαῖα ἐσβάλλοι para que se metiera en el (lecho) antiguo Hdt.1.75
•de pers. ἀρχαῖος μύστης ἀρχαῖον χρησμὸν ... ἀναγράψας IM 215b (I d.C.)
•en constr. adverb. diversas desde antiguo, desde tiempo inmemorial τἀρχαῖον A.Supp.326, ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου Hdt.4.117, ἐξ ἀρχαίων D.S.1.14.2, 14.45.3
•tb. originariamente ἐόντα τὸ ἀρχαῖον τὸ μὲν Πελασγικόν Hdt.1.56, οἱ δὲ Λύκιοι ἐκ Κρήτης τὠρχαῖον γεγόνασι Hdt.1.173
•subst. οἱ ἀρχαῖοι los antiguos περὶ διαίτης οἱ ἀρχαῖοι συνέγραψαν Hp.Acut.3, οἱ πλείους τῶν τε ἀρχαίων καὶ τῶν ὕστερον la mayoría de los antiguos y los posteriores Th.2.16, μαρτυροῦσι δὲ καὶ οἱ ἀρχαῖοι Arist.Metaph.1069a25, cf. GC 314a6, Demetr.Eloc.67, 244, Corn.ND 20, Plot.5.1.9, ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις habéis oído que fue dicho a los antiguos, Eu.Matt.5.21, κατὰ τοὺς ἀρχαίους Porph.Sent.20, 42, etc.
•tb. adj. περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων D.H.Orat.Vet.tít., τις τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων Plu.2.111f.
2 c. op. explícita a un estado posterior anterior, de antes de divinidades y abstr. ἀρχαιότεροι πρότεροι τε Κρόνου Ar.Au.469, ὑπείξομεν τοῦ ἀρχαίου λόγου cederemos algo de la anterior propuesta Hdt.7.160, cf. quizá περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς sobre la medicina de antes Hp.VM tít.
•de concr. ἐξέσθοντας ἀρχαίαν φύσιν (las lepras) que devoran el cuerpo tal cual era A.Ch.281, οὐ γὰρ δὴ τόδ' ἀρχαῖον δέμας pues no es éste el cuerpo de antes S.OC 110
•de pers. οἱ ἀρχαῖοι κύριοι los dueños originarios, BGU 992.2.6 (II a.C.)
•subst. κατ' ἀρχαίους ref. al antiguo calendario egipcio PHamb.96.2 (II d.C.), PCornell 9.7, PGrenf.2.67.10 (III d.C.).
3 en cont. econ. principal, capital adj. τό τ' ἀρχαῖον δάνειον καὶ τῶν τόκων μέρος τι D.56.37, pero gener. subst. τἀρχαῖα καὶ τόκοι τόκων Ar.Nu.1156, πλέον τοῦ ἀρχαίου λαμβάνουσιν X.Vect.3.2, τοῦ μὲν ἀρχαίου κεφάλαιον τέτταρα τάλαντα D.27.10, cf. 1.15, 27.64, 34.26, Is.6.38, SIG 955.17 (IV/III a.C.), PCair.Zen.327.91 (III a.C.), PHib.30.19 (III a.C.), IKyme 12.6 (II a.C.), etc., ἀγαπῶν τὸ ἀρχαῖον Philostr.VS 603, τὸ ἀρχαῖον ἐν ἀργυρίῳ ἀπῄτουν D.C.41.37.3, cf. Alciphr.1.13.3, prov. οὐδὲ τἀρχαῖον ποιεῖ no merece la pena, Com.Adesp.723K.
II c. connotaciones posit.
a) gener. o de abstr. antiguo, venerable, prístino τὸ «ἀρχαῖοι» ἀντὶ τοῦ «παλαιοί» ἐντιμότερον· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι ἄνδρες ἐντιμότεροι Demetr.Eloc.175, ἀρχαῖον γάνος A.A.579, Δίκη ξύνεδρος ... ἀρχαίοις νόμοις S.OC 1382, πίστις S.OC 1632, ἀπὸ φύσιος καὶ καταστάσιός τινος ἀρχαίης Democr.B 278, φύσις Pl.Smp.193c, τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον Lys.6.51, ἀρχαίῳ καὶ σοφῷ ... λόγῳ Plu.2.111e, cf. 2.115c;
b) de pers. o seres mit. venerable, viejo, anciano ἀ. βαλήν A.Pers.657, ἐγὼ γένος μέν εἰμι Κρὴς ἀρχέστατον A.Fr.187, ἀ. ... Πέλοψ S.Ai.1292, δῶρον ἀρχαίου ... θηρός regalo del viejo centauro S.Tr.555, ἀ. λάτρις E.Hec.609, παιδαγωγὸς ἀ. γέρων E.El.287, cf. 853, ἑταῖρος X.Mem.2.8.1, ἀ. μαθητής antiguo discípulo, Act.Ap.21.16;
c) como epít. de reyes el Viejo μετὰ Γέλωνα τὸν ἀρχαῖον después de Gelón el Viejo Plb.12.25k.2;
d) como epít. de ciu. antigua, noble Ἡρακλέους πόλεως ἀρχαίας BGU 924.1 (III d.C.);
e) de pinturas antiguo ἀρχαῖα ζωγραφήματα Hierocl.Facet.78;
f) subst. οὐχ ἁμαρτάνει τοῦ ἀρχαίου no le falla (el toque) de antigüedad Philostr.VS 594.
III c. connotaciones peyor.
a) gener. o de abstr. anticuado, superado τὸ μὲν ἀρχαῖον παρ' αὐτοῖς ἄτιμον τὸ δὲ νέον ἔντιμον Pl.Lg.797c, ἀρχαῖ' ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε quizá te parece que digo cosas anticuadas A.Pr.317, cf. Ar.Nu.984, Isoc.4.30, D.22.14;
b) de concr. viejo, gastado ὑποδήματα X.An.4.5.14, πινακίων ... ἀρχαίω[ν] δ' (un servicio) de cuatro bandejas viejas, BGU 781.1.1 (I d.C.), χαρτίδια ἀρχαῖα libros gastados Alciphr.2.5.2 (quizá c. juego de palabras c. I 3, cf. ib. infra πρὸς τῷ ἀρχαίῳ τόκον βαρύν);
c) de pers. simple, tonto ΔI. -θρασὺς εἶ πολλοῦ. ΑΔ. -σὺ δέ γ' ἀ. Ar.Nu.915, cf. Pherecr.205, ἀρχαιότερος εἶ τοῦ δέοντος Pl.Euthd.228c, ἀρχαῖον εἶναι τὸν Ὀδυσσέα Pl.Hp.Mi.371d
d) del diablo viejo ὁ ὄφις ὁ ἀ. ὁ καλούμενος Διάβολος Apoc.12.9, cf. 20.2;
e) ret., de períodos arcaico Demetr.Eloc.15.
IV otros sent., subst.
1 τὰ ἀρχαῖα archivos ἐν τοῖς ἡμετέροις ἀρχαίοις Io.Mal.Chron.M.97.660C.
2 ἀρχαίη, ἡ ἀρχή Eust.475.1.
B adv. -ως
1 en sent. posit. clásicamente, a la antigua εἰπεῖν Isoc.4.8, γέγραφεν Aeschin.1.183.
2 en sent. peyor. arcaica, anticuadamente (φαίνεσθαι ποιοῦσι) καινά τε ἀ. τά τ' ἐναντία καινῶς Pl.Phdr.267b, οὕτω δ' ἀρχαίως εἶχον ... ὥστε ... D.9.48. • DMic.: a-ka-i-jo (?).
English (Strong)
from ἀρχή; original or primeval: (them of) old (time).
English (Thayer)
ἀρχαῖα, ἀρχαῖον (from ἀρχή beginning, hence) properly, that has been from the beginning, original, primeval, old, ancient, used of men, things, times, conditions: οἱ ἀρχαιοι the ancients, the early Israelites: ),33; τά ἀρχαῖα the man's previous moral condition: Pindar and Herodotus down.) [ SYNONYMS: ἀρχαῖος, παλαιός: In παλαιός the simple idea of time dominates, while ἀρχαῖος ("σημαίνει καί τό ἀρχῆς ἔχεσθαι," and so) often carries with it a suggestion of nature or original character. Cf. Schmidt, chapter 46; Trench, § lxvii.]
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀρχαῑος, -α, -ον)
1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν
2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα
3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος
νεοελλ.
ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι
αυτοί που έζησαν την αρχαία εποχή
II. τα αρχαία
1. τα μνημεία της αρχαιότητας
2. το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών
μσν.
ως ουσ. ἡ ἀρχαίη
η αρχή
αρχ.
Ι. 1. ο απλοϊκός ή ο ανόητος
2. ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε προηγουμένως
3. ως ουσ. α) οἱ ἀρχαῑοι
οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Αριστοτ.) είτε οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)
β) (για χρήματα) τὸ ἀρχαῑον
η αρχική τιμή
τὰ ἀρχαῑα
το κεφάλαιο
II. επίρρ. ἀρχαίως ή τὸ ἀρχαῑον
1. σε αρχαίους χρόνους
2. σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή «έναρξη». Η λ. αρχαίος, άγνωστη στον Όμηρο, απαντά κυρίως στην Ιωνική-Αττική με αρχική σημασία «ο πρωταρχικός», διακρίνεται δε από το παλαιός, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».
ΠΑΡ. αρχαΐζω, αρχαϊκός, αρχαιότητα (-ότης).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχαιολογία, αρχαιοπινής, αρχαιοπρεπής, αρχαιότροπος
αρχ.
αρχαιόγονος, αρχαιοειδής, αρχαιολογώ
μσν.- νεοελλ.
αρχαιολόγος, αρχαιοπαράδοτος, αρχαιοφανής
νεοελλ.
αρχαιογνωσία, αρχαιογνώστης, αρχαιοδίφης» αρχαιοθήκη, αρχαιοκάπηλος, αρχαιοκλόπος, αρχαιολατρεία, αρχαιολάτρης, αρχαιομάθεια, αρχαιομαθής, αρχαιομανής, αρχαιοπώλης, αρχαιοσυλλέκτης, αρχαιόσυλος, αρχαιόφιλος, αρχαιοφύλακας
(β' συνθετικό) φιλάρχαιος
αρχ.
πανάρχαιος, υπεραρχαίος
μσν.
ισάρχαιος
νεοελλ.
πανάρχαιος.