θησαυρός
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
ὁ,
A store, treasure, Ar.Av.599, etc.; θ. χθονός, of the silvermines of Laureion, A.Pers.238 (troch.); θ. εὑρεῖν Arist.Pol.1303b35; ἄνθρακες ὁ θ., prov., 'apples of Sodom', freq. in Luc.Zeux.2, al.; σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Alciphr.2.3.13: metaph., θ. γλώσσης φειδωλῆς Hes.Op.719; θ. ὕμνων Pi.P.6.8; κακῶν E.Ion923, cf. Hp.Lex; κόμας... ἱκτήριον θ. S.Aj.1175; Διὸς θ., of a tomb marking the fall of a thunderbolt, E.Supp.1010; οἰωνοῖς γλυκὺν θ., of a dead body, S.Ant. 30; of learning, θ., οὓς κατέλιπον ἐν βιβλίοις X.Mem.1.6.14; σοφίας θ. Pl.Phlb.15e, Ep.Col.2.3; χρημάτων καὶ τιμῶν Pl.Mx.247b; καλὸς θ. παρ' ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Isoc.1.29; ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θ. τῆς καρδίας Ev.Luc.6.45. II strong-room, magazine, Hdt.2.150, SIG419.17 (Delph., iii B.C.), LXXDe.32.34, etc.; esp. of the treasuries built at Delphi by Greek cities, SIG8 (vi B.C.), Hdt.1.14, al., X.An.5.3.5, Str.4.1.13, etc.; vaults of a bank, PLips.62ii 14 (iv A.D.). 2 granary, PCair.Zen.232.4 (iii B.C.), Wilcken Chr.385.27 (iii B.C.), 192 (i A.D.), etc.; οἱ δημόσιοι θ. PRyl.90.9 (iii A.D.), cf. POxy.2119.3 (iii A.D.). 3 receptacle for valuables, safe, casket, Hdt.7.190, 9.106, Ev.Matt.2.11; θ. βελέεσσιν, of a quiver, A.Pers.1022 (lyr.). 4 offertory-box (for its form, v. IG9(2).590), IG7.235.23 (Oropus, iv B.C.), 12(3).443 (Thera, iii B.C.), Jahrb.16.162 note 13 (Rhodes, iii B.C.), Schwyzer89 (Argos, iii B.C.), SIG1015.30 (Halic.), PTeb.6.27 (ii B.C.), IG5(1).1390.89 (Andania, i B.C.); σπονδεῖον ἢ θ. coin-in-the-slot machine which sold holy water, Hero Spir.1.21. 5 cavern, S.Ichn.276; subterranean dungeon, Plu.Phil.19.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ (τίθημι), 1) Ort zum Einsammeln u. Aufbewahren, Vorraths-, Schatzkammer; Her. 2, 150 u. öfter; bes. χρημάτων, 9, 106; καὶ ταμιεῖον Plat. Rep. VIII, 548 a; Xen. An. 5, 3, 5 ὁ ἐν Δελφοῖς τῶν Ἀθηναίων θησ.; solche Zimmer mit den Weihgeschenken der einzelnen Städte, nach diesen benannt, erwähnt Strab. IX, 3; Plut. Philop. 19; ἀνοίξαντες θησαυρούς Matth. 2, 11; auch βελέεσσιν, vom Köcher, Aesch. Pers. 981. – 2) das Aufbewahrte selbst, der Vorrath, Schatz, Aesch. Pers. 234 u. Folgde; χρημάτων καὶ τιμῶν Piat. Menex. 247 b; oft übertr., γλώσσης – φειδωλῆς Hes. O. 717; ὕμνων Pind. P. 6, 8; κακῶν Eur. Ion 923; σοφίας Plat. Phil. 15 e; das, worüber man sich freu't; so nennt Soph. Ant. 30 einen Leichnam οἰωνοῖς γλυκὺς θ.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυρός: ὁ (ἐκ √ΘΕ, τίθημι, μετὰ τῆς κατλήξ. - αυρος, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι κένταυρος, λάσταυρος): ― τὸ ἀποταμιευθέν, συναχθὲν καὶ ἐν ἀποθήκῃ τηρούμενον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 599, κτλ.· θ. χθονός, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· θ. εὑρεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4· ἄνθρακες ὁ θησαυρός, παροιμία ἐπὶ ἀποτυχίας, συχν. παρὰ Λουκ., ὡς π. χ. ἐν Ζεύξιδι 2· οὕτω, σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Ἀλκίφρ. 2. 3, 13, ἔνθα ἴδε τὸν Bergler: ― μεταφ., θ. γλώσσης φειδωλῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 717· θ. ὕμνων Πίνδ. Π. 6. 8· κακῶν Εὐρ. Ἴων 923, πρβλ. Ἱππ. Νόμον 2· κόμας... ἱκτήριον θησ. Σοφ. Αἴ. 1175· Διὸς θ., ἐπὶ τοῦ πυρός, Εὐρ. Ἱκέτ. 1010· οἰωνοῖς γλυκὺν θ., ἐπὶ νεκροῦ σώματος, Σοφ. Ἀντ. 30· οὕτως ἐπὶ συγγραμμάτων, θ., οὕς κατέλιπον ἐν βιβλίοις Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 14· σοφίας θ. Πλάτ. Φίληβ. 16 Ε· τιμῶν ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Β· καλὸς θ. παρ’ ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Ἰσοκρ. 8Β. ΙΙ. ἀποθήκη, τόπος ἔνθα ἐπισωρεύει τις πράγματα, θησαυροφυλάκιον, Ἡρόδ. 2. 150· τὸ θησαυροφυλάκιον ναοῦ, ὁ αὐτ. 1. 14, κτλ., πρβλ. Ξεν. 5. 3, 5, Στράβωνα 188, κτλ. 3) δοχεῖον πολυτίμων πραγμάτων, κίστη, κιβώτιον, θήκη, Ἡρόδ. 7. 190, πρβλ. 9. 106· θ. βελέεσσιν, ἐπὶ φαρέτρας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1022.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. dépôt :
1 dépôt d’argent, trésor ; ◊ prov. ἄνθρακες ὁ θησαυρός LUC des charbons pour tout trésor pour marquer un désappointement ; θησαυρὸς χθονός ESCHL le trésor enfoui dans la terre en parl. des mines d’argent du Laurion;
2 p. ext. dépôt de choses précieuses, trésor;
II. lieu de dépôt :
1 lieu où l’on dépose de l’argent ou des choses précieuses, trésor ; particul. trésor d’un temple;
2 poét. carquois;
3 prison souterraine, à Messène;
III. le Trésor personnifié.
Étymologie: R. Θε, poser, place (cf. τίθημι), avec suff. -αυρος, cf. κένταυρος -- DELG terme techn. obscur, pê emprunté.
English (Slater)
θησαυρός
1 treasure store ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας, Ἰσμήνιον δ ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.5) met., οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (O. 6.65) Πυθιόνικος ἔνθ' ὀλβίοισιν Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ (P. 6.8)
English (Strong)
from τίθημι; a deposit, i.e. wealth (literally or figuratively): treasure.
English (Thayer)
θησαυροῦ, ὁ (from ΘΑΩ (τίθημι) with the paragog. term. θησαυρός); the Sept. often for אוצָר; Latin thesaurus; i. e.
1. the place in which goods and precious things are collected and laid up;
a. a casket, coffer, or other receptacle, in which valuables are kept: a treasury (Herodotus, Euripides, Plato, Aristotle, Diodorus, Plutarch, Herodian; storehouse, repository, magazine (παλαιός, 1); metaphorically, of the soul, as the repository of thoughts, feelings, purposes, etc.: (G L T Tr WH, 35b); with epexegetical genitive τῆς καρδίας, ibid. 12:35a the things laid up in a treasury; collected treasures: θησαυρόν ἔχειν ἐν οὐρανῷ, to have treasure laid up for themselves in heaven, is used of those to whom God has appointed eternal salvation: something precious, τῆς σοφίας (Xenophon, mem. 4,2, 9; Plato, Philippians , p. 15e.) καί γνώσεως, equivalent to πᾶσα ἡ σοφία καί γνῶσις ὡς θησαυροί, Colossians 2:3.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θησαυρός)
1. άφθονα πλούτη, περιουσία, χρήματα, ό,τι αποταμιεύεται, ό,τι φυλάσσεται σε θησαυροφυλάκιο («οι θησαυροί του Κροίσου»)
2. θησαυροφυλάκιο («ἐσφράγισται ἐν τοῑς θησαυροῑς μου», ΠΔ)
3. καθετί που είναι μεγάλης αξίας ή σπουδαιότητας («θησαυροὺς οὓς κατέλιπον βιβλίοις», Ξεν.)
3. ναόμορφο οικοδόμημα ελληνικής πόλης στα μεγάλα ιερὰ στο οποίο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στους θεούς («τὸν ἐν Δελφοῑς θησαυρὸν τῶν Ἀθηναίων», Ξεν.)
4. θολωτός μηκυναϊκός τάφος μέσα στον οποίο πιστευόταν ότι οι βασιλείς έκρυβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους («θησαυρὸς τοῡ Ἀτρέως»)
νεοελλ.
1. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια
2. καθετί που απαντά σε αφθονία («θησαυρός γνώσεων»)
3. ποσότητα χρημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων κρυμμένων ή θαμμένων κάπου («χρόνια τώρα ψάχνει να βρει έναν θησαυρό»)
4. φρ. α) «θησαυρός της ελληνικής γλώσσας» — μεγάλο λεξικό το οποίο περιλαμβάνει όλες ή όσο το δυνατόν περισσότερες λέξεις
β) «κρυμμένος θησαυρός» — αφανής αξία, πρόσωπο μεγάλης αξίας που ώς τώρα αγνοήθηκε
νεοελλ.-αρχ.
παροιμ. «ἄνθρακες ὁ θησαυρός» — λέγεται για ελπίδες που διαψεύσθηκαν (Λουκιαν.)
αρχ.
1. πάπ. δημόσια αποθήκη σιτηρών
2. δοχείο, κιβώτιο, θήκη πολύτιμων πραγμάτων
3. κυβόσχημο κουτί με σχισμή για τη ρίψη κερμάτων στους ναούς
4. σπήλαιο
5. υπόγεια φυλακή
6. φρ. «θησαυρὸς βελέεσσιν» — η φαρέτρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά καιρούς διατυπώθηκαν εικασίες που δεν πείθουν. Η λ. θεωρήθηκε σύνθ. με α' συνθετικό θησ- < τί-θη-μι (πρβλ. το α' συνθετικό στησ- < ί-στη-μι του Στησ-ήνωρ κι ακόμη το στησί-χορος), δεν υπάρχει όμως άλλο συνθ. με αυτό το α' συνθετικό. Το υποτιθέμενο β' συνθετικό -αυρος σημαίνει κατά μία άποψη «ύδωρ» (πρβλ. άν-αυρος) και η αρχική σημασία του θησ-αυρός ήταν «τόπος αποθηκεύσεως ύδατος, δεξαμενή». Κατ' άλλη άποψη το β' συνθετικό είναι η λ. αύρα και ο θησ-αυρός δήλωνε αρχικά ένα είδος υπαίθριας τροφαποθήκης. Η Λατινική δανείστηκε τις λ. thesaurus και thesaurizō από την Ελληνική.
ΠΑΡ. θησαυρίζω
αρχ.
θησαυρικός, θησαυρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θησαυροφύλακας(-αξ), θησαυροφυλάκιον)
αρχ.
θησαυροποιός, θησαυροποιώ, θησαυροφυλακώ
μσν.
θησαυροδοτώ, θησαυρομανία
νεοελλ.
θησαυρωρυχεία. (Β' συνθετικό) αρχ. ευθήσαυρος, φιλοθήσαυρος].
Greek Monotonic
θησαυρός: ὁ (από √ΘΕ του τίθημι),
I. αυτό που έχει αποθηκευθεί, θησαυρός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., θησαυρὸς ὕμνων, σε Πίνδ.· Διὸς θησαυρός, λέγεται για τη φωτιά, σε Ευρ.· οἰωνοῖς γλυκὺς θησαυρός, λέγεται για νεκρό σώμα, σε Σοφ.
II. αποθήκη, θησαυροφυλάκιο, σε Ηρόδ.· το θησαυροφυλάκιο ναού, στον ίδ., Ξεν.
2. δοχείο πολύτιμων αντικειμένων, κασετίνα, μπαούλο, σε Ηρόδ.· θησαυρὸς βελέεσσιν, λέγεται για φαρέτρα, σε Αισχύλ.