λῦμα

From LSJ
Revision as of 14:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῦμα Medium diacritics: λῦμα Low diacritics: λύμα Capitals: ΛΥΜΑ
Transliteration A: lŷma Transliteration B: lyma Transliteration C: lyma Beta Code: lu=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, mostly in plural (sg. in Berl.Sitzb.1927.159 (Cyrene)), A water used in washing, or dirt removed by washing, offscourings, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς… λύματα πάντα κάθηρεν 14.171; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25; of catarrhal discharges, purgations, Hp.Gland.12; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of the blood on his hands, S.Aj.655; τόκοιο λύματα, = τὰ λόχια, Call.Jov.17: generally, offscourings, refuse, γῆς Id.Ap.109; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710; of ordure, Call.Fr.216; ἔκβολα λ. δαιτός Id.Cer.116; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8, cf. Plu.2.518b. II moral filth, defilement, in sg., λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ; S.OC805. III = λύμη, ruin, A.Pr.692 (pl., lyr.): in sg., of a person, σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν, i. e. Hector, E.Tr.591 (lyr.).
(B), ατος, τό, (λύω) = ἐνέχυρον, Suid. (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. souillure, impureté, ordure :
1 au propre, d'ord. au pl. impuretés enlevées par un lavage;
2 au sens mor. souillure, tache, sujet de honte ou de déshonneur;
II. fléau, mal, malheur.
Étymologie: R. Λυ, laver ; v. λούω.

Russian (Dvoretsky)

λῦμα: ατος τό (преимущ. pl.)
1) нечистота, грязь (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);
2) нечестие, позор (τῷ γήρᾳ Soph.);
3) несчастье, пагуба, гибель (Ἀχαιῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῦμα: τό, (ἴδε ἐν λ. λούω)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕδωρ τὸ χρησιμεῦον εἰς νίψιμον ἢ πλύσιν, ἢ ὁ ῥύπος ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροός... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ λόχια, Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν μάλιστα ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς ῥύπος, μάλιστα ἐν τῷ ἑνικῷ, λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = λύμη, ὄλεθρος, Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.

English (Autenrieth)

pl. λύματα: anything washed away, defilement, Il. 14.171; in symbolical and ritualistic sense, offerings of purification, Il. 1.314.

Spanish

desperdicios

Greek Monolingual

(I)
το (AM λῡμα)
συν. στον πληθ.
1. ακαθαρσία του σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα
2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.)
3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή κατάσταση με αποχετευτικό σύστημα από δίκτυο υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την πόλη
νεοελλ.
μτφ. βδελυρός, αχρείος άνθρωπος, λέρα, κάθαρμα
αρχ.
1. κηλίδα από αίμα («λύμαθ' ἁγνίσας», Σοφ.)
2. νερό που χρησιμεύει για πλύσιμο, για νίψιμο
3. μτφ. μίασμα, ηθικό στίγμα
4. καταστροφή, όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», Ευρ.)
5. φρ. α) «τόκοιο λύματα» — τα λόχια, τα υγρά της λοχείας
β) «λύματα δαιτός» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lu- της ΙΕ ρίζας leu- «κόβω, χωρίζω» και συνδέεται με αλβ. lum «λάσπη, βούρκος», λατ. po-lluo «μολύνω, ρυπαίνω» (πρβλ. τον όρο pollution «ρύπανση» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και lutum «μιαρός», αρχ. ιρλδ. loth «λέρα, ακαθαρσία». Παρ' όλη τη σημασιολογική συγγένεια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του λύω ή του λούω.
ΠΑΡ. αρχ. λυμαίνομαι (I), λύμαξ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απόλυμα].
(II)
λῡμα, τὸ (AM) λύω
μσν.
απαλλαγή, λύσιμο από μάγια
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέχυρον».

Greek Monotonic

λῦμα: -ατος, τό (λούω
I. κυρίως στον πληθ., νερό που χρησιμεύει στο νίψιμο ή στο πλύσιμο, απόνερα, ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, λέγεται για το αίμα στα χέρια του, σε Σοφ.
II. ηθικός ρύπος, ηθική σπίλωση, κυρίως στον ενικ., στον ίδ.
III. = λύμη, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, λῦμα Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: dirt, offscourings, purgation, metaph. contamination, revilement (A 314 a. Ξ 371, Hdt.); on the meaning Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (with wrong connection with λύω). - λύμη f., often pl. -αι, maltreatment (e.g. mutilation, flagellation), damage, violation, revilement.
Other forms: -ατος n., mostly pl. -ατα,
Derivatives: 1. From λῦμα: λύμακες πέτραι H. (on alphab. wrong position); cf. βῶλαξ, λίθαξ a.o. (Chantraine Form. 379); κατα-λυμακόομαι be covered with λύμακες `(i.e. dirt)' (Tab. Heracl. 1, 56); also Λύμαξ, -κος m. Arcad. rivername (cf. ῥύαξ, σύρφαξ a.o.; Chantraine 381 f.), after Paus. 8, 41, 2 because of the Nachgeburt (λύματα) of Rhea, in fact prob. because of the ooze (cf. Schulze Kl. Schr. 663, also Schwyzer RhM 77, 225ff. and Bechtel Dial. 1, 393; in detail deviat.). 2. From λύμη: λυμεών, -ωνος m. destroyer (S., E., Tim. Pers., Isoc., as ἀπατεών; Chantraine 163) with λυμεων -εύομαι play the λ. (Plb.); λυμάχη (-χή?) ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη H. (after ταραχή? στοναχή?). Transformation of λῦμα, λύμη: λῦμαρ (Max. Astrol.; cf. Schwyzer 519). -- Denomin. λυμαί-νομαι, aor. λυμήνασθαι (rare λυμῆναι, -ᾶναι) 1. from ?λῦμα purify (of dirt) (Hp.), usually ἀπο-λυμαίνομαι wash, purify (A 313f., A. R., Agath., Paus.) with ἀπολυμαν-τήρ (tablecleaner' (ρ 220, 377); 2. more often from λύμη corporally maltreat, damage, destroy,violate, also with δια-, κατα- (Ion. Att. Arc.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 169, Fraenkel Denom. 49); λυμαντήρ destroyer, violater (X.), λυμάντωρ (Timo, Epigr. Cyrene), -τής (S.) id. (cf. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) with λυμαν-τήριος (A.), -τικός (Ph., Arr.) destroying, violating. - λύθρος m. (after βρότος, βόρβορος, πηλός?), also -ον n. clotted, thick blood (Hom. [only dat. -ρῳ], Hp. Ep.) with λυθρώδης bloodstained (LXX, AP). With λῦμα: λύμη cf. γνῶμα: γνώμη, χάρμα: -μη, βρῶμα: -μη etc.
Origin: IE [Indo-European] [681] *luH- dirt, pollute
Etymology: With λῦμα, -μη agrees Alb. lum slime, mud (IE *lum-); an agreement with λύθρος perhaps in the Illyr. GN Ludrum (with IE dh or d); close comes also Alb. ler mud (IE *leu-d(h)r-). The nouns mentioned go back on a in Greek lost (and by λυμαίνομαι replaced?) verb meaning pollute, contaminate, which lives on in Lat. pol-luō (from *por-luō) and led to the verbal noun Lat. lutum = OIr. loth muck, excrements, dirt. Other survivals are Lat. lustrum puddle, marsh and German rivernames like Lune and Lienz (from *Luantia); cf. Λύμαξ. - WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. lutum. Fraenkel Wb. s. laũre. On the GN esp. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. a. 242ff., Eisenstuck ibd. 7. 53ff. - (Wrong Specht KZ 68, 124. λύ-μη to λύ-πη with old variation μ: π.)

Middle Liddell

λῦμα, ατος, εος, λούω
I. mostly in plural the water used in washing, washings, off-scourings, filth, Il.; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of blood on the hands, Soph.
II. moral filth, defilement, in sg., Soph.
III. = λύμη, ruin, bane, Aesch.; of a person, λῦμα Ἀχαιῶν, i. e. Hector, Eur.

Frisk Etymology German

λῦμα: -ατος
{lũma}
Forms: meist pl. -ατα,
Grammar: n.,
Meaning: Schmutz, Abfall, Kehricht, Unrat, übertr. ‘Besudelung, Schmach o. ä.’ (ep. poet. seit Α 314 u. Ξ 371, auch Hdt. u. sp. Prosa); zur Bed. Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (mit falscher Anknüpfung an λύω). —λύμη f., oft pl. -αι, ‘Mißhandlung (z.B. Verstümmelung, Geißelung), Schädigung, Schändung, Beschimpfung’ (vorw. ion. poet., auch hell. u. sp.).
Derivative: Ableitungen. 1. Von λῦμα: λύμακες· πέτραι H. (an alphab. unrichtiger Stelle); vgl. βῶλαξ, λίθαξ u.a. (Chantraine Form. 379); davon καταλυμακόομαι ‘von λύμακες ‘(d.h. Unrat, Schutt) überdeckt werden’ (Tab. Heracl. 1, 56); auch Λύμαξ, -κος m. arkad. Flußname (vgl. ῥύαξ, σύρφαξ u.a.; Chantraine 381 f.), nach Paus. 8, 41, 2 wegen der in den Fluß geworfenen Nachgeburt (λύματα) der Rhea, in der Tat wohl wegen der Schlammbildung (vgl. Schulze Kl. Schr. 663, auch Schwyzer RhM 77, 225ff. und Bechtel Dial. 1, 393; im einzelnen abweichend). 2. Von λύμη: λυμεών, -ῶνος m. Zerstörer, Verderber (S., E., Tim. Pers., anch X., Isok. u.a., wie ἀπατεών; Chantraine 163) mit λυμεωνεύομαι Unheil stiften (Plb.); λυμάχη (-χή?)· ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη H. (nach ταραχή? στοναχή?). Umbildung von λῦμα, λύμη: λῦμαρ (Max. Astrol.; vgl. Schwyzer 519). — Denominativum λυμαίνομαι, Aor. λυμήνασθαι (vereinzelt u. sp. λυμῆναι, -ᾶναι) 1. von λῦμα ‘(von Schmutz) reinigen’ (Hp.), gewöhnlicher ἀπολυμαίνομαι sich abwaschen, reinigen (A 313f., A. R., Agath., Paus.) mit ἀπολυμαντήρ (Tafelsäuberer’ (ρ 220, 377); 2. weit häufiger von λύμη körperlich mißhandeln, schädigen, verwüsten, schänden, auch mit δια-, κατα- u. a. (ion. att. ark.; zur Bed. Schulze Kl. Schr. 169 m. A. 8, Fraenkel Denom. 49); davon λυμαντήρ Zerstörer, Schänder (X.), λυμάντωρ (Timo, Epigr. Kyrene), -τής (S.) ib. (vgl. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) mit λυμαντήριος (A.), -τικός (Ph., Arr. u. a.) zerstörend, schändend. — λύθρος m. (nach βρότος, βόρβορος, πηλός u. a. ?), auch -ον n. geronnenes, dickes Blut (Hom. [nur Dat. -ρῳ], Hp. Ep., spät) mit λυθρώδης blutbefieckt (LXX, AP).
Etymology: Zu λῦμα: λύμη vgl. γνῶμα: γνώμη, χάρμα: -μη, βρῶμα: -μη u. a. m. — Zu λῦμα, -μη stimmt alb. lum Schlamm (idg. lum-); ein Seitenstück zu λύθρος kann in dem illyr. ON Ludrum (mit idg. dh od. d) vorliegen; nahe kommt auch alb. ler Schlamm (idg. leu-d(h)r-). Die genannten Nomina gehen auf ein im Griechischen verschwundenes (und von λυμαίνομαι ersetztes?) Verb der Bed. ‘verunreinigen, besudeln o. ä.’ zurück, das noch in lat. pol-luō (aus *por-luō) lebt und u. a. noch zum Verbalnomen lat. lutum = air. loth Dreck, Kot, Schmntz Anlaß gegeben hat. Andere Ableger sind lat. lustrum Pfütze, Morast und deutsche Flußnamen wie Lune und Lienz (aus *Luantia); vgl. Λύμαξ. — WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. lutum. Fraenkel Wb. s. laũrė. Zu den ON bes. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. u. 242ff., Eisenstuck ebd. 7. 53ff. — Abzulehnen Specht KZ 68, 124. λύμη zu λύπη mit altem Wechsel μ: π.
Page 2,144-145

English (Woodhouse)

defilement, taint, of guilt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)