δόκιμος

From LSJ
Revision as of 07:51, 6 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόκῐμος Medium diacritics: δόκιμος Low diacritics: δόκιμος Capitals: ΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: dókimos Transliteration B: dokimos Transliteration C: dokimos Beta Code: do/kimos

English (LSJ)

ον (Dor. α, ον Tab.Heracl.1.103), (δέχομαι)
A acceptable: hence,
1 of persons, trustworthy, Heraclit.28 (Sup.), Democr. 67; approved, esteemed, Hdt.1.65, al.; δ. παρά τινι Id.7.117; δοκιμώτατος Ἑλλάδι = most approved by Hellas, her noblest son, E.Supp. 277 (anap.): c. inf., of approved ability to do... δόκιμος δ' οὔτις… εἴργειν A.Pers.87 (lyr.).
2 of things, excellent, τὸ ἔαρ δοκιμώτατον Hdt.7.162; notable, considerable, ποταμός Id.7.129; approved, κριθὰ καθαρὰ δ. Tab.Heracl. l. c.; δόκιμον ἀργύριον = legal tender, D.35.24, cf. PLond.3.938.6 (iii A. D.); ὕμνος acceptable, Pi.N.3.11.
3 Adv. δοκίμως = really, genuinely, truly, sincerely, loyally, A.Pers.547 (lyr.), X.Cyr.1.6.7.

Spanish (DGE)

(δόκῐμος) -ον
• Alolema(s): fem. -α TEracl.1.103 (IV a.C.)
I de pers.
1 digno de toda confianza, bien considerado, acreditado νῦν τις ἄνηρ δ. γενέσθω Alc.6.12, cf. Democr.B 68, Λυκοῦργος Hdt.1.65, ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. Hdt.3.143, δόκιμον ἐόντα παρὰ Ξέρξῃ Hdt.7.117, δ. τοῖς ἀνθρώποις estimado entre los hombres, Ep.Rom.14.18, cf. 16.10, σοφῇ δ. φρενὶ πορίμῳ τε τόλμη Ar.Pax 1030, πολίτου δοκίμου ἡ ἀρετή Arist.Pol.1277a26, δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει Heraclit.B 28, μὴ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς δοκίμοισι πιστεύειν Democr.B 67, οἱ δόκιμοι los que han pasado la prueba 1Ep.Cor.11.19, 2Ep.Cor.10.18, σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ θεῷ 2Ep.Ti.2.15, ῥήτωρ AP 11.436 (Luc.)
c. inf. del que se espera que, en quien se confía para δ. δ' οὔτις ὑποστὰς μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν ... εἴργειν y de nadie se espera que interponiéndose ofrezca resistencia a la gran oleada de hombres A.Pers.87
fig. acendrado ἡ ψυχή Euagr.Pont.Cap.Pract.28
subst. τὸ δ. celebridad, fama τὸ τῆς εὐσεβείας αὐτῶν δ. Gr.Nyss.M.46.1172A.
2 famoso, renombrado δοκίμων ἀνδρῶν βίοι Pl.R.618a, δοκιμώτατος Ἑλλάδι de Teseo, E.Supp.277, ἄνδρες οἱ πρῶτοι καὶ δοκιμώτατοι Arist.Mu.398a19, ἄνδρων δοκίμων πόλις Theoc.28.18, καὶ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν οἱ δοκιμώτατοι Gal.5.685, cf. Hierocl.Facet.107, οἱ δοκιμώτατοι ... τῶν δογματικῶν S.E.P.3.176.
3 que está acreditado o reconocido por haber pasado la δοκιμασία como miembro de una profesión δημόσιος ἰατρὸς τῶν ἐν τῷ ὡρισμένῳ ἀριθμῷ τῶν δοκίμων SB 14638.4, CPR 17A.23.6 (ambos IV d.C.).
II de cosas
1 excelente, notable ὕμνος Pi.N.3.11, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἔστι τὸ ἔαρ δοκιμώτατον la primavera es lo más destacado del año Hdt.7.162, ποταμοί Hdt.7.129, ὕμνων ἄρσενι βοᾷ δοκίμων de himnos realzados por el grito viril Ar.Th.125
apreciado, valioso δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ Mart.Pol.18.1.
2 numism. de buena ley, de curso legal χρε̄́ματα δόκιμα κα[ὶ h] υγιᾶ SEG 41.725.3 (Eretria VI a.C.), ἀργύριον D.35.24, Poll.3.86, PLond.938.6 (III d.C.), Origenes Comm.in Mt.14.7, νόμισμα IG 12(7).67.10, 69.22 (ambas Amorgos II a.C.), Philostr.VA 3.24, δόκιμοι δραχμαί dracmas legítimas, auténticas Arr.Epict.1.7.6, 7, τοῦ χρυσίου δοκίμου μναιαῖα τέσσαρα POxy.265.25 (I d.C.)
tb. de metales preciosos de ley ζεῦγος χεροψελίων χρυσοῦ δοκίμου una pareja de brazaletes de oro de ley, PSI 1128.25 (III d.C.).
3 válido, que es de buena calidad o está en buen estado κριθὰ δόκιμα cebada de buena calidad, TEracl.l.c., ἐάν τινα ὑγιῆ λίθον διαφθείρῃ ... ἕτερον ἀποκαταστήσει δόκιμον IG 7.3074.13 (Lebadea II a.C.).
4 de palabras admitido, correcto ἀμοιβῇ γὰρ ἔοικε νομίσματος ἡ τοῦ λόγου χρεία, καὶ δόκιμον καὶ αὐτοῦ τὸ σύνηθές ἐστι καὶ γνώριμον Plu.2.406b, op. ἀδόκιμος Phryn.13, 61.
III adv. δοκίμως
1 de manera probada, indubitablemente, con toda evidencia μόρον ... δ. πολυπενθῆ A.Pers.547, ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δ. εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα que lo aparente tiene que existir sin ninguna duda, entrando totalmente a todo Parm.B 1.32, αὐτός τε καλὸς κἀγαθὸς δ. γένοιτο X.Cyr.1.6.7, cf. CEG 525 (Ática IV a.C.).
2 de forma que pueda ser comprobado, verificablemente, a satisfacción τοὺς θριγκοὺς ... συμφωνοῦντας πρὸς ἀλλήλους δ. IG 7.3073.86, cf. 3074.11 (ambas Lebadea II a.C.), ὅστις ... δ. ἐθέλει διαλέγεσθαι Phryn.proem., ἐπιμεληθεὶς δὲ τοῦ δ. τε καὶ σὺν ἀφελείᾳ ἑρμηνεύειν Philostr.VS 627, τὸ γράμμα ... δ. ἀποφανθέν Eus.Ep.Caes.2.

German (Pape)

[Seite 653] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γενέσθαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. éprouvé, dont on a fait l'essai;
II. fig. éprouvé, qui a fait ses preuves ; d'où
1 considéré, estimé;
2 acceptable ; agréable;
3 considérable.
Étymologie: δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

δόκῐμος:
1 испробованный, испытанный, проверенный, т. е. отличный, славный (ὕμνος Pind.; ἄνδρες Plat.; πολῖται Arst., Plut.);
2 подлинный, настоящий (ἀργύριον Dem.);
3 значительный, крупный (ποταμός Her.);
4 приятный, лучший (ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστὶ τὸ ἔαρ δοκιμιώτατον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

δόκιμος: -ον, (δέχομαι) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, κυρίως ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. καθόλου, 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, ἔγκριτος, τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. παρά τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι…, δόκιμος δ’ οὔτις… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, εὐάρεστος, τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· ὡσαύτως, μέγας, ποταμός, ὁ αὐτ. 7. 129· ὕμνος δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, εὐπρόσδεκτος εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.

English (Slater)

δόκῐμος acceptable ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (N. 3.11)

English (Strong)

from δοκέω; properly, acceptable (current after assayal), i.e. approved: approved, tried.

English (Thayer)

δόκιμον (δέχομαι); from Herodotus down;
1. properly, accepted, particularly of coins and metals, Lucian, Herm. 68, etc.; hence, universally, proved, tried: in the N. T. one who is of tried faith and integrity (R. V. approved), τόν δόκιμον ἐν Χριστῷ, the approved servant of Christ); παρισταναι ἑαυτόν δόκιμον τῷ Θεῷ); accepted, equivalent to acceptable, pleasing: εὐάρεστος τῷ Θεῷ καί δόκιμος (L marginal reading δοκιμοις) τοῖς ἀνθρώποις, Romans 14:18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δόκιμος, -ον)
εκείνος του οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που διέρχεται το στάδιο της προπαρασκευής και της δοκιμασίας, μαθητευόμενος
2. υποψήφιος μοναχός κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας πριν από την κουρά του
νεοελλ.
1. φρ. «δόκιμη λέξη, φράση, σύνταξη κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς
2. «δόκιμος αξιωματικός» — έφεδρος κατά τη διάρκεια της φοίτησής του σε στρατιωτική σχολή ώσπου να ορκιστεί ως αξιωματικός
3. το αρσ. ως ουσ. ο δόκιμος
α) δόκιμος αξιωματικός
β) σπουδαστής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού
αρχ.-μσν.
δοκιμασμένος στην πίστη
μσν.
κατάλληλος, ενδεδειγμένος
αρχ.
1. αξιόπιστος
2. ευπρόσδεκτος («δόκιμον ἔαρ», «δόκιμος ὕμνος»)
3. μεγάλος, ονομαστόςδόκιμος ποταμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- του δοκώ].

Greek Monotonic

δόκιμος: -ον (δέχομαι),
I. δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, κυρίως λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.
II. γενικά:
1. λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, αποδεκτός, έγκριτος, Λατ. probus, σε Ηρόδ.· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, περισσότερο αποδεκτός, φημισμένος στην Ελλάδα, σε Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, εξαίρετος, αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, ευάρεστος, σε Ηρόδ.
3. επίρρ. -μως, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

adj δέχομαι
I. assayed, examined, tested, properly of metals, Dem.
II. generally,
1. of persons, approved, esteemed, notable, Lat. probus, Hdt.; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, Eur.
2. of things, excellent, notable, considerable, Hdt.
3. adv. -μως, really, truly, Aesch., Xen.

Chinese

原文音譯:dÒkimoj 多企摩士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:看來好像的 相當於: (זָקַק‎) (פָּזַז‎)
字義溯源:可接受的,經過試驗的,有經驗的,蒙悅納的,稱許的,試驗的;源自(δοκέω)*=想)。 (δοκιμάζω / δοκιμασία)至 (δόκιμος)是一組意為‘試驗’的編號,有的是動詞,有的是名詞,這 (δόκιμος)是形容詞。在七次出現中保羅在他的書信用了六次,還有一次用在( 雅1:12):人經過試驗,必得生命的冠冕。哦!這是何等有價值的試驗,這是進入榮耀的試驗
出現次數:總共(7);羅(2);林前(1);林後(2);提後(1);雅(1)
譯字彙編
1) 蒙悅納(1) 提後2:15;
2) 試驗(1) 雅1:12;
3) 是蒙悅納的(1) 林後13:7;
4) 蒙悅納的(1) 林後10:18;
5) 經過試驗的(1) 羅16:10;
6) 有經驗的人(1) 林前11:19;
7) 所稱許(1) 羅14:18

Mantoulidis Etymological

(=δοκιμασμένος, γνήσιος). Ἀπό τό δέκομαι (δέχομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

acceptable

Armenian: ընդունելի; Azerbaijani: məqbul, qəbul edilə bilən, münasib; Belarusian: прымальны; Bulgarian: приемлив, допустим; Catalan: acceptable; Chinese Mandarin: 可接受的; Cornish: kemeradow; Czech: přijatelný; Dutch: aanvaardbaar, acceptabel; Esperanto: akceptebla, akceptinda; Estonian: vastuvõetav; Finnish: hyväksyttävä; French: acceptable, admissible; Galician: aceptable; German: annehmbar, akzeptabel; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌽𐌴𐌼𐍃; Greek: παραδεκτός, δεκτός, αποδεκτός; Ancient Greek: παραδεκτός, ἀπόδεκτος; Hungarian: elfogadható; Interlingua: acceptabile; Italian: accettabile; Latin: acceptus; Malayalam: സ്വീകാര്യമായ; Norwegian: antakelig; Polish: akceptowalny, dopuszczalny; Portuguese: aceitável; Romanian: acceptabil; Russian: приемлемый; Spanish: aceptable, asumible; Swedish: acceptabel, godtagbar, tacknämlig; Tagalog: katanggap-tanggap; Telugu: అంగీకార యోగ్యమైన; Turkish: kabul edilebilir, uygun, makbul; Ukrainian: прийнятний; Welsh: cymeradwy, derbyniol

trustworthy

Arabic: ثِقَةٌ‎; Egyptian Arabic: امين‎; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរ​ឱ្យ​ទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний

approved

Bengali: মঞ্জুর; Finnish: hyväksytty; Ancient Greek: δόκιμος; Hindi: अनुमोदित; Hungarian: jóváhagyott; Latin: probatus; Portuguese: aprovado; Spanish: aprobado; Swedish: godkänd