περισπάω
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
Afut. fut. περισπάσω D.S.20.3, A.D.Pron.87.15:—draw off from around, strip off, Isoc.Ep.9.10; τὸ χλαμύδιον αὑτοῦ περισπάω D.S.19.9, etc.:—Med., strip oneself of, τὴν τιάραν X.Cyr.3.1.13 (so also in Act., περισπάω τὴν πορφύραν Plu. Aem.23).
2 strip bare, περισπάσας ξίφος (Pierson χερὶ σπάσας) E. IT296.
II wheel about, of a general, Plb.1.76.5; intr. of the troops, Id.3.116.5; esp. wheel twice through a right angle, Ascl. Tact.12.6,al.; of a horse's bit, οὐ πάνυ περισπῶντα = not pulling it violently round, Luc.Merc.Cond.21.
III draw off or draw away, divert, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol.1307a24; τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Thphr.CP1.16.2; περισπάω τοὺς Ῥωμαίους Plb.9.22.5; τὸν πόλεμον Id.1.26.1; περισπάω τὴν δύναμιν αὐτοῦ = draw it away, Plu.Cic.45; ἀπὸ τῆς πατρίδος καὶ πάσης Σικελίας περισπάσειν τοὺς βαρβάρους D.S.20.3; τὸν ἐντὸς… θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους D.H.6.23; περισπᾷ περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον Id.9.43: —Pass., περισπῶμαι ὑπό τινων PStrassb.112.13 (ii B. C.); πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc. De dearum iudicio 11.9; ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται = to be drawn away and expanded, opp. συστέλλεσθαι, Arist.Pr.863a5.
b detach, Συρίαν τινός App. Syr.1, cf. Hann.56; τινὰς αὐτοῦ τῶν ἀκροατῶν Phld.Acad.Ind.p.79 M.
2 disturb, vex, Men.Epit.504, LXX Ec.5.19:—Pass., ὑπὸ τῶν τελωνῶν PSI3.384.5 (ii B. C.).
3 divert, distract, Plu.2.96b, 16oc; περισπᾶσθαι [τὴν διάνοιαν] ἀπό τινος Metrod.Herc.831.4, cf. Phld.Rh.2.53 S., al., Onos.42.6:—Pass., to be distracted or be engaged, περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις Plb. 15.3.4; ὑπὸ βιωτικῆς χρείας D.S.2.29, cf. Phld.Po.Herc.994.24, al.; μηδ' ὑφ' ἑνὸς περισπωμένη ἡ πόλις IG22.1304.7; περί τινος LXX Si.41.2; περὶ πολλὴν διακονίαν Ev.Luc.10.40: abs., Plb.4.10.3.
4 steal, ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ἀνάθημα Philostr.Gym.45:—Pass., ἅπαντα περιέσπασμαι = I have been robbed of all, Men.Epit.143.
5 Pass., c. inf., to be compelled to do a thing, περιησπάσθην (sic) ἀνενεγκεῖν PUniv.Giss.19.4 (i A. D.).
IV Gramm., pronounce a vowel or word with the circumflex, A.D.Pron.33.24, al., Plu.Thes.26, etc.; esp. on the last syllable, Ath.2.52f, etc.; π. τὸν τόνον A.D.Pron.87.15; τῷ τόνῳ Gal.16.495; περισπώμεναι [λέξεις] D.H.Comp.11; περισπωμένη [προσῳδία] D.T.630.2, Ph.1.29; περισπώμενος φθόγγος ib.46.
German (Pape)
[Seite 591] (s. σπάω), 1) herum, darüber ziehen, reißen. – 2) ringsum abziehen, wegnehmen, bes. wie π εριδύω (die Kleider), Einen ganz ausziehen; dah. ξίφος περισπᾷν, ein Schwert rings entblößen, ganz aus der Scheide ziehen, Eur. I. T. 296; περισπᾶσθαι τὴν τιάραν, vom Kopfe reißen, Xen. Cyr. 3, 1, 13. – 3) weg- u. anderswohin ziehen, πόλεμον ἐκεῖ, Pol. 1, 26, 1, τοὺς Ῥωμαίους, 9, 22, 5, ihre Aufmerksamkeit oder Sorge auf einen andern Punkt hinrichten (wie Plut. Fab. 22); vgl. περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις, 15, 3, 4; in der Taktik, schwenken u. Kehrt machen lassen, 1, 76, 5; Luc. vrbdt auch πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος, D. D. 20, 11; – Gramm. συλλαβήν, eine Sylbe lang mit dem Circumflex aussprechen, Plut. Thes. 26, Scholl.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tirer autour, particul.
1 t. de tact. faire faire une conversion à droite ou à gauche, particul. faire obliquer deux fois;
2 ôter en tirant autour de soi : ξίφος EUR une épée;
II. tirer ou entraîner d'un autre côté : τινα, qqn (l'ennemi) ; fig. distraire l'attention, occuper par une diversion ou une distraction, acc.;
III. t. de gramm. tirer en sens contraire ; περισπᾶν συλλαβήν PLUT prononcer une syllabe avec l'accent circonflexe ; Pass. être marqué de l'accent circonflexe ; περισπώμενος, ή, όν, qui est frappé de l'accent périspomène ; ἡ περισπωμένη (προσῳδία) le périspomène;
Moy. περισπάομαι, περισπῶμαι;
1 ôter d'autour de : τιάραν XÉN ôter la tiare de sa tête;
2 tourner autour de soi (ses regards), acc..
Étymologie: περί, σπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σπάω afrukken:; τάς... πέλτας ἐξ ὤμου περισπασάντων toen ze de schilden van de schouder hadden gerukt Plut. Aem. 19.2; ook med..; περιεσπάσατο τὴν τιάραν hij rukte zich de tiara van het hoofd Xen. Cyr. 3.1.13; overdr. ontnemen, beroven van:. περισπᾶν τὴν δύναμιν de macht ontnemen Plut. Cic. 45.5; ἅπαντα περιέσπασμ ( αι ) ik ben van alles beroofd Men. Epitr. 360. opzijtrekken:; περισπάσας ἐφ’ ἡνίαν τῷ χαλινῷ na (het paard) met het bit tegen de teugel te hebben getrokken (om het te wenden) Plut. Marc. 6.11; ook med..; περισπᾶσθαι καὶ φεύγειν omdraaien en vluchten Plut. Flam. 8.7; πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος zijn ogen overal heen richtend Luc. 35.11; overdr..; περισπῶσιν εἰς τοὐναντίον οἱ ἀπορώτεροι de armere burgers proberen (de staatsvorm) in het tegendeel om te vormen Aristot. Pol. 1307a24; milit. weglokken:. τὸν Κλεομένην περισπῶν ἐφ’ ἑαυτόν Cleomenes naar zich toe lokkend Plut. Phil. 5.2. afleiden:; τρίβειν τοὺς πολίτας καὶ περισπᾶν βουλόμενος omdat hij de burgers wilde afmatten en afleiden Plut. Cam. 9.2; pass. in beslag genomen worden:. ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν Martha werd helemaal in beslag genomen door de zorg voor de gasten NT Luc. 10.40. gramm. van een circumflexusaccent voorzien (in schrift en uitspraak). Plut. Thes. 26.7.
Russian (Dvoretsky)
περισπάω:
1 стаскивать, совлекать (ἑαυτοῦ τὸ χλαμύδιον Diod.): περισπᾶσθαι τὴν τιάραν Xen. сорвать с себя тиару;
2 вытаскивать (ξίφος Eur.);
3 отвлекать в другую сторону, оттягивать (τοὺς Ῥωμαίους Polyb.; ἀπὸ τῆς πατρίδος τοὺς βαρβάρους Diod.; τὴν δύναμιν εἴς τινα Plut.);
4 увлекать, развлекать, занимать (ὑφ᾽ ἡδονῆς περισπᾶσθαι Plut.): περισπᾶσθαι περὶ πολλὴν διακονίαν NT хлопотать о большом угощении;
5 воен. совершать захождение, отводить войска Polyb.;
6 поворачивать (πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc.);
7 произносить протяжно (τὴν δευτέραν συλλαβήν Plut.);
8 грам. снабжать облеченным ударением Sext.
English (Strong)
from περί and σπάω; to drag all around, i.e. (figuratively) to distract (with care): cumber.
English (Thayer)
περίσπω: imperfect passive 3rd person singular περιεσπᾶτο; from Xenophon down; to draw around (περί, III:1), to draw away, distract; passive metaphorically, to be driven about mentally, to be distracted: περί τί, i. e. to be over-occupied, too busy, about a thing, A. V. cumbered); in the same sense with τῇ διάνοια added, Polybius 3,105, 1; 4,10, 3; Diodorus 1,74; περισπαν τόν ἀργόν δῆμον περί τάς ἔξω στρατείας, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 9,43; passive, to be distracted with cares, to be troubled, distressed (cf. Winer's Grammar, 23), for עָנָה, Ecclesiastes 3:10.
Greek Monotonic
περισπάω: μέλ. -σπάσω,
I. 1. αποσπώ από τα πέριξ, αφαιρώ — Μέσ., απογυμνώνω κάποιον, τὴν τιάραν, σε Ξεν.
2. εξάγω, σε Ευρ.
II. παρακάμπτω, λέγεται για το στράτευμα, σε Πολύβ.· λέγεται για το χαλινάρι του αλόγου, οὐ πάνυ περισπάω, δεν τραβώ εδώ και εκεί με δύναμη, σε Λουκ. — Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφω τα μάτια μου, στον ίδ.
III. έλκω ή αποσπώ την προσοχή, σε Αριστ. — Παθ., είμαι ταραγμένος ή απασχολημένος σε δουλειά, περί τι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
περισπάω: μέλλ. -σπάσω, ἀποσπῶ ἀπὸ τὰ πέριξ τινός, ἀφαιρῷ πανταχόθεν, ἀπογυμνῶ, ὡς τὸ περιαιρέω, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9. 12· τὸ χλαμύδιον ἑαυτοῦ περιέσπασε Διόδ. 19. 9, κτλ.· ― Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ μετὰ βίας, περιεσπάσατο τὴν τιάραν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13. 2) ἐξάγω, ξίφος περισπάσας (ἔνθα ὁ Markland χειρὶ σπάσας) Εὐρ. Ι. Τ. 296. ΙΙ. παραγγέλω περίκαμψιν, περικάμπτω, ἐπὶ στρατηγοῦ ἐν μάχῃ, Πολύβ. 1. 76, 5· ἐπὶ τοῦ χαλινοῦ ἵππου, δέχῃ τοίνυν τὸν χαλινὸν μύσας καὶ τὰ πρῶτα εὐάγωγος εἶ πρὸς αὐτὸν οὐ πάνυ περισπῶντα, διότι δέν σε τραβᾷ πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μὲ πολλὴν δύναμιν, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 21· ― Μέσ., περισπώμενος τὰς ὄψεις, περιστρέφων τοὺς ὀφθαλμούς του, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 20. 11. ΙΙΙ. περιέλκω, ἀποσπῶ τὴν προσοχήν τινος ἀλλαχοῦ, ἐπασχολῶ τινα εἴς τι, μεταφέρω, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 8· τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 2· π. τοὺς Ρωμαίους Πολύβ. 9. 22, 5· τὸν πόλεμον ὁ αὐτ. 1. 26, 1· π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ, νὰ ἀποσύρῃ, Πλουτ. Κικ. 45· ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους Διόδ. 20. 3· τὸν ἐντός... θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους Διον. Ἁλ. 6. 23· π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον ὁ αὐτ. 9. 43· ― Παθ., τὸ θερμὸν ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται, ἀποσύρεται καὶ ἐκτείνεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συστέλλεται, Ἀριστ. Προβλ. 1. 29, 4. 2) ἀποσπῶ τινος τὴν προσοχήν, φέρω, περισπασμόν, Πλούτ. 2. 160C· ― Παθ., ἐπασχολοῦμαι, ἐνασχολοῦμαι, περισπᾶσθαι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 15. 3, 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 10, 3, Διόδ. 2. 29· π. περί τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 40. IV. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς, τίθημι τὸ σημεῖον τῆς περισπωμένης ἐπὶ τοῦ φωνήεντος λέξεως, Πλουτ. Θησ. 26, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ τῆς ληγούσης, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 397Ε, κτλ.· περισπώμεναι λέξεις Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «περισπᾶν, ἐξαπατᾶν, καὶ τὸ μετὰ βίας ἀφαιρεῖσθαί τι· περισπᾷ δὲ παρὰ Σοφοκλεῖ ἀντὶ τοῦ φυλαξάμενος αὐτοῖς συμπεσοῦσιν ἐμπεσεῖν, ἔξω ἀπ’ αὐτῶν περισπᾷ, τουτέστι τοῖς ἡνιόχοις. Πολύβιος «‘ἦν δὲ τοῖς Ρωμαίοις πρόθεσις ἐς Λιβύην πλεῖν καὶ τὸν πόλεμον ἐκεῖ περισπᾶν’», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ.
Middle Liddell
fut. -σπάσω
I. to draw off from around, to strip off:—Mid. to strip oneself of, τὴν τιάραν Xen.
2. to strip bare, Eur.
II. to draw round, wheel about, of an army, Polyb.: of a horse's bit, οὐ πάνυ π. not pulling it violently round, Luc.:—Mid., περισπώμενος τὰς ὄψεις turning about one's eyes, Luc.
III. to draw off or away, Arist.:—Pass. to be distracted or engaged in business, περί τι NTest.
Chinese
原文音譯:perisp£w 胚里-士怕哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:四圍-拉 相當於: (עִנְיָן) (רַע)
字義溯源:四圍拉扯,分心,拉開,過重,忙亂;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(σπάω)*=抽,拉)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
同源字:1) (περισπάω)四圍拉扯 2) (σπάω)抽出
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 忙亂(1) 路10:40