δόξα

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόξᾰ Medium diacritics: δόξα Low diacritics: δόξα Capitals: ΔΟΞΑ
Transliteration A: dóxa Transliteration B: doxa Transliteration C: doksa Beta Code: do/ca

English (LSJ)

ἡ, (δοκέω, δέκομαι)

   A expectation, οὐδ' ἀπὸ δόξης not otherwise than one expects, Il.10.324, Od.11.344; in Prose, παρὰ δόξαν ἢ ὡς κατεδόκεε Hdt.1.79, etc.; ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος hoping for... Pi.O. 10(11).63; δόξαν παρέχειν τινὶ μὴ ποιήσεσθαι . . to make one expect that... X.HG7.5.21; δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς... c. part., Pl.Sph. 216d; ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, = Lat. spe excidere, Hdt.7.203.    II after Hom., notion, opinion, judgement, whether well grounded or not, βροτῶν δόξαι Parm.1.30, cf. 8.51; ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ A.Pers.28 (anap.); ἃ δόξῃ τοπάζω S.Fr.235; δόξῃ γοῦν ἐμῇ Id.Tr.718; κατά γε τὴν ἐμήν, with or without δόξαν, Pl.Grg.472e, Phlb.41b: opp. ἐπιστήμη, Id.Tht.187b sq., R.506c, Hp.Lex 4, Arist.Metaph.1074b36; φάσεις καὶ δ. Id.EN1143b13; opp. νόησις, Pl.R.534a; ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί capable of being subjects of true opinion, Id.Tht.202b; δ. ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς Id.Phlb.36c; δόξης ὀρθότης ἀλήθεια Arist.EN1142b11; δ. ἐμποιεῖν περί τινος Id.Pol.1314b22; κύριαι δ. philosophical maxims, title of work by Epicurus, Phld.Ir.p.86 W., etc.; αἱ κοιναὶ δ. axioms, Arist.Metaph.996b28.    2 mere opinion, conjecture, δόξῃ ἐπίστασθαι, ἡγεῖσθαι, imagine, suppose (wrongly), Hdt.8.132, Th.5.105; δόξης ἁμαρτία Id.1.32; δόξαι joined with φαντασίαι, Pl.Tht.161e, cf. Arist.Ph.254a29 (but distd. fr. φαντασίαι, Id.de An.428a20); κατὰ δόξαν, opp. κατ' οὐσίαν, Pl.R.534c; ὡς δόξῃ χρώμενοι speaking by guess, Isoc.8.8, cf. 13.8.    3 fancy, vision, δ. ἀκόνας λιγυρᾶς Pi.O.6.82; δ. βριζούσης φρενός A.Ag.275; οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Id.Ch. 1053, cf. 1051; of a dream, E.Rh.780; δ. ἐνυπνίου Philostr.VA1.23: pl., hallucinations, Alex.Trall.1.17.    III the opinion which others have of one, estimation, repute, first in Sol.13.4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, cf. 34; δ. ἐπ' ἀμφότερα φέρεσθαι Th.2.11.    2 mostly, good repute, honour, glory, Alc.Supp.25.11, A.Eu.373 (lyr., pl.), Pi.O.8.64, etc.; δόξαν φύσας Hdt.5.91; δόξαν σχεῖν τινός for a thing, E.HF157; ἐπὶ σοφίᾳ δ. εἰληφώς Isoc.13.2; ἐπὶ καλοκἀγαθίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ὁμολογουμένην πεποιημένος Plb.35.4.8; δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ᾑρημένος D.2.15; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Pl.Mx.241b; δ. ἔχειν ὥς εἰσι . . D.2.17; δ. καταλιπεῖν Id.3.24: in pl., οἱ ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Isoc.4.51.    3 rarely of ill repute, [δ.] ἀντὶ καλῆς αἰσχρὰν τῇ πόλει περιάπτειν D.20.10; λαμβάνειν δ. φαύλην Id.Ep.3.5; κληρονομήσειν τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δ. Plb. 15.22.3.    4 popular repute or estimate, εἰσφέρων οὐκ ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας . . ἀλλ' ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπεν D.21.157.    IV of external appearance, glory, splendour, esp. of the Shechinah, LXX Ex.16.10, al.; δ. τοῦ φωτός Act.Ap.22.11: generally, magnificence, πλοῦτον καὶ δ. LXX Ge.31.16, cf. Ev.Matt.4.8, al.; esp. of celestial beatitude, 2 Ep.Cor.4.17: pl., 1 Ep.Pet.1.11; also of illustrious persons, dignities, δόξας οὐ τρέμουσιν 2 Ep.Pet.2.10; δ. βλασφημεῖν Ep.Jud.8.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ (δοκέω), Meinung, Ansicht, Vorstellung, Erwartung; Geltung, Ruf, Ruhm. Homer zweimal: Iliad. 10, 324 σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, οὐδ' ἀπὸ δόξης, ich werde von deiner Erwartung nicht fern sein, d. h. ich werde deine Erwartungen nicht täuschen, werde sie erfüllen, vgl. Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 15, welche δόξης durch δοκήσεως erklären; Odyss. 11, 344 οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται βασίλεια περίφρων· ἀλλὰ πίθεσθε , die Königin redet nicht fernab vom Ziele und von der Erwartung, d. h. ihre Worte treffen das Ziel u. die Erwartung, sie sagt was wir beabsichtigten und erwarteten. – Folgende: 1) die Meinung (Vorstellung, Ansicht, Erwartung), welche man hegt; παρὰ δόξαν Plat. Phaed. 95 a; παρὰ δόξαν ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε, anders als er erwartet hatte, Her. 1, 79. 8, 4; δόξης ἁμαρτίᾳ Thuc. 1, 32; κατὰ δόξαν, der Erwartung, Ansicht nach, Plat. Gorg. 469 c; κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν, wenigstens nach meiner Ansicht, Phil. 32 c, wie δόξῃ γοῦν ἐμῇ Soph. Tr. 715; ὡς ἡ ἐμὴ δόξα Plat. Rep. IV, 435 d. Bei den Philosophen, bes. den Akademikern, = Vorstellung, Meinung, im Ggstz des Wahren u. Wirklichen; ἀντὶ δόξης ἀλήθειαν Plat. Conv. 218 e; vgl. Arist. Eth. Nic. 6, 9, 10. wie auch Antiph. 3 β 2 δόξῃ καὶ μὴ ἀληθείᾳ τὴν κρίσιν ποιήσασθαι sagt; im Ggstze von γνῶσις Plat. Rep. V, 478 c; dah. geradezu = Vorurtheil, Wahn, Einbildung; Aesch. Ch. 1053; von einer Traumerscheinung, Eur. Rhes. 780; πλήθους δόξαν παρέχειν Xen. Cyr. 6, 3, 30, den Schein der Menge erregen, zahlreich zu sein scheinen. Doch auch allgem., Ansicht über etwas; περί τινος, Plat., der ψευδεῖς καὶ ἀληθεῖς δόξαι entgegensetzt, Phil. 37. b u. öfter; δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσθαι μάχην, er brachte ihnen die Meinung bei, Xen. Hell. 7, 5, 21; ἔστιν οἷς δόξαν παράσχοιντ' ἄν, ὡς μανικῶς ἔχοντες, sie machten sie von sich glauben, daß, Plat. Soph. 216 d, u. A. Auch der Beschluß; δόξα κεῖται Eur. Troad. 179; bes. Lehrsätze der Philosophen, Arist. Metaphys. 3, 6; αἱ κύριαι δόξαι, des Epikur, Cic. fin. 2, 7. – 2) die Meinung, in der man bei Anderen steht; B. A. 242 ὁ παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος (Ruf), εὔκλειαδόξα παρὰ τῶν ἀγαθῶν; Ruhm, σεμναί Aesch. Eum. 351; Soph. O. C 259; ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δ. Plat. Phaedr. 232 a; σεμνὴν δ. λαβεῖν Polit. 290 d; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι, sie standen in dem Rufe, daß sie unüberwindlich seien, Menex. 241 b; Plut. Thes. 3; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι θαυμαστοί Dem. 2, 17. Selten im schlimmen Sinne: δόξα φαύλη Dem. 24, 205; αἰσχρὰν περιάπτειν τῇ πόλει Lept. 10.

Greek (Liddell-Scott)

δόξα: ἡ, (δοκέω) γνώμη ἣν ἔχει τις περί τινος πράγματος ἀληθὴς ἢ ψευδής, ἑπομένως, 1) προσδοκία, ἀπὸ δόξης ἄλλως ἢ ὅπως περιμένει τις, παρὰ προσδοκίαν, Ἰλ. Κ. 324, Ὀδ. Λ. 343· οὕτω παρὰ πεζοῖς, παρὰ δόξαν ἤ… Ἡρόδ. 1. 79, κτλ.· ἀντίθ. κατὰ δόξαν Πλάτ. Γοργ. 469C, κτλ.· -ἐν δόξᾳ θέσθαι, προσδοκῶ, περιμένω, ἐλπίζω, Πίνδ. Ο. 10 (11). 74· δόξαν παρέχειν τινί, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 21· δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς… Πλάτ. Σοφ. 2161)· ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, Λατ. spe excidere (ἂν καὶ δόξα δύναται νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθα τὴν δόξαν, δηλ. φήμην, τιμήν), Ἡρόδ. 7. 203. 2) γνώμη (= δόγμα), εἴτε ὀρθῶς σχηματισθεῖσα εἴτε μή, Πίνδ. Ο. 9. 140· ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 28· δόξῃ τοπάζειν Σοφ. Ἀποσπ. 224· δόξῃ γοῦν ἐμῇ ὁ αὐτ. Τρ. 718· κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν Πλάτ. Γοργ. 472Ε· ἰδίως κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐπιστήμη, αὐτόθι 187Β κἑξ., Πολ. 506C, πρβλ. Ἱπποκρ. Λεξ.· ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί, ἱκανοὶ νὰ ἔχωσιν ἀληθῆ γνώμην, Πλάτ. Θεαιτ. 202Β· δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς ὁ αὐτ. Φιλ. 36C· δ. ἐμποιεῖν περί τινος Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 22· κύριαι δόξαι, τὰ κύρια δόγματα φιλοσόφου, Λατ. placita, Ἐπίκουρ. παρὰ Κικ. Fin. 2. 7· αἱ κοιναὶ δ., τὰ ἀξιώματα, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 16· πρβλ. ἔννοια Ι. 2. 3) ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ δόκησις, ἁπλῆ δοξασία, εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 275· δόξῃ ἐπίστασθαι, Ἡρόδ. 8. 132, πρβλ· Θουκ. 5. 105· δόξαι ἐν συνδυασμῷ μ. τ. φαντασίαι, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε· κατὰ δόξαν, ἀντίθ. κατ’ οὐσίαν, ὁ αὐτ. Πολ. 534C. πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3, Μεταφ. 6. 15, 3· δόξῃ χρώμενοι, ὁμιλοῦντες κατ’ εἰκασίαν, Ἰσοκρ. 160C, πρβλ. 292C. 4) ὡς τὸ δόκησις, δοκή, φαντασία, ὅραμα, οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 1053, πρβλ. 1051· ἐπὶ ὀνείρου, Εὐρ. Ρήσ. 780. ΙΙ. ἡ γνώμη, ἣν ἔχουσιν οἱ ἄλλοι περί τινος, ὑπόληψις, Λατ. opinio, aestimatio, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 5. 4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, πρβλ. 34. 2) συνήθως, καλὴ ὑπόληψις, τιμή, δόξα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 373, συχν. παρὰ Πινδ.· δόξαν φύσας Ἡρόδ. 5. 91· δόξαν φέρεσθαι, δόξαν ἔχειν Θουκ. 2. 11, κτλ.· τινός, διά τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 157· ἐπὶ σοφίᾳ Ἰσοκρ. 291C· ὡσαύτως, δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Πλάτ. Μενεξ. 241Β· δ. ἔχειν ὥς εἰσι Δημ. 23. 2· δ. καταλείπειν ὁ αὐτ. 35. 11, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐν τοῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Ἰσοκρ. 72Β. 3) λίαν σπανίως ἐπὶ κακῆς φήμης, δ. αἰσχρά, φαύλη Δημ. 460. 4., 1475. 23. 4) ὑπόληψις, φήμη, «ἰδέα», ἐκτίμησις πράγματός τινος κοινῶς ἀποδεκτή, εἰσφέρων οὐκ ἀφ’ ὑπαρχούσης οὐσίας…, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπε Δημ. 565. 15. ΙΙΙ. ἐπί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, λαμπρότης, φωτεινότης, συχν. ἐν τῇ Κ.Δ.· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, ἄρχοντες, ἀρχαί, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 10, Ἰούδ. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. opinion :
1 jugement, avis, sentiment : δόξης ἁμαρτία THC erreur de notre jugement ; δόξῃ γοῦν ἐμῇ SOPH à mon avis du moins ; t. de philos. ARSTT pensée individuelle;
2 ce à quoi l’on s’attend, ce que l’on croit possible, croyance : δόξαν παρέχειν τινί avec l’inf. XÉN faire supposer à qqn que ; παρὰ δόξαν HDT contre toute attente ; πεσέειν ἀπὸ τῆς δόξης HDT rabattre de ses espérances ; οὐκ ἀπὸ δόξης IL inférieur à ce qu’on attend (de qqn);
3 croyance philosophique, doctrine ; jugement, raison;
4 opinion sans fondement, pure imagination, conjecture : δόξῃ ἐπίστασθαι HDT savoir par conjecture, càd imaginer, supposer ; αἱ δόξαι imaginations, rêveries;
II. bonne ou mauvaise opinion sur qqn, réputation : δόξαν ἔχειν ISOCR, φέρεσθαι THC avoir ou acquérir de la réputation ; δόξαν ἔχειν ἐπὶ σοφίᾳ ISOCR avoir une réputation de sagesse ; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι θαυμαστοί DÉM ils ont la réputation d’être admirables ; abs. gloire.
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.

English (Autenrieth)

(δοκέω): expectation, view; οὐδ' ἀπὸ δόξης, Il. 10.324 and Od. 11.344. See ἀπό, ad fin.

English (Slater)

δόξᾰ (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)
   a opinion, thought ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει (P. 1.36) ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ) (N. 11.24)
   b reputation; fame ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς (P. 8.25) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.105) τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει (P. 11.45) αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.34) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (N. 11.9) ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.16) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.11) σὺν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12) νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. ]δοξαν[ P. Oxy. 841. fr. 49. c. gen. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας ( a reputation for ?) (O. 6.82)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Morfología: [gen. -ας Pi.P.1.92]
A Ic. ref. al suj.
1 esperanza, expectativa ref. al futuro:
a) gener. κεινὴν ... δόξαν ... ἕκαστος ἔχει Sol.1.34, δόξης ἐπιβαίνειν S.Ph.1463;
b) en giros c. inf. fut. λόγος ... δόξαν φέρει λοιπὸν ἔσσεσθαι ... κλυτάν Pi.P.1.36, c. ὡς y tiempo fut. τοιαύτη δ. παρειστήκει. ὡς ... πολεμήσουσι Lys.2.22, c. ὡς y part., Pl.Sph.216d;
c) en giros c. prep., c. ἀπό o παρά en contra de lo esperado οὐδ' ἀπὸ δόξης Il.10.324, cf. Od.11.344, ἀπὸ τῆς δόξης πεσεῖν Hdt.7.203, οἱ παρὰ δόξαν ἔσχε τὰ πρήγματα Hdt.1.79, cf. Thgn.639, POxy.1873.7 (V d.C.)
ἐν δόξᾳ en la esperanza op. ἔργῳ: ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών Pi.O.10.63
previsión, cálculo δόξης ... ἁμαρτίᾳ por un error de cálculo Th.1.32.
2 voluntad, determinación ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ por la valiente determinación de su alma A.Pers.28, (δῆμος) δόξαν δὲ φύσας αὐξάνεται Hdt.5.91, δ. μοι παρεστάθη ... ἵκεσθαι S.OT 911, τὴν αὐτοῦ δόξαν ἐκτίθεσθαι ref. a un testamento, Eus.VC 4.26.6
en or. nominal δόξῃ (ἐστι) c. dat. y suj. inf. está en la voluntad de, e.e., está dispuesto a ἤν τε γὰρ δόξῃ τῶν πόλεων ταῖς προεχούσαις ἀπέχεσθαι τῶν ἀδικημάτων Isoc.8.138.
3 opinión, creencia δόξαν λαμβάνειν creer, formarse un juicio οὐ δόξαν ἂν λάβοιμι βριζούσης φρενός A.A.275, δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσθαι μάχην dio a creer a los enemigos que no iba a trabar batalla X.HG 7.5.21
τῆς δόξης εἶναι ser de la opinión ἧς δόξης ἐστὶ καὶ Κάλλιππος Ach.Tat.Intr.Arat.19, κόμψευέ νυν τὴν δόξαν S.Ant.324, δ. δ' ἐχώρει δίχ' ἀν' Ἑλλήνων στρατόν E.Hec.117, c. gen. subjet. βροτῶν δόξαι Parm.B 1.30, cf. 8.51, αἱ τῶν ἁρμονικῶν δόξαι Aristox.Harm.7.3, αἱ τῶν ἐπιστημῶν δόξαι Aristid.Quint.68.17, τῶν πολλῶν δ. Ach.Tat.Intr.Arat.15, c. περὶ y gen. σκοτόεσσα θεῶν πέρι δ. una idea oscura sobre dioses Emp.B 132
usos adverb. en dat. δόξῃ o giro prep. en la opinión, según el parecer, conjeturalmente δόξῃ γοῦν ἐμῇ S.Tr.718, Σάμον ἐπιστέατο δόξῃ ... ἀπέχειν Hdt.8.132, op. σαφῶς: ἃ δὲ δόξῃ τοπάζω, ταῦτ' ἰδεῖν σαφῶς θέλω S.Fr.235, ἡγούμεθα γὰρ τό τε θεῖον δόξῃ, τὸ ἀνθρώπειόν τε σαφῶς Th.5.105, τὰ μὲν τεκμηρίοις σαφέσι ... τὰ δὲ καὶ δόξῃ μετὰ λόγου Ocell.1, κατὰ ... τὴν ἐμὴν δόξαν Pl.Grg.472e, παρὰ δόξαν en contra de mi opinión Pl.Tht.162a
opinión común, principio, axioma λέγω δὲ ἀποδεικτικὰς τὰς κοινὰς δόξας ἐξ ὧν ἅπαντες δεικνύουσιν Arist.Metaph.996b28, μὴ νόμοις καὶ δόξαις δουλεύοντα ζῆν no vivir sometido ciegamente a leyes y principios Epicur.Fr.[61]
sentencia Κύριαι δόξαι Máximas Capitales tít. de una obra de Epicur., D.L.10.27.
4 como término fil. opinión, apariencia op. ‘realidad’ o ‘verdad’ μηδὲν φαίνεσθαι κατ' ἀλήθειαν, ἀλλὰ μόνον κατὰ δόξαν Democr.B 9, μὴ κατὰ δόξαν ἀλλά κατ' οὐσίαν Pl.R.534c, cf. Parm.B 19, ref. a la persuasión sofística ligada a la palabra, Gorg.B 11 passim, νοῦς ἐπιστήμη δόξα αἴσθησις los cuatro componentes del alma, Pythag.B 15, cf. Arist.de An.428a4, negativa para la ciencia τὰς ἄνευ ἐπιστήμης δόξας Pl.R.506c, ἡ ... ἐπιστήμη ποιέει τὸ ἐπίστασθαι, ἡ δὲ δ. τὸ ἀγνοεῖν Hp.Lex 4, μὴ νομίζειν εἰδέναι τὸ συμβησόμενον, ἀλλ' ὡς δόξῃ χρωμένους Isoc.8.8; op. νόησις y compuesta de πίστις y εἰκασία Pl.R.534a, ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι καὶ δόξαις Arist.EN 1143b13, δόξαν πρὸ ἀληθείας τετιμηκόσι a los que han valorado más la opinión que la verdad Ph.1.76, κενὴ καὶ θνητὴ δ. Ph.ib.
opinión, aprehensión basada en la sensación, dif. de la imaginación ἡ φαντασία καὶ ἡ δ. κινήσεις τινὲς εἶναι δοκοῦσιν Arist.Ph.254a29, puede ser verdadera o falsa δόξαι ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς Pl.Phlb.36c, cf. Tht.161d, 187b, γίνεται δ. καὶ ἀληθὴς καὶ ψευδής. ἀλλὰ δόξῃ μὲν ἕπεται πίστις Arist.de An.428a19, (τὴν δυάδα) δόξαν δὲ ὠνόμαζον, ὅτι τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψεῦδος ἐν δόξῃ Theol.Ar.8, οὐχ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ... ἀλλ' ὑπὸ ... τῆς ψευδοῦς δόξης Bio Bor.21, ref. sólo a la verdadera, equiv. a ‘conocimiento’ τὸ ἐπισκοπεῖν ... τὰς ἀλλήλων φαντασίας τε καὶ δόξας, ὀρθὰς ἕκαστου οὔσας Pl.Tht.161e, κινδυνεύει δὲ ἡ ἀληθὴς δ. ἐπιστήμη εἶναι Pl.Tht.187b, τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b, δόξης δ' ὀρθότης ἀλήθεια Arist.EN 1142b11.
5 teol. opinión, doctrina τὸ μὲν ὑμῶν ἐπαινετόν ἐστι τῆς δόξης, τὸ δ' ἔμπαλιν ψεκτόν Ph.1.320, τὰς περὶ τοῦ ἀγενήτου ... δόξας Ph.1.466, cf. 2.489
creencia ἃ δὲ δόξῃ νενόμισται Ph.1.631, ἡ περὶ τοῦ ἑνὸς θεοῦ δ. Ph.2.381, οἱ ἄνθρωποι οὕτω δόξαν τῷ θεῷ ἀναμάρτητοι ζητοῦσιν Cyr.Al.Io.17.1, ἱερεὺς τῆς παλαιᾶς δόξης Procop.Pers.1.25.10, πάτριος δ. Procop.Arc.11.21
doctrina τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς δόξης ὑπερμαχούντων Eus.HE 4.7.5, εὐσεβῆ δόξαν περί τε Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος Basil.M.31.676C, τὴν ἄθεον εἴλετο δόξαν Eus.VC 2.5.2.
6 sensación δόξαν ἔχω τίν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας tengo la sensación de una piedra de afilar sobre la lengua Pi.O.6.82.
7 aparición, visión τίνες σε δόξαι ... στροβοῦσιν; A.Ch.1051, οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί ref. a las Erinis, A.Ch.1053, μοι καθ' ὕπνον δ. τις παρίσταται E.Rh.780, δ. ἐνυπνίου Philostr.VA 1.23
medic. alucinación δόξας ἔχουσι καὶ προλέγειν τὰ μέλλοντα οἴονται Alex.Trall.1.591.13.
II c. ref. a pers. ajenas al suj.
1 c. valoración posit. reputación, fama, gloria οὐδ' εἰ πᾶσαν ἔχοι δόξαν πλὴν θούριδος ἀλκῆς Tyrt.8.9, αὔχημα δόξας Pi.P.1.92, αἰδὼς ... ἃ φέρει δόξαν Pi.N.9.34, cf. I.6.12, B.13.61, ἄφρονι πολλάκι δ. ἕσπετο Thgn.665, με ... ἔβλαψε δ. E.Med.293, τὴν ... δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ἀσφαλῶς ᾑρημένος D.2.15, κωφὴ δ. καὶ τυφλὸς πλοῦτος Ph.1.657, δόξαν φέρειν dar fama Pi.O.8.64, δόξαν ἐμποιεῖν Arist.Pol.1314b22, δόξαν λαμβάνειν adquirir fama Isoc.4.46, δόξης πείρατα ... ἐνέπειν Eleg.Alex.Adesp.Halic.56, δόξαν ... ἐζηλωκότες SEG 34.558.57 (Larisa II a.C.), cf. Luc.DMort.27.2, τοὺς τὴν δόξαν ἀποβαλλομένους a los que rechazan la reputación Luc.Nec.5, ἀπετάξατο ... δόξῃ Const.App.5.5.8, ἐν τιμῇ καὶ δόξῃ Manes 14.10, εἰς δόξαν ἀφῖκτο τὰ ἀργυρεῖα Str.12.3.23, ὁρίζονται εἶναι δόξαν τὸν ἀπὸ τῶν πολλῶν ἔπαινον Origenes Io.32.26, cf. Gr.Naz.M.35.920B, Chrys.M.59.45
c. adj. pos. o gen. subjet. πατρῴα δ. E.Heracl.325, τὰς Ἑλληνικὰς δόξας καλλίστας ἡγούμενοι estimaban en mucho las glorias griegas LXX 2Ma.4.15, c. gen. subjet., de pers. δόξαι δ' ἀνδρῶν ... σεμναί A.Eu.368, μὴ τὸ εἶδος ἀλλὰ τὴν δόξαν ... τῆς γυναικός Gorg.B 22, ἡμῶν αὐτῶν τῆς δόξης ἐνδεεστέρους (mostrarnos) inferiores a nuestra propia reputación Th.2.11, τεταπείνωται μὲν ἡ τῶν Ἀθηναίων δ. πρὸς τοὺς Βοιωτούς X.Mem.3.5.4, πρὸς δόξαν Ῥωμαίων SEG 30.1073.31 (Quíos II d.C.), ἡ τοῦ Χριστοῦ δ. Thdt.M.83.433C, cf. Amph.Seleuc.91, c. gen. y dat. Κλεωνύμου δόξα ... ἅρμασιν la fama de Cleónimo con el carro Pi.I.3.16, c. gen. de cosa ἡ δ. τοῦ ὄρους la notoriedad del monte ref. al Cáucaso, Str.11.5.5, ἡ δ. τῶν κτημάτων Luc.Ind.28, σῶν ἐπέων δ. AP 16.293
c. rég. prep. ἐν τοῖς πολλοῖσι δ. Protag.B 9, ἡ ἐκ τῆς Βρεττανίας δ. la gloria ganada en Bretaña D.C.65.8.32, μεγίστην ἐπί σοφίᾳ δόξαν εἰληφώς Isoc.13.2, ἐπὶ τοῖς ἔργοις δόξαν ... κατέλιπον D.3.24, ἡ ἐπ' ἀσεβείᾳ δ. Plb.15.22.4, ἡ ἐν ταῖς στρατείαις ... δ. Plu.2.26C, ἐν ὕδασι δ. AP 11.404 (Luc.), ἡ ἐν β[ί] ῳ δ. PAgon.10.5 (III d.C.), οἱ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀγώνων δόξαις κεκοσμημένοι PAgon.8.13 (III d.C.).
2 sin implicar valoración posit., c. una cualificación fama πρὸς ἁπάντων ἀνθρώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν Sol.1.4, cf. CEG 396 (Metaponto VI a.C.), ἀρίγνωτος B.10.37, cf. 9.1, τελέα Pi.P.8.25, χρηστή D.20.10, ψευδής X.Smp.8.43, φαῦλην δόξαν ἡ πόλις λαμβάνει D.Ep.3.5
c. gen. de cualidades δόξαν ἔχουσ' ἀγαθῶν Thgn.572, δ. ... εὐκλείας E.Fr.659.10, cf. HF 157, μαλακίας καὶ ἀνανδρίας ἐκφερέσθω δόξαν Ph.2.304
c. dat. σωφροσύνῃ δόξαν ὁμολογουμένην πεποιημένος habiendo obtenido una reconocida reputación por su sensatez Plb.35.4.8, c. inf. u otra complet. δόξαν εἶχον ... ἄμαχοι εἶναι tenían fama de ser invencibles Pl.Mx.241b, δόξαν ἔχουσιν ὡς εἰσὶ θαυμαστοί D.2.17, κατὰ τοιαύτην ... δόξαν, ὅτι ... Str.13.3.6, c. ὡς y part. κατέσχεν οὖν δόξαν, ὡς ὀψὲ ᾐσθημένων ... Str.ib.
3 motivo de orgullo δ. γὰρ πατέρων ὁσιότης παίδων Const.App.7.24.3.
4 estimación, apreciación c. gen. obj. ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπεν de la estimación de los bienes que me dejó mi padre D.21.157.
B jud.-crist., Manes
I ref. a Dios
1 en el aspecto externo gloria, esplendor trad. hebr. kābōd ἡ δ. κυρίου ὤφθη ἐν νεφέλῃ LXX Ex.16.10, cf. 33.18, ἱκετεύω δὲ τὴν γοῦν περὶ σὲ δόξαν θεάσασθαι Ph.2.218, ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτός Act.Ap.22.11, τὴν εὐχαριστίαν ... εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ 2Ep.Cor.4.15, οἱ ἄγγελοι τῆς δόξης τοῦ προσώπου Κυρίου χαρίσονται ἐν αὐτῷ T.Leu.18.5, cf. Epiph.Const.Mens.M.43.276C, Manes 49.14, ἀπαύγασμα ... τῆς δόξης (τοῦ Θεοῦ) Origenes Io.13.25, cf. Gr.Nyss.Eun.1.636, 637
δόξαν διδόναι reconocer la gloria divina δοῦναι δόξαν τῷ θεῷ Eu.Luc.17.18, δόξαν δὸς τῷ μεγίστῳ τῆς τιμῆς βασιλεῖ Manes 56.1, en plu. δόξας οὐ τρέμουσιν βλασφημοῦντες 2Ep.Petr.2.10, cf. Ep.Iud.8, ὁ θρόνος τῆς δόξης σου Apoc.En.9.4, εἰς ἐπίγνωσιν δόξης ὀνόματος αὐτοῦ 1Ep.Clem.59.2, τὴν εὐχαριστίαν ... εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ 2Ep.Cor.4.15, δ. τοῦ Μονογενοῦς Basil.Eunom.501B, δ. πατρὶ καὶ υἱῷ PSI 719 (IV/V d.C.?)
ref. a Cristo τὴν περὶ αὐτὸν δόξαν A.Io.88.7, cf. A.Petr.et Paul.1.22, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας 1Ep.Petr.1.11
ref. al Espíritu Santo δόξαν δὲ λέγεσθαι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Gr.Nyss.Hom.in Cant.467.6.
3 poder divino como castigo ὀφθεῖσα ἡ δ. τοῦ Θεοῦ τοὺς μὲν εἰς γῆν κατήνεγκεν, τοὺς δὲ πυρὶ κατέφλεξεν Const.App.6.3.2.
4 respeto a las cosas divinas δόξαν ἀπομερίζειν respetar un día sagrado, LXX 2Ma.15.2.
II ref. a los hombres
1 gloria proporcionada por Dios οὐκ ἐν μικρᾷ δόξᾳ ὑπάρχουσιν 1Ep.Clem.32.2, δίδως τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἐξουσίαν 1Ep.Clem.61.2, cf. Const.App.3.13.1
como don divino αὐτοῖς δ. τις θεοῦ καὶ δύναμις αὐτοῦ ... ἐγγίνεται Origenes Or.23.5, cf. Apoc.Bar.4.16
gloria ante Dios τὰ δὲ τῶν πενήτων ταμιεῖα ... δόξαν παρὰ Θεῷ, καὶ τιμὴν παρὰ ἀνθρώποις οἴσει Chrys.M.59.420, obtenida tras la resurrección σώματι τῷ μογερῷ δόξαν ἐφεσσομένη AP 8.55 (Gr.Naz.), αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν 2Ep.Cor.4.17, cf. 1Ep.Clem.5.4.
2 magnificencia, esplendor τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν LXX Ge.31.16, τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν Eu.Matt.4.8, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων Eu.Matt.6.29
vanagloria φυσώμενοι μὲν διὰ δόξης Tat.Orat.26, cf. Chrys.M.60.572.

• Etimología: Una formación en -σᾰ (cf. δίψα, Μοῦσα) sobre δοκέω q.u. es más verosímil que considerarla forma rehecha a partir de locuciones c. part. aor. neutr. παρὰ (τὸ) δόξαν.

English (Abbott-Smith)

δόξα, -ης, ἡ (< δοκέω), [in LXX very freq. for כָּבוֹד, also for הוֹד ,פִּפְאֶרֶת, etc., 25 words in all;]
in cl.,
1.expectation, judgment, opinion (IV Mac 5:18).
2.opinion, estimation in which one is held, repute; in NT, always good opinion, hence reputation, praise, honour, glory: Lk 14:10, Jo 12:43, He 3:3; opp. to αἰσχύνη, Phl 3:19; to ἀτιμία, II Co 6:8; δ. κ. τιμή, Ro 2:7, 10 I Pe 1:7, II Pe 1:17; ζητεῖν, Jo 5:44 7:18 8:50, I Th 2:6; λαμβάνειν, Jo 5:41, II Pe 1:17,Re 5:12; διδόναι δ. τ. θεῷ (cf. נָתַן כָּבוֹד לַיהוָֹה, Je 13:16, al.), Lk 17:18, Jo 9:24, Ac 12:23, Ro 4:20, Re 4:9; εἰς (τ.) δ. θεοῦ, Ro 3:7 15:7, Phl 1:11, al.; in doxologies, τ. θεῷ (ᾧ) ἡ δ., Lk 2:14, Ro 11:36 16:27, Ga 1:5, Eph 3:21, al.
3.Later also (not cl.) as in LXX (= הוֹד, Jb 39:20, I Ch 29:25; כָּבֹוד, Jb 19:9, Es 5:11, al.), visible brightness, splendour, glory: of light, Ac 22:11; of heavenly bodies, I Co 15:40ff.; esp. that wh. radiates from God's presence, as manifested in the pillar of cloud and in the Holy of Holies (= כָּבוֹד, Ex 16:10 25:22 40:34, al.; and new Heb. שְׁכִינָה, II Mac 2:8; v. DB, iv, 489b), Ro 9:4, Ja 2:1 (v. Hort, Mayor, in l.); hence of the manifested glory of God,Ro 1:23, Col 1:11 Eph 1:6, 12 17 3:16; of the same as communicated to man through Christ, II Co 3:18 4:6; and of the glorious condition into which Christians shall enter hereafter, Ro 8:18, 21 9:23, II Ti 2:10, al. SYN.: ἔπαινος τιμή (v. Hort on I Pe 1:7).

English (Strong)

from the base of δοκέω; glory (as very apparent), in a wide application (literal or figurative, objective or subjective): dignity, glory(-ious), honour, praise, worship.