κρίμα

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίμα Medium diacritics: κρίμα Low diacritics: κρίμα Capitals: ΚΡΙΜΑ
Transliteration A: kríma Transliteration B: krima Transliteration C: krima Beta Code: kri/ma

English (LSJ)

ατος, τό, (κρίνω)

   A decision, judgement, Chrysipp.Stoic.3.58, Plb.23.1.12, LXX Ps.118(119).7, al., Ep.Rom.11.33, Arr.Epict.2.15.8; περί τινος M.Ant.8.47; verdict on a literary work, Phld.Po.5.23.    2 decree, resolution, δήμου D.H.4.12; ἱερομνημόνων BCH27.107, cf. IGRom.3.58,66 (Prusias).    3 legal decision, PPetr.3p.56 (iii B. C.), SIG826Eii 29 (Delph., ii B. C.); decision of arbitrators, ib. 421.44 (Thermum, iii B. C.); esp. sentence, condemnation, LXX De.21.22, al., Ev.Marc.12.40, etc.    II matter for judgement, question, οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα A.Supp.397.    2 law-suit, LXX Ex.18.22, 1 Ep.Cor.6.7.    III = κρίσις, judging, judgement, Ev.Jo.9.39, Act.Ap.24.25, etc. [ῖ in A.l.c. (nisi leg. κρεῖμα): ῐ in post-classical poetry; freq. written κρίμα in codd.]

English (Strong)

from κρίνω; a decision (the function or the effect, for or against ("crime")): avenge, condemned, condemnation, damnation, + go to law, judgment.

English (Thayer)

(G T WH) or κρίμα (L Tr (more commonly)) (on the accent cf. Winer s Grammar, p. 50; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 40f (who gives the preference to κρίμα, as do Alexander Buttmann (1873) 78 (64); Cobet (N. T. ad fid. etc., p. 49f); Fritzsche (Romans , vol. i., 96,107); others; " videtur ἰ antiquitati Graecae, ἰ Alexandrinae aetati placuisse," Tdf. Proleg. to the Sept. edition 4, p. xxx.; on the accent in extant manuscripts see Tdf. Proleg., p. 101; cf. especially Lobeck, Paralip., p. 418)), κρίματος, τό (from κρίνω, which see; as κλίμα from κλίνω) (Aeschylus down), the Sept. very often for מִשְׁפָּט;
1. a decree: plural, τοῦ Θεοῦ, A. V.) judgments; cf. Weiss in Meyer at the passage) (judgment; i. e. condemnation of wrong, the decision (whether severe or mild) which one passes on the faults of others: κρίματι τίνι κρίνειν, θανάτου, τό κρίμα ... εἰς κατάκριμα, the judgment (in which God declared sin to be punishable with death) issued in condemnation, i. e. was condemnation to all who sinned and therefore paid the penalty of death κρίμα denotes condemnatory sentence, penal judgment, sentence, τοῦ Θεοῦ, λαμβάνεσθαι κρίμα, ἔχειν κρίμα, βαστάζειν τό κρίμα, to bear the force of the condemnatory judgment in suffering punishment (see βαστάζω, 2), κρίμα ἐσθίειν ἑαυτῷ, so to eat as to incur the judgment or punishment of God, εἰς κρίμα συνέρχεσθαι, to incur the condemnation of God, 34; εἶναι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι, to lie under the same condemnation, pay the same penalty, the judgment which is formed or passed: by God, through what Christ accomplished on earth, εἰς κρίμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, where by way of explanation is added ἵνα κτλ., to this end, that etc. τό κρίμα ἄρχεται, the execution of judgment as displayed in the infliction of punishment, the last or final judgment is called τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος, κρίματος αἰωνίου, eternally in force, the vindication of one's right, κρίνειν τό κρίμα τίνος ἐκ τίνος, to vindicate one's right by taking vengeance or inflicting punishment on another, R. V. God hath judged your judgment on her), see ἐκ, I:7); equivalent to the power and business of judging: κρίμα διδόναι τίνι, a matter to be judicially decided, a lawsuit, a case in court: κρίματα ἔχειν μετά τίνος, 1 Corinthians 6:7.

Greek Monolingual

το (AM κρῑμα)
ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.
2. ατυχία, αναποδιά της τύχης («είναι κρίμα να χαθεί τέτοιος άνθρωπος»)
3. φρ. α) «το κρίμα στο λαιμό σου» — η αμαρτία να πέσει πάνω σου
β) «το κρίμα ας πάει στο κλήμα» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το αμάρτημα
νεοελλ.-μσν.
1. αφορμή, αιτία
2. καταστροφή
3. (ως σχετλιαστικό επιφώνημα) κρίμα ή κρίμας
για έκφραση λύπης, συμπάθειας, οίκτου («κρίμα το παλικάρι»)
μσν.
1. σφάλμα
2. ευθύνη
3. συμφορά
4. φρ. «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγο
μσν.-αρχ.
1. απόφαση, κρίση («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», Πολ.)
2. τιμωρία, ποινή («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)
3. δίκη, το να δικάζει, το να κρίνει κάποιος κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦον ἦλθον», ΚΔ)
4. αξιόποινη πράξη («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)
5. η ανεξερεύνητη θεία βούληση (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)
αρχ.
1. αντικείμενο κρίσης, ζήτημα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)
2. (με γεν. της ποινής) καταδικαστική απόφαση, καταδίκη («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω. Ο τ. αρχικά δήλωνε το αποτέλεσμα του κρίνω, δηλ. την κρίση, την απόφαση. Αργότερα έλαβε τη σημ. της καταδικαστικής απόφασης, καθώς και της αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει κυρίως την αξιόποινη πράξη, το παράπτωμα].

Chinese

原文音譯:kr⋯ma 克里馬
詞類次數:名詞(28)
原文字根:審判(果效) 相當於: (מִשְׁפָּט‎) (שָׁפַט‎)
字義溯源:判決,判定,審判,定罪,刑罰,判斷,法則,控訴,告狀,伸冤,刑,罪,冤;源自(κρίνω)*=辨別)。這字是說到審判的判決。少數幾次指人的判斷,但大部分都是說到神的判決,有的是對人的,有的是對魔鬼的。參讀 (βῆμα)同義字
出現次數:總共(28);太(2);可(1);路(3);約(1);徒(1);羅(6);林前(3);加(1);提前(2);來(1);雅(1);彼前(1);彼後(1);猶(1);啓(3)
譯字彙編
1) 刑罰(10) 太23:14; 可12:40; 路20:47; 路23:40; 羅13:2; 加5:10; 提前3:6; 彼後2:3; 猶1:4; 啓17:1;
2) 審判(8) 約9:39; 徒24:25; 羅2:2; 羅2:3; 羅5:16; 雅3:1; 彼前4:17; 啓20:4;
3) 定罪(3) 羅3:8; 林前11:34; 提前5:12;
4) 審判的(1) 來6:2;
5) 冤(1) 啓18:20;
6) 罪(1) 林前11:29;
7) 控訴(1) 林前6:7;
8) 法則(1) 太7:2;
9) 判斷(1) 羅11:33;
10) 判定(1) 路24:20