ἀγνοέω Search Google

From LSJ
Revision as of 14:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγνοέω Medium diacritics: ἀγνοέω Low diacritics: αγνοέω Capitals: ΑΓΝΟΕΩ
Transliteration A: agnoéō Transliteration B: agnoeō Transliteration C: agnoeo Beta Code: a)gnoe/w

English (LSJ)

Ep. ἀγνοι-, 3sg. subj.

   A ἀγνοιῇσι Od.24.218: impf. ἠγνόουν Isoc.7.21, etc.: fut. ἀγνοήσω B.Fr.12, Isoc.12.251, D.32.10, 54.31: aor. ἠγνόησα A.Eu.134, Th.2.49, etc.; Ep. ἠγνοίησα Il.2.807, Hes.Th.551, Ep. contr. 3sg. ἀγνώσασκε Od.23.95: pf. ἠγνόηκα Pl. Sph.221d, Alex.20.4:—Pass., fut. (of med. form) ἀγνοήσομαι D. 18.249; ἀγνοηθήσομαι v.l. in Luc.JTr.5: aor. ἠγνοήθην, v. infr.: pf. ἠγνόημαι Isoc.15.171, Pl.Lg.797a. (This Verb implies a form ἄγνοος, = ἀγνώς 11):—not to perceive or recognize; Hom., almost always in aor., ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει Od.20.15, cf. Th. l.c., Pl.Phdr. 228a; mostly with neg., οὐκ ἠγνοίησεν he perceived or knew well, Il. 2.807, etc.; μηδὲν ἀγνόει E.Andr.899.—Mostly c. acc., to be ignorant of, Hdt.4.156, S.Tr.78; πάντα Pl.Smp.216d; ἑαυτοὺς ἀ. forget their former selves, D.10.74; τὴν πόλιν ἀ. not to discern the temper of the city, Id.19.231; τὸν ξένον Philostr. VA2.26; fail to understand, τὸ ῥῆμα Ev.Marc.9.32; περί τινος Pl.Phdr.277d: c. gen. pers. and rel. clause, ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅ τι λέγομεν Id.Grg.517c: dependent clauses in part., τίς . . ἀ. τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα; D.1.15: with Conj., οὐδεὶς ἀ. ὅτι . . Id.21.156, etc.; ἀγνοῶν εἰ . . X.An.6.5.12:—Pass., not to be known, recognized, Pl.Euthphr.4a, Hp.Ma. 294d, etc.; ἀγνοούμενα ὅπῃ . . ἀγαθά ἐστι Id.R.506a; ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι . . Id.Lg.797a; ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι D.18.249; καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ' ἀγνοηθέντα ib.303, cf. Isoc.15.171; τὰ ἠγνοημένα unknown parts, Arr.An.7.1.4.    II abs., go wrong, make a false step, first in Hp.Art.46, Antipho 5.44 (dub.l.), lsoc.8.39; part. ἀγνοῶν ignorantly, by mistake, X.An.7.3.38, Arist.EN1110b27; ἀγνοήσαντες And.4.5: in moral sense, to be ignorant of what is right, act amiss, Plb.5.11.5, cf. Ep.Heb.5.2:—Med., fail to recognize, Gal.14.630.

German (Pape)

[Seite 17] (γνο, s. auch ἀγνοιέω u. ἀγνώσασκε), 1) nicht kennen, nicht wissen, theils absol., Aesch. Eum. 129; gew. mit dem acc. der Person oder Sache, z. B. Soph. λόγον Trach. 78; Her. u. att. Prosa oft (Ggstz γιγνώσκω, Plat. Gorg. 472 c); περί τινος Plat. Phaedr. 277 d; ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅ, τι λέγομεν Gorg. 517 c; mit dem partic., ἀγνοεῖτὸν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα Dem. 1, 15; mit εἰ, Xen. An. 6, 3, 12. Auch oft pass. ἀγνοοῦμαι, man weiß von mir nicht, τὸ τῶν παίδων γένος ἠγνοῆσθαι ὅτι κυριώτατόν ἐστιν Plat. Legg. VII, 797 a. (Die Bemerk. Thom. Mag. 7, nur ἀγνοήσομαι sei attisch, findet sich in den Ausg. nicht bestätigt; ἠγνοηκότες Alex. Ath. XIII, 562 d). – 2) fehlen, irren aus Unkenntniß und Unvorsichtigkeit, Aesch. 3, 84; Isocr. 7, 59; Dem. pass. διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα ep. 1; Sp. oft τὰ ἠγνοημένα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγνοέω: Ἐπ. ἀγνοιέω, γ΄ εν. υποτ. ἀγνοιῇσι Ὀδ. Ω. 218· παρατ. ἠγνόουν, Ἰσοκρ., κλτ.· μέλλ. ἀγνοήσω, Βακχυλ. 31, Ἰσοκρ. 285C, Δημ. 885, 2., 1266. 19: ἀόρ. ἠγνόησα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 134, Θουκ. κτλ., Ἐπ. ἠγνοίησα, Ἰλ. Β. 807, Ἡσ. Θ, ὡσαύτως Ἐπ. συνῃρ. γ΄ ἑν. ἀγνώσασκε, Ὀδ, Ψ. 95· παρακ. ἠγνόηκα, Πλατ. Σοφ. 221D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ.» 1. - Παθ., μέλλ. (τοῦ μέσου τύπου) ἀγνοήσομαι, ἴδε κατωτέρ. ἀγνοηθήσομαι, ἑτέρα γραφή ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 5· ἀόρ. ἠγνοήθην, ἴδε κατωτέρω· πρκμ. ἠγνόημαι, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 182, Πλάτ. (Τὸ ῥῆμα τοῦτο προϋποτίθησι τύπον ἄγνοος = ἀγνώς, ΙΙ· διότι δὲν δύναται νὰ σχηματισθῇ διὰ συνθέσεως τοῦ α στερητ. καὶ νοέω, πρβλ. στοιχ. α- Ι, ἐν τελ. Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἐν λ. γιγνώσκω·) δὲν γνωρίζω, Λατ. ignorare. Ὁ Ὅμηρ. σχεδὸν ἀείποτε ἔχει τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Ἐπ. ἀορ., ἄνδρ ̓ ἀγνοιήσας ὑλάει, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, Ὀδ. Υ. 15· πρβλ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· ἀλλὰ κατ ̓ ἐξοχὴν μετ ̓ ἀρνήσ., οὐκ ἠγνοίησεν, ἐνόησεν ἤ ἐγνώρισε καλῶς· (ἴδε ἀνωτέρ.)· μηδὲν ἀγνόει, δηλ. μάνθανε τὰ πάντα, Εὐρ. Ἀνδρ. 899. - Συντάσσ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετ ̓ αἰτ., εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Ἡρόδ. 4, 156. Σοφ. Τρ. 78, Πλάτ. ἑαυτοὺς ἀγν., λησμονούσιν ἑαυτούς, δηλ. τὴν προτέραν ἑαυτῶν κατάστασιν, Δημ. 151. 7· τὴν πόλιν ἀγν., τὸ νὰ μὴ κατανοῇ τις τὴν κοινὴν γνώμην τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 413. 11, κλτ.· ὡσαύτως περί τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D. Ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ., ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅτι λέγομεν, Πλάτ. Γορ. 517C: - ἐξαρτώμεναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ μετοχήν, οἷον τίς ... ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα, Δημ. 13. 17· ἢ διὰ συνδέσμων, οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι ... ὁ αὐτ. 565, 8. κτλ., ἀγνοῶν εἰ ..., Ξεν. Ἀν. 6. 5. 12. - Παθ. εἶμαι ἄγνωστος, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Ἱππ. Μείζ. 294D, κτλ.· ἀγνοούμενα ὅπη ... ἀγαθά ἐστι. ὁ αὐτ. Πολ. 506Α· ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι ..., ὁ αὐτ. Νόμ. 797Α· ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι, ἤλπιζον ἢ ἐνόμιζον ὅτι θὰ διέφευγον τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Δημ. 310 7· καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ ̓ἀγνοηθέντα, ὁ αὐτ. 326,25, πρβλ. Ἰσοκρ. Ἀντίδ. ἔνθ ̓ ἀνωτέρ., τὰ ἠγνοημένα, ἄγνωστα μέρη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 1. 4. ΙΙ. ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι ἐξ ἀγνοίας, πρῶτον παρ ̓ Ἀντιφῶντι 134. 30, Ἰσοκρ. 176C· μετοχ. ἀγνοῶν = κατὰ λάθος, Ἀνδοκ. 29, 28, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 38. Ἀριστ.· ἐπὶ ἠθικῆς σημασ., διατελῶ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ δικαίου ἢ ὀρθοῦ, ἐνεργῶ κακῶς, Πολύβ. 5. 11. 5· πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ε΄ 2.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
impf. ἠγνόουν, f. ἀγνοήσω, ao. ἠγνόησα;
Pass. ao. ἠγνοήθην, pf. ἠγνόημαι;
1 ne pas connaître, ignorer ; οὐκ ἀγνοῶ ATT je n’ignore pas, je sais fort bien ; Pass. ἀγνοοῦμαι ATT on ne sait pas que je…;
2 ne pas reconnaître, acc.;
3 se tromper, être dans l’erreur ; au sens mor. être en faute sans le savoir, faire le mal par ignorance, SEPT pécher par ignorance.
Étymologie: ἀ, γιγνώσκω.

English (Autenrieth)

sync. aor. iter. ἀγνώσασκε (for αγνοήσασκε), Od. 23.95; from ἀγνοιέω, only aor. ind. ἠγνοίησεν, subj. ἀγνοιῇσι, Od. 24.218, part. ἀγνοιήσᾶσα, Od. 20.15: fail to recognize.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀγνοιέω

• Morfología: [impf. 3a plu. ἠγνοοῦσαν PCair.Zen.33.4 (III a.C.); aor. 3a sg. ἀγνώσασκε Od.23.95]
frec. en litotes c. οὐ, οὐδέ, μηδέ
I c. compl. de pers.
1 no conocer (a veces por el contexto no reconocer) οὐδ' ἠγνοίησεν ἄνακτα Il.13.28, cf. Od.5.78, κύων ... ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει (así como) la perra ladra al hombre que no conoce, Od.20.15, ἄλλοτε δ' ἀγνώσασκε κακὰ χροῒ εἵματ' ἔχοντα otras veces no le reconocía con aquella ropa lamentable, Od.23.95, cf. h.Merc.243, οὐ θαῦμά σ' ἡμᾶς ἀγνοεῖν E.IA 823, cf. Th.1.50
c. compl. de pers. y complet. οὐδέ μιν Ἥρη ἠγνοίησεν ἰδοῦσ' ὅτι y Hera le notó al verlo que (había estado Tetis hablando con él, Zeus), Il.1.537, οὐδέ κέ τίς νιν ἠγνοίησεν ἰδών ninguno le confundiría al verlo Theoc.7.14
pasar inadvertido τοῖς χρηστοῖς ... ἀγνοεῖσθαι Epicur.Ep.[98] 1, οὐ μὲν ἠγνοήθη σεσυληκώς Philostr.Im.1.26.5.
2 no conocer bien, desconocer (en cuanto al carácter, situación, etc.) ὦ Φαῖδρε, εἰ ἐγὼ Φαῖδρον ἀγνοῶ, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι oh Fedro, si yo no te conozco bien es que no me conozco a mí mismo, e.e., te conozco como a mí mismo Pl.Phdr.228a, τῶν ἀγνοούντων αὑτούς de los que no se conocen a sí mismos Pl.Phlb.48d, cf. ἀ. ἑαυτούς D.10.74, τὴν πόλιν ἀγνοεῖν no entender a la ciudad D.19.231.
3 ignorar, no hacer caso, no tener en cuenta τὸν ξένον Philostr.VA 2.26.
4 no conocer carnalmente, no mantener relaciones sexuales ἡ ἀγνοήσασα ἄνδρα ἰς φθοράν RECAM 2.468.6 (biz.).
II c. compl. de cosa
1 ignorar conscientemente no hacer caso, no tener en cuenta οὔ τι θεᾶς ἔπος ἠγνοίησεν Il.2.807, μηδ' ἀγνοήσῃς πῆμα A.Eu.134, cf. 1Ep.Cor.14.38, POxy.1188.5 (I d.C.).
2 no darse cuenta, pasarle a uno inadvertido γνῶ ῥ' οὐδ' ἠγνοίησε δόλον se dio cuenta y no le pasó inadvertido el engaño Hes.Th.551, δῆλ' ἀγνοήσειν μὲν οὔ σ' ἔλπομαι B.Fr.16, cf. Phld.Sign.29.26.
3 desconocer, ignorar, no saber ἀ. φύσιν ἡμέρας Heraclit.B 106, cf. Democr.B 80, Epicur.Ep.[2] 79.5, 80.7, Hdt.4.156, S.Tr.78, SB 14086.7 (I a.C.), μηδὲν ἀγνόει sábelo todo E.Andr.899, cf. Pl.Smp.216d, τὸν δεσμόν Arist.Metaph.995a30, ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι (como creen algunos) que ignoran, no aceptan o entienden mal (nuestras ideas), Epicur.Ep.[4] 131.10, ὡς μηδένα ἀγν[ο] ῆ[σ] αι τὰ διηγορευμένα de manera que todo el mundo se entere de mis disposiciones, POxy.2705.11 (III d.C.)
c. conj. ὅτι: φημὶ ... τὸ τῶν παιδιῶν γένος ἠγνοῆσθαι σύμπασιν ὅτι κυριώτατόν ἐστι afirmo ... que es algo desconocido por todos que el tipo de juegos es importantísimo Pl.Lg.797a, cf. D.21.156, ὅτι δὲ μεγαλοψυχίαν ἔχεις ἀγνοῶν Arr.Epict.1.12.30, cf. PCair.Zen.33.4 (III a.C.), PGiss.11.17 (II d.C.), ὑμεῖς οὐκ ἀγνοεῖται (l. -τε) ὅτι POxy.2731.16 (IV/V d.C.), ἀ. ὅπῃ Pl.Euthphr.4a, R.506a
c. εἰ X.An.6.5.12, PTor.Choachiti 12.6.15 (II a.C.)
c. part. τίς ... ἀ. τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρ' ἥξοντα; D.1.15
c. compl. prep. τὸ γὰρ ἀγνοεῖν δικαίων καὶ ἀδίκων πέρι Pl.Phdr.277d, περὶ δὲ τῶν ὄντως φιλοσόφων ἀγνοοῦντες Plu.2.43f, εἶτ' εἰ μὲν τὴν ὁρατικὴν δύναμιν ἠγνόεις πρὸς τί κέκτησαι Arr.Epict.1.12.30, ἠγνοηκέναι καὶ πολὺ μᾶλλον κατὰ τὸν βίον (dice que) era un ignorante por sus conocimientos y aún más por su experiencia de la vida Epicur.Ep.[101] 2, οὐκ ἀγνοεῖς ἐν ᾗ ἐσμεν ἀσχολί<ᾳ> no ignoras lo ocupados que estamos, PTeb.12.19 (II a.C.)
subst. τὰ ἠγνοημένα partes desconocidas Arr.An.7.1.4
en v. med. mismo sent. ἀγνοούμενοι τίνι λόγῳ no sabiendo por qué razón Gal.14.630
part. neutr. subst. τὸ ἀγνοοῦν el desconocimiento, la ignorancia Gr.Nyss.Eun.2.167
c. λέγω, λόγος o cont. ref. a la lengua τοὺς ἀλλήλων λόγους Gorg.B 11a.7, cf. E.Ph.707, τὴν οἰκείαν φωνήν Arist.GC 314a13, τὸ ῥῆμα Eu.Marc.9.32
c. gen. de pers. y complet. ἀγνοοῦντες ἀλλήλλων ὅ τι λέγομεν Pl.Grg.517c.
III abs.
1 equivocarse, proceder con ignorancia, errar, estar en el error Hp.Art.46bis, cf. X.An.7.3.38, Isoc.8.39, ἐκ τῶν ἀγνοηθέντων por los errores políticos cometidos Isoc.Ep.9.14, cf. And.4.5, τρόπον μέν τινα ὀρθῶς λέγουσι, τρόπον δέ τινα ἀγνοοῦσιν Arist.Metaph.1009a31, cf. EN 1110b27, PTeb.43.25 (II a.C.)
errar moralmente, cometer una falta incluso pecar Plb.5.11.5, cf. LXX Si.5.15, 2Ma.11.31, Ep.Hebr.5.2, τὰ ἠγνοημένα faltas Plb.38.9.5.
2 ignorar lo que se debe saber, ser inconsciente ἐάν τις ἀποκτείνῃ ... ἐν πολέμῳ ἀγνοήσας Sol.Lg.20, ἕτερον δ' ἔοικεν καὶ τὸ δι' ἄγνοιαν πράττειν τοῦ ἀγνοοῦντα ποιεῖν Arist.EN 110b25.

• Etimología: Cf. γιγνώσκω.

English (Abbott-Smith)

ἀγνοέω, -ῶ (> ἁγνίζω), [in LXX for שָׁגָה, שָׁגַג, אָשַׁם, etc. ;]
1.to be ignorant, not to know: absol., Ι Ti 1:13, He 5:2; c. acc., Ac 13:27 17:23, Ro 10:3, II Co 2:11; ἐν οἷς, II Pe 2:12; seq. ὅτι, Ro 2:4 6:3 7:1, I Co 14:38; οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, a Pauline phrase: c. acc., Ro 11:25; seq. ὑπέρ, II Co 1:8; περί, I Co 12:1, I Th 4:13. ὅτι, Ro 1:13, I Co 10:1 (for similar usage in π., V. MM, VGT, s.v.). Pass.: I Co 14:38, II Co 6:9, Ga 1:22.
2.not to understand: c. acc., Mk 9:32, Lk 9:45. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and νοιέω; not to know (through lack of information or intelligence); by implication, to ignore (through disinclination): (be) ignorant(-ly), not know, not understand, unknown.

English (Thayer)

(ΓΝΟ (cf. γινώσκω)), (ῶ (imperative, ἀγνοείτω R G Tr text WH marginal reading); imperfect ἠγνόουν; 1st aorist ἠγνόησα; (passive, present ἀγνοοῦμαι, participle ἀγνοούμενος; from Homer down);
a. to be ignorant, not to know: absolutely, τινα, τί, ἐν τίνι (as in Test. Jos. § 14Fabricii Pseudepigr. ii., p. 717 (but the reading ἠγνόουν ἐπί πᾶσι τούτοις is now given here; see Test. xii. Patr. ad fid. manuscript Cant. etc., Sinker edition, Cambr. 1869)), ἐν τούτοις, ἅ ἀγνοοῦσι βλασφημοῦντες, Winer s Grammar, 629 (584) (cf. Buttmann, 287 (246)); followed by ὅτι, ὅτι κτλ. is to be supplied again); οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, a phrase often used by Paul (an emphatic) scitote: followed by an accusative of the object, ὑπέρ τίνος, ὅτι, περί τίνος, ὅτι, ἀγνοεῖται 'he is not known' i. e. according to the context 'he is disregarded,' L T Tr marginal reading WH text; ἀγνωύμενοι (opposed to ἐπιγινωσκόμενοι men unknown, obscure, ἀγνοούμενος τινι unknown to one, οὐκ ἀγνοεῖν to know very well, τί, not to understand: τί, to err, sin through mistake, spoken mildly of those who are not high-handed or willful transgressors (Hebrews 5:2, on which see Delitzsch.

Greek Monotonic

ἀγνοέω: Επικ. ἀγνοιέω, γʹ ενικ. υποτ. ἀγνοιῇσι· παρατ. ἠγνόουν· μέλ. ἀγνοήσω, αόρ. αʹ ἠγνόησα, Επικ. ἠγνοίησα, επίσης, Επικ. συνηρ. γʹ ενικ. ἀγνώσασκε· παρακ. ἠγνόηκα — Παθ., μέλ. (του Μέσ. τύπου) ἀγνοήσομαι· αόρ. αʹ ἠγνοήθην, παρακ. ἠγνόημαι (από το * ἄγνοος = ἀγνώς II)·
I. δεν κατανοώ ή δεν γνωρίζω, ἄνδρ' ἀγνοιήσας, επειδή δεν τον αναγνώρισε, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως με άρνηση, οὐκ ἠγνοίησεν, δηλ. αντιλήφθηκε ή γνώρισε καλά, σε Ομήρ. Ιλ.· μηδὲν ἀγνόει, μάθαινε τα πάντα, σε Ευρ.· με αιτ., βρίσκομαι σε άγνοια σχετικά με κάτι, σε Ηρόδ., Αττ. ἀγνοέω περί τινος, σε Πλάτ.· εξαρτημένες, δευτερεύουσες προτάσεις μαζί με μτχ., τίς ἀγνοεῖ τὸν πόλεμον ἥξοντα, σε Δημ.· ή με σύνδεσμο, οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι..., στον ίδ. — Παθ., είμαι άγνωστος, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. απόλ., σφάλλω, κάνω λάθος από άγνοια, πλανώμαι κ.λπ.· ἀγνοῶν, εξ αγνοίας, κατά λάθος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγνοέω: эп. ἀγνοιέω
1) не знать, не быть уверенным, сомневаться, pass. быть неизвестным: ἀ. τινα и τι Her., Soph., Plat., Dem. и περί τινος Plat. быть в неведении относительно кого(чего)-л.; ἀγνοοῦντες, εἰ διαβατέον εἴη τὸ νάπος … Xen. не зная, удобопроходима ли эта долина …; ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅ τι λέγομεν Plat. не понимая друг друга (досл. не зная о чем мы между собой говорим); ἀγνοεῖται ὑπὸ τῶν πολλῶν, ὅπῃ ποτὲ ὀρθῶς ἔχει Plat. большинству неизвестно, насколько это верно; ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν Plat. быть никому неизвестным; μηδὲν ἀ. Eur. знать все; οὐδέ μιν Ἣρη ἠγνοίησεν ἰδοῦσ᾽, ὅτι … Hom. от взгляда Геры не ускользнуло также, что …; εὗρεν ἠγνοημένον ὑφ᾽ αὑτοῦ τι Plut. он обнаружил нечто ему неизвестное; ἠδίκησθε καὶ ἠγνοήκατε Aeschin. по неведению вы поступили несправедливо;
2) не узнавать (τινα Hom., Thuc., Plat.): αἴ κέ μ᾽ ἐπιγνοίη ἠέ κεν ἀγνοιῇσι Hom. (посмотрю), узнает он меня или не узнает;
3) впадать в заблуждение, ошибаться: ἀγνοοῦντες κακῶς ποιοῦσι καὶ πάσχουσιν Xen. по ошибке (досл. не узнав друг друга) они друг другу наносят урон; διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα Dem. исправить промахи.

Middle Liddell

[from Ἄγνοος = ἀγνώς
I. Passive not to perceive or know, ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' from not recognising him, Od.: mostly with negat., οὐκ ἠγνοίησεν, i. e. he perceived or knew well, Il.; μηδὲν ἀγνόει learn all, Eur.: —c. acc. to be ignorant of, Hdt., attic; ἀγν. περί τινος Plat.; dependent clauses are added in part., τίς ἀγνοεῖ τὸν πόλεμον ἥξοντα; Dem.; or with a Conjunct., οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι.., Dem.; Pass. not to be known, Plat., etc.
II. absol. to go wrong, make a false step, etc.; ἀγνοῶν ignorantly, by mistake, Xen.

Chinese

原文音譯:¢gnošw 阿格-挪誒哦
詞類次數:動詞(22)
原文字根:不-知道 相當於: (יָאַל‎) (בְּשַׁגַּם‎ / שָׁגַג‎) (שָׁגָה‎)
字義溯源:不知道,無知識,不明白,忽視,輕視,不為人所知,不曉得,不認識,沒有見過,愚蒙;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。保羅在他的書信中常說,兄弟們,我不願意你們不知道( 林前10:1; 12:1; 林後1:8; 帖前4:13)。他們不知道,不是因無能力去知道,乃是忽略或不願意去知道;主雖能體諒他們( 來5:2),但他們至終必遭敗壞( 彼後2:12)
出現次數:總共(22);可(1);路(1);徒(2);羅(6);林前(4);林後(3);加(1);帖前(1);提前(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 不知道(5) 羅1:13; 羅10:3; 羅11:25; 林前14:38; 帖前4:13;
2) 不明白(4) 可9:32; 路9:45; 林前12:1; 提前1:13;
3) 不曉得(3) 羅2:4; 林前10:1; 林後1:8;
4) 愚蒙的(1) 來5:2;
5) 我們⋯不曉得(1) 林後2:11;
6) 你們⋯不曉得(1) 羅7:1;
7) 他們⋯不曉得的(1) 彼後2:12;
8) 都沒有(1) 加1:22;
9) 由他不知道罷(1) 林前14:38;
10) 不認識(1) 徒13:27;
11) 你們所不認識(1) 徒17:23;
12) 不知(1) 羅6:3;
13) 不為人所知(1) 林後6:9