ὄνος

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνος Medium diacritics: ὄνος Low diacritics: όνος Capitals: ΟΝΟΣ
Transliteration A: ónos Transliteration B: onos Transliteration C: onos Beta Code: o)/nos

English (LSJ)

ὁ and ἡ,    A ass, once in Hom., Il.11.558 ; then in IG12.40.12, Hdt.4.135, etc., cf. Arist.HA580b3 ; ὄνοι οἱ τὰ κέρεα ἔχοντες, together with a number of fabulous animals, Hdt.4.191,192 ; ὄ. μονοκέρατος Arist.HA499b19, PA663a23, cf. Ael.NA3.41 :—freq. in provs.:    1 ὄνος λύρας (sc. ἀκούων), of one who can make nothing of music, Men. 527, Id.Mis.18, cf. Varroap.Gell.3.16.13, Diogenian.7.33 ; expld. in Apostol.12.91a, ὄ. λύρας ἤκουε καὶ σάλπιγγος ὗς; ὄ. κάθηται, of one who sits down when caught in the game of ὀστρακίνδα, Poll.9.106, 112 ; the two provs. combined by Cratin. 229 ὄνοι δ' ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, cf. κιθαρίζω. ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ᾧτα, a donkey hears the lyre and wiggles its ears (said of the insensitive). Lucian, Against the Ignorant Book Collector 4.1    2 περὶ ὄνου σκιᾶς for an ass's shadow, i.e. for a trifle, Ar.V.191(v. Sch.), Pl.Phdr.260c ; ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S. Fr.331.    3 ὄνου πόκαι or πόκες, v. πόκος ΙΙ ; ὄνον κείρεις, of those who attempt the impossible, Zen.5.38.    4 ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, of one who gets into a scrape by his own clumsiness. with a pun on ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ar.Nu.1273, cf. Pl.Lg.701d.    5 ὄνος ὕεται an ass in the rain, of being unmoved by what is said or done, Cratin.52, cf. Cephisod.1 ; ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Diogenian.7.30 ; ὄ. εἰς Ἀθήνας Macar.Prov.6.31.    6 ὄ. ἄγω μυστήρια, i.e my part is to carry burdens, Ar.Ra.159.    7 ὄνων ὑβριστότερος, of wanton behaviour, X.An.5.8.3 ; κριθώσης ὄνου S.Fr.876.    8 ὦτ' ὄνου λαβεῖν, like Midas, Ar.Pl.287.    9 ὄ. εἰς ἄχυρα, of one who gets what he wants, Diogenian.6.91 ; ὄνου γνάθος, of a glutton, ib. 100.    10 ὄ. ἐν μελίσσαις, of one who has got into a scrape, Crates Com.36 ; but ὄ. ἐν πιθήκοις, of extreme ugliness, Men.402.8 ; ὄ. ἐν μύρῳ 'a clown at a feast', Suid.    11 εἰς ὄνους ἀφ' ἵππων, of one who has come down in the world, Lib.Ep.34.2, cf. Zen.2.33, etc.    II a fish of the cod family, esp. the hake, Merluccius vulgaris, Epich. 67, Arist.HA599b33, Fr.326, Henioch.3.3, Opp.H.1.151, etc.    III wood-louse, κυλισθεὶς ὥς τις ὄ. ἰσόσπριος S.Fr.363, cf. Arist.HA557a23 (v.l. ὀνίοις), Thphr.HP4.3.6, Hsch.s.v. σηνίκη; cf. ὀνίσκος ΙΙ, ἴουλος IV.    IV wingless locust, = τρωξαλλίς, Dsc.2.52.    V ὄνων φάτνη a nebulous appearance between the ὄνοι (two stars in the breast of the Crab), Theoc.22.21, cf. Arat.898, Thphr.Sign.23 (ἡ τοῦ ὄνου φάτνη ib.43,51), Ptol.Tetr.23.    VI ὄνου πετάλειον, = φύλλον ὀνίτιδος, Nic.Th.628.    VII from the ass as a beast of burden the name passed to:    1 windlass, Hdt.7.36, Hp.Fract.31, Arist.Mech.853b12.    2 the upper millstone which turned round, ὄ. ἀλέτης X.An.1.5.5 ; also ὄ. ἀλετών Alex.13, 204, cf. Hsch. s.v. μύλη ; perh. simply, millstone, Herod.6.83 : Phot. says that Aristotle also calls the fixed nether millstone ὄνος (but Arist.Pr.964b38 says, ὄνου λίθον ἀλοῦντος when the millstone is grinding stone, as it does when no grist is in the mill).    3 beaker, winecup, Ar.V.616, Posidon.2 J.    4 spindle or distaff, Poll.7.32,10.125, Hsch.    5 perh. coping of a wall, Inscr.Délos372 A158 (iii/ii B.C.).    VIII ass's load, as a measure, πυροῦ ὄ. τρεῖς PFay.67.2(i A.D.).

German (Pape)

[Seite 350] ὁ, u. ἡ, 1) Esel, Eselinn; νωθής, im masc., Il. 11, 558; περὶ ὄνου σκιᾶς, um des Esels Schatten, d. i. um eine nichtsnutzige Kleinigkeit, z. B. μάχεσθαι, sprichwörtlich, Ar. Vesp. 191, vgl. Zenob. 6, 28 Paroem. app. 4, 26; anders Plat. μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, Phaedr. 260 c; ὄνου πόκας, Ar. Ran. 186, vgl. Paroem. App. 2, 29, etwa ins Land mit gebratenen Tauben, obwohl an letzterer Stelle auch erklärt wird ἔνθα οἱ ὄνοι σήπονται καὶ τὰ ἔρια αὐτῶν ὡς πόκοι γίνονται, sehr gesucht; vgl. ὄνου πόκους ζητεῖς, Zenob. 4, 38. ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων; – ὄνος ἄγων μυστήρια, Ar. Ran. 159, womit Diogen. 6, 98 ὄνος ἄγει μυστήρια zu vergleichen, Esel führten die heiligen Geräthschaften und anderes Gepäck nach Eleusis; ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, Ar. Nub. 1255, vom Esel fallen, mit einem Wortspiele für ἀπὸ νοῦ καταπεσών, nach dem Schol. ἐπὶ τῶν ἀλόγως πραττόντων ἡ παροιμία καὶ μὴ δυναμένων ὄνοις χρῆσθαι μήτι γε δὴ ἵπποις, man kann auch unser »vom Pferd auf den Esel kommen« vergleichen; Plat. Legg. III, 701 d. – In Ar. Vesp. 616 ist ein Wortspiel gemacht mit ὄνος, Esel, u. ὄνος, einer Art Weingefäß. – Sprichwörtlich auch ὄνος λύρας, ὄνος πρὸς λύραν, ὄνος λύρας ἀκούων u. ä., s. Diogen. 7. 33 u. Anm. u. Mein. Men. p. 184, von einem rohen, gegen alle Musenkunst unempfindlichen Menschen; ähnlich ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, vgl. ὄνος ἐν μύροις, Paroem. App. 4, 23; ὄνος εἰς ἄχυρα, Philem. bei Ath. II, 52 e, es geht nach Wunsch; Diogen. 6, 91; ὄνος ἐν μελίσσαις, vom Unglück, Crates bei Phot. u. Diogen. 7, 32; – ὄνου ὑβριστότερος, Xen. An. 5, 8, 3, denn die Esel gelten für stumpf gegen Schläge und muthwillig und trotzig; vgl. Arist. eth. 3, 8, οἱ ὄνοι τυπτόμενοι οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς; Luc. sagt ἀσελγότεροι τῶν ὄνων, Pisc. 34, u. ὄνων ἁπάντων ὑβριστότατόν σε ὄντα, Pseudol. 3; auch ὄνος ὕεται, ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιστρεφομένων, com. bei Phot. – 2) auch ein Meerfisch heißt so (vgl. ὀνίσκος), Ath. u. A. – Der Kellerwurm, die Kellerassel (vgl. ὀνίσκος u. ἴουλος), Diosc. u. A. – Eine ungeflügelte Heuschreckenart, ἀσίρακος. – Ein Gestirn neben der Krippe. – 3) eine Zugmaschine, Haspel, Winde, Her. 7, 36. – 4) der obere, laufende Mühlstein, auch ὄνος ἀλέτης, Xen. An. 1, 5, 5; ἀλέτων ὄνος, Alexis Ath. XIII, 590 b, wie Poll. 7, 19; ὄνου λίθον ἀλοῦντος, Arist. Probl. 35, 3; nach Phot. bei Arist. auch der untere, unbewegliche Stein. – 5) auch die Spindel, der Rocken hieß so, VLL.; u. nach Poll. auch die Eins, das Aß auf dem Würfel, sonst οἴνη, unio.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνος: ὁ καὶ ἡ, (ἴδε ἐν τέλει)· ― «γαΐδαρος», μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Λ. 558, ἔνθαἐπίμονος ἀντίστασις τοῦ Αἴαντος παραβάλλεται πρὸς τὴν τοῦ ὄνου· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., κλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8 (ἔνθα λέγει ὅτι: «ψυχρὸν τὸ ζῷονὄνος ἐστί, διόπερ ἐν τοῖς χειμερινοῖς οὐ θέλει γίνεσθαι τόποις διὰ τὸ δύσριγον εἶναι τὴν φύσιν»)· ὁ Ἡρόδ. ὡσαύτως μνημονεύει: ὄνους τοὺς τὰ κέρεα ἔχοντας, ὁμοῦ μετ’ ἄλλων μυθωδῶν ζῴων, 1. 191, 192· ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. λέγει: «μονοκέρατα καὶ μώνυχα ὀλίγα, οἷον ὁ Ἰνδικὸς ὄνος» π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 6· ― συχν. ἐν παροιμίαις: 1) ὄνος λύρας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἠλιθίου μὴ δυναμένου νὰ ἐννοήσῃ μουσικήν, ἑρμηνευόμενον ἐν τοῖς Παροιμιογράφ., ὄνος λύρας ἤκουσε καὶ σάλπιγγος ὗς, Φώτ., Σουΐδ.: ― ὄνος κάθηται, ἐπὶ τοῦ ἡττηθέντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῆς σφαίρας, ὅστις ἐκαλεῖτο ὄνος καὶ ἐποίει πᾶν τὸ προσταχθέν, Πολυδ. Θ΄, 106, Varro παρὰ Gell. 3. 13· ― τὰς δύο παροιμίας χαριέντως ὁμοῦ συγκατέμιξεν ὁ Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 6, ὡς ὄνοι ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, ἴδε Meineke, καὶ πρβλ. κιθαρίζω. 2) περὶ ὄνου σκιᾶς, δηλ. περὶ μηδαμινοῦ πράγματος, Λατ. de lana caprina, Ἀριστοφ. Σφ. 191 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.), Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· τὰ πάντ’ ὄνου σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 308. 3) ὄνου πόκαι ἢ πόκες, ἴδε ἐν λ. πόκος ΙΙ· οὕτως, ὄνον κείρεις Παροιμιογρ. 4) ἀπ’ ὄνου πεσεῖν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπίπτοντος εἰς δυσχερείας διὰ τὴν ἰδίαν ἑαυτοῦ ἀδεξιότητα, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὁμοήχου: ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1273, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 701D. 5) ὄνος ὕεται, βρέχεται, μένει ἐν τῇ βροχῇ, ἐπὶ ἠλιθίου ἢ ἰσχυρογνώμονος ἀνθρώπου ἀναισθητοῦντος πρὸς τὰ συμβαίνοντα, Κηφισόδωρος ἐν «Ἀμαζόνσιν» 1· ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον, ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει Παροιμιογρ.· ὄνος εἰς Ἀθήνας ὁ αὐτ. 6) ὄνος ἄγων μυστήρια, ἐπὶ βαρέως πεφορτωμένου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 159. 7) ὄνου ὑβριστότερος, ἐπὶ κτηνωδίας, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 3, ἔνθα ἴδε Schneid.· οὕτω, κριθώσης ὄνου Σοφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 24. 8) ὄνου ὦτα λαβεῖν, ὡς ὁ Μίδας, Ἀριστοφ. Πλ. 287. 9) ὄνος εἰς ἄχυρα, ἐπὶ ἀδηφάγου, Παροιμιογρ.· οὕτως, ὄνου γνάθος αὐτόθ. 10) ὄνος ἐν μελίσσαις, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐμπεσόντος εἰς δυσχέρειαν, Παροιμιογρ.· ― ἀλλά, ὄνος ἐν πιθήκοις, ἐπὶ ἐσχάτης ἀσχημίας, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8· ― ὄνος ἐν μύροις, «ἐπὶ τῶν ἀναξίως ἐν τρυφαῖς διαγόντων» Παροιμιογρ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, γάδοςὀνίσκος, Λατ. asellus, Ἐπίχ. 42 Ahr., Ἡνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, Φιλόξ. 2. 16, κλ.· περὶ τοῦ ἰχθύος ὄνου ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σελ. 48· ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 8, Ἀθήν. 315F· πρβλ. ὀνίσκος. ΙΙΙ. σκώληξ τις τοῦ ξύλου, κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος Σοφ. Ἀποσπ. 334, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6· πρβλ. ὀνίσκος, ἴουλος IV. IV. εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, ἣ καλεῖται καὶ ἀσίρακος, Διοσκ. 2. 57. V. ὄνων φάτνη, φωτεινή τις ἀστέρων πληθὺς μεταξὺ τῶν ὄνων (δύο ἀστέρων ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Καρκίνου), Λατ. praesepe, Θεόκρ. 22. 21, πρβλ. Ἄρατ. 898, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδάτων κλ. 4. 2, Πλίν. 18. 80. VI. ὄνου πετάλειον, = ὀνόφυλλον, Νικ. Θηρ. 628. VII. ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ὄνου ὡς ἀχθοφόρου ζῴου ἡ λέξις κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) μηχανήν τινα πρὸς ἕλξιν βαρέων σωμάτων, Λατιν. sucula, Ἡρόδ. 7. 36, Ἱππ. Ἀγμ. 773, Ἀριστ. Μηχαν. 18. 4. 2) τὴν ἄνω πέτραν τοῦ μύλου τὴν περιστρεφομένην, ὄνος ἀλέτης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5· καὶ ἀλετῶνας... ὄνους Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1· ἀλετὼν ὄνος ὁ αὐτ. ἐν «Πυραύνῳ» 4, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. μύλη· ― οὕτω, μύλος ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 2. ― Ὁ Φώτ. λέγει : «ὄνος τὸ ἐπάνω τοῦ μύλου· Ἀριστοτέλης δὲ κατ’ άμφοτέρων τάσσει», ― ἐσφαλμένως· διότι ὁ Ἀριστ. Πρβλ. 35. 3 λέγει, ὄνου λίθον ἀλοῦντος, ὅταν ἡ μυλόπετρα ἀλέθῃ λίθον (ὅπερ γίνεται ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἄλεσμα ἐν τῷ μύλῳ). 3) ποτήριον οἴνου, Ἀριστοφ. Σφ. 616, Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 12. 4) ἄτρακτος ἢ ἠλακάτη, Πολυδ. Η΄, 32., 10. 125, Ἡσύχ. (Πιθαν. ἀντὶ ὄσνος, ὡς ἐμφαίνεται ἐν τῇ Λατ. asin-us· πρβλ. Γοτθ. asil-us· Ἀρχ. Γερμ. esil· Λιθ. ásil-as· Σλαυ. osil-u· Ἀρχ. Σκανδιν. asn-i· Ἀγγλο-Σαξον. ass-u κτλ.). ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 313 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
I. âne, ânesse, animal : ὄνοι ἄγριοι XÉN ânes sauvages, onagres;
II. p. anal. 1 cabestan, machine à tirer ou à soulever des fardeaux;
2 ὄνος ἀλέτης XÉN pierre supérieure d’une meule.
Étymologie: p. *ὄσνος, cf. lat. asinus -- DELG sumér. anšu.

English (Autenrieth)

ass, Il. 11.558†.

English (Slater)

ὄνος
   1 ass κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.33)

Spanish

asno

English (Strong)

apparently a primary word; a donkey: an ass.

English (Thayer)

ὄνου, ὁ, ἡ (from Homer down), the Sept. for חֲמור and אָתון, an ass: ὁ, ἡ, Matthew 21:2,7.

Greek Monotonic

ὄνος: ὁ και ἡ, γάιδαρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.·
I. παροιμ.:
1. περὶ ὄνου σκιᾶς, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το τίποτε, Λατ. de lana caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ὄνου πόκαι ή πόκες, βλ. πόκος II.
3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την ίδια του την αδεξιότητα, με λογοπαίγνιο από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, σε Αριστοφ.
4. ὄνος ἄγων μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ.
5. ὄνου ὑβριστότερος, λέγεται για κτηνωδία, σε Ξεν.
6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, όπως ο Μίδας, σε Αριστοφ.
II. ὄνων φάτνη, φωτεινή σωρεία αστέρων στο μέσο του διαστήματος όπου βρίσκονται οι δύο ὄνοι (δύο αστέρες στον κόλπο του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. praesepe, σε Θεόκρ.
III. από την ιδιότητα του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου:
1. μηχανή ανύψωσης, τροχαλία, σε Ηρόδ.
2. η επάνω μυλόπετρα του μύλου, ὄνος ἀλέτης, σε Ξεν.· ομοίως, μύλος ὀνικός, σε Καινή Διαθήκη
3. μεγάλο πλατύστομο ποτήρι, κρασοπότηρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὄνος: ὁ и ἡ
1) осел, ослица (βραδὺς ὥσπερ ὄ. Arph.; τῶν ὄνων ὑβριστότερος Xen.): ὄ. ἄγριος Xen. дикий осел, онагр; ὄ. ἐν πιθήκοις погов. Men. осел среди обезьян (о крайней неповоротливости); ὄνου σκιά погов. Plat. тень осла, т. е. сущий вздор, пустяки; ἀπ᾽ ὄνου πεσεῖν Plat. или καταπεσεῖν погов. Arph. свалиться с осла, т. е. потерпеть провал, «сесть в лужу»; καθῆσθαι ὄνον погов. Plat. сидеть ослом (о проигравшем участнике игры в мяч);
2) «ослик» (разновидность трески) Arst.;
3) мокрица Soph., Arst.;
4) тех. ворот, лебедка Her.;
5) верхний жернов (ὄ. ἀλέτης Xen.);
6) кубок, чаша Arph.;
7) астр. Ослы (звезды γ и δ в созвездии Рака): ὄνων φάτνη Theocr. Ясли Ослов (звездное скопление между звездами γ и δ в созвездии Рака).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: ass, female ass (Λ 558), often metaph., e.g. windlass, winch, the upper millstone (. ἀλέτης; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 58), as fishname (after the grey colour or the great head as sign of stupidity?), s. Strömberg 100;
Other forms: Myc. ono \/onos\/.
Compounds: Very often as 1. member, a.o. in plantnames as ὀνο-θήρα, -κάρδιον, -πορδον (Rohlfs ByzZ 37, 53f.), ὄνοσμα (s. Strömberg 138 a. 61); on ὄνιννος s. v., on ὄναγρος = . ἄγριος wild ass Risch IF 59, 286 f.; as 2. member in ἡμί-ονος f. (m) mule (Il.), cf. Risch l.c. 22f.
Derivatives: 1. Several diminut., partly in metaph. meaning: ὀν-ίσκος m. (Hp., Ph. Bel.), -ιον (-ίον?) n. (pap.), -ίδιον (Ar.), -άριον (Diphil. Com.), -αρίδιον (pap.), -ύδιν (?; pap. IV p). 2. Other subst.: ὀνίς f. donkey droppings (IA.); ὀνῖτις f. kind of marjoram, Origanum heracleoticum (Nic., Dsc. Gal.; Redard 75, Andrews ClassPhil. 56, 75f.); ὀνίας m. kind of σκάρος (Ath.; on the meatnames in -ίας Chantraine Form. 94); ὀνεῖον n. donkey stable (Suid.). 3. Adj.: ὄν-ειος of a donkey (Ar., Arist.), -ικός belonging to a donkey (NT, pap., inscr.), -ώδης donkey-like (Arist.). 4. Verb ὀνεύω to draw with a windlass, to draw up (Th., Stratt.). On ὄνωνις s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word. After Brugmann IF 22, 197ff. (s. Kretschmer Glotta 2, 351) from *osonos (through *ohonos > *hoonos = ὁ ὄνος[?]) and with Lat. asinus a loan from a southpontic language; here after B. also Arm. ēš, gen. iš-oy. One considers also Sumer. anšu ass (s. Neumann, IF 69, 61). -- Schrader-Nehring Reallex. 1, 271ff. with important details; further lit. in W.-Hofmann s. asinus. -- Not to Lat. onus burden (thus still Grégoire Byzantion 13, 287ff.), also not to Hebr. ā̂tōn female ass. - Prob. a Pre-Greek word.

Middle Liddell

ὄνος, ὁ, ἡ,
I. an ass, Il., Hdt., etc.:—proverb.,
1. περὶ ὄνου σκιᾶς for an ass's shadow, i. e. for nothing at all, Lat. de lana caprina, Ar., Plat.
2. ὄνου πόκαι or πόκες, v. πόκος II.
3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, of one who gets into a scrape by his own clumsiness, with a pun on ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, Ar.
4. ὄνος ἄγων μυστήρια, of one heavily laden, Ar.
5. ὄνου ὑβριστότερος, of brutality, Xen.
6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, like Midas, Ar.
II. ὄνων φάτνη a luminous appearance between the ὄνοι (two stars in the breast of the Crab), Lat. praesepe, Theocr.
III. from the ass as a beast of burden,
1. a windlass, pulley, Hdt.
2. the upper millstone, ὄνος ἀλέτης Xen.:—so, μύλος ὀνικός NTest.
3. a beaker, wine-cup, Ar. {{FriskDe |ftr=ὄνος: {ónos}
Forms: myk. o-no.
Grammar: m. f.
Meaning: Esel, Eselin (seit Λ 558), oft übertr., z.B. Winde, Haspel, der obere Mühlstein (ὄ. ἀλέτης; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 58), als Fischname (nach der grauen Farbe oder dem großen Kopf als Zeichen der Dummheit?), s. Strömberg 100;
Composita : Sehr oft als Vorderglied, u.a. in Pflanzennamen wie ὀνοθήρα, -κάρδιον, -πορδον (Rohlfs ByzZ 37, 53f.), ὄνοσμα (s. Strömberg 138 u. 61); zu ὄνιννος s. bes., zu ὄναγρος = ὄ. ἄγριος Wildesel Risch IF 59, 286 f.; als Hinterglied in ἡμίονος f. (m) Maulesel (seit Il.), vgl. Risch a. O. 22f.
Derivative: Ableitungen. 1. Mehrere Deminutiva, z.T. in übertragener Bed. ὀνίσκος m. (Hp., Ph. Bel. usw.), -ιον (-ίον?) n. (Pap.), -ίδιον (Ar.), -άριον (Diphil. Kom. usw.), -αρίδιον (Pap.), -ύδιν (?; Pap. IV p). 2. Sonstige Subst. : ὀνίς f. Eselsmist (ion. att.); ὀνῖτις f. Art Majoran, Origanum heracleoticum (Nik., Dsk. Gal.; Redard 75, Andrews ClassPhil. 56, 75f.); ὀνίας m. [[Art σκάρος (Ath.; zu den Fischnamen auf -ίας Chantraine Form. 94); ὀνεῖον n. Eselstall (Suid.). 3. Adj.: ὄνειος vom Esel (Ar., Arist. usw.), -ικός zum Esel gehörig (NT, Pap., Inschr.), -ώδης eselähnlich (Arist. usw.). 4. Verb ὀνεύω mit der Winde ziehen, aufziehen (Th., Stratt. u. a.).
Etymology : Unklar ὄνωνις (-ίς) f. Pflanzenname Ononis antiquorum, Hauhechel (Thphr. u.a.; vgl. Strömberg 61, 155) mit ὀνωνῖτις f. ib. (Ps.-Dsk.; Redard 75). Fremdwort unbekannter Herkunft. — Nach Brugmann IF 22, 197ff. (dazu Kretschmer Glotta 2, 351) aus *osonos (über *ohonos > *hoonos = ὁ ὄνος[?]) und mit lat. asinus aus einer südpontischen Sprache entlehnt; hierher nach B. noch arm. ēš, Gen. -oy. In Betracht kommt dann auch sumer. anšu Esel. — Schrader-Nehring Reallex. 1, 271ff. mit wichtigen Einzelheiten; weitere Lit. bei W.-Hofmann s. asinus. — Nicht zu lat. onus Last (so noch Grégoire Byzantion 13, 287ff., v. Windekens Le Pélasgique 123f.), auch nicht zu hebr. ā̂tōn Eselin.
Page 2,397-398 }}

Chinese

原文音譯:Ônoj 哦挪士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:驢 相當於: (חֲמֹור‎)
字義溯源:驢*
同源字:1) (ὀνάριον)驢駒 2) (ὀνικός)磨石 3) (ὄνος)驢
出現次數:總共(6);太(3);路(2);約(1)
譯字彙編
1) 驢(5) 太21:5; 太21:7; 路13:15; 路14:5; 約12:15;
2) 一匹驢(1) 太21:2