ἀπογράφω

From LSJ
Revision as of 14:57, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογρᾰ́φω Medium diacritics: ἀπογράφω Low diacritics: απογράφω Capitals: ΑΠΟΓΡΑΦΩ
Transliteration A: apográphō Transliteration B: apographō Transliteration C: apografo Beta Code: a)pogra/fw

English (LSJ)

A write off, copy, and in Med., have a thing copied, have a copy made of, τι Pl.Chrm. 156a, Plu.2.221b; commit to writing, ὀνόματα Pl.Criti.113b. II enter in a list, register, ἔθνος ἓν ἕκαστον ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί Hdt. 7.100:—Pass., to be registered, παρὰ τοῖς ἄρχουσι Pl.Lg.914c, cf. Men. 272; πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.6.44:—freq. Med., register as one's own property, ἄρνας δέκα δύο POxy.246.10 (i A. D.); declare as liable to taxation, PTaur.1 vii 11 (ii B. C.), etc. 2 Med. also, register, note for one's own use, τὰ ἔτεα Hdt.2.145, 3.136, cf. Heraclid.Pont. ap. Ath.11.554e, etc. 3 Med., register oneself, οἱ Ἐλευσῖνάδε ἀπογραψάμενοι Lys.25.9; πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν τάξιν X.Cyr.2.1.18; ἔξεστι πᾶσιν ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Arist.Pol.1297a24; φυλῆς ἧστινος ἂν ἀπογράψηται IG2.54b11 (iv B. C.); ἀπεγράψανθο ἐμ πελτοφόρας ib.7.2823 (Boeot.); ἀ. εἰς ἀγῶνας πυγμὴν ἢ παγκροάτιον enter oneself for .., Plb.39.1.8; but ἀπογραψάμενος πύκτης AP11.75 (Lucill.); γέρδιος -όμενος POxy.252.4 (i A. D.); ἐπὶ στρατηγίαν ἀ. enter as candidate for .., Plu.Sull.5; also ἀπογράψομαι ἐμαυτόν PGrenf.1.45.6 (ii B. C.); αὑτοὺς ἀ. Plu.Nic.14. b metaph., subscribe to, τῇ ἐμῇ αἱρέσει Vett.Val.271.18. III as Att. law-term, 1 ἀ. τινά enter a person's name for the purpose of accusing him, give in a copy of the charge against him, And.1.12, etc.; generally, inform against, denounce, X.HG3.3.11: c. acc. et inf., ἀ. τινὰ μορίαν ἀφανίζειν Lys.7.29: Med., enter one's name as an accuser, indict, τινά Antipho6.37: abs., ibid.; of the magistrate who receives the charge, ἀπογράφεσθαι τὴν δίκην Antipho6.41:—in Pass., of the person accused, ἀ. φόνου δίκην ib.36, Lys.7.2, etc. 2 hand in a list or inventory of property alleged to belong to the state, but held by a private person, Id.17.4, al., D.53.1,2; ἀ. οὐσίαν τινὸς ὡς δημοσίαν οὖσαν Hyp.Eux.34; generally, give in a list or give in a statement of property, τοῖς ἄρχουσι τὸ πλῆθος τῆς αὑτῶν οὐσίας Pl.Lg.754d; τὰ χωρία καὶ τὰς οἰκίας D.22.54:—Pass., 40.22:—Med., have such list given in, see it done, Lys.12.8,al.; ἀπογραφὴν ἀπογράψασθαι D.42.16; τίμημα μικρόν Is.7.39, cf. 11.34; ἀ. ἀπόλειψιν have it registered, D.30.17. b c. acc. pers., ἀπέγραψεν ταῦτα . . ἔχοντα αὑτόν gave a written acknowledgement that he was in possession of... Id.27.14; but ἔχειν ib.47:—in Pass., to be entered in the list [of debts], Id.25.71.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [aor. ind. med. 2.a sg. ἀπεγράψου por ἀπεγράψω POxy.1157.24 (III d.C.), 3.a plu. ἀπεγράψανθο IG 7.2823.9 (Hieto III/II a.C.)]
A en gener.
I escribir en v. med. (ὀνόματα) Pl.Criti.113b
hacerse copiar τὴν ἐπῳδήν Pl.Chrm.156a, τοὺς νόμους Plu.2.221b
copiar εἰκόνα Plu.2.782a
abs. escribir historia Plb.39.1.7.
II registrar, enumerar en gener. τὰ ἔτεα Hdt.2.145, πάντα τὰ πραττόμενα ... ἄγγελοι ἀπογράφονται Apoc.Paul.10, αὐτά Heraclid.Pont.56.2
abs. tomar nota Hdt.7.100
examinar τὰ παραθαλάσσια Hdt.3.136
grabar αὐτὰ σεαυτῷ LXX Pr.22.20.
B jur.
I 1declarar, hacer inventario de propiedad c. fines fiscales, de bienes τὸ πλῆθος τῆς αὑτῶν οὐσίας Pl.Lg.754d, ἄξια ἀνδράποδα D.53.1, Lys.12.8, οὐσίαν ὡς δημοσίαν οὖσαν Hyp.Eux.34, τὰς οἰκίας D.22.54, cf. 40.22, Pl.Lg.914c, PRev.Laws 36.17 (III a.C.), tb. en v. med. τὰ ὅπλα Aen.Tact.10.7, 9, 10, τὰς οὐσίας Arist.Oec.1347a19, τὰ χρέα εἰς τὸ δημόσιον Arist.Oec.1347b35, cf. IG 12(2).74b.7 (Mitilene III a.C.), τοὺς ὄνους PSarap.3.3 (II d.C.), τὰ πρόβατα PAlex.Giss.4.5 (II d.C.), τὰς ἀρούρας PCair.Isidor.3.31 (III d.C.), PN.York 1.3 (III d.C.), PWisc.9.20, ἄρνας δέκα δύο POxy.246.10 (I d.C.), cf. PTaur.1.7.11 (II a.C.), τίμημα μικρόν Is.7.39, cf. 11.34
c. ac. int. ἀπεγραψάμην πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ταύτην τὴν ἀπογραφὴν hice ante los generales esta declaración de la propiedad D.42.16, c. part. ἀπέγραψε ταῦτα ... ἔχονθ' ἑαυτόν hizo una declaración de que poseía estas cosas D.27.14, c. inf. ἀ. ἔχειν D.27.47.
2 inscribir, registrar ante un magistrado de pers. τὼ παῖδε τούτω ὡς εἰσποιήτω Is.6.36, cf. 6.44, ἀπογράψαι με κληρονόμον registrarme como heredero, POxford 7.4 (III d.C.)
en v. pas. ἀπογραφῆναι πᾶν τὸ φῦλον ἐξ ὀνόματος LXX 3Ma.4.14, πρωτότοκοι ἀπογεγραμμένοι Ep.Hebr.12.23, cf. POxy.2669.4 (I d.C.), 2671.2 (III d.C.)
en v. med. inscribirse κατὰ φυλὰς αὑτούς Plu.Nic.14, οὐδὲ ἀπογράφεσθαι ἐπ' αὐτῶν οὐδένα ni registrar a nadie (que viva) en ellas (las tierras) POxy.2722.36 (II d.C.), ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἐμούς BGU 2018.6 (II/I a.C.), cf. PGrenf.1.45.6 (I a.C.), τὴν θυγατέραν PPetaus 1.11 (II d.C.).
3 en v. med. pas. inscribirse, hacerse registrar οἱ Ἐλευσῖνάδε ἀπογραψάμενοι Lys.25.9, τὴν πρόσοδον ἀπεγραψάμην me inscribí para intervenir Isoc.7.15, πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν ... τάξιν X.Cyr.2.1.18, ἔξεστι πᾶσιν ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Arist.Pol.1297a24, φυλῆς ἧστινος ἂν ἀπογράφηται IG 22.109b.12 (IV a.C.), ἀπογραψάμενος πύκτης AP 11.75 (Lucill.), ποτὶ τοὺς πεντηκοστολόγους IG 5(1).1421.3, 8 (Ciparisia IV/III a.C.), ἀπεγράψανθο ἐμ πελτοφόρας IG l.c., cf. IG 7.210, 211 (Egostena III a.C.), ἔφοδον ἀπογραψάμενος IG 12(5).652.2 (Siros II a.C.), 653.2 (Siros I a.C.), αὐτὸν εἰς ἐμαυτοῦ γνήσιον υἱόν POxy.1206.21 (IV d.C.), cf. GDI 2644.5 (Delfos II a.C.), εἰς τοὺς ... ἀγῶνας Plb.39.1.8, ἀγῶνας ἀπεγραψάμην IUrb.Rom.240.11, 15 (II d.C.), ἐπὶ στρατηγίαν πολιτικὴν ἀπεγράψατο se inscribió como candidato para la pretura urbana Plu.Sull.5
fig. adscribirse a τῇ ἐμῇ αἱρέσει Vett.Val.271.18.
II denunciar, acusar ante un magistrado gener. en asuntos de derecho público, de pers. τούτους And.Myst.13, cf. X.HG 3.3.11, ἄνδρα Aristid.2.174, c. ac. e inf. ἀ. με ἐκ γῆς μορίαν ἀφανίζειν acusarme de haber talado un olivo sagrado Lys.7.29
abs. denunciar la propiedad privada para su confiscación, Isoc.18.23
en v. pas. ser denunciado, acusado ἀπογραφέντες ἀπέθανον Lys.13.43, ἀπογραφεὶς εἰς τὴν βουλὴν κακουργῶν Is.4.28, cf. Lys.7.2, 13.55
en v. med. ἀπογράφεσθαι τὴν δίκην presentar una denuncia Antipho 6.41, ἐπειδάν τις ἀπογραφῇ φόνου δίκην Antipho 6.36, cf. 37.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπογράψω, ao. ἀπέγραψα, etc.
I. enregistrer;
II. t. de droit :
1 déposer une plainte écrite contre ; informer contre;
2 faire un inventaire de biens confisqués;
3 inscrire sur une liste de débiteurs;
Moy. ἀπογράφομαι;
1 copier (une peinture, un écrit, etc.);
2 enregistrer pour son usage, acc.;
3 se faire inscrire sur les registres : πρός τινα en donnant son nom à un magistrat, etc. ; abs. (en parl. de soldats qui se font enrôler, d'athlètes, de candidats) ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ. PLUT se faire inscrire comme candidat pour la préture.
Étymologie: ἀπό, γράφω.
NT: enrôler

German (Pape)

1 etwas abschreiben, abzeichnen, παρὰ σοῦ τὴν ἐπῳδήν Plat. Charm. 155e; med., ἀπ' αὐτῆς ἀπεγράψατο τὴν ἀναδυομένην Ἀφροδίτην Ath. XIII.591a.
2 bes. ein Verzeichnis, Register anlegen, Her. 7.100; med., aufzeichnen lassen, 2.145; für sich aufzeichnen, 3.136; εἰς τοὺς νοσοῦντας ἀπογεγραμμένος ἑαυτόν Plut. reg.apophth. p. 143; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης Plat. Legg. VIII.845e; vom Vermögen ein Inventarium aufnehmen, τὸ πλῆθος τῆς οὐσίας IV.754d; vgl. Xen. Hell. 3.1.22; bes. das Vermögen aufzeichnen, um es zu konfiszieren, τῆς οὐσίας ἀπογραφείσης καὶ δημευθείσης Dem. 40.22; vgl. Lys. 17.4; vom Census, πρὸς ταμίαν Pol. 10.7. Von Soldaten, Xen. Cyr. 2.1.18; πρός τινα Hell. 2.4.8; πρὸς τὸν πόλεμον DS. 17.62; προσοφείλοντά με ἀπέγραψε, führte mich noch dazu als Schuldner auf, Dem. 27.59; ἑαυτὸν ἔχοντα 27.14.
3 in öffentlicher Klage, anklagen, ἀπογράφεσθαί τινα Antipho 6.37; vom Gerichtsvorstand, δίκην ἀπογράφεσθαι 6.41; ἀπεγράψατο ἐπὶ στρατηγόν Plut. Mar. 5; pass., ἐάν τις ἀπογραφῇ φόνου δίκην, angeklagt werden, Antiph. 6.36; Lys. 7.2; ἐς τὴν βουλὴν ἀπογραφείς Isae. 4.28 und sonst; vgl. Xen. Hell. 7.4.4; διαδικασίαν πρός τινα ἀπογράφεσθαι Dem. 47.28; vgl. γράφειν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογράφω:
1 тж. med. списывать, переписывать (τὴν ἐπωδὴν παρά τινος Plat.: τοὺς νόμους Plut.);
2 переписывать, вносить в списки, записывать, регистрировать (ἔθνος ἓν ἕκαστον Her.: τὸ πλῆθος τῆς οὐσίας Plat.); med. записываться (πρὸς τὸν ταξίαρχον Xen.): ἐπὶ στρατηγίαν πολιτικὴν ἀπογράψασθαι Plut. зарегистрироваться в качестве соискателя на пост претора по делам (римских) граждан (лат. praetor urbanus);
3 тж. med. подавать жалобу, обвинять (ἀπογράφεσθαι ἀπογραφήν Dem.): ἀπογράψαι τινὰ ποιεῖν τι Lys. подать на кого-л. жалобу за совершение какого-л. действия;
4 med. переводить (τὴν διάνοιαν ὀνύματος εἰς τὴν ἡμετέραν φωνήν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογράφω: [ᾰ]: μέλλ. -ψω, καταγράφω, ἀντιγράφω, καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, βάλλω τινὰ νά μοι κάμῃ ἀντίγραφον, νὰ ἀντιγράψῃ τι δι’ ἐμὲ, Πλάτ. Χαρμ. 156Α, Πλούτ. 2. 221Β: μεταφράζω, ὀνόματα Πλάτ. Κριτί. 113Β. ΙΙ. καταγράφω ἐν καταλόγῳ, ἔθνος ἓν ἔκαστον… ἀπέγραφον οἱ γραμματισταὶ Ἡρόδ. 7. 100· μέσ. ποιοῦμαι καταγραφὴν πρὸς ἐμὴν χρῆσιν, ὁ αὐτ. 5. 29: - Παθ. ἐγγράφομαι, καταγράφομαι, παρὰ τοῖς ἄρχουσι Πλάτ. Νόμ. 914C, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 1· πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖος 60. 34: πρβλ. συναπογράφομαι. 2) Μέσ. ὡσαύτως, καταγράφω πρὸς χρῆσίν μου, τὰ ἔτεα Ἡρόδ. 2. 145., 3. 136, Πλάτ., κτλ. 3) Μέσ. ὡσαύτως, δίδω τὸ ὄνομά μου, ἐγγράφομαι ἐν τῷ καταλόγῳ, Λυσ. 172. 1· πρὸς τὸν ταξίαρχον εἰς τὴν τάξιν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18· ἔξεστι τοῖς ἀπογραψαμένοις ἐκκλησιάζειν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 3· ἀπογρ. ἐμπελτοφόρας (ὅ ἐ. εἰς πελτοφόρους) (Keil) Ἐπιγρ. Δελφ. 4· οὕτως, εἰς τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας ἀπογραψάμενος πυγμὴν ἢ παγκράτιον, ἐγγραφεὶς διά..., Πολύβ. 40. 6, 8, (ἀπογραψάμενος πύκτης Ἀνθ. Π. 11. 75)· ἐπὶ στρατηγίαν ἀπ., ἐγγράφομαι ὡς ὑποψήφιος διὰ τὴν στρατηγίαν, Πλουτ. Σύλλ. 5· ἐγγράφομαι ὡς πολίτης, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13. 3. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, 1) ἀπ. τινά, ἐγγράφω τινὸς τὸ ὄνομα ὅπως εἰσαγάγω κατηγορίαν κατ’ αὐτοῦ, εἰσάγω, παραδίδω ἀντίγραφον τῆς κατ’ αὐτοῦ κατηγορίας, Ἀνδοκ. 2. 46, κτλ.: - καθόλου, καταμηνύω, αποκηρύττω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 11· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., Λυσ. 111. 2: - Μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου ὡς κατηγόρου, ἐγκαλῶ, Ἀντιφῶν 145. 29 κἑξ.· ἀπ. ἀπογραφὴν Δημ. 1043 ἐν τέλ. ἐπὶ τοῦ ἄρχοντος πρὸς ὃν γίνεται ἡ καταγγελία, ἀπογράφεσθαι τὴν δίκην Ἀντιφῶν 146. 13, κτλ.: ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου προσώπου, ἀπ. φόνου δίκην ὁ αὐτ. 145. 32, Λυσ. 108. 25, κτλ. 2) εἰσάγω, δίδω κατάλογον, ἐν ᾧ ὑπάρχει καταγεγραμμένη ἡ περιουσία, περὶ ἧς ὑπάρχει ἰσχυρισμός ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν πολιτείαν, ἐνῷ κατακρατεῖται ὑπό τινος πολίτου, Λυσ. 148. 26, κτλ., πρβλ. Δημ. 1246. 7. 20· ἀπ. οὐσίαν τινὸς ὡς δημοσίαν οὖσαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 43, πρβλ. Δημ. 752. 7: - καθόλου, εισάγω κατάλογον ἢ καταγραφὴν περιουσίας, τὸ πλῆθος τῆς αὐτῶν οὐσίας Πλάτ. Νόμ. 754D· τὰ χωρία, τὰς οἰκίας, τὴν οὐσίαν Δημ. 609, ἐν τέλ., 1015. 10:- Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε τοιοῦτος κατάλογος νὰ εἰσαχθῇ, φροντίζω ὥστε νὰ γείνῃ τὸ τοιοῦτο, Λυσ. 120. 44, κ. ἀλλ.· ἀπογραφὴν ἀπογράψασθαι Δημ. 1043 ἐν τέλ., πρβλ. Ἰσαῖον 67. 23., 87. 25· τὴν ἀπόλειψιν οὗτοι πρὸς τὸν ἄρχοντ’ ἀπεγράψαντο Δημ. 868. 17. β) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ἀπέγραψε ταῦτα... ἔχοντα αὐτὸν, ἐγγράφως ἀνεγνώρισεν ὅτι εἶχεν εἰς τὴν κατοχὴν αὑτοῦ..., ὁ αὐτ. 817 ἐν τέλ., πρβλ. 828. 15: - ἐν τῷ παθ., καταγράφομαι ἐν τῷ καταλόγῳ [τῶν χρεῶν], ὁ αὐτ. 791. 24. Πρβλ. ἀπογραφὴ καὶ Att. Process. 255.

English (Strong)

from ἀπό and γράφω; to write off (a copy or list), i.e. enrol: tax, write.

English (Thayer)

middle (present infinitive ἀπογράφεσθαι); 1st aorist infinitive ἀπογράψασθαι; (perfect passive participle ἀπογεγραμμενος; from Herodotus down);
a. to write off, copy (from some pattern).
b. to enter in a register or records; specifically, to enter in the public records the names of men, their property and income, to enroll (cf. ἀπογραφή, b.); middle to have oneself registered, to enroll oneself (Winer's Grammar, § 38,3): οἱ ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγράμμενοι those whose names are inscribed in the heavenly register, Hebrews 12:23 (the reference is to the dead already received into the heavenly city, the figure being drawn from civil communities on earth, whose citizens are enrolled in a register).

Greek Monolingual

(AM ἀπογράφω)
καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή
αρχ.
Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου
2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη
3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία
ΙΙ. (μέσ., -ομαι)
1. αναθέτω σε κάποιον να μου κάνει αντίγραφο
2. εγγράφομαι σε κατάλογο
3. θεωρούμαι ότι ανήκω στον κύκλο ή στη δικαιοδοσία κάποιου
4. εγγράφω το όνομά μου σε κατάλογο ως κατήγορος, καταγγέλλω
5. ενεργώ ώστε να παραδοθεί στους άρχοντες κατάλογος με καταγραμμένα τα περιουσιακά στοιχεία ενός πολίτη.
6. καταγράφομαι ως ιδιοκτησία κάποιου
7. «απογράφομαι φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο
8. καταγράφομαι στον κατάλογο των χρεών.

Greek Monotonic

ἀπογράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω·
I. 1. καταγράφω, αντιγράφω, καταγράφω σε κατάλογο, καταχωρώ, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., αναθέτω την καταγραφή ονομάτων σε κάποιον, ή κρατώ καταγεγραμμένο αρχείο για προσωπική χρήση, σε Ξεν.
2. Μέσ. επίσης, δίνω το όνομά μου προς καταγραφή, εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν.
II. 1. ως Αττ. νομικός όρος,
1. ἀπογράφειν τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου για να του προσάψω κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, παραδίδω αντίγραφο της εναντίον του κατηγορίας, δίνω πληροφορίες εναντίον του, τον μηνύω, στον ίδ.
2. παραδίδω κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη περιουσία για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι ανήκει στο δημόσιο αλλά κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν ταῦτα ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην κατοχή του αυτή την περιουσία, σε Δημ.

Middle Liddell


I. to write off, copy: to enter in a list, register, Hdt., Plat.:—Mid. to have names registered by others, or to register for one's own use, Hdt., Plat.
2. Mid. also to give in one's name, register, or enlist oneself, Xen.
II. as attic law-term,
1. ἀπογράφειν τινά to enter a person's name as accused, give in a copy of the charge against him, to inform against, denounce, Xen.
2. to give in a list of property alleged to belong to the state, but held by a private person, Oratt.:—also, ἀπέγραψεν ταῦτα ἔχοντα αὐτόν gave a written acknowledgment that he was in possession of this property, Dem.

Chinese

原文音譯:¢pogr£fw 阿坡-格拉賀
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-寫 相當於: (כָּתַב‎)
字義溯源:登記,報名上冊,記錄,名字錄入,列入名單;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(γράφω / καταγράφω)*=銘記)組成
出現次數:總共(4);路(3);來(1)
譯字彙編
1) 他要⋯報名上冊(1) 路2:5;
2) 叫⋯報名上冊(1) 路2:1;
3) 名字錄(1) 來12:23;
4) 報名上冊(1) 路2:3