ὁρμαίνω
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
used by Hom. only in pres., impf., and aor.
A ὥρμηνα Il.21.137, Od.2.156: (ὁρμάω):—poet. Verb,
I in Hom. always, turn over or revolve anxiously in the mind, debate, ponder, mostly c. acc., ἧος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193, etc.: more shortly, κατὰ φρένα 10.507; ἐνὶ φρεσίν Od.4.843, h.Merc.66; φρεσίν Il. 10.4, Od.3.151; ἀνὰ θυμόν 2.156; θυμῷ A.R.3.451; μετὰ φρεσί ib.18; also ὁρμαίνειν τι alone, ponder over, meditate, πόλεμον, πλόον, etc., Il. 10.28, Od.3.169, etc.; πολλά or ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὅρμαινε 7.83, 18.345; ὁρμαίνων τέρας Pi.O.8.41.
2 abs., think, muse, ὣς ὥρμαινε thus he debated with himself, Il.21.64, cf. 14.20.
3 followed by a clause, ἤ... ἦ.. debate whether... or... 16.435, Od.4.789, 15.300; ὁ. ὅπως debate, ponder how a thing is to be done, Il.21.137, 24.680.
4 c. inf., long, desire, Hom.Epigr.4.16, A.R.3.620, Theoc.24.26; ὁ. νᾶας καῦσαι rushing on to.., B.12.106.
II after Hom.,
1 set in motion, drive forth, θυμὸν ὁ. gasp out one's life, A.Ag.1388 (ὀρυγάνει cj. Hermann); excite, urge, τινὰ πορεύειν Pi.O.3.25 (v.l. ὥρμα).
2 intr., to be eager or be impatient, chafe, fret, [ἵππος] βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων A.Th.394; κέαρ ὁ. B.Fr.16.12; ἄπρηκτον ὁ. Semon.1.7: part. ὁρμαίνων = eagerly, quickly, Pi.O.13.84.
German (Pape)
[Seite 380] wie ὁρμάω, bewegen, in Bewegung setzen, bei Hom. immer übertr., einen Gedanken, einen Entschluß im Geiste hin und her bewegen, überlegen, erwägen, ἕως ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Iliad. 1, 193; ἃς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, 14, 20; ἐνὶ φρεσίν, Od. 4, 843, H. h. Merc. 66, und bloß φρεσί, Il. 10, 4 Od. 3, 151; πολλὰ δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε, 2, 83; 23, 86; auch ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, 18, 345; ὥρμηναν δ' ἀνὰ θυμόν, 2, 156; mit folgendem ἤ – ἤ, 15, 300, wie Il. 16, 435, u. εἰ – ἤ, Od. 4, 789, sinnen, nachdenken; mit folgendem ὅπως, hin und her überlegen, wie Etwas zu machen sei, Il. 21, 137. 24, 680. Mit bloßem accus., πόλεμον, einen Krieg vorhaben, Il. 10, 28; δολιχὸν πλόον, Od. 3, 169; χαλεπά τινι, ib. 151; Pind. ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθύς, Ol. 8, 41; aber auch πορεύειν νιν θυμὸς ὥρμαινε, trieb ihn an, 3, 26; Aesch. τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών, er haucht sein Leben aus, Ag. 1361, u. intr., βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376, vom Schlachtroß, das des Russ der Trompete harrend sich bäumt; einzeln auch bei sp. D., wie Orph. Auch c. inf., Theocr. 24, 26, wie Hom. ep. 4, 16.
French (Bailly abrégé)
impf. ὥρμαινον, ao. ὥρμηνα;
I. tr. 1 pousser fortement : θυμόν ESCHL exhaler un souffle;
2 agiter dans son esprit : τι, qch ; τί τινι, qch contre qqn ; ὅπως, méditer comment ; ἢ… ἢ IL, OD, εἰ… ἢ OD méditer si… ou si ; avec l'inf. penser à, désirer de, souhaiter de;
II. intr. être prêt à s'élancer, s'élancer.
Étymologie: ὁρμή.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμαίνω: (= ὁρμάω) (только praes., impf. и aor.)
1 приводить в движение, толкать: τὸν θυμὸν ὁ. Aesch. испускать дух, умирать;
2 побуждать, заставлять (τινὰ πορεύειν Pind.);
3 волноваться, горячиться (ἵππος βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Aesch.);
4 стремиться, жаждать, желать (μένειν ἐν ἀγυιαῖς Κύμης Hom.);
5 обдумывать, задумывать, замышлять, готовить (πόλεμον, δολιχὸν πλόον Hom.): χαλεπὰ φρεσὶν ὁ. ἀλλήλοις Hom. строить враждебные планы друг против друга;
6 размышлять, обсуждать (κατὰ φρένα, κατὰ или ἀνὰ θυμόν, φρεσί или ἐνὶ φρεσί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμαίνω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· (ὁρμάω)· ποιητ. ῥῆμα, 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, στρέφω ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, κρίνω, συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· ὡσαύτως συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· μετὰ φρεσὶ αὐτόθι 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, σκέπτομαι, σταθμίζω, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων τέρας Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., σκέπτομαι, συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως μετὰ τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· ὡσαύτως, εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν ὅπως παύσειε πόνοιο δῖον Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) ἐκπέμπω, οὕτω τὸν αὐτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι πρόθυμος ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, (ἵππος) βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· κέαρ ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, ταχέως, Πινδ. Ο. 13. 119.
English (Autenrieth)
(ὁρμάω), ipf. ὥρμαινε, aor. ὥρμηνε: turn over in the mind, debate, ponder; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θῦμόν, ἀνὰ θῦμόν (ἐνὶ) φρεσίν, Κ, Od. 3.169; foll. by acc., πόλεμον, πλόον, χαλεπὰ ἀλλήλοις, Od. 3.151; and by ὅπως, ἢ.. ἦ, etc., Il. 14.20, Il. 21.137.
English (Slater)
ὁρμαίνω
a strive ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας (O. 13.84)
b ponder ἔννεπε δ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41) [
c dub., v. ὁρμάω (O. 3.25) ]
Greek Monolingual
ὁρμαίνω (Α) ορμή
(ποιητ. τ.)
1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι
2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.)
3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ
4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων», Αισχύλ.)
5. παρακινώ, προτρέπω
6. αποβάλλω («οὕτω τὸν αὐτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν», Αισχύλ.)
7. (η μτχ. αρσ. του ενεργ. ενεστ. ως επίρρ.) ὁρμαίνων
με προθυμία, γρήγορα.
Greek Monotonic
ὁρμαίνω: (ὁρμάω), μόνο σε ενεστ., παρατ. και αόρ. αʹ ὥρμηνα·
I. 1. στριφογυρίζω ή ανακινώ με άγχος κάτι στο μυαλό μου, συλλογίζομαι, σταθμίζω, Λατ. animo volvere, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα ή ἐνὶ φρεσί, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης το ὁρμαίνειν τι, μόνο του, σταθμίζω, στοχάζομαι, πόλεμον ὁδόν, στον ίδ.
2. απόλ., ὣς ὥρμαινε, τόσο πολύ διαλογιζόταν μόνος του, σε Ομήρ. Ιλ.
3. ακολουθ. από αναφορ. πράταση ἤ..., ἤ..., συλλογίζομαι είτε..., είτε..., σε Όμηρ.· ὁρμαίνω ὅπως..., σκέφτομαι, υπολογίζω πως πρέπει να γίνει κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
4. με απαρ., επιθυμώ σφοδρά, ποθώ, επεύχομαι, σε Θεόκρ.
II. μεταγεν. του Ομήρ.
1. θέτω σε κίνηση, εκπέμπω, θυμὸν ὁρμαίνω, ξεψυχώ, σε Αισχύλ.· ερεθίζω, παρακινώ, σε Πίνδ.
2. αμτβ., είμαι πρόθυμος, ανυπόμονος, θυμωμένος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· μτχ. ὁρμαίνων, με προθυμία, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁρμαίνω, only in pres., imperf. and aor1 ὥρμηνα ὁρμάω
I. to turn over or revolve anxiously in the mind, to debate, ponder, Lat. animo volvere, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα or ἐνὶ φρεσί Hom.:—so also ὁρμαίνειν τι alone, to ponder over, meditate, πόλεμον, ὁδόν Hom.
2. absol., ὣς ὥρμαινε thus he debated with himself, Il.
3. foll. by a relat. clause, ἤ . ., ἤ . ., to debate whether . ., or . ., Hom.; ὁρμ. ὅπως . ., to debate, ponder how a thing is to be done, Il.
4. c. inf. to long, desire, wish, Theocr.
II. after Hom.,
1. to set in motion, θυμὸν ὁρμ. to gasp out one's life, Aesch.; to excite, urge, Pind.
2. intr. to be eager, to chafe, fret, Aesch.; part. ὁρμαίνων eagerly, Pind.
English (Woodhouse)
ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains