ποτί
English (LSJ)
[ῐ], Dor. for πρός, also used in Ep. (as Il.1.426, al., Call.Del.210, al.), and rarely in Hp., esp.in phrase ποτί καί and also, i.e. especially, Art. 8,41, 46, 57, 69, without καί only in Fract.3 (but not in Hdt.), whether in or out of compos.; sometimes in Trag. (lyr., exc. A.Eu.79) as A.Th.295, 346, Ag.725, Eu. l. c., S.Fr.245, E.Hipp.140 (and in compds., as ποτινίσσομαι, ποτιμάστιος, ποτιπίπτω, ποτιτρόπαιος). The elision of ι before a vowel is found once in Pi., viz. O.7.90 (elsewhere Pi. uses πρός before a vowel); but found in later Dor., as Epich.170.7, IG42(1).121.20 (Epid., iv B. C.), Theoc.7.26, especially in compds., v. ποθίερος, πόθοδος, ποθολκίς, πόταγε, ποταγωγίς, ποταείδω, ποταμέλγω, ποταυλέω, etc.; freq. apocop. before the Art., πὸτ τῶ, for πρὸς τοῦ, Theoc.4.50, 5.74; πὸτ τῷ SIG247 iii 11 (Delph., iv B. C.); πὸτ τόν IG5(1).1.18, al. (Sparta); πὸτ τάν, for πρὸς τήν, Pi.Fr.122.5 (s.v.l.), Ar.Ach.732, etc.; πὸτ τό ib.751, Lys.117, etc.; πὸτ τώς Foed.Lacon. ap. Th.5.77; πὸτ τάς Ar.Lys.1264 (lyr.); πὸτ τά ib.1253 (lyr.); πὸτ τούτοισι Epich.60: less freq. in Verbs, ποτθέμειν Id.170.10; ποτθέντες Tab.Heracl.2.30; also πο-, as in ποτόν Schwyzer 412 (Elis), ποτούς IG9(1).334.32 (Locr.); πὸδ Δάφνη ib.7.518.5 (Tanagra, iii B. C.); πὸκ κατόπτας Schwyzer 485.10 (Thespiae, iii B. C.); ποί in Argolic, esp. before dentals, IG42(1).102.63, al. (Epid., iv B. C.), sometimes in other Dor. dialects, as Delphic, ib. 22.1126.26, etc. Cf. προτί. (Cf. Avest. paiti 'to': the form ποί has prob. lost τ by dissimilation from a following dental.)
German (Pape)
[Seite 689] dor. und poet. statt πρός, in denselben Vrbdgen, daher unten die Beispiele aus Hom., Pind. u. Tragg. angeführt sind. Selten wird das ι elidirt, ποτ' ἀστῶν, Pind Ol. 7, 90; häufiger bei Theocr. Auch findet sich die abgekürzte Form πότ, s. oben.
French (Bailly abrégé)
prép. dor.
souv. apocopé dev. l'art. d'où par réunion de la prép. et de l'art. gén. ποττῶ p. πρὸς τοῦ, acc. f. ποττάν p. πρὸς τήν, neutre ποττό p. πρὸς τό ; pl. masc. ποττώς p. πρὸς τούς, fém. ποττάς p. πρὸς τάς, neutre ποττά p. πρὸς τά;
c. πρός.
English (Autenrieth)
I. adv., thereto, in addition; πρὸς δ' ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ‘to it,’ ‘for it,’ Od. 5.255; ποτὶ δ' αὖ καὶ ἐγείρομεν ἄλλους, besides, Il. 10.108; with a specifying case of a subst. in the same clause, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ (local gen.), threw it to (‘down,’ we should say) on the ground, Il. 1.245.—II. prep., (1) w. gen., with reference to motion either toward or from some direction, (ἵκετο) ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων, ‘from,’ Od. 8.29; προτὶ πτόλιος πέτετ' ἆεί, ‘toward,’ Il. 22.198; as of origin, source, ἀκούειν τι πρός τινος, Il. 6.525; hence to denote mastery, authority, διδάσκεσθαι πρός τινος, Il. 11.831; πρὸς ἄλλης ὑφαίνειν, ‘at the command of,’ Il. 6.456; πρὸς Διός εἰσι ξεῖνοι, ‘under the protection of,’ Od. 6.207; ‘in the eyes of,’ ‘before,’ ‘by,’ in oaths and entreaties, Il. 1.399, Il. 19.188, Od. 13.324.—(2) w. dat., to, at, on, besides, Od. 10.68.—(3) w. acc., to, toward, at, upon, with verbs of motion, and very freq. w. verbs of saying, so ὀμνύναι πρός τινα, Od. 14.331; of hostile action, μάχεσθαι πρὸς Τρῶας, with, against, Il. 17.471; πρὸς ῥόον, up stream, Il. 21.303; fig., πρὸς δαίμονα, Il. 17.98, 104.—Of time, ποτὶ ἕσπερα, ‘towards evening,’ Od. 17.191.
see πρός. Compounds beginning with ποτι- must be looked for under προς-.
English (Slater)
ποτί (ποτ before vowel) = πρός.
a prep. c. acc.,
I to, towards ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι (O. 1.42) ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος (O. 10.21) ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ (P. 2.36) “καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (P. 9.53) ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70) Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7) παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας (N. 10.23) ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (I. 2.41) [[[καίτοι]] ποτ' Ἀνταίου δόμους (v.l. καί τοί ποτ) (I. 4.52) ] Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. [πὸτ τὰν Ἀφροδίταν (codd.: πρὸς Ἀφρ. Wil.) fr. 122. 5.]
II against ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.94) ποτὶ δ' ἐχθρὸν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.75) ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (contra Boeckh, “nam laus e familia profecta vituperio est”) *fr. 181.*
III in respect of, towards σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (P. 2.66) ἔσαναν αὐτίκ' ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί (O. 4.5) σαίνων ποτὶ πάντας (P. 2.82)
IV towards the time of, about ὥριον ποτὶ χρόνον (Pae. 3.14)
b c. gen.
I by, at the hand of οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀοιδαί (I. 2.7)
II in the eyes of, before δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων (O. 7.90)
c c. dat.
I at, on ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις (P. 9.118)
II on, against μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3.
d in tmesis. ποτὶ κριμνάντων (v. ποτικρίμναμι) (P. 4.24) ποτὶ ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)
Greek Monolingual
και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ' αποκοπήν ποτ και πος Α
πρόθ. (δωρ. τ.) προς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με τον μυκηναϊκό τ. posi (πρβλ. αρκαδ. τ. πός). Η λ. απαντά συχνά με τη μορφή ποτ (ή πο-), με αποκοπή κυρίως πριν από το άρθρο (πρβλ. ποτόν < ποτ τον, ποτούς < ποτ τους), ενώ οι τ. πόδ, πόκ έχουν σχηματιστεί με αφομοίωση ανάλογα με το αρκτικό σύμφωνο της λ. που ακολουθεί. Τέλος, ο αργίτικος τ. ποι έχει προέλθει πιθ. από το ποτί με ανομοίωση και απαντά πριν από λέξεις με αρκτικό οδοντικό].
Greek Monotonic
ποτί: [ῐ], Δωρ. αντί πρός, σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· και ως συνθ. όπως στο ποτινίσσομαι, πρβλ. προτί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτί Dor. en ep. voor πρός.
Russian (Dvoretsky)
ποτί: (ῐ) эп.-дор. = πρός I и II.
Frisk Etymology German
ποτί: {potí}
Forms: (ποτ’), myk. po-si?
Grammar: Präverb u. Präp.
Meaning: ‘zu — hin, gegen, bei’ (ep. poet. seit Il., dor.)
Etymology: Mit aw. paiti, apers. patiy ‘(ent)gegen, bei’ uridentisch. Daneben πρότι, πρός und πός, s. dd. m. Lit.; dazu noch Bonfante Word 7, 250ff.
Page 2,586