λάβρος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάβρος Medium diacritics: λάβρος Low diacritics: λάβρος Capitals: ΛΑΒΡΟΣ
Transliteration A: lábros Transliteration B: labros Transliteration C: lavros Beta Code: la/bros

English (LSJ)

ον (also α, ον Damocr. ap. Gal.13.917):    I in Hom. only of wind and water, furious, boisterous, Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Il. 2.148, cf. Od.15.293, Thphr.Vent.50; ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐν νηῒ πέσῃσι λάβρον Il.15.625; ποταμὸς . . λ. ὕπαιθα ῥέων 21.271; ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς 16.385: λ. ὄμβρος Hdt.8.12; καπνός, σέλας, Pi.O.8.36, P.3.40; πνεῦμα A.Pers.110 (lyr.); πῦρ E.Or.697; λάβρον αὐχέν', of the Hellespont personified, Tim.Pers.84; simply, huge, mighty, λίθος Pi.N.8.46; ὕδατα λαβρότερα, expld. by ἀθροώτερα, Arist.Mete. 348b10: neut. as Adv., λάβρον ἐπαιγίζων . . Ἔρως AP5.285.2 (Paul. Sil.).    II after Hom., of men, boisterous, turbulent, esp.in talking, hasty, Thgn.634; λάβροι παγγλωσσίᾳ Pi.O.2.86; λ. στόμα Simon. 177, S.Aj.1147; λ. ὄμμα E.Hel.379 (anap., s.v.l.).    2 fierce, δράκοντος λαβρόταται γένυες Pi.P.4.244, cf.E.HF253; violent, impetuous, λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Arist.GA717a23 (Comp.); λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ D.S.5.26; λάβρος εἰς Βάκχον ὀλισθών AP11.25 (Apollonid.); λαγνεῖαι λαβρόταται Ti.Locr.103a; ἐπιθυμία Arist.GA717a28; Ἔρως AP5.267 (Paul. Sil.); λάβρῳ μαχαίρᾳ E.Cyc.403.    III Adv. λάβρως violently, furiously, [ἵπποι] ἄνακτα φέρουσι λάβρως Thgn. 988 (cf. λαβροπόδης, -συτος) ; λ. ὕει Thphr.HP4.7.1; ἄνεμοι καταιγίζοντες λ. D.S.5.26; ἀθρόως καὶ λ. App.Hisp.18, cf. Hann.48; διδόναι [τὸ ὀξύμελι] κατ' ὀλίγον καὶ μὴ λ. Hp.Acut.58, cf. Ph.1.452.    2 eagerly, greedily, λ. διαρταμᾶν (of the eagle) A.Pr.1022; τῇ βρώσει χρῆται λ. (of the lion) Arist.HA594b18, cf. Ph.1.71.—Poet. word, used also in Ion. and late Prose. [λᾱ- by position in Ep.: λᾰ- E.Or. l. c., HF861 (troch.), AP11.25 (Apollonid.).]

German (Pape)

[Seite 2] ον (λαω, vgl. λα-, nicht zusammengesetzt, wie es die Alten oft erkl. λαβόρος, Eust. leitet es gar von βαρύς), heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde, Ζέφυρος, οὖρος, Il. 2, 148, Od. 15, 293; πνεῦμα, Aesch. Pers. 110; κῦμα, ποταμός, Il. 15, 625. 21, 271; Eur. Or. 344; πόντος, Herc. f. 861, κλύδων, I. T. 1393; u. so ποταμός, χειμάῤῥους, reißend, Pol. 4, 41, 6. 70, 7 u. öfter; von heftigen Regengüssen, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, Il. 16, 385, wie λάβρος ὄμβρος, Her. 8, 12 u. Pol. 11, 24, 9; auch πῦρ, Eur. Or. 696, wie Opp. C. 3, 104; σέλας Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 40, καπνός, Ol. 8, 36, der aber auch schon λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schaar, sagt, P. 2, 87, u. λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, Ol. 2, 95, d. i. mit unbändiger Schwatzhaftigkeit, wie λάβρον στόμα, frech, Soph. Ai. 1126; heftig, übereilt, bei Theogn. 634, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ· ἀτηρὸς γὰρ ἀεὶ λάβρος ἀνήρ, frech, ὄμματι λάβρῳ, Eur. Hel. 379; auch καθαρπάσας λάβρῳ μαχαίρᾳ σάρκας ἐξώπτα πυρί, Cycl. 402. – Bei Sp. bes. gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken, λαβροτατᾶν δράκοντος γενύων, Pind. P. 4, 244, wie Eur. Herc. F. 253; λάβρον ἐδωδαῖς, Opp. C. 2, 628; στόμα λάβρον λεαίνης, Nonn. D. 15, 200; λαγνείας λαβροτάτας, Tim. Locr. 103 a; τὰ εὐθυέντερα λαβρότερα πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς, Arist. gen. anim. 1, 4; διὰ τὴν ἐπιθυμίαν λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ, D. gie. 5, 26. – Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß, αἰετὸς λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1024; τῇ βρώσει χρῆται λάβρως, Arist. H. A. 8, 5; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως, D. Sic. 5, 26; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα, Theogn. 988.

Greek (Liddell-Scott)

λάβρος: [ἴδε ἐν τέλ.], ον, ὡσαύτως α, ον Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 811. (Πιθ. ἐκ √ΛΑϜ, πρβλ. λαῦρος, ἀπολαύω)· 1) παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ φυσικῶν δυνάμεων, ὁρμητικός, βίαιος, σφοδρός, Ζέφυρος λάβρος ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· ὡς ὅτε κῦμα θοῇ ἐπὶ νηὶ πέσῃσι λάβρον Ἰλ. Ο. 625· ποταμός… λ. ὕπαιθα ῥέων Φ. 271· ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεὺς Π. 385· οὕτω, λ. ὄμβρος Ἡρόδ. 8. 12· καπνός, σέλας, Πινδ. Ο. 8. 48, Π. 3. 70· πνεῦμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· πῦρ, κύματα, πόντος, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 697, κτλ.· ὡσαύτως ἁπλῶς, ὑπέρογκος, παμμεγέθης, λίθος Πινδ. Ν. 8. 79· ὕδατα λαβρότερα, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ ἀθροώτερα, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 11· - οὕτως οὐδ. ὡς Ἐπίρρ. λάβρον ἐπαιγίζειν Ἀνθ. Π. 5. 286. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁρμητικός, σφοδρός, βίαιος, ἰδίως ἐν τῷ λαλεῖν, σπεύδων, «βιαστικός», Θέογν. 634· λάβροι παγγλωσίᾳ Πινδ. Ο. 2. 156· λ. στρατός, ὁ ταραχώδης ὄχλος, συρφετός, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 160· λ. στόμα Σιμων. 177, Σοφ. Αἴ. 1147· λ. ὄμμα Εὐρ. Ἑλ. 379. λ. στόμα Σιμων. 177, Σοφ. Αἴ. 1147· λ. ὄμμα Εὐρ. Ἑλ. 379. 2) ἄπληστος, λαίμαργος, λαβρόταται γένυες Πινδ. Π. 4. 435, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 253· λ. πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τὴν τῆς τροφῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 3· λάβρῳ χρώμενοι τῷ πότῳ Διόδ. 5. 26· λάβρον... ζωροποτεῖ Ἀνθ. Π. 11. 25· λαγνεῖαι λαβρόταται Τίμ. Λοκρ. 103Α· ἐπιθυμία Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 4· ἔρως Ἀνθ. Π. 5. 268· καὶ μεταφ., λάβρῳ μαχαίρᾳ Εὐρ. Κύκλ. 403. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. λάβρως, ὁρμητικῶς, ἐμμανῶς, λάβρως φέρουσιν ἵπποι Θέογν. 988 (πρβλ. λαβροπόδης, -συτος)· λ. ὕει Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 7, 1· καταιγίζειν λ. Διόδ. 5. 26· ἀθρόως καὶ λ. Ἀππ. Ἰβηρ. 18, πρβλ. Καρχηδ. 48. 2) προθύμως, λαιμάργως, ἁρπακτικῶς, λάβρως διαρταμήσει (ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ) Αἰσχύλ. Πρ. 1022· τῇ βρώσει χρῆται λάβρως Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 5, 5, πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. - Ὅρα τὰ παράγωγα ἀπὸ τοῦ λαβραγορέω μέχρι τοῦ λαβροφαγέω. - Ποιητικὴ λέξις, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζογράφοις. [λᾱ- ἀείποτε παρ’ Ὁμ. κτλ.· λᾰ- Εὐρ. Ὀρ. 697, Ἡρ. Μαιν. 861, Ἀνθ. Π. 11. 25.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 violent, véhément, impétueux;
2 vorace, avide;
Sp. λαβρότατος.
Étymologie: R. ΛαϜ, jouir ; cf. ἀπολαύω.

English (Autenrieth)

sup. λαβρότατος: rapid, rushing.

English (Slater)

λάβρος
   a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) (O. 2.86) χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.87)
   b of things, ravening, greedy δράκοντος λαβροτατᾶν γενύων (P. 4.244) met., ἦν ὅτι νιν (Τροίαν) πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν (O. 8.36) σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.40) [[[σεῦ]] δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) (N. 8.46) ]

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λάβρος, -ον, θηλ. και -α)
ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» — επιτέθηκε με ορμή
β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ.
γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος
γένος τελεόστεων περκόμορφων ιχθύων της οικογένειας λαβρίδες, κν. χειλού
αρχ.
1. θρασύς, αυθάδης («μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσίᾳ γαρύετον», Πίνδ.)
2. αδηφάγος, λαίμαργος, άπληστος, ακόρεστος («λάβρῳ χρώμενοι τῷ πότῳ», Διόδ.)
3. υπερμεγέθης, υπέρογκος («λάβρον ὑπερεῑσαι λίθον Μοισαῑον», Πίνδ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) λάβρον
σφοδρά, ορμητικά.
επίρρ...
λάβρως (Α)
1. βίαια, ορμητικά, σφοδρά, άγρια
2. άπληστα, αχόρταγα, ακόρεστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τους τ. λαβεῖν και λάζομαι «λαμβάνω, πιάνομαι». Κατ' άλλους, μπορεί να συνδέεται με το λατ. rabies «ορμή» (πρβλ. ἄκρος-acies), απ' όπου ράβρος και, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ρ- σε -λ-, λάβρος, άποψη που φαίνεται λιγότερο πιθανή.
ΠΑΡ. λάβραξ
αρχ.
λαβρεύομαι, λάβριχος, λαβροσύνη, λαβρότης, λαβρούμαι
αρχ.-μσν.
λαβράζω
νεοελλ.
λάβρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαβραγόρης, λαβροβόρος, λαβροπόδης, λαβροπότης, λαβροστομώ, λαβρόσυτος, λαβροφαγώ
μσν.
λαβρηγορώ, λαβροειδής
νεοελλ.
λαβρόχορτο. (Β' συνθετικό) αρχ. κατάλαβρος, φίλαβρος.