ῥίπτω

From LSJ
Revision as of 19:32, 27 April 2020 by Spiros (talk | contribs)

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίπτω Medium diacritics: ῥίπτω Low diacritics: ρίπτω Capitals: ΡΙΠΤΩ
Transliteration A: rhíptō Transliteration B: rhiptō Transliteration C: ripto Beta Code: r(i/ptw

English (LSJ)

also ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) ῥιπτάζω (qq. v.): —Ion. Iterat.

   A ῥίπτασκον Il.15.23, Od.11.592, -εσκον Nic.Fr.26: fut. ῥίψω Il.8.13, etc.: aor. ἔρριψα 23.842, etc. (ἔριψα Arion 18, Mosch. 3.32, ἀπέριψα Pi.P.6.37), Ep. ῥῖψα Il.3.378; also 3sg. aor. 2 ἔρρῐφε Opp.C.4.350: pf. ἔρριφα Lys.10.9:—Med., aor. ῥίψαντο Man.6.10, ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146:—Pass., fut. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) S.Aj.1019; ῥῐφήσομαι LXX Ez.7.19, Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 fut. ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17: aor. ἐρρίφθην A.Supp.484 (ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg.944d; also [[ἐρρίφην [ῐ]]] E.Hec.335, Fr.489, Pl.Lg.944a, Sosith.3, etc.; poet. ἐρίφην AP12.234 (Strat.): pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med.1404 (anap.), Ar.Ec.850, etc.; poet. redupl. ῥερίφθαι Pi.Fr.318, cf. PMag.Par.1.194, 2039 (ἀπο-): plpf. ἔρριπτο Luc.Nec.17. [ῑ by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., (προσ-) Rh.2.94 S.; the Ep. aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: ῐ in fut. 2 and aor. 2 Pass.]:—throw, cast, hurl, σόλον, σφαῖραν Il.23.842, Od.6.115; χερσί Pi.P.3.57; ῥίπτω ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591, etc.; ἤ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον 8.13, cf. A.Pr.1051 (anap.); ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch.913; ἐς φλόγα S.Tr.695; ποτὶ νέφεα Od.11.592; χθονὶ ῥίπτω ἑαυτόν = throw on the ground, S.Tr.790, cf. E.IA39 (anap.); ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49: abs., ἐρριμμένος prostrate, ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2; ἔτι τῶν νεκρῶν . . ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28; κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29, cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67; τὰ μελίσσεια ἐν ἀγρῷ ἔριπται have been deposited, PCair.Zen.467.5 (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας . . ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba.1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥίπτω τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr.780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT1430, cf. A.Pr.748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg.944a (Pass.); ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel.1096.    II like ῥιπτάζω, ῥίπτω ἑωυτήν = toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2; ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118 (Crin.): generally, throw about, πλοκάμους E.IA758, cf. Ba.150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.    III cast out of house or land, S.OT719, Ph.265, etc.; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος Id.Aj.830.    IV throw off or away, of arms, E.El.820; of clothes, Pl.R.474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥίπτω ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.; βιβλίον PUniv.Giss.20.12 (ii A.D.).    V ῥίπτω λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr.314, E.Alc.680; τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57 S.; also, throw them away, waste them, A.Ag.1068, cf. E.Med.1404 (anap., Pass.); λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec.335; so οἴχεται . . ταῦτ' ἐρριμμένα = set at naught, S. Aj.1271.    VI ῥίπτω ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R.617e; ῥίπτω πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24 ([Phld.]): hence ῥίπτω κίνδυνον = make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.    VII ῥίπτω ἑαυτόν = throw oneself down or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself, ἐς πόντον Thgn.176; ἐς ἅλμην E.Cyc.166; τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897 (anap.); ῥίπτω ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel.1325 (lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf. βάλλω A. 111.    VIII dub. l. in Orph.Fr. 264.

German (Pape)

[Seite 845] aor. pass. ἐῤῥίφην, auch ἐῤῥίφθην, Pors. Eur. Hec. 339; impf. ῥίπτασκον, Hom. u. Hes.; ῥερῖφθαι hat Pind. frg. 281, wie ῥεριμμένοι steht Matth. 9, 37; einen aor. ἔῤῥιφον dat Opp. Cyn. 4, 350; vgl. Lob. Phryn. 318; – werfen, schleudern; Hom., der außer der Iterativform des impf. nur fut. u. aor. act. hat; ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῦ, ψω ἐς Τάρταρον, Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον, Aesch. Prom. 750. 1053; auch ἐς τὸ δυστυχές, Ch. 900, vgl. Ag. 1038; ἐς φλόγα, Soph. Tr. 692; εἰς ἄβατον ὄρος, hinwerfen, aussetzen, O. R. 719, wie ἔρημόν τινα Phil. 265; ἐκ χθονὸς ἑαυτόν, sich selbst verbannen, O. R. 1290. 1436; μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος, Ai. 817; οἴχεται πάντα ἐῤῥιμμένα, 1250, verschleudert, verworfen; τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις, Aesch. Prom. 312; μάτην ῥιφέντες λόγοι, Eur. Hec. 335; u. in Prosa : βέλη, Plat. Legg. VII, 795 c; ἐς τὸ πέλαγος, Ax. 368 c; κλήρους ἐπὶ πάντας, Rep. X, 617 e, das Loos werfen; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες, Legg. XII, 944 a; wegwerfen, wegschleudern, ὅπλα, ib. c; ἱμάτιον, Rep. V, 473 e, wie Lys. 3, 35; ἀσπίδα ἐῤῥιφέναι, 10, 9, u. A.; ἐξορίσαι καὶ ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, Dem. 25, 95; Folgde; auch ῥίψας λόγον οὐδαμῶς ἁρμόζοντα αὐτῷ, Pol. 4, 20, 5; auch = verachten. – Intr., sich hinwerfen, fallen, wobei man ἑαυτόν ergänzt, Theogn. 176; ἐν πένθει, sich stürzen, Eur. Hel. 1325, vgl. Alc. 922.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίπτω: καὶ ῥιπτέω, καὶ (ἐπὶ θαμιστικῆς ἐννοίας) ῥιπτάζω, ὃ ἴδε· -Ἰων. παρατ. ῥίπτασκον (ἢ -εσκον) Ἰλ. Ο. 23, Ὀδ. Λ. 591, Νικ. Ἀποσπ. 26· -μέλλ. ῥίψω: ἀόρ. ἔρριψα (ἀπέριψα Πινδ. Π. 6. 37), Ἐπικ. ῥῖψα Ἰλ. Γ. 378· ὡσαύτως γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ ἔρρῐφε, Ὀππ. Κυν. 4. 350· -πρκμ. ἔρρῑφα Λυσ. 117. 5. - Παθ., μέλλ. ῥιφθήσομαι (ἀπορ-) Σοφ. Αἴ. 1019· ῥῐφήσομαι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3, Ἑβδ., (διάφορ. γραφὴ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· γ΄ μέλλ. ἐρρίψομαι Λουκ. Ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17: - ἀόρ. ἐρρίφθην Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 484, Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀνδρ. 10, Πλάτ.· ὡσαύτως ἐρρίφην [ῐ] Εὐρ. Ἑκάβ. 335, Ἀποσπ. 486, Πλάτ., κλ.· ποιητ. ἐρίφην Ἀνθ. Π. 12. 234· - πρκμ. ἔρριμμαι παρ’ Ἡροδ. 1. 62, Εὐρ., κλ.· ποιητ. ἀναδιπλ. ῥερίφθαι Πινδ. Ἀποσπ. 281· ὑπερσ. ἔρριπτο Λουκ. Νεκυομαντ. 17· Ἐπικ. ἐρέριπτο Ὅμηρ. (Ἐκ τῆς √ΡΙΠ παράγονται ὡσαύτως τὰ ῥῖμμα, ῥῖψις, ῥῑπη, καὶ ἴσως τὸ ἔρείπω· πρβλ Γοτθ. vairp-a (βάλλειν), Ἀρχ. Σκανδ. verp-a, Ἀγγλο-Σαξον. weorp-an (Ἀγγλ. warp), Ἀρχ. Γερμ. werph-an (werfen), κτλ.). [ῑ φύσει, ὥστε ὁ Ἐπικ. ἀόρ. α΄ εἶναι ῥῖψα, οὐχὶ ῥίψα· ῐ ἐν τῷ μέλλ. β΄καὶ τῷ ἀορ. β΄ παθ.]. Ρίπτω, ἐξακοντίζω, δίσκον, σφαῖραν Ἰλ. Ψ. 842, Ὀδ. Ζ. 115· κεραυνὸν Πινδ. Π. 3. 101· ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Ἰλ. Α. 591, κτλ., ἢ μιν ἑλὼν ῥίψω ἐς Τάρταρον Ἰλ. Θ. 13, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 1051· ἐς τὸ δυστυχὲς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 913· ἐς φλόγα Σοφ. Τρ. 695· ποτὶ νέφεα Ὀδ. Λ. 591· ῥ. χθονί, ῥίπτειν κατὰ γῆς, Σοφ. Τρ. 790, πρβλ Εὐρ. Ι. Α. 39 ἐς ὕδωρ ψυχρὸν Θουκ. 2. 49· ἀπολ., ἐρριμμένος, ἐρριμμένος κατὰ γῆς, Πολύβ. 5. 48, 2· - ῥίπτω δίκτυον, ἔρριπται ὁ βόλος, ἐρρίφθη τὸ δίκτυον, Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 62· -ῥ. τί τινος, πρός τινα ἐπὶ τινα ἐπί τινα, Εὐρ. Βάκχ. 1097 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), Κύκλ. 51· -ῥ. τινά πρὸς πέτραν Σοφ. Τρ. 780· ἀλλά, κατὰ στύφλου πέτρας, κατὰ κρημνῶν, ἐκ κρημνοῦ κάτω, Εὐρ. Ι. Τ. 1430 (πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 748), Θουκ. 7. 44, Πλάτ. Νόμ. 944Α· ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ’ Εὐρ. Ἑλ. 1096. ΙΙ. ὡς τὸ ῥιπτάζομαι, ῥ. ἑμαυτόν, ῥίπτω ἐμαυτὸν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀνήσύχως κινοῦμαι, οἷον ἐν πυρετῷ, Ἱππ. 590. 9· ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιά Ἀνθ. Π. 5. 119· -ῥίπτω πέριξ, πλοκάμους Εὐρ. Ι. Α. 758, Βάκχ. 150. ΙΙΙ. ῥίπτω ἔξω, ἀποβάλλω ἐκ τῆς οἰκίας ἢ τῆς χώρας, Σοφ. Ο. Τ. 719, Φιλ. 265, κτλ.· μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος Αἴ. 830. IV. ῥίπτω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ῥίπτω μακράν, ἀποβάλλω, ἐπὶ ὅπλων, ἐνδυμάτων, Εὐρ. Ἠλ. 820, Πλάτ. Πολ. 474Α· τὸ ἱμάτιον Λυσίας 97. 30· οὕτως, ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Πινδ. Ι. 6 (7). 64· μάλιστα, ῥ. ἀσπίδα (πρβλ. ῥίψασπις), Λυσ. 117. 1, κτλ. V. ῥ. λόγους, ῥιπτω λόγους, ἐξακοντίζω, ἐκσφενδονῶ αὐτοὺς, Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐρ. Ἄλκ. 680· - ἀλλ’ ὡσαύτως, ῥίπτω αὐτοὺς ματαίως, εἰς τὸν ἀέρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1404· λόγοι μάτην ῥιφέντες ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 335· οὕτως, οἴχεται.. ταῦτ’ ἐρριμμένα, εἰς οὐδὲν νομιζόμενα, Σοφ. Αἴ. 1271· πρβλ. ἀπορρίπτω ΙΙΙ. VI. ῥ. κλῆρον ἐπὶ πάντας Πλάτ. Πολ. 617Ε· οὕτω, ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς Ἀνθ. Π. 5. 25· οὕτω, ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη, Εὐρ. Ρῆσ. 466· ἐντεῦθεν, ῥ. κίνδυνον, ῥιψοκινδυνεύω, τολμηρῶς διακινδυνεύω, Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 7· πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. VII. ἀποθνήσκουσιν, οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25· - ἀκολούθως ῥίπτειν, ἀπολύτως, ῥίπτειν ἑαυτόν, ἐς πόντον Θέογν. 176· ἐς ἅλμην Εὐρ. Κύκλ. 166· ἐς τάφρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 897· ῥίπτει (δηλ. ἑαυτὴν) δ’ ἐν πένθει πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1325, πρβλ. Ι. Α. 758, Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε βάλλω ΙΙΙ, κρύπτω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

impf. ἔρριπτον, f. ῥίψω, ao. ἔρριψα, pf. ἔρριφα;
Pass. f.2 ῥιφήσομαι, ao. ἐρρίφθην, ao.2 ἐρρίφην, pf. ἔρριμμαι, pqp. ἐρρίμμην, f.ant. ἐρρίψομαι;
I. tr. 1 jeter, lancer : δίσκον IL le disque ; τινα ἐς Τάρταρον IL jeter qqn dans le Tartare ; abs. ῥίπτειν ἑαυτόν, se précipiter en bas, se donner la mort en se jetant en bas ; fig. ῥίπτειν τινὰ ἐς τὸ δυστυχές ESCHL précipiter qqn dans le malheur ; ῥίπτειν ἑαυτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους PLUT se laisser aller à des espérances sans issue ; ῥίπτειν λόγους τραχεῖς ESCHL lancer, proférer des paroles rudes ; ῥίπτειν νεανίας λόγους ἔς τινα EUR lancer contre qqn des paroles téméraires litt. de jeune homme;
2 laisser tomber : ῥίπτειν κλῆρον PLAT laisser tomber, jeter le sort;
3 p. anal. rejeter : ῥίπτειν τινὰ ἐκ γῆς SOPH rejeter qqn hors du pays, le bannir ; ῥίπτειν ἑαυτὸν ἐκ χθονός SOPH s’exiler;
4 rejeter, abandonner, acc. ; particul. exposer un enfant ; Pass. abs. être abandonné, être gisant;
5 jeter, lancer au loin, se débarrasser de : τὰ ὅπλα XÉN jeter ses armes ; τὴν ἀσπίδα ESCHN jeter son bouclier;
II. intr. se jeter, se précipiter : ἐς πόντον, εἰς τὴν θάλασσαν XÉN dans la mer.
Étymologie: R. Ϝριπ, jeter ; cf. all. werfen.

English (Autenrieth)

(ϝρ.), ipf. iter. ῥίπτασκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρρῖψεν, ῥῖψα: fling, hurl; τὶ μετά τινα, ‘toss into the hands of,’ Il. 3.378.

English (Slater)

ῥίπτω (aor. ἔρριψε(ν); ῥῖψον; ῥίψαις: pass. aor. ῥιφθεῖσαν: pf. ῥερῖφθαι.)
   a cast, hurl ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (P. 1.45) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν (P. 3.57) ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) (I. 7.44) δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (]ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.
   b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.
   c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) (O. 9.36) ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) (P. 4.232)

Spanish

tirar, arrojar

English (Strong)

a primary verb (perhaps rather akin to the base of ῥαπίζω, through the idea of sudden motion); to fling (properly, with a quick toss, thus differing from βάλλω, which denotes a deliberate hurl; and from teino (see in ἐκτείνω), which indicates an extended projection); by qualification, to deposit (as if a load); by extension, to disperse: cast (down, out), scatter abroad, throw.

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. ρίχνω.
-έω, Α
ῥίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ τ. του ῥίπτω κατά τα συνηρημένα].

Greek Monotonic

ῥίπτω: Ιων. παρατ. ῥίπτασκον ή -εσκον· μέλ. ῥίψω, αόρ. αʹ ἔρριψα, Επικ. ῥῖψα, παρακ. ἔρρῑφα — Παθ., μέλ. αʹ ῥιφθήσομαι, μέλ. βʹ ῥῐφήσομαι, μέλ. γʹ ἐρρίψομαι, αόρ. αʹ ἐρρίφθην, αόρ. βʹ ἐρρίφην [ῐ], παρακ. ἔρριμμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἔρριπτο, Επικ. ἐρέριπτο·
I. ρίχνω, ρίχνω βολή, εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ῥίπτωχθονί, ρίχνω στο έδαφος, ρίχνω χάμω, καταγής, σε Σοφ.· ρίχνω τα δίχτυα, Παθ., ἔρριπται ὁ βόλος, τα δίχτυα ρίχτηκαν, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ρίχνω τριγύρω ή πετώ εδώ κι εκεί, πλοκάμους, σε Ευρ.
II. αποβάλλω, αποδιώχνω, εξορίζω απ' το σπίτι ή τη χώρα, σε Σοφ. — Παθ., μὴῥιφθῶ κυσίν, στον ίδ.
III. ρίχνω μακριά ή πετώ από πάνω μου, βγάζω, αποβάλλω, απομακρύνω, λέγεται για όπλα, ρούχα, σε Ευρ. κ.λπ.
IV. ῥίπτω λόγους, εξαπολύω λόγια, τα εκτοξεύω, σε Αισχύλ., Ευρ.· αλλά, επίσης, μιλώ εις μάτην, μιλώ στον αέρα, σε Αισχύλ., Ευρ. — Παθ., οἴχεται ταῦτ'ἐρριμμένα, σε Σοφ.
V. ρίχνω κλήρους ή κύβους, ρίχνω ζάρια, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, σε Ευρ., Πλάτ.
VI. ῥίπτω ἑαυτόν, ρίχνομαι κάτω, ἀποθνῄσκουσιν οἱ μὲν ῥίπτοντες ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀπαγχόμενοι, σε Ξεν.· μεταγεν., απόλ., ῥίπτειν, ρίχνομαι· ἐς πόντον, σε Θέογν.· ἐς τάφρον, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίπτω: (impf. ἔρριπτον - эп. iter. ῥίπτασκον и ῥίπτεσκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρριψα, pf. ἔρρῑφα; pass.: fut. ῥιφθήσομαι и ῥῐφήσομαι, fut. 3 ἐρρίψομαι, aor. ἐρρίφθην и ἐρ(ρ)ίφην с ῐ, pf. ἔρριμμαι и ῥέριμμαι; adj. verb. ῥιπτός) и ῥιπτέω (только praes. и impf. ἐρρίπτεον)
1) бросать, метать, кидать (δίσκον Hom.; κεραυνόν Pind.; ῥ. τί τινος Eur., ἐπί τινι Aesch. и ἐπί τινα Luc.): ἔρριπται ὁ βόλος Her. невод заброшен; ἐρριμμένος καὶ μεθύων Polyb. валяющийся пьяным; ῥ. τὸν κλῆρον Plat. бросать жребий; τραχεῖς λόγους ῥ. Aesch. бросать оскорбительные слова; λόγοι μάτην ῥιφέντες Eur. впустую сказанные слова; ῥ. τινὰ ἐς τὸ δυστυχές Aesch. ввергать кого-л. в несчастье; ῥ. ἀράς τινι Eur. бросать проклятия кому-л.; ῥ. κίνδυνον Eur. идти на риск; ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. ты подвергаешь себя риску войны против аргивян; ῥ. αὑτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους Plut. принять рискованное решение;
2) извергать, удалять, изгонять (τινὰ ἐκ γῆς Soph.): ἐκ χθονὸς ῥίψων ἑαυτόν Soph. добровольно отправившийся в изгнание;
3) сбрасывать, сталкивать, свергать (ἀπὸ πύργου τινά Hom.; τινὰ εἰς τὸν Τάρταρον Plat.; τινὰ κατὰ и ἀπὸ πέτρας Eur., Plut.; ῥῖψαι ἑωυτὸν ἐς τὴν θάλασσαν Her.): ῥ. ἑαυτόν Xen. бросаться в пропасть;
4) бросать, покидать (ῥ. τινὰ ἔρημον Soph.);
5) отбрасывать прочь (μοχλὸν ἀπὸ ἕο Hom.; τὰ ὅπλα Xen.): πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων Eur. распустив (свои) кудри по ветру;
6) подбрасывать, поднимать (τι ποτὶ νέφεα Hom.): ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥ. Eur. воздевать руки к небу;
7) (sc. ἑαυτόν) бросаться (εἰς θάλασσαν Xen.): ῥ. ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιά Anth. метаться то влево, то вправо; ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς Men. броситься вниз с высокой скалы.

Chinese

原文音譯:?⋯ptw 里普拖
詞類次數:動詞(7)
原文字根:投
字義溯源:拋擲*,拋棄,流離,摔倒,拋下,放下,放棄,放,丟;或源自(ῥαπίζω)=摑,掌擊,突然的動作),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X=跌*,敲擊)。參讀 (ἀποτίθημι)同義字
同源字:1) (ἀπορίπτω)投出 2) (ἐπιρίπτω)投於 3) (ῥιπή / ῥοπή)急動,眨眼 4) (ῥιπίζω)騷動 5) (ῥιπτέω)投出去 6) (ῥίπτω)拋擲
出現次數:總共(7);太(3);路(2);徒(2)
譯字彙編
1) 他⋯丟(1) 太27:5;
2) 他們⋯拋棄了(1) 徒27:19;
3) 拋下(1) 徒27:29;
4) 丟(1) 路17:2;
5) 放(1) 太15:30;
6) 摔倒(1) 路4:35;
7) 流離(1) 太9:36