ἄνω

Revision as of 13:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), imper.

   A ἀνέτω S.Ichn.70, inf. ἄνειν Pl.Cra.415a, part. ἄνων, impf. ἦνον, etc. (v. infr.): aor. ἤνεσα IG7.3226 (Orchom. Boeot.), Hymn.Is.35, prob. in AP7.701.1 (Diod.) (ἤνεσ' codd.):— = ἀνύω, ἀνύτω, accomplish, finish, ἦνον ὁδόν Od.3.496; οὔτ' ἄν τι θύων οὔτ' ἐπισπένδων ἄνοις A.Fr.161 (Dobree, cf. AB406); ἀλλ' οὐδὲν ἦνεν E.Andr. 1132; ἦ τὸ δέον . . ἤνομεν; S.Ichn.98; ταῦτα πρὸς ἀνδρός ἐστ' ἄνοντος εἰς σωτηρίαν (cf. ἀνύω 1.6) Ar.V.369; ἀρυσσάμενοι ποτὸν ἤνομεν AP 11.64 (Agath.).    II Pass., come to an end, be finished, mostly of a period of time, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται night is quickly drawing to a close, Il.10.251; ἔτος ἀνόμενον the waning year, Hdt.7.20; ἦμαρ ἀνόμενον A.R.2.494; ἀνομένου τοῦ μηνός SIG577.30 (Milet., iii/ii B.C.); also ὅππως . . ἔργον ἄνοιτο Il.18.473; ἤνετο τὸ ἔργον Hdt.1.189, 8.71; ἀνομένων βημάτων A.Ch.799; ὁπόταν θήρης . . ἔργον ἄνηται Opp.H.5.442: impers., λιταῖς ἄνεται, = λιταὶ ἀνύονται, Pi.O.8.8. [ᾱ Hom., exc. Il.18.473: afterwds. common, cf. A. l.c., Opp.H. l.c. Orig. ἄνϝω, cf. ἀνύω.]
ἄνω (B), Aeol. ὄνω, Adv., (ἀνά):    I with Verbs implying Motion, upwards, ἄ. ὤθεσκε ποτὶ λόφον Od.11.596; ἄ. ἀπὸ θαλάσσης ἀναπλεῖν up stream, Hdt.2.155; ἄ. ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410 (lyr.), hence "ἄ. ποταμῶν", proverbial, D.19.287, etc.; κόνις δ' ἄ. φορεῖτο S. El.714; κονιορτὸς ἄ. ἐχώρει Th.4.34; ἡ ἄ. ὁδός the upward road, Pl. R.621c; ἄ. ἰόντι going up the country (i.e. inland, v. infr. 11.1f), Hdt.2.8; ἄ. κάτω, v. infr. 11.2; πέμπειν ἄ., i.e. from the nether world, A.Pers.645 (lyr.), cf. Ch.147; σύριγγες ἄ. φυσῶσιμέλαν μένος S. Aj.1412 (lyr.).    II with Verbsimplying Rest, aloft, on high, ib.240, etc.; τὸ ἄ. Pl.Phdr.248a, etc.    b on earth, opp. the world below, νέρθε κἀπὶ γῆς ἄ. S.OT416; ἡνίκ' ἦσθ' ἄ. Id.El.1167; ἄ. βλέπειν Id.Ph.1348; ἄ. ἐπὶ [τῆς] γῆς Pl.Phd.109c; οἱ ἄ. the living, opp. οἱ κάτω the dead, S.Ant.1068, cf. Ph.1348, etc.; τὰ ἄ. πράγματα the world above, Luc.Cont.1.    c in heaven, opp. earth, οἱ ἄ. θεοί the gods above, S.Ant.1072; κῆρυξ τῶν ἄ. τε καὶ κάτω A.Ch.124: esp. in NT, ἐκ τῶν ἄ. εἰμί Ev.Jo.8.23; ἡ ἄ. Ἱερουσαλήμ Ep.Gal.4.26; ἡ ἄ. κλῆσις Ep.Phil.3.14.    d generally, of relative position, ὁ δῆμος ἄ. καθῆτο in the upper quarter of the city, i.e. the Pnyx, D.18.169; ἡ ἄ. βουλή, i.e. the Areopagus, Plu.Sol.19; βαλλόμενοι ὑπὸ τῶν ἄ. by those above on the roofs, Th.4.48; τὰ ἄ. X.An.4.3.25; τὰ ἄ. τῆς οἰκίας, opp. θεμέλια, Id.Eq.1.2; οἱ ἄ. τόποι OGI111.17.    e geographically, on the upper side, i.e. on the north, ἄ. πρὸς βορέην Hdt.1.72; οὔτε τὰ ἄ. χωρία οὔτε τὰ κάτω [οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἠῶ οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην] Id.1.142; ὁ ἄ. τόπος Pl.R.435e.    f inward from the coast, ἡ ἄ. Ἀσίη Hdt.1.95; τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης ib.177; ἡ ἄ. ὁδός the upper or inland road, Id.7.128, X.An.3.1.8; ἡ ἄ. πόλις, opp. the Piraeus, Th.2.48; in full, οἱ ἀπὸ θαλάσσης ἄ. ib.83; ἡ ἄ. Μακεδονία Plu.Pyrrh.11; ὁ ἄ. βασιλεύς the king of the upper country, i.e. of Persia, X.An.7.1.28.    g in the race-course, τὰ ἄ. turning-post, Pl.R.613b; cf. κάτω.    h in the body, τὰ ἄ. the upper parts, opp. τὸ κάτω, Arist.GA741b28, al.; ἡ ἄ. κοιλία Id.Mete.360b23.    i of Time, formerly, of old, εἰς τὸ ἄ. reckoning upwards or backwards, of generations, Pl.Tht.175b; οἱ ἄ. men of olden time, Id.Criti.110b; οἱ ἄ. τοῦ γένους Id.Lg.878a; αἱ ἄ. μητρός the mother's lineal ancestors, Id.R.461c, cf. infr. c; ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.18.310.    k above, in referring to a passage, Pl.Grg. 508e; ἐν τοῖς ἄ. λόγοις R.603d, cf. Arist.Rh.1412b33, etc.    1 of tones in the voice, οἱ ἄ. τόνοι Plu.Cic.3.    m metaph., ἄ. βαίνειν walk proudly, Philostr.VA1.13; ἄ. φρονεῖν Hld.7.23.    n higher, more general, of κατηγορίαι, Arist.AP0.82a23.    2 ἄ. καὶ κάτω up and down, to and fro, εἷρπ' ἄ. τε καὶ κάτω E.HF953; ἄ. καὶ κ. φεύγειν Ar.Ach.21; ἄ. τε καὶ κ. κυκᾶν Id.Eq.866; περιπατεῖν ἄ. κ. Id.Lys. 709.    b upside-down, topsy-turvy, τὰ μὲν ἄ. κ. θήσω, τὰ δὲ κ. ἄ. Hdt.3.3; πάντ' ἄ. τε καὶ κ. στρέφων τίθησιν A.Eu.650; τρέπουσα τύρβ' ἄ. κ. Id.Fr.311, cf. Ar.Av.3; ἄ. κ. συγχεῖν E.Ba.349; ἄ. καὶ κ. ποιεῖν τὰ πράγματα D.9.36; τοὺς νόμους στρέφειν 21.19; πόλλ' ἄ., τὰ δ' αὖ κ. κυλίνδοντ' ἐλπίδες Pi.O.12.6; πολλάκις ἐμαυτὸν ἄ. κ. μετέβαλλον backwards and forwards, Pl.Phd.96a, cf. Prt.356d.    3 ἄ. ἔχειν τὸ πνεῦμα pant or gasp, Men.23, cf. Sosicr.1.    B as Prep. with gen., above, ἡ ἄ. Ἅλυος Ἀσίη Hdt.1.130, cf. 103, Call.Jov.24; αἱ ἄ. μητρός (v. supr. 11.1 i); ἄ. τοῦ γόνατος above the knee, Thphr.Char.4.4; ἀπὸ ἄ. τῆς χθονὸς ταύτης LXX 3 Ki.14.15.    2 with partitive gen., αἰθέρος ἄ. ἑλεῖν dub. in S.Ph.1092, cf. E.Or.1542; γῆς ἥκοντ' ἄ. Id.HF616; μικρὸν προαγαγὼν ἄ. τῶν πραγμάτων Aeschin.2.34.    C Comp. ἀνωτέρω, abs., higher, ἀ. θακῶν . . Ζεύς A.Pr.314; ἀ. οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων not getting on any farther, Hdt. 1.190; ἀδελφῷ ἢ πατρὶ ἢ ἔτι ἀ. Pl.Lg.880b; οὐ προήϊσαν ἀ. τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.8.130.    2 c. gen., ἀ. Σάμου ib.132; ἀ. γίγνεσθαί τινων X.An.4.2.25; ἀ. τῶν μαστῶν above them, ib.1.4.17; later ἀνώτερον Plb.1.7.2, etc.; cf. ἀνώτερος.    II Sup. ἀνωτάτω, ἐς τοὺς ἀ. (sc. στάντας) Hdt.7.23; ἡ ἀ. κώμη X.An.7.4.11; ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀ. Ar.Pax207; ἡ ἀ. ἄσκησις the highest, Arr.Epict.3.24.84, cf. Ph.1.33, al.; τὰ ἀ. τῶν γενῶν Arist.Metaph.998b18, cf. Zeno Stoic.1.51, S.E.P. 1.138; τὰ ἀ. τρία Ph.1.321; ἡ ἀ. διαίρεσις Ps.-Alex.Aphr.in SE20.27.

German (Pape)

[Seite 267] adv. zu ἀνά, Hom. zweimal: Od. 11, 596 λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον, hinauf, empor; Iliad. 24, 544 ὅσσον Λέσβος ἄνω, Μάκαρος ἕδος, ἐντὸς ἐέργειι hier nahm Aristarch ἄνω = ἀνά u. verband es mit ἐέργει, ἄνω ἐέργει = ἀνείργει, so viel Lesbos einschließt, s. Scholl. Aristonic., vgl. Friedl. Ariston. p. 28. – Bei den Folgenden heißt ἄνω: 1) hinauf, empor; ἄνω πέμπειν Aesch. Pers. 636; vgl. Ch. 145; αἰθέρος ἄνω, hinauf in den Aether, Soph. Phil. 1081, wie Eur. Or. 1542; ἄγειν, βλέπειν, ἀναβαίνειν, Plat. Phaedr. 246 d Rep. VII, 517 a. – 2) häufiger: oben, oberhalb, in sehr verschiedenen Beziehungen; von der Himmelsgegend: nordwärts, im Ggstz von κάτω, südwärts, Her. 1, 72. 142; vom Meer ab, landeinwärts, 4, 18; ὁ ἄνω βασιλεύς, der Perserkönig; auf dem Berge, ἐπεὶ δὲ ἄνω ἦσαν, nachdem sie oben waren, Xen. Hell. 3, 5, 13; oben bei den Göttern, ἐν τοῖς θεοῖς Plat. Cratyl. 408 c; οἱ ἄνω θεοί, die oberen Götter, des Olymps, im Ggstz der unterirdischen, Soph. Ant. 1059 u. sonst. Eben so oben auf der Erde lebend, im Ggstz der Unterwelt, Phil. 1332 El. 1158; οἱ ἄνω, die Lebenden, Ant. 1055. Oben, d. i. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις Plat. Gorg. 588 e. – 3) Auch von der Zeit: vormals, früher, οἱ ἄνω τοῦ γένους, Vorfahren, Plat. Legg. IX, 878 a; εἰς τὸ ἄνω, in aufsteigender Linie, Theaet. 175 b; οἱ ἄνω πρὸ αὐτοῦ Philostr. – 4) Der Ggstz ist stets κάτω. Dah. Her. 3, 3 τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω τὰ δὲ κάτω ἄνω, das Oberste zu unterst lehren, alles verwirren; dah. sprichwötrlich τὸ λεγόμενον ἄνω κάτω πάντα Plat. Theaet. 159 d; sehr oft bei Attikern, ἄνω τε καὶ κάτω τίθησι Aesch. Eum. 620; Eur. Bacch. 740. 752 u. oft; Plat. Prot. 356 d u. öfter; ἄνω καὶ κάτω Phaedr. 272 b; κινεῖν, ἕλκειν, στρέφεσθαι Phaed. 111 e Lach. 196 b; seltener ohne Conjunction, die z. B. bei Dem. 2, 16 αἱ ἄνω κάτω στρατεῖαι u. 4, 41 nach den mss. hinzuzusetzen; καὶ ἄνω καὶ κάτω 9, 36; vgl. 23, 178. Doch fehlt sie oft bei Com.; auch κάτω ἄνω, Antiphan. Ath. I, 14 f; Eur. Bacch. 349. 602 El. 842 I. T. 282; ἄνω καὶ κάτω διαλέγεσθαι, hin u. her reden, immer wieder auf denselben Gegenstand zurückkommen. Auch mit dem gen., ἄνω καὶ κάτω τοῦ Κρανείου Luc. de conscrib. hist. 3. – 5) Als praepos. mit dem gen., oberhalb, über, Sp., z. B. Callim. Iov. 24; Ilion. Hal. 1, 56. – compar. u. superl. ἀνωτέρω u. ἀνωτάτω, s. einzeln.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνω: ἀπαρ. ἄνειν, Πλάτ. Κρατ. 415Λ. μετοχ. ἄνων: παρατ. ἦνον, κτλ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἤνεσα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 491., 1028. 35. Ριζικὸς τύπος τοῦ ἀνύω, ἀνύτω, διανύω, τελειώνω, ἦνον ὁδὸν «ἐνταῦθα τὸ ἦνον τὸ ἁπλῶς ἤνυον, ἐτελείουν δηλοῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 496· οὐτ’ ἂν τι θύων οὔτ’ ἐπισπένδων ἄνοις (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ ναοῖς ἢ λάβοις) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 161· ἀλλ’ οὐδὲν ἦνον Εὐρ. Ἀνδρ. 1132· ταῦτα... πρὸς ἀνδρός ἐστ’ ἄνοντος ἐς σωτηρίαν (ὡς τὸ ἀνύω Ι. 3) Ἀριστοφ. Σφ. 369, ἔνθα ἴδε Δινδ., ἀρυσσάμενοι... ἤνομεν Ἀνθ. Π. 11. 64· ἄνοις ἀντὶ τοῦ ἀνύοις Φρύν. ἐν Α. Β. 406· ΙΙ. Παθ., φθάνω εἰς τέρμα, προχωρῶ πρὸς τὸ τέλος μου, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς συντελέσεως περιόδου τινὸς χρονικῆς, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται, ἡ νὺξ ταχέως πλησιάζει εἰς τὸ τέρμα της, «ἀνύεται, τελειοῦται» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 251· ἔτος ἀνόμενον, φθίνον, ἀπολεῖπον, Ἡρόδ. 7. 20, πρβλ. 1. 189· ἦμαρ ἀνόμενον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 494· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὅππως... ἔργον ἄνοιτο Ἰλ. Σ. 473· ἤνετο τὸ ἔργον Ἡρόδ. 8. 71· ἀνομένων βημάτων Αἰσχύλ. Χο. 799· ὁπόταν θήρης... ἔργον ἄνηται Ὀππ. Ἁλ. 5. 442: - ἀπροσώπ., ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς, «γράφει δὲ κατ’ ἐνίους Ἀσκληπιάδης ἄνευ τοῦ σ, λιταί, καὶ οὕτω καθίστησι τὸν λόγον: «πρὸς δὲ τὸ κεχαρισμένον τῇ εὐσεβείᾳ τῶν ἀνδρῶν ἀνύοντες λιταὶ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 10· πρβλ. ἀνύω, ἐν ἀρχ. [ᾱ Ὅμ., πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 473: μετέπειτα ἐγένετο κοινόν· πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 442].

French (Bailly abrégé)

1seul. prés. et impf. ἦνον ; Pass. seul. prés. ἄνομαι et impf. ἠνόμην;
mener à terme, accomplir, achever, acc..
Étymologie: DELG v. ἀνύω.
2adv. et prép.
en haut :
A. adv. I. de bas en haut : λᾶαν ἄνω ὤθεσκε OD il poussait sans cesse une pierre de bas en haut ; κονιορτὸς ἄνω ἐχώρει THC la cendre s’élevait (en épais nuages) ; ἄνω τε καὶ κάτω, ἄνω καὶ κάτω de bas en haut et de haut en bas, en tout sens ; τὰ μὲν ἄνω κάτω τιθέναι, τὰ δὲ κάτω ἄνω HDT mettre tout sens dessus dessous, bouleverser tout de fond en comble ; p. anal. :
1 en parl. de la région du nord ὅσσον Λέσβος ἄνω ἐέργει IL tout ce que borne, en remontant vers le nord, l’île de Lesbos;
2 en parl. de l’intérieur des terres ἄνω ἰέναι, πορεύεσθαι HDT aller, se diriger vers l’intérieur ; ἡ ἄνω ὁδός HDT la route vers l’intérieur;
3 fig. en remontant, en se reportant plus haut;
II. en haut : τὸ ἄνω, τὰ ἄνω la partie supérieure, le haut ; οἱ ἄνω θεοί SOPH les dieux d’en haut ; en parl. de la terre, par opp. aux enfers οἱ ἄνω ceux d’en haut, les vivants ; en parl. du nord ἄνω πρὸς Βορέην HDT en haut vers le nord ; en parl. de l’intérieur des terres τὰ ἄνω τῆς Ἀσίης HDT, τῆς Λιβύης HDT l’intérieur de l’Asie, de la Libye ; ὁ ἄνω βασιλεύς le roi de Perse, le grand roi ; ou le roi de Thrace ; en parl. de la partie haute d’une villeἄνω πόλις THC la ville haute ; ἡ ἄνω βουλή PLUT le tribunal d’en haut, l’aréopage ; avec idée de temps οἱ ἄνω χρόνοι LUC les temps anciens;
III. au-dessus, par-dessus;
B. prép. au-dessus de, gén;
Cp.
ἀνωτέρω, Sp. ἀνωτάτω.
Étymologie: ἀνά.

English (Autenrieth)

(ἀνά): upwards, Od. 11.596 ; Λέσβος ἄνω (i. e. towards Troy, ‘north’?).. καὶ Φρυγίη καθύπερθε, Il. 24.544.
ipf. ἦνον: complete; ὁδόν, Od. 3.496; pass. νὺξ ἄνεται, ‘draws to a close,’ Il. 10.251 ; ὅππως ἔργον ἄνοιτο (note the quantity), Il. 18.473.

English (Slater)

ᾰνω
   1 up met. αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πολλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6)
ᾱνω
   1 accomplish pass. ἄνεται δὲ πρὸσχάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (i. e. impers., there is accomplishment for prayers ) (O. 8.8) σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς (Kayser: τὰ γλυκέα γίνεται codd.) (O. 14.6)

Spanish (DGE)

• Morfología: [compar. ἀνωτέρω A.Fr.312, sup. ἀνωτάτω Hdt.7.23]
A adv.
I c. verb. de mov.
1 c. idea de lugar hacia arriba λᾶαν ἄνω ὤθεσκε Od.11.596, αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ' αὖ κάτω ψεύδη ... κυλίνδοντ' ἐλπίδες Pi.O.12.6, πέμπετε δ' ἄνω enviad arriba e.e., a la Tierra desde el Hades, A.Pers.645, κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' S.El.714, κονιορτὸς ... ἐχώρει ἄνω Th.4.34, σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος S.Ai.1412, οἱ ἀσκοὶ ... ἄνω φέρουσι τὸ συνεχές los odres empujan hacia arriba lo que está unido a ellos Arist.Ph.217a3, ᾖρεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω Eu.Io.11.41
río arriba ἀναπλέοντι ἀπὸ θαλάσσης ἄνω para el que navega contra corriente Hdt.2.155, ἄ. ποταμῶν ... χωροῦσι παγαὶ E.Med.410
de donde prob. ἄνω ποταμῶν confusión ἄνω ποταμῶν ... πάντες οἱ περὶ πορνείας ἐρρύησαν λόγοι Decr. en D.19.287, ὀψώνιον ... ἀποστελῶ σε ἄνω te mandaré dinero y provisiones río arriba, POxy.744.8 (I a.C.)
κἄνω καὶ κάτω ... φεύγουσι huyen para arriba y para abajo, en todas direcciones Ar.Ach.21, tb. ἄνω τε καὶ κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν Ar.Eq.866, τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων A.Eu.650, cf. E.HF 1307, στρέφεις ... τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.511a, ταράσσειν Critias Fr.Trag.11.3, ποιεῖν D.9.36, μετατίθεσθαι Pl.Min.316c, μεταβάλλειν Pl.Sph.242a, τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω Hdt.3.3
c. ὁδός: τῆς ἄνω ὁδοῦ del camino que sube Pl.R.621c, cf. Hdt.7.128, X.An.3.1.8, ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή el camino de subida y bajada es uno y el mismo Heraclit.B 60, cf. ὄρος ... αἰεὶ ἄνω τεῖνον Hdt.2.8.
2 hacia el Norte ὅσσον Λέσβος ἄνω ... ἐέργει Il.24.544, οὔτε ... τὰ ἄνω αὐτῆς χωρία ... οὔτε τὰ κάτω Hdt.1.142, τὸν ἄνω τόπον Pl.R.435e.
3 c. idea de tiempo προαγαγὼν ἄνω retrocediendo (a cosas anteriores), Aeschin.2.34.
4 compar. fig. más allá ἀνωτέρω τε οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων Hdt.1.190.
II sin mov.
1 en la parte superior, arriba en gener. τὸν δ' ὀρθὸν ἄνω κίονι δήσας S.Ai.239, ὡς δὲ ἄνω ἦσαν X.HG 3.5.20, ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο (en la Pnix) D.18.169
en constr. adjetival τὴν δὲ ἄνω βουλήν el Consejo de arriba (e.d. el Areópago), Plu.Sol.19, ἐπὶ τῶν ἄνω τόπων OGI 111.17
tb. sup. ἀνωτάτω más alto εἰς τὸν ἀνωτάτω ... τόπον Hero Spir.1.proem.p.10, τὴν ἀνωτάτω στέγην Scymn.906
subst. τὰ ἄνω (τῆς οἰκίας) las partes superiores de la casa op. los cimientos, X.Eq.1.2, οἱ ἄνω los (soldados situados) arriba Th.4.48, tb. compar. τὰ ἀνωτέρω τῶν ἄρθρων las partes superiores de las articulaciones Hp.Art.66, tb. sup. οἱ ἀνωτάτω Hdt.7.23, τὸ ἀνωτάτω μέρος τοῦ σώματος Corn.ND 20.
2 arriba, sobre la tierra op. Hades νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω S.OT 416, ἄνω βλέποντα S.Ph.1348
subst. τὰ ἄνω la superficie op. una caverna, Pl.R.516a, οἱ ἄνω los vivos S.Ant.1068.
3 arriba, en el cielo compar. ἀνωτέρω θακῶν ... Ζεύς A.Pr.312, sup. de los dioses ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax 207, del sol ἀνωτάτω ... τὸν ἥλιον Hippol.Haer.1.6 (= Anaximand.A 11), ἀνωτάτω αἰθήρ Placit.2.7.1 (= Parm.A 37)
en constr. adjetival οἱ ἄνω θεοί los dioses de arriba S.Ant.1072
subst. γλιχόμεναι ... τοῦ ἄνω de las almas, Pl.Phdr.248a, sup. θεῶν τῶν ἀνωτάτω νοατικός Euryph.p.15
crist. ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω Act.Ap.2.19, ἐκ τῶν ἄνω εἰμί Eu.Io.8.23, ἡ δὲ ἄνω Ἱερουσαλήμ Ep.Gal.4.26, ἄνω φῶς Clem.Al.Exc.Thdot.4.2.
4 en el interior, tierra adentro compar. οὐ προήϊσαν ἀνωτέρω πρὸς ἑσπέρης Hdt.8.130
en constr. adjetival τῆς ἄνω Ἀσίης Hdt.1.95, ἡ ἄνω πόλις de Atenas op. Pireo, Th.2.48, ὁ ἄνω βασιλεύς el rey persa X.An.7.1.28, τὴν ἄνω Μακεδονίαν Plu.Pyrrh.11, ἄνω Θηβαΐς CPR 1.19.17, sup. ἡ ἀνωτάτω κώμη X.An.7.4.11
subst. τῆς Λιβύης τὰ ἄνω Hdt.2.24, βασιλεὺς τῶν τε ἄνω τε καὶ τῶν κάτω χωρῶν OGI 90.3, 46 (Roseta), en el estadio τὰ ἄνω prob. la parte alejada de la meta, Pl.R.613b.
5 en el cuerpo τὴν ἄνω κοιλίαν Pl.Ti.85e, Arist.Mete.360b23
τὰ ἄνω las partes superiores Arist.GA 741b28, τὸ πνεῦμ' ἔχοντ' ἄνω jadeando Men.Fr.23.
6 de un texto arriba ἄνω ἐκεῖ ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις Pl.Grg.508e, ἐν γὰρ τοῖς ἄνω λόγοις Pl.R.603d.
7 mús. ref. a los agudos φωνὴ ... διὰ τῶν ἄνω τόνων ἐλαυνομένη Plu.Cic.3.
8 c. idea temp. antes compar. ἢ ἀδελφῷ ἢ πατρὶ ἢ ἔτι ἀνωτέρω Pl.Lg.880b
subst. εἰς τὸ ἄνω hacia atrás del cómputo de generaciones, Pl.Tht.175b, τοῖς ἄνω τοῦ γένους a los antepasados Pl.Lg.878a, τῶν ἄνω Pl.Criti.110b, ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις en el pasado, antiguamente D.18.310, Luc.Charid.16, compar. οἱ ἀνωτέρω χρόνοι los tiempos más remotos D.S.16.40, cf. Plb.1.7.2, sup. τὰ ἀνωτάτω τῶν γενῶν Arist.Metaph.998b18, cf. Zeno Stoic.1.51, Str.8.1.2, Ph.1.321, S.E.P.1.138.
III fig.
1 altivamente, con orgullo ἄνω βαίνειν Philostr.VA 1.13, φρονεῖν Hld.7.23.6.
2 c. idea de rango más general de las κατηγορίαι Arist.APo.82a23, κατὰ τὸ ἀνωτάτω S.E.M.8.141
ἡ ἀνωτάτω (ἄσκησις) (la disciplina) principal Arr.Epict.3.24.84, τιμωρία PLond.1171.ue.(c).11 (I d.C.).
B prep. de gen.
1 por encima o más allá de τῆς ἄνω Ἅλυος ποταμοῦ Ἀσίης Hdt.1.130, ἄνω τῶν ἱππέων X.An.4.3.3, ἄνω τοῦ γόνατος Thphr.Char.4.7
más allá ἄνω ἀπὸ τῆς χθονός LXX 3Re.14.15.
2 temp. antes de ταῖς ἄνω μητρός las ascendientes de la madre Pl.R.461c
compar. mucho antes de ἀνωτέρω τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Gal.15.105.

• Etimología: Cf.ἀνά.

• Prosodia: [ᾱ- Hom. salvo Il.18.473; luego común]

• Morfología: [impf. ἦνον Od.3.496; aor. ind. ἤνεσας IG 7.3226 (Orcómeno II/I a.C.), ᾔνεσα (sic) Hymn.Is.35]
I tr. llevar a término, realizar ἤνεσας ἔ[ρ] γ[ο] ν IG 7.3226 (Orcómeno II/I a.C.), μόχθον Hymn.Is.l.c., ἦνον ὁδόν Od.l.c.
obtener, lograr, conseguir οὔτ' ἄν τι θύων ... ἄνοις A.Fr.279a, ἀλλ' οὐδὲν ἦνεν E.Andr.1132, ποτὸν ἤνομεν AP 11.64.5 (Agath.).
II 1en v. med., c. suj. de n. de tiempo llegar a su término, transcurrir, pasar νὺξ ἄνεται Il.10.251, πέμπτῳ δὲ ἔτεϊ ἀνομένῳ Hdt.7.20, νέον ἤματος ἀνομένοιο a poco de consumirse el día A.R.2.494, ἀνομένου τοῦ αὐτοῦ μηνός Milet 1(3).145.30 (III/II a.C.).
2 c. suj. de pers. y prep. más ac. llegar a πρὸς ἀνδρὸς ... ἄνοντος εἰς σωτηρίαν propio de un hombre que llega a su salvación Ar.V.369, ἄνειν ἐπὶ πολύ Pl.Cra.415a
en v. med. τοῦτ' ἰδεῖν δάπεδον ἀνόμενον βημάτων ὄρεγμα el brio de sus pasos que avanza para contemplar este lugar A.Ch.798.
3 en v. med. impers. ἄνεται ... λιταῖς se da cumplimiento (a las esperanzas) por medio de las súplicas Pi.O.8.8
c. suj. de abstr. culminar, realizarse ὅππως ... ἔργον ἄνοιτο Il.18.473, cf. Hdt.8.71, Opp.H.5.442.

English (Strong)

adverb from ἀντί; upward or on the top: above, brim, high, up.

English (Thayer)

adverb (from Homer down);
a. above, in a higher place, (opposed to κάτω): ὁ, ἡ, τό ἄνω: ἡ ἄνω ἱεροσαλημ the upper i. e. the heavenly Jerusalem); ἡ ἄνω κλῆσις the calling made in heaven, equivalent to ἐπουράνιος, τά ἄνω as a substantive, heavenly things, ἐκ τῶν ἄνω from heaven, ἕως ἄνω, upward, up, on high: αἴρω); ἄνω φύει).

Greek Monotonic

ἄνω: [ᾱ γενικά], απαρ. ἄνειν, μτχ. ἄνων, παρατ. ἦνον· ριζικός τύπος του ἀνύω,
I. επιτυγχάνω, κατορθώνω, αποπερατώνω, ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδὲν ἦνον, σε Ευρ.
II. Παθ., λέγεται για τη συντέλεση μιας χρονικής περιόδου, νὺξ ἄνεται, η νύχτα πλησιάζει στο τέρμα της, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτος ἀνάμενον, που απολείπεται, σε Ηρόδ.· γενικά, ολοκληρώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤνετο τὸ ἔργον, σε Ηρόδ.
ἄνω: επίρρ. (ἀνά
Α. I. δηλώνοντας κίνηση, πάνω, προς τα πάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἄνω ἰόντι, ανεβαίνοντας προς την ενδοχώρα (δηλ. στο εσωτερικό), σε Ηρόδ.
II. δηλώνοντας ανάπαυλα, στάση,
1. πάνω, εφ' υψηλού, ψηλά, στα ύψη, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.
2. πάνω τη γη, αντίθ. του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ.· οἱ ἄνω, οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ κάτω, οι νεκροί, στον ίδ.
3. στο ουρανό, αντίθ. προς τη γη, οἱ ἄνω θεοί, οι θεοί που μένουν στον ουρανό, Λατ. superi, στον ίδ.
4. γενικά λέγεται για θέση, ἄνω καθῆσθαι, κάθομαι στο πάνω μέρος της πόλης, δηλ. στην Πνύκα, σε Δημ.· ἡ ἄνω βουλή, δηλ. ο Άρειος Πάγος, σε Πλούτ.
5. γεωγραφικά, στον βορρά, προς τον βορρά, σε Ηρόδ.
6. προς τα μεσόγαια από την παραλία, στον ίδ., Ξεν.· ὁ ἄνω βασιλεύς, ο βασιλιάς της Περσίας, σε Ηρόδ.
7. λέγεται για χρόνο, προηγούμενα, παλιότερα, σε Πλάτ. κ.λπ.
8. πάνω, Λατ. supra, σχετικά με πέρασμα, στον ίδ.
9. λέγεται για τόνους της φωνής, σε Πλούτ.
III. 1. ἄνω καὶ κάτω, πάνω-κάτω, εδώ και κει, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. άνω-κάτω, ακατάστατα, Λατ. susque deque, τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω, σε Ηρόδ.· ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. Ως πρόθ. με γεν., πάνω, σε Ηρόδ. Γ. Συγκρ., ἀνωτέρω, απόλ., ψηλότερα, σε Αισχύλ.· παραπέρα, σε Ηρόδ.
2. με γεν., προς τα πάνω, πιο πέρα, στον ίδ.
II. υπερθ. ἀνωτάτω, ύψιστα, στον ίδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνω:
I (только praes. и impf. ἦνον) доводить до конца, заканчивать, совершать, исполнять (ἔργον, ὁδόν Hom.): νύξ ἄνεται Hom. ночь близится к концу; πέμπτῳ ἔτεϊ ἀνομένῳ Her. на исходе пятого года; οὐδὲν ἦνεν Eur. он ничего не добился; ἄ. ἔς τι Arph. стремиться к чему-л.
II adv. (compar. ἀνωτέρω - поздн. ἀνώτερον, superl. ἀνωτάτω - реже ἀνώτατα)
1) вверх, кверху (λᾶαν ὠθεῖν Hom.): ἄ. τε καὶ κάτω στρέφειν Eur., Plat., Dem. (μεταβάλλεσθαι Plat. или ποιεῖν Dem.) ставить все вверх дном, перевертывать;
2) вверх, вглубь (страны) (ἄ. ἰέναι Her.; ἡ ἄ. ὁδός Xen.);
3) вверху, наверху: τὸ или τὰ ἄ. Xen., Plat. верхняя часть; ἄ. ἐπὶ τῆς γῆς οἰκεῖν Plat. жить на поверхности земли; τὰ ἄ. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, λόγοις Plat. вышесказанное; οἱ ἄ. живущие, находящиеся в живых; ἡ ἄ. πόλις Thuc. возвышенная часть города; ἡ ἄ. βουλή Plut. = Ἄρειος πάγος; τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst. высшие области бытия, т. е. первоначала; ἀρχαὶ πάντων κατὰ τὸ ἀνωτάτω Sext. филос. наивысшие начала;
4) в глубине (страны) (τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης Her.): ὁ ἄ. βασιλεύς Xen. царь глубинной страны (Персии или Фракии),;
5) прежде, встарь: οἱ ἄ. χρόνοι Dem., Diod., Luc. былые времена; οἱ ἄ. τοῦ γένους Plat. люди прежних поколений; οὐ πολλοῖς ἀνώτερον χρόνοις Polyb. во времена немного более отдаленные; οἱ ἄ. μητρός Plat. предки по женской линии.
III praep. cum gen. выше, вверх на, по или в (αἰθέρος ἄ. Soph.; ἄ. ποταμῶν ῥεῖν Dem.): ἄ. τῶν ἱππέων Xen. выше всадников, т. е. за конным строем.

Middle Liddell

1 [radic. form of ἀνύω,]
I. to accomplish, achieve, finish, ὁδόν Od.; οὐδὲν ἦνον Eur.
II. Pass., of the close ofa period of time, νὺξ ἄνεται night is drawing to a close, Il.; ἔτος ἀνόμενον the waning year, Hdt.:—generally to be finished, Il.; ἤνετο τὸ ἔργον Hdt.
2 [ἀνά]
I. implying Motion,
I. up, upwards, Hom., etc.; ἄνω ἰόντι going up the country, (i.e. inland), Hdt.
II. implying Rest, up, aloft, on high, Soph., Plat., etc.
2. on earth, as opp. to the world below, Soph.; οἱ ἄνω the living, opp. to οἱ κάτω the dead, Soph.
3. in heaven, as opp. to earth, οἱ ἄνω θεοί the gods above, Lat. superi, Soph.
4. generally of position, ἄνω καθῆσθαι to sit in the upper quarter of the city, i. e. the Pnyx, Dem.; ἡ ἄνω βουλή, i. e. the Areopagus, Plut.
5. geographically, on the north, northward, Hdt.
6. inward from the coast, Hdt., Xen.; ὁ ἄνω βασιλεύς the king of Persia, Hdt.
7. of Time, formerly, of old, Plat., etc.
8. above, like Lat. supra, in referring to a passage, Plat.
9. of tones in the voice, Plut.
III. ἄνω καὶ κάτω, up and down, to and fro, Eur., Ar., etc.
2. upside down, topsy-turvy, Lat. susque deque, τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω Hdt.; ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων Aesch., etc.
B. as prep. with gen. above, Hdt.
C. comp. ἀνωτέρω, absol. higher, Aesch.; further, Hdt.
2. c. gen. above, beyond, Hdt.
II. Sup. ἀνωτάτω highest, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:¥nw 安挪
詞類次數:副詞(9)
原文字根:向上 相當於: (מַעַל‎ / מַעְלָה‎)
字義溯源:向上,上面,在上,上頭,缸口,出來;源自(ἀντί)*=相對)
出現次數:總共(9);約(3);徒(1);加(1);腓(1);西(2);來(1)
譯字彙編
1) 上面的(2) 西3:1; 西3:2;
2) 上面(1) 腓3:14;
3) 出來(1) 來12:15;
4) 在上的(1) 加4:26;
5) 上(1) 徒2:19;
6) 上頭的(1) 約8:23;
7) 向上(1) 約11:41;
8) 缸口(1) 約2:7