ῥεῦμα

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεῦμα Medium diacritics: ῥεῦμα Low diacritics: ρεύμα Capitals: ΡΕΥΜΑ
Transliteration A: rheûma Transliteration B: rheuma Transliteration C: reyma Beta Code: r(eu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ῥέω)

   A that which flows, current, stream, A.Pr.139 (anap.), X.HG4.2.11; μειλιχίων ποτῶν ῥ. S.OC160 (lyr.); ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Pl.Tht.144b; ῥεῦμα μελισσῶν AP9.404 (Antiphil.): metaph., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως, Pl.Ti.44b, 45c; τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος Epicur.Ep. 1p.13U.    2 stream of a river, Hdt.2.20, 24; ῥ. Διρκαῖον E.Supp.637, cf. IT401 (lyr.); τὸ τοῦ Νείλου ῥ. Pl. Ti.21e; also, eruption of lava, Th.3.116, Carc.5.7: metaph., stream or flood of men, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν A.Pers. 88 (anap.); ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ib.412, cf. E.IT1437; πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι S.Ant.129(anap.); so ῥεύματα ἐπῶν Cratin.186; κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plu.2.609b.    3 flood, κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Th. 4.75, cf. Hdt.8.12; φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Demad.15.    II that which is always flowing or changing, τὸ τῆς τύχης . . ῥ. μεταπίπτει ταχύ the ebb and flow of fortune, Men.Georg.Fr.2.    III Medic., humour or discharge from the body, flux, rheum, διὰ τῶν ῥινῶν Hp. VM18; ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει Luc.Philops.6; ῥ. νοσηματικά Arist.Sens.444a13; στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Dsc.1.83; κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10: abs.,POxy.1088.1(i A.D.), Plu.Mar.34, etc.

German (Pape)

[Seite 838] τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς ἄβατος διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Uebertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch Heftigkeit, μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Uebertr. drückt es auch das Wechseln, das Veränderliche aus, τύχης, Glückswechsel, Menand.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεῦμα: τό, (ῥέω) τὸ ῥέον, ῥεῦμα, ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν ῥεῦμα Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) ῥεῦμα ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· ὡσαύτως ῥύαξ λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., ῥεῦμαπλῆθος ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) πλήμμυρα, κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ ῥέον ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ, ἡ παλίρροια τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, καταρροή, κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. ῥευματισμός, ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ νεῦρα Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
écoulement, flux :
1 eau qui coule;
2 écoulement d’un liquide en gén. ; particul. écoulement d’humeurs ; rhumatisme;
3 p. anal. affluence, en gén. flot d’hommes, torrent de larmes.
Étymologie: R. Ῥυ couler, > ῥευ-, v. ῥέω.

Greek Monolingual

το / ῥεῡμα, ΝΜΑ, και ρέμα Ν ῥέω
1. κίνηση ρευστής μάζας
2. η ίδια η κινούμενη μάζα («ώ λαμπρόν του Αιγαίου ρεύμα», Κάλβ.)
3. αθρόα ροή ποταμού («το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε τα πάντα»)
4. κοίτη ρυακιού ή χειμάρρου, ρέμα, ρεματιά
5. κίνηση, φύσημα αέρα (α. «κλείσε τα παράθυρα γιατί κάνει ρεύμα» β. «τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῡ φωνοῡντος», Επίκτ.)
6. συρροή ανθρώπων, πλήθος ανθρώπων που κινούνται προς μια κατεύθυνση (α. «τον παρέσυρε το ρεύμα του πλήθους» β. «ῥεῡμα τ' ἐξορμῶν στρατοῡ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) κάθε μετακίνηση ατμοσφαιρικών μαζών που οφείλεται στην ύπαρξη διαφορών θερμοκρασίας και ατμοσφαιρικής πίεσης (α. «ανοδικά ρεύματα» β. «καθοδικά ρεύματα»)
2. α) σύνολο φιλοσοφικών, πολιτικών, επιστημονικών ή καλλιτεχνικών ιδεών ή δοξασιών, που υιοθετούνται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο από έναν μεγάλο, σχετικά, αριθμό ανθρώπων («τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της Αναγέννησης»)
β) ομαδική τάση προς ορισμένη πολιτικο-ιδεολογική κατεύθυνση στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου (α. «το ρεύμα της αντιπολίτευσης είναι ισχυρό» β. «στο κυβερνητικό κόμμα διακρίνονται σαφώς δύο ρεύματα»)
3. φρ. α) «βελοειδές ρεύμα»
ωκεαν. μικρού εύρους θαλάσσιο ρεύμα που αναπτύσσεται απότομα σαν αεροχείμαρρος και κινείται από την ακτή προς τα ανοιχτά
β) «ηλεκτρικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) η κίνηση ηλεκτρικών φορτίων κατά μήκος ενός αγωγού, μέσα σε ένα διάλυμα ή σε ένα ιοντισμένο αέριο
γ) «ρεύμα εκκίνησης»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα κατάλληλο για την έναρξη περιστροφής ενός ηλεκτρικού κινητήρα που, συνήθως, προκαλείται από τάση χαμηλότερη της τάσης λειτουργίας
δ) «επίμηκες ρεύμα»
ωκεαν. παράκτια κίνηση του νερού παράλληλα προς μια θαλάσσια ή λιμναία ακτή, η οποία δημιουργείται, γενικά, από τη θραύση τών κυμάτων που προσπίπτουν στην ακτογραμμή υπό γωνία
ε) «ρεύμα λάβας»
(πετρογρ.) μορφή έκχυσης λάβας στην επιφάνεια της Γης που παρουσιάζει μέγιστη ανάπτυξη προς μια διεύθυνση, σε αντίθεση προς τις άλλες διευθύνσεις που χαρακτηρίζονται από πολύ μικρότερη ανάπτυξη
στ) «ρεύμα πυθμένα»
ωκεαν. πυκνό, κατώτερο στρώμα θαλάσσιου νερού που διαχωρίζεται σαφώς από τα υπερκείμενα νερά λόγω της χαρακτηριστικής θερμοκρασίας, αλατότητας και περιεκτικότητάς του σε οξυγόνο
ζ) «θαλάσσια ρεύματα» ωκεαν. οριζόντιες ή κατακόρυφες κινήσεις τών θαλάσσιων μαζών που προκαλούνται από την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, την τριβή του ανέμου στην επιφάνεια της θάλασσας και τις διαφορές πυκνότητας μεταξύ τών θαλάσσιων στρωμάτων
η) «λιμναία ρεύματα»
ωκεαν. κίνηση του λιμναίου νερού που προκαλείται από τον άνεμο, τις κυματαναπάλσεις, καθώς και από εισροή και εκροή νερού
θ) «ρεύματα μεταφοράς»
(γεωφ.) ροή στον μανδύα της Γης
ι) «ρεύματα πυκνότητας»
(φυσ.-ωκεαν.) ρεύματα σε υγρά ή αέρια μέσα που κινούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας και οφείλονται σε μικρές διαφορές της πυκνότητας
ια) «ρεύματα τουρβιδιτικά» ή «ρεύματα θολερότητας»
ωκεαν. τύποι υδάτινων ρευμάτων που δημιουργούνται από τις διαφορές πυκνότητας τις οποίες προκαλεί το αιωρούμενο ίζημα, το οποίο δίνει στα ρεύματα και τη χαρακτηριστική θολή εμφάνισή τους
ιβ) «υδάτινο ρεύμα» — ρεύμα νερού
ιγ) «εναλλασσόμενο ρεύμα»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η φορά και η ένταση ποικίλλουν περιοδικά ως προς τον χρόνο
ιδ) «μονοφασικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ρεύμα που παράγεται από μια μόνο ηλεκτρεγερτική δύναμη
ιε) «πολυφασικό ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που προκύπτει από ένα σύνολο ηλεκτρεγερτικών δυνάμεων που έχουν την ίδια συχνότητα αλλά διαφέρουν η μία από την άλλη κατά το ίδιο κλάσμα περιόδου
ιστ) «συνεχές ρεύμα»
(ηλεκτρ.) ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η φορά και η ένταση δεν ποικίλλουν ως προς το χρόνο
ιζ) «τυρβώδη ρεύματα» — ρεύματα εξ επαγωγής που δημιουργούνται στο εσωτερικό τών μεταλλικών μερών τών ηλεκτρομαγνητικών και τών ηλεκτρικών συσκευών, με αποτέλεσμα την υπερθέρμανσή τους, αλλ. ρεύματα Φουκώ
ιη) «ρεύματα Φουκώ»
(ηλεκτρ.) τα τυρβώδη ρεύματα
ιθ) «Ρεύμα του κόλπου»
ωκεαν. θερμό ωκεάνιο ρεύμα που κινείται προς τα βορειοανατολικά, έξω από την ακτή της Βόρειας Αμερικής, μεταξύ του Ακρωτηρίου Χέτερες της Βόρειας Καρολίνας και τών Μεγάλων Υφάλων της Νέας Γης, όπου διαχωρίζεται σε πολλούς κλάδους, ορισμένοι από τους οποίους διασχίζουν τον Ατλαντικό και ρέουν προς τις Βρετανικές Νήσους και τη Νορβηγική Θάλασσα και σχηματίζουν το λεγόμενο Βορειοατλαντικό Ρεύμα, ενώ άλλοι κλάδοι ρέουν προς τα νότια και νοτιοανατολικά και ενώνονται τελικά με αντιρρεύματα που κινούνται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, καθώς και με το Ρεύμα τών Καναρίων Νήσων, αλλ. Γκολφ Στρημ
μσν.
ο πορθμός του Βοσπόρου
αρχ.
1. ροή λάβας
2. περίσσεια, αφθονία («πολλοῡ... τῶν ἀγαθῶν ῥεύματος», Λιβάν.)
3. ορμή, σφοδρότηταμετὰ πολλοῡ ῥεύματος εἰς τὴν στοὰν φερόμενος», Πλούτ.)
4. ροή λόγου, ευγλωττία («στρογγύλα τὰ ῥήματα καὶ ῥεῡμα ἄπαυστον», Λιβάν.)
6. ροή του χρόνου
7. η φορά τών πραγμάτων, της ζωής («τὸ τῆς τύχης... ῥεῡμα μεταπίπτει ταχύ», Μέν.)
8. (για σωματικό υγρό) καταρροή («στομάχου καὶ κοιλίας ῥεῡμα», Διοσκ.)
9. ρευματισμός («ῥεῡμα εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ῥεῦμα: -ατος, τό (ῥέω
I. 1. αυτό που ρέει, ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, ροπή, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. ρεύμα ποταμού, κυρίως στον πληθ., σε Ηρόδ., Ευρ.· ρυάκι λάβας, σε Θουκ.· μεταφ., ρεύμα ή πλήθος ανθρώπων, σε Τραγ., Σοφ.
3. πλημμύρα, σε Θουκ.
II. στην ιατρική, απέκκριση, απέκκριμμα του σώματος, έκχυση, καταρροή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ῥεῦμα: ατος τό
1) поток, струя (μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plut.): τὸ τῆς αὔξης καὶ τροφῆς ῥ. Plat. приток питательных веществ и непрерывный рост; τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. непрерывный зрительный акт;
2) тж. pl. течение (ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.);
3) текучесть, непостоянство (τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.);
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.);
5) наплыв, множество, масса (στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.);
6) разлив, наводнение: κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Thuc. вследствие внезапно хлынувшего разлива;
7) напор, стремительность (ῥ. πολέμου Plut.);
8) мед. истечение или слизь (ῥεύματα νοσηματικά Arst.);
9) ревматическое страдание: ὑπὸ γήρως καὶ ῥευμάτων ἀπειρηκώς Plut. изнуренный старостью и ревматизмом.

Middle Liddell

ῥεῦμα, ατος, τό, [ῥέω]
I. that which flows, a flow, stream, current, Aesch., Soph., etc.
2. the stream of a river, mostly in pl., Hdt., Eur.; a stream of lava, Thuc.: metaph. a stream or flood of men, Trag., Soph.
3. a flood, Thuc.
II. a discharge from the body, a flux, rheum, Luc.