δεῖπνον
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
τό, A meal: in Hom. sometimes noonday meal, Il.11.86; sometimes = ἄριστον, morning meal, 2.381, 10.578, 19.171sq., Od.15.94sq., 500; sometimes = δόρπον, evening meal, 17.176, 20.390sq.; later, the midday meal, σῖτον εἰδέναι διώρισα, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182; later, the afternoon meal, dinner or supper, σοὶ δὲ μελήσει, ὅτανᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῖον, λιπαρῷ χωρεῖν ἐπὶ δ. Ar.Ec.652: freq. in plural, S.OT 779, El.203(lyr.); δ. Θυέστου E.Or.1008(lyr.); ἀπὸ δείπνου straight-way after the meal, ἀπὸ δ. αὐτοῦ θωρήσσοντο Il.8.54, cf. Antipho 1.17; καλεῖν ἐπὶ δεῖπνον, κεκλῆσθαι ἐπὶ δ., Eub.72,119.2; δ. παρασκευάζειν Pherecr.45,172; παραθεῖναι Id.184; ποιεῖν Dionys.Com.2.4; of animals, etc., Hom.Epigr.11, Ael.VH1.12, 12.27. 2 generally, food, provender, ἵπποισιν δεῖπνον δότε Il.2.383; ὄρνισι δεῖπνον A. Supp.801; κοράκεσσιν Epigr. ap. Philostr.Her.19.17.
German (Pape)
[Seite 540] τό, von Hom. an überall; bei Hom. in den Formen δεῖπνον, sehr oft, δείπνου, Odyss. 1, 124. 4, 61, δείπνοιο, Od. 19, 321, δείπνῳ, Iliad. 10, 578 Odyss. 1, 134. 24, 386. Bei Hom. bezeichnet das Wort die zweite der drei Hauptmahlzeiten, das Mittagessen, bei den Attikern die dritte, das Abendessen. S. z. B. Etymol. m. p. 262, 35 s. v. Δεῖπνος; zu δεῖπνον ist δεῖπνος spätere Nebenform, s. unten besonders. Die drei Mahlzeiten heißen bei den Attikern ἀκράτισμα, Frühstück, ἄριστον, Mittagessen, δεῖπνον, Abendessen; bei Hom. ἄριστον, Frühstück, δεῖπνον, Mittagessen, δόρπον, Abendessen. Vgl. Schol. Aristonic. Iliad. 10, 578. 11, 86. 730. 18, 560. 24, 124, Lehrs Aristarch. p. 132. Das ἄριστον wird bei Hom. nach Tagesanbruch eingenommen, Odyss. 16, 2, das δεῖπνον wenn die Sonne mitten am Himmel steht, Iliad. 11, 86; δεῖπνον und δόρπον scharf einander entgegengesetzt Odyss. 20, 390. Fälschlich las Zenodot Iliad. 11, 86 δόρπον statt δεῖπνον, und 11, 730 δεῖπνον statt δόρπον, s. Scholl. Schwierigkeiten macht die Stelle Odyss. 4, 61; nämlich dort ist vom Abendessen die Rede, wie auch vs. 213 durch den Ausdruck δόρπου und vs. 194 durch den Ausdruch μεταδόρπιος ausdrücklich hervorgehoben wird; aber vs. 61 sagt Menelaus σίτου θ' ἅπτεσθον καὶ χαίρετον, αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ' οἵ τινές ἐστον ἀνδρῶν. Lehrs Aristarch. p. 135 meint, die ursprüngliche Lesart sei δόρπου gewesen; δείπνου sei aus Odyss. 1, 124 eingeschleppt, χαῖρε, ξεῖνε. παρ' ἄμμι φιλήσεαι· αὐτὰρ ἔπειτα δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι ὅττεό σε χρή. Wenn man Odyss. 4, 61 die Lesart δείπνου schützen wolle, so müsse man annehmen, daß Menelaus das Wort δεῖπνον in etwas weiterem Sinne gebrauche; er wisse ja nicht, ob die so eben angekommenen Fremden an diesem Tage schon eine reichlichere Mahlzeit eingenommen hätten; wenn sie es nicht gethan, so habe man dieses δόρπον als ein δεῖπνον für ste ansehn können. Dies klingt allerdings etwas spitzfindig. Aber es läßt sich wohl ganz einfach u. gradezu annehmen, daß δεῖπνον in der Stelle Odyss. 4, 61 die allgemeinere Bedeutung »Mahlzeit« habe; um es recht scharf auszudrücken, daß δεῖπνον hier katachrestisch statt δόρπον gebraucht sei. Die Härte und das Auffallende des Ausdrucks ist nicht anstößiger als ἵπποι βουκολέοντο Iliad. 20, 221, νέκταρ ἐῳνοχόει 4, 3. Hierzu kommt, daß in mehreren Stellen δεῖπνον unläugbar katachrestisch für ἄριστον gebraucht wird, z. B. Odyss. 9, 311. 15, 77 Iliad. 8, 53. 10, 578. Das Frühstück wird überhaupt im ganzen Homer nur zweimal durch ἄριστον bezeichet, Odyss. 16, 2 Iliad. 24, 124. Man sagt zur Erklärung, durch δεῖπνον werde das Frühstück nur dann bezeichnet, wenn es wirklich eine reichliche Mahlzeit sei, bestimmt, das voraussichtlich fehlende Mittagbrot mit zu vertreten; wie z. B. wenn Krieger Morgens in die Schlacht ziehen, oder Reisende Morgens ihre Fahrt antreten. Allein diese Erklärung ist nicht ganz stichhaltig. Reisende nehmen Reisekost mit, Odyss. 3, 479, und sind also jedenkalts in der Lage, unterwegs um Mittag ein δεῖπνον zu halten; ein wenigstens eben so reichliches δεῖπνον, wie Hirten bei der Heerde auf dem Felde um Mittag aus einzunehmen im Stande sind. Die Hirten des Eumäus Odyss. 16 kehren Mittags eben so wenig nach Hause zurück, um dort ein δεῐπνον einzunehmen, wie der Cyclop Odyss. 9. Das Frühstück des Cyclopen aber heißt Odyss. 9, 311 ein δεῖπνον, das der Hirten des Eumäus Odyss. 16, 2 ein ἄριστον; Es bleibt also kaum etwas Anderes übrig, als anzunehmen, das Wort δεῖπνον stehe gradezu katachrestisch für ἄριστον, d. h. δεῖπνον habe neben seiner eigentlichen Bedeutung »Mittagessen« auch die allgemeinere Bedeutung »Mahlzeit«. Wenn aber dem so ist, da kann auch Odyss. 4, 61 δείπνου ganz einfach eine Katachrese statt δόρπου sein. So steht wohl entschieden δεῖπνον katachrestisch anstatt δόρπον Hom. hymn. Cerer. 128 ἔνθα γυναῖκες ἠπείρου ἐπέβησαν ἀολλέες, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ δεῐπνον ἐπηρτύνοντο παρὰ πρυμνήσια νηός. ἀλλ' ἐμοὶ οὐ δόρποιο μελίφρονος ἤρατο θυμός. – Von Pferden Iliad. 2, 383, εὖ δέ τις ἵπποισιν δεῖπνον δότω ὠκυπόδεσσιν. – Von Vögeln Aeschyl. Suppl. 801, ὄρνισι δεῖπνον πέλειν; Anthol. App. 129 δεῖπνον κοράκεσσιν; Aelian. V. H. 1, 12 ὅσα μυρμήκων δεῖπνόν ἐστιν; 12, 27 ἀπολείπειν αὐτοὺς κυνῶν δεῖπνον εἶναι. – Von Menschen, Homerisch, Aeschyl. Palamed. bei Athen. 1, 19 (Dindorf. edit. Oxon. frgm. 168) σῖτον δ' εἰδέναι διώρισα, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα, vgl. Eustath. p. 242, 22. 1358, 4. 1432, 5. 1791, 45. 1833, 4 Scholl. Iliad. 2, 881 Scholl. Odyss. 2, 20 Bekk. An. 1 p. 23, 23. – Xen. Hell. 6, 1, 4 ἄριστον καὶ δεῖπνον. – Plural statt des Singular. Eurip. Orest. 1008 τά τ' ἐπώνυμα δεῖπνα Θυέστου. – Die Wendung ἀπὸ δείπνου s. unter ἀπό.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖπνον: τό, (ἴδε ἐν λ. δάπτω)· – παρ’ Ὁμήρῳ ἐνίοτε ἡ μεσημβρινὴ τροφή, Ἰλ. Λ. 85, κἑξ.· ἐνίοτε = ἄριστον, ἡ πρωινὴ δηλ. τροφή, Β. 381., Κ. 578., Τ. 171, κἑξ., Ὀδ. Ο. 94, κἑξ., 500· ἐνίοτε = δόρπον, ἡ ἐσπερινὴ τροφή, Ρ. 176., Υ. 390, κἑξ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξ. ἐν λ. δείλη 12. Ὁ Nitzsch (Ὀδ. Α. 124) φρονεῖ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ εἶναι ἡ κυρία τροφή, ὁποτεδήποτε καὶ ἂν ἐλαμβάνετο. Παρὰ τοῖς παλ. Ἀττ. βεβαίως ἦτο ἡ μεσημβρινὴ ἢ ἡ μετὰ μεσημβρίαν τροφή, σῖτον εἰδέναι διώρισα, – ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ’ αἱρεῖσθαι τρίτα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181· ἀλλὰ κατὰ τοὺς νεώτερους Ἀττ. χρόνους τὸ δόρπον ἐξέλιπε, καὶ τὸ δεῖπνον κατέστη ἡ μόνη μετὰ μεσημβρίαν ἢ πρὸς ἑσπέραν τροφή, Λατ. coena· ὁ δὲ χρόνος καθ’ ὃν ἐγίνετο ἐποίκιλλε κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς ἐποχῆς, ἄλλοτε μὲν ἐνωρίτερον, ἄλλοτε δὲ τοσοῦτον ἀργά, ὥστε ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ὡς τὸ τῶν Γάλλων soup é· ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. coena· συχνάκις κατὰ πληθ. ὡς τὸ Λατ. epulae, Σοφ. Ο. Τ. 770, Ἠλ. 203, Εὐρ. Ὀρ. 1008. – Φράσεις: ἀπὸ δείπνου, ἀμέσως μετὰ τὸ δεῖπνον, ἀπὸ δ’ αὐτοῦ θωρήσσοντο Ἰλ. Θ. 54· πρβλ. ἀπὸ II. 2· – καλεῖν ἐπὶ δεῖπνον, κεκλῆσθαι ἐπὶ δ. Εὔβουλ. Οἰδ. 1, Ἀδήλ. 1, κτλ.· πρβλ. ἄκλητος, ἀσύμβολος, κτλ.· – δ. παρασκευάζειν Φερεκρ. Δουλ. 1, Ἀδήλ. 91, κτλ.· παραθεῖναι αὐτ. 55· ποιεῖν Διονύσ. Θεσμ. 1. 4· – πρβλ. συμφορητός. 2) καθόλου, τροφή, ζωοτροφίαι, ἵπποισιν δεῖπνον δότε Ἰλ. Β. 383· ὄρνισι δεῖπνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 801, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. dans Hom. repas en gén., càd :
1 déjeuner (= ἄριστον);
2 repas de l’après-midi ou de la soirée, dîner;
3 souper (= δόρπον);
- Selon d’autres, dans Hom. touj. le principal repas, quelle que soit l’heure;
II. postér. repas de l’après-midi ; ἀπὸ δείπνου, au sortir du repas, dans les Att. au sortir du dîner;
III. p. ext. repas des animaux, fourrage pour les chevaux, nourriture pour les oiseaux, prοvisions des fourmis, pâture des chiens.
Étymologie: R. Δαπ ou Δεπ, prendre ; cf. δέπας et lat. dapes.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δόρπον.
English (Autenrieth)
(cf. δάπτω): the principal meal of the day (usually early in the afternoon, cf. ἄριστον, δόρπον), mealtime, repast; of food for horses, Il. 2.383.
English (Slater)
δεῖπνον
1 meal ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (sc. Σίσυφος) (O. 1.39) “ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” (P. 4.31) ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.22) δείπνου δὲ λήγοντος, γλυκὺ τρωγάλιον a reference to the skolion sung after the meal fr. 124. c. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tard. δεῖπνος, ὁ Gr.Naz.M.37.919A
I comida para pers.
1 en Hom. y época antigua comida principal o una de las principales del día, gener. el almuerzo
a) tomado a mediodía, por op. a ἄριστον ‘desayuno’ y δόρπον ‘cena’, ἀνὴρ ὡπλίσσατο δ. Il.11.86, cf. Od.10.116, διώρισα, ἄριστα, δεῖπνα δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα = he establecido tomar las tres (comidas), desayunos, almuerzos y cenas A.Fr.182;
b) el almuerzo tomado por la mañana, antes de la lucha ἔρχεσθ' ἐπὶ δ. Il.2.381, cf. 19.171, Od.15.94;
c) a veces sin op. temp. clara a otros términos, banquete, comida (trad. en algún caso por cont. amplio como cena), δείπνου πασσαμένω = habiendo degustado ambos la comida, Od.4.61, cf. 10.57, οὐ ... τι χέρειον ἐν ὥρῃ δ. ἑλέσθαι = no es malo tomar la comida a su hora, Od.17.176, αἶγας ἄγων, ... δ. μνηστήρεσσι Od.17.214, δ. ... τετύκοντο ... δόρπου δ' οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο tenían preparado el banquete, pero nunca habría otra cena más ingrata que aquella, Od.20.390
•ref. a la comida tomada al final de una noche Il.10.578.
2 gener. comida principal o una de las principales del día, frec. ref. la de última hora de la tarde cena op. ἄριστον ‘almuerzo’ οὐ δύνανται κατεσθίειν ἀνηριστηκότες τό δ. Hp.Acut.30, ὁκόταν δὲ δείπνου ὥρη ᾖ Hp.Int.12, σοὶ δὲ μελήσει, ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῖον, ... χωρεῖν ἐπὶ δ. a ti (sólo) te preocupará ir a la cena, cuando la sombra del reloj sea de diez pies Ar.Ec.652, cf. Eub.117.5, IG 12(5).647.16 (Ceos III a.C.), πρὸ δείπνου ἢ ἀπὸ δείπνου = antes o después de la cena Antipho 1.17, παρασκευάζεται δ. Pherecr.50.1, cf. X.Eph.3.9.2, ποιεῖν τὸ δ. Dionys.Com.2.4, Diph.61.1, ἐπὶ δ. ἢ φίλον τιν' ἢ ξένον καλέσας Eub.72, ἀπὸ δείπνου ὄντες habiendo cenado Aen.Tact.26.2, ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δ. cuando des un almuerzo o una cena, Eu.Luc.14.12, cf. Clem.Al.Paed.2.1.4, ἐπὶ δ. ἦλθε D.C.68.15.5, cf. 69.18.3, δ. ἀποφόρητον cena para llevar que se daba a los asistentes al santuario de Zeus Panamaro IStratonikeia 270.13 (I d.C.), 242.33 (II d.C.), 343.4 (imper.)
•a veces ref. a una comida extraordinaria por dif. motivos, banquete frec. en plu. ἐν δείπνοις = en un banquete S.OT 779, τὰ ... ἐπώνυμα δεῖπνα Θυέστου E.Or.1008, Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δ. ἐποίησεν τοῖς μεγιστᾶσιν Eu.Marc.6.21, cf. Euph.38A.5
•esp. banquete cultual en el culto mistérico de Deméter y Perséfone en Andania ἱερὸν δ. IG 5(1).1390.95, 96 (I a.C.), ἔν τε τοῖς Ἰσι[α] κοῖς καὶ πυροφορικοῖς δείπνοις IG 5(2).269.24 (Mantinea I d.C.)
•banquete público, gener. ligado a la fiesta y a las instituciones καλέσαι δὲ τὴν πρεσβείαν τῶν Σαμίων ἐπὶ δ. [ἐς τὸ πρυτανέ] ον ἐς αὔριον IG 22.1.54 (V a.C.), cf. 107.33 (IV a.C.), Ar.Ach.1085, τὸ δ. ἀποδιδότωσαν (οἱ ἐπιμεληταί) [το] ῖς τε πολίταις πᾶσιν ... [κα] ὶ ξένοις IG 12(7).515.53 (Amorgos II a.C.), εὐεργετοῦσα δείπνοις ... μεγαλομερέσι IG 5(2).266.14 (Mantinea I a.C.), τὸ πάνδημον δ. IG 7.2712.79 (Acrefía I d.C.), cf. IG 12(5).647.16 (Ceos III a.C.), 5(2).24.3 (Tegea I a.C.), IStratonikeia 205.28 (II d.C.), ποιήσας δὲ καὶ τοῖς παι[σ] ὶ τὰ δεῖπνα ἐν τοῖς Ἀνοιγμοῖς Didyma 297.6 (imper.)
•crist. la Ultima Cena, Eu.Io.13.2, 4
•de la Eucaristía κυριακὸν δεῖπνον = la cena del Señor 1Ep.Cor.11.20, μυστικὰ δεῖπνα Chrys.M.61.204
•el banquete celestial μακάριοι οἱ εἰς τὸ δ. τοῦ γάμου τοῦ Ἀρνίου κεκλημένοι Apoc.19.9, τὸ δ. τὸ μέγα τοῦ θεοῦ Apoc.19.17
•Θυέστεια δεῖπνα banquetes de Tiestes e.e., fiestas caníbales de las que los cristianos eran acusados por los paganos A.Mart.5.1.14 (cf. b), Athenag.Leg.3.1.
II comida de anim. pasto, forraje para los caballos τις ἵπποισιν δ. δότω Il.2.383, en la fábula del halcón y el ruiseñor, Hes.Op.209, ὄρνισι δ. οὐκ ἀναίνομαι πέλειν = no me niego a ser pasto de las aves A.Supp.801, δ. ... κοράκεσσιν epigr. en Philostr.Her.73.13, τὰ λοιπὰ τῶν σπερμάτων, ὅσα μυρμήκων δ. ἐστιν Ael.VH 1.12.
• Etimología: Quizá rel. δάπτω, δαπάνη, qq.u., lat. daps, e.e., de *deHi̯2°p-; cf. c. otros alarg., δαίνυμι, δατέομαι, etc.
English (Strong)
from the same as δαπάνη; dinner, i.e. the chief meal (usually in the evening): feast, supper.
English (Thayer)
δείπνου, τό, and according to a rare and late form ὁ δεῖπνος in Tdf. on Winer's Grammar, 65 (64); on the derivation cf. δαπάνη) (in Homer the morning meal or breakfast, cf. Passow (more fully Liddell and Scott) under the word; this the Greeks afterward call τό ἄριστον which see (and references there), designating as τό δεῖπνον the evening meal or supper);
1. supper, especially a formal meal usually held at evening: κυριακόν δεῖπνον (see κυριακός, 1), ποιεῖν δεῖπνον, ἄριστον ἤ δεῖπνον); Theod.)); with the addition τίνι, food taken at evening: 1 Corinthians 11:21.
Greek Monolingual
το
βλ. δείπνο.
Greek Monotonic
δεῖπνον: τό (δάπτω),
1. στον Όμηρ. το κύριο φαγητό, γεύμα της ημέρας, μερικές φορές το μεσημεριανό φαγητό, μερικές φορές = ἄριστον, πρωϊνό γεύμα, μερικές φορές = δόρπον, απογευματινό φαγητό. Στην αρχ. Αττ., μεσημεριανό ή απογευματινό φαγητό, δείπνο ή κύριο φαγητό· ἀπὸ δείπνου, κατευθείαν, αμέσως μετά το φαγητό, σε Ομήρ. Ιλ.· καλεῖν ἐπὶ δεῖπνον, δ. παραθεῖναι κ.λπ.
2. γενικά, τροφή, ζωοτροφή, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δεῖπνον: τό
1) тж. pl. трапеза, преимущ. обед Hom., Her., Eur., Xen., Arst., Plut., иногда (= ἄριστον II) завтрак Hom. или (= δόρπον) ужин Hom.;
2) пища, еда, корм (ἵπποισιν Hom.; ὄρνισι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεῖπνον -ου, τό maaltijd, hoofdmaaltijd:. δεῖπνον ἕλοντο zij gebruikten de maaltijd Il. 8.53; τά... ἐπώνυμα δεῖπνα Θυέστου de naar Thyestes genoemde maaltijd Eur. Or. 1008; ἐπείτε δὲ ἀπὸ δείπνου ἦσαν toen ze van tafel waren Hdt. 1.126.3. voedsel, voer:. ἵπποισιν δεῖπνον δότω hij moet de paarden voer geven Il. 2.383.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: meal (Il.)
Compounds: with -δεῖπνον as 2. member: 1. subst. ἀριστό-, λογό-, ψευδό-; 2. Bahuvrihi's in -δειπνος, ἄ-, σύν-, φιλό-. δείπνηστος (-ός), scil. καιρός time for meal (ρ 170), from δεῖπνον and ἐδ- eat (compositional lengthening) with το- as in δορπηστός and ἄριστον, with δειπνηστύς id. (H.).
Derivatives: Demin. δειπνίον (Ar.), δειπνάριον (Diph., AP). - δειπνῖτις (στολή) cloth for meal (D. C.). δειπνοσύνη = δεῖπνον (Matro; parodising); Δειπνεύς m. a heros in Achaia (Ath.). - Denomin. δειπνέω use the δεῖπνον (Il.), with δειπνητής guest (Plb.) with δειπνητικός (Ar.) and δειπνητήριον room for meal (J.). δειπνίζω have as guest (Od.) with δειπνιστήριον room for meal (Mantinea Ia); on δειπνέω and δειπνίζω s. Schwyzer 736.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No etymology. One assumes a mediterranean word. Fur. 339 assumes *δαιπνον and compares δάπτω, Lat. daps, damnum, etc.
Middle Liddell
δάπτω
1. in Hom. the principal meal of the day, —sometimes the noonday meal, sometimes = ἄριστον, the morning meal, sometimes = δόρπον, the evening meal. In old attic the midday or afternoon meal, dinner or supper:— ἀπὸ δείπνου straightway after the meal, Il.; καλεῖν ἐπὶ δεῖπνον; δ. παραθεῖναι, etc.
2. generally, fodder, provender, Il., Aesch.
Frisk Etymology German
δεῖπνον: {deĩpnon}
Grammar: n. (seit Il.)
Meaning: Mahlzeit, bes. Benennung der Hauptmahlzeit, die bei Homer zu verschiedenen Tagesstunden, in Athen am Abend, eingenommen wurde.
Composita : Kompp. mit -δεῖπνον im 2. Glied: 1. subst. ἀριστό-, λογό-, ψευδό-; 2. viele Bahuvrihi auf -δειπνος wie ἄ-, σύν-, φιλό-.
Derivative: Ableitungen. Deminutiva: δειπνίον (Ar.), δειπνάριον (Diph., AP). — δειπνῖτις (στολή) Mahlzeitskleid (D. C.; vgl. Redard noms grecs en -της 111); δειπνοσύνη = δεῖπνον (Matro; parodierend); Δειπνεύς m. N. eines Heros in Achaia (Ath.; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121). — Denominative Verba: 1. δειπνέω [[das δεῖπνον einnehmen]] (seit Il.), wovon δειπνητής Mittagsgast (Plb.) mit δειπνητικός (Ar. u. a.) und δειπνητήριον Speisesaal (J., Plu. u. a.). Kompp. mit ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, κατα-, μετα-, περι-, προ-, συν-, ὑπερ-, ὑπο-. Davon Rückbildungen wie σύνδειπνον gemeinsames Mahl. 2. δειπνίζω bewirten (seit Od.) mit δειπνιστήριον Speisesaal (Mantinea Ia usw.); zum Bedeutungsunterschied zwischen δειπνέω und δειπνίζω vgl. Schwyzer 736.
Etymology : Zusammenbildung δείπνηστος (-ός), scil. καιρός Essenszeit (ρ 170, Nik.), von δεῖπνον und ἐδ- essen (kompositionelle Dehnung) mittels des το-Suffixes wie in δορπηστός und ἄριστον; daraus umgebildet δειπνηστύς ib. (H.). Ohne Etymologie; allem Anschein nach ein mediterranes Kulturwort neben den altererbten δαίς, δαίτη.
Page 1,358
Chinese
原文音譯:de‹pnon 得普農
詞類次數:名詞(16)
原文字根:(晚)餐 相當於: (פַּת־בַּג)
字義溯源:晚餐,晚飯,一餐,筵席;源自(δαπάνη)=花費);而 (δαπάνη)出自(δαπάνη)X*=吞喫)。這字指主要的晚餐,筵席
出現次數:總共(16);太(1);可(2);路(5);約(4);林前(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 筵席(9) 太23:6; 可6:21; 可12:39; 路14:16; 路14:17; 路14:24; 路20:46; 約12:2; 啓19:17;
2) 晚餐(4) 路14:12; 約21:20; 林前11:20; 林前11:21;
3) 筵(1) 啓19:9;
4) 晚飯(1) 約13:2;
5) 席(1) 約13:4