ἑπτά

Revision as of 09:55, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl. A seven, Il.6.421, etc.; as a mystical number, Arist.Metaph.1093a13, etc.; αἱ ἑπτὰ νῆσοι the seven largest islands, Alex.268, cf. Arist.Mir.837a31; τὰ ἑπτὰ θεάματα the Seven Wonders, Str.17.1.33, cf.D.S.2.11, etc.; οἱ ἑπτὰ σοφισταί the Seven Sages, Isoc. 15.109, Aristid.2.311 J.; οἱ ἑπτὰ σοφοί Stob.3.1.172; οἱ ἑπτα alone, D.L. 1.40, Lib.Ep.286.3. 2 οἱ ἑπτά, board of magistrates at Olbia, SIG 495.2 (iii B.C.); οἱ ἑπτὰ ἄνδρες = Lat. septemviri epulones, D.C.48.32. (I.-E. septḿ̥, cf. Skt. saptá, Lat. septem (fancifully connected with σέβομαι, Ph.1.30, Theol.Ar.43): Hsch. has τεπτά, i.e. ηεπτά.)

German (Pape)

[Seite 1012] οἱ, αἱ, τά, indeclin., sieben, Hom. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτά: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κτλ., περὶ τῆς ἐπικρατήσεως αὐτοῦ ὡς μυστικοῦ ἀριθμοῦ ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 5, κτλ. (Πρὸς τὰ ἑπτά, ἕβδομος (ἀντὶ ἕπτομος, πρβλ. ὀκτώ, ὄγδοος) πρβλ. Σανσκρ. sapt-an, sapt-amas· Ζενδ. hapt-an, hapt-athas· Λατ. sept-em sept-imus· Γοτθ. καὶ Παλ-Ὑψ-Γερμ. sib-un (sieben)˙ Παλαιο-Σκανδ. sjau, sjaundi (ἐκπεσόντος τοῦ χειλοφώνου)˙ Ἀγγλο-Σαξον. seof-on, κτλ.). - Περὶ τοῦ Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 346 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
dét. numéral indécl.
sept ; οἱ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ÉL les Sept (chefs) devant Thèbes.
Étymologie: cf. lat. septem.

English (Autenrieth)

seven.

English (Slater)

ἑπτά seven ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων (i. e. one pyre for each contingent of the army of the Seven cf. (N. 9.24) ff.) (O. 6.15) τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.72) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη. ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ (N. 2.23) ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24)

Spanish

siete

English (Strong)

a primary number; seven: seven.

English (Thayer)

οἱ, αἱ, τά, seven: οἱ ἑπτά, namely, διάκονοι, ἑπτάκις) to the numeral adv. ἑβδομηκοντάκις, in imitation of the Hebrew שֶׁבַע, ἑβδομηκοντάκις, and cf. Keil, Commentary on Matthew, the passage cited).

Greek Monolingual

και εφτά (AM ἑπτά)
(απόλ. αριθμ.)
1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ του έξι και του οκτώ
2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ γραφῇ ἀδιόριστου πλήθους ἐστί σημαντικός», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «...καὶ γὰρ τὸ ‘στεῑρα ἔτεκεν ἑπτά’, τὸ πολλά φησιν ἡ γραφή
ὥστε οὐκ ἀριθμῷ συνέκλεισε τὴν ἄφεσιν», Ιωάνν. Χρυσ.
δ. «ὁ γὰρ ἑπτὰ ἀριθμὸς τοῦ πλήθους δηλωτικός
ἐν ἑπτὰ γὰρ ἡμέραις ἅπας χρόνος ἀνακυκλεῑται», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «παραγγελία στο εφτά» — στο τραπέζι με τον αριθμό εφτά, στο δωμάτιο ξενοδοχείου, στον θάλαμο νοσοκομείου με τον αριθμό εφτά κ.λπ.
2. «στις εφτά» — στην έβδομη ώρα, στις 7.00
3. «εφτά σπαθί», «εφτά μπαστούνι» κ.λπ.
το χαρτί της τράπουλας με εφτά όμοια σχήματα
αρχ.-μσν.
χρησιμοποιείται για να δηλώσει πληρότητα ή ολοκλήρωση (α. «ἑπτά με φωνήεντα θεὸν μέγαν ἄφθιτον αἰνεῖ γράμματα», Ευσ.
β. «τῆς δὲ τοῦ ἑπτά τιμῆς πολλὰ μὲν τὰ μαρτύρια, ὡς ἑπτὰ μὲν ὀνομαζόμενα τίμια πνεύματα, τάς γάρ ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, πνεύματα φίλον τῷ Ήσαΐᾳ καλεῖν», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
φρ.
1. «τά ἑπτά θεάματα» — τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου
2. «oἱ ἑπτά σοφισταί», οἱ ἑπτά
οι επτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hεπτά < ΙE septm «επτά» (πρβλ. αρχ. ινδ. sapta, λατ. septem, αρμ. ewťn, αγγλ. seven, γερμ. sieben). To νεοελλ. εφτά, από τροπή του συμφων. συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτωχός-φτωχός), χρησιμοποιείται συχνά ως α’ συνθετικό (εφτά-) με επιτατική σημασία (πρβλ. εφτάψυχος). Στον ίδιο ΙΕ τ. septm ανάγεται και το τακτικό αριθμητικό έβδομος (δωρ. έβδεμος) < sebd-mos (πρβλ. αρχ. σλαβ. sedmŭ), με ανάπτυξη του -ο-, < septm-os, με τροπή τών άηχων -πτ- στα αντίστοιχα ηχηρά -βδ-. Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. έβδομος < έβδαμος, το -ο- αναλογικά προς το οκτοFoς (βλ. οκτώ), < έπταμος < εβδμᾱ-κοντ- που ανάγεται στον ΙΕ τ. septm-kont-. Στον Όμηρο απαντά τ. εβδόματος, που είναι προϊόν αναλογίας προς το δέκατος. Το παράγωγο εβδομάς (νεοελλ. (ε)βδομάδα) του τ. έβδομος είναι αρχαιότερος τ. από τη λ. επτάς, ενώ το σύνθετο εβδομήκοντα εμφανίζει ως α’ συνθετικό το θ. του τακτικού αριθμητικού έβδομ-ος (πρβλ. ογδο-ήκοντα) και ως β’ συνθετικό το -ηκοντα (πρβλ. ενεν-ήκοντα). Ο δωρ. τ. εβδεμήκοντα προήλθε από αφομοίωση και αναλογικά προς αυτόν ερμηνεύεται και ο τ. έβδεμος. Το νεοελλ. εβδομήντα < αρχ. εβδομήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα).
ΠΑΡ. επτάδα, επτακόσιοι
αρχ.
επταδεύω, επταίος, επτακάτιοι, επτάκις, επταπλούς, έπταχα, επταχῄ, επταχώς
μσν.
επτάι
νεοελλ.
επταδικός, επτάρι, εφτακόσια, εφτάρα, εφτάρι.
ΣΥΝΘ. επτάβουλος, επταγράμματος, επτάγωνος, επταδάκτυλος, επτάδραχμος, επτάδυμος, επταετής, επταετία, επταήμερος, επτάκωλος, επτάλοφος, επταμελής, επταμερής, επτάμηνος, επτάπηχυς, επταπλάσιος, επτάπλευρος, επτάπυλος, επτάπυργος, επτάσημος, επτάτευχος, επτάτονος, επτάφυλλος, επτάφωνος, επτάφωτος, επτάχορδος, επτάχρονος
αρχ.
επτάγλωσσος, επτάδουλος, επτάειδος, επτάζωνος, επτάθεος, επτακαίδεκα, επτάκαυλος, επτακέφαλος, επτάκλινος, επτακότυλος, επτάκτις, επτάκτυπος, επτάλοβος, επτάλογχος, επτάλυχνος, επτάμετρος, επταμήκης, επταμήτωρ, επτάμιτος, επταμοιρία, επταμόριος, επτάμορφος, επτάμυχος, επτάνομος, επταπάλαιστος, επταπέλεθρος, επτάπηγος, επταπλανής, επταπόδης, επτάπολις, επτάπορος, επτάπους, επτάπυρος, επτάρρους, επτάστερος, επτάστολος, επτάστομος, επτάστροφος, επτατάλαντος, επτατειχής, επτάτοκος, επταφανής, επταφάρμακον, επταφεγγής, επτάφθογγος, επτάχαλκον, επτάχους
αρχ.-μσν.
επτάδελφος, επτάκλων, επτάκυκλος, επτάριθμος
μσν.
επτάβιβλος, επτάδρομος, επταέξ, επτακόρυμβος, επτάπαις, επτάπληγος, επτασήμαντος
μσν.- νεοελλ.
επτάσκαλο, επταστάδιος, επτάστυλος, επτάτομος
νεοελλ.
επτάδωρος, επτάεδρος, επτάζυμος, επταθύλακος, επταμηνία, επταώροφος, επτάστιχος, επτάτοξος, εφτάγ(ε)ιανος, εφτάγερος, εφτάδιπλος, εφτάδυμος, εφταήμερο, εφταΐδιος, εφτακάθαρος, εφτακακομοίρης, εφτάκαλος, εφτάκοιλος, εφτάλοφος, εφτάμερος, εφταμηνίτης, εφτάνευρο, εφταπάρθενος, εφτάπατος, εφτάπορτος, εφτάστερος, εφτάστομος, εφτασφράγιστος, εφτατόμαρος, εφτάφωτος, εφτάχορδος, εφτάχρωμος, εφτάψηλος, εφτάψυχος].

Greek Monotonic

ἑπτά: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, εφτά, Λατ. septem, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτά: (ᾰ) οἱ, αἱ, τά indecl. семь, семеро: ἑ. οἱ σοφοί Diog. L. семь мудрецов (Фалес, Питтак, Биант, Солон, Клеобул, Хилон и Масон, по друг. Анахарсис или Периандр); οἱ ἑ. ἐπὶ Θήβας Arst. «Семеро против Фив» (название трагедии Эсхила); τὰ ἑ. ἐπιφανέστατα (тж. κατονομαζόμενα или μέγιστα) ἔργα Diod. семь чудес света (египетские пирамиды, висячие сады Семирамиды, храм Артемиды в Эфесе, статуя Зевса работы Фидия, Мавсолей Галикарнасский, Колосс Родосский и Александрийский маяк).

Frisk Etymological English

Grammatical information: num.
Meaning: seven(Il.).
Compounds: As 1. member in copulative ἑπτακαίδεκα, in ἑπτακόσιοι (cf. on διακόσιοι) and in several bahuvrihi's like ἑπτα-βόειος.
Derivatives: ἑπτάκι(ς), -ιν seven times (Pi.), ἕπταχα in seven parts (ξ 434), ἑπτάς f. a group of seven (of days, years; Arist.); ἑπταδεύω belong to the ἑπτα (Olbia IIIa).
Origin: IE [Indo-European] [909] *septm̥ seven
Etymology: On ἑβδομήκοντα, ἕβδομος s. vv. Gr. ἑπτά, Skt. saptá, Lat. septem, Arm. ewtn, Germ., e. g. Goth. sibun go back on IE *septḿ̥ (accent after IE *oktṓ(u) > ὀκτώ, aṣṭáu). - See e.g. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. septem.

Middle Liddell

seven, Lat. septem, Hom., etc.

Frisk Etymology German

ἑπτά: {heptá}
Meaning: sieben.
Composita: Als Vorderglied in dem kopulativen ἑπτακαίδεκα, in ἑπτακόσιοι (vgl. zu διακόσιοι) sowie in zahlreichen Bahuvrihi wie ἑπταβόειος (Il.).
Derivative: Ableitungen: ἑπτάκι(ς), -ιν sieben mal (seit Pi.), ἕπταχα in sieben Teilen (ξ 434), ἑπτάς f. Siebenzahl (von Tagen, Jahren; Arist. u. a.); ἑπταδεύω [[zu den ἑπτά gehören]] (Olbia IIIa).
Etymology: Zu ἑβδομήκοντα, ἕβδομος s. bes. Gr. ἑπτά, aind. saptá, lat. septem, arm. ewtn, germ., z. B. got. sibun und übrige damit urverwandte Wörter für sieben gehen auf idg. *septḿ̥ zurück (Akzent nach idg. *oktṓ[u] > ὀκτώ, aṣṭáu). — Einzelheiten mit reicher Lit. bei WP. 2, 487.und in den betreffenden Spezialdarstellungen, bes. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. septem.
Page 1,545

Chinese

原文音譯:˜pt£ 赫普他
詞類次數:形容詞(87)
原文字根:七 相當於: (שֶׁבַע‎)
字義溯源:七*,七位,七人,七枝,七次,七日,七盞,七座。新約充滿了七的數目,可能是源自七天的創造,就以七來表示完全,完成,完滿,全部。新約中記載好些有關七的敘述:就如:七個餅( 太15:34);零碎裝滿七個筐子( 太15:36);主耶穌教導門徒,饒恕弟兄,不是到七次,乃是到七十個七次( 太18:22);有弟兄七人,他們相繼娶長兄的遺妻為妻( 太22:25);抹大拉的馬利亞身上曾趕出七個鬼( 可16:9);當初,眾門徒在他們當中,選出七個執事來管理飯食( 徒6:3);以後就被稱為那七個執事( 徒21:8)。啓示錄中有許多七的組合,就如:
1)在亞西亞的七個教會( 啓1:4);
2)在寶座前的七靈( 啓1:4);3)七個金燈臺( 啓1:12);4)人子右手拿著七星( 啓1:16);5)書卷被七印封嚴了( 啓5:1);6)羔羊有七角七眼( 啓5:6);7)站在神面前的七位天使( 啓8:2);8)有七枝號賜給天使( 啓8:2);9)有七雷發聲( 啓10:3);10)大紅龍有七頭,其上戴著七個冠冕( 啓12:3);11)七位天使掌管末了的七災( 啓15:1);12)盛滿神大怒的七個金碗( 啓15:7);13)那七頭就是女人所坐的七座山,又是七位王( 啓17:9,10)
同源字:1) (ἑβδομήκοντα)七十 2) (ἑβδομηκοντάκις)七十次 3) (ἕβδομος)第七 4) (ἑπτά)七 5) (ἑπτάκις)七次 6) (ἑπτακισχίλιοι)七乘一千
出現次數:總共(88);太(9);可(9);路(6);徒(8);來(1);啓(55)
譯字彙編
1) 七(36) 可8:8; 路2:36; 徒20:6; 徒21:4; 徒28:14; 來11:30; 啓1:4; 啓1:16; 啓1:20; 啓1:20; 啓2:1; 啓3:1; 啓3:1; 啓4:5; 啓5:1; 啓5:5; 啓5:6; 啓5:6; 啓5:6; 啓6:1; 啓10:3; 啓10:4; 啓10:4; 啓11:13; 啓12:3; 啓13:1; 啓15:1; 啓15:6; 啓15:8; 啓16:1; 啓17:1; 啓17:3; 啓17:7; 啓17:9; 啓21:9; 啓21:9;
2) 七個(28) 太12:45; 太15:34; 太15:36; 太15:37; 太16:10; 太22:26; 可8:5; 可8:6; 可8:20; 可8:20; 可12:22; 可16:9; 路8:2; 路11:26; 徒6:3; 徒13:19; 徒19:14; 徒21:8; 啓1:4; 啓1:11; 啓1:12; 啓1:20; 啓1:20; 啓1:20; 啓1:20; 啓2:1; 啓12:3; 啓15:7;
3) 七位(11) 啓8:2; 啓8:6; 啓15:1; 啓15:6; 啓15:7; 啓15:8; 啓16:1; 啓17:1; 啓17:10; 啓17:11; 啓21:9;
4) 七個人(4) 太22:28; 可12:23; 路20:31; 路20:33;
5) 七人(3) 太22:25; 可12:20; 路20:29;
6) 七枝(2) 啓8:2; 啓8:6;
7) 七座(1) 啓17:9;
8) 七日(1) 徒21:27;
9) 七次(1) 太18:22;
10) 七盞(1) 啓4:5

Translations

Aari: tabzá; Abkhaz: бжьба; Adyghe: блы; Afar: malcíin; Afrikaans: sewe; Ainu: アㇻワン; Aklanon: pito; Albanian: shtatë; Alutiiq: mallrungin; Amharic: ሰባት); Apache Western Apache: gosts'idi; Arabic: سَبْعَة‎,); Egyptian Arabic: سبعة‎; Aragonese: siet, siete, set; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܫܲܒ݂ܥܵܐ‎, ܫܒ݂ܲܥ‎; Classical Syriac: ܫܒܥܐ‎, ܫܒܥ‎; Jewish Babylonian Aramaic: שִׁבְעָא‎, שְׁבַע‎; Western Neo-Aramaic: ܫܒܥܐ‎, ܐܫܒܥ‎; Argobba: ሳኢንት; Armenian: յոթ; Old Armenian: եօթն; Aromanian: shapti, shapte; Asi: pito; Assamese: সাত; Asturian: siete; Atong: sene; Avar: анкьго; Aymara: paqallqu; Azerbaijani: yeddi; Balinese: pitu; Bashkir: ете; Basque: zazpi; Bassa: mɛ̀nɛ̌ìn-sɔ̃́; Belarusian: сем, сямёра; Bengali: সাত; Bikol Central: pito; Breton: seizh; Brunei Malay: tujuh; Budukh: йийиб, йийид; Bulgarian: седем; Burmese: ခုနစ်); Buryat: долоон; Catalan: set; Cebuano: pito; Central Atlas Tamazight: ⵙⴰ; Central Dusun: turu; Central Sierra Miwok: kenék·aky-; Cham Eastern Western Chamicuro: kanchis; Chechen: ворхӏ; Cherokee: ᎦᎵᏉᎩ; Chichewa: sanu'ziwiri; Chinese Cantonese: 七; Dungan: чи; Hakka: 七; Mandarin: 七); Min Dong: 七; Min Nan: 七; Wu: 七; Xiang: 七; Chinook Jargon: sinamakwst; Chukchi: ӈэръамытлыӈэн; Chuukese: fis, fisu, fuchö, fumön; Chuvash: ҫиччӗ, ҫичӗ, ҫич; Classical Nahuatl: chicōme; Coptic: ϣⲁϣϥ; Cornish: seyth; Corsican: setti; Cree: tepakohp; Crimean Tatar: yedi; Cuyunon: pito; Czech: sedm; Dalmatian: sapto; Danish: syv; Dena'ina: qents'ughi'i; Dhivehi: ހަތް‎; Dolgan: һэттэ; Drung: seunyit; Dupaningan Agta: pitu; Dutch: zeven; Dzongkha: བདུན; Erzya: сисем; Esperanto: sep; Estonian: seitse; Even: надан; Evenki: надан; Extremaduran: sieti; Faroese: sjey; Fataluku: fitu; Fijian: vitu; Finnish: seitsemän; French: sept; Friulian: siet; Galician: sete; Garifuna: sedü; Ge'ez: ሰብዐቱ, ሰብዑ); Georgian: შვიდი; German: sieben; Gilaki: هفت‎; Gilbertese: itiua; Gothic: 𐍃𐌹𐌱𐌿𐌽; Greek: επτά, ζ΄; Ancient Greek: ἑπτά, ζ΄; Greenlandic: arfineq marluk; Guaraní: pokõi; Gujarati: સાત; Haitian Creole: sèt; Hausa: bakwài; Hawaiian: hiku, ʻehiku; Hebrew: שֶׁבַע‎, שִׁבְעָה‎; Higaonon: pito; Hiligaynon: pito; Hindi: सात), सत, सप्त; Hlai: tou; Hopi: tsangeʼ; Hungarian: hét; Hunsrik: sieve; Icelandic: sjö; Ido: sep; Ilocano: pito; Indonesian: tujuh; Interlingua: septe; Irish: seacht; Isnag: pitto; Istriot: siete, sjete; Istro-Romanian: șåpte; Italian: sette; Japanese: 七; 七つ; Jarai: tơjuh; Javanese: pitu; Judeo-Tat: хьэфд; Jurchen: nadan; Kabardian: блы; Kalmyk: долаан; Kannada: ಏಳು); Kanuri: túlùr; Kapampangan: pitu; Karachay-Balkar: джети; Karelian: seiččemen; Kashubian: sétmë; Kaurna: wangu; Kazakh: жеті; Khakas: читі; Khmer: ប្រាំពីរ); Khoekhoe: hû; Kikuyu: mũgwanja; Komi-Permyak: сизим; Komi-Zyrian: сізым; Korean: 일곱, 칠(七); Kumyk: етти; Kurdish Central Kurdish: حەوت‎; Northern Kurdish: heft; Kyrgyz: жети; Ladin: set; Lakota: šakówiŋ; Lao: ເຈັດ); Latgalian: septeni, septenis; Latin: septem; Latvian: septiņi, septiņas; Lezgi: ирид; Lithuanian: septyni, septynios; Livonian: seis; Lombard: set, sètt; Louisiana Creole French: sèt; Low German Dutch Low Saxon: söben, söven, seben, seven; German Low German: sëwe, sëwen, sæwen, sæben, söven; Luxembourgish: siwen; Lü: ᦵᦈᧆ; Macedonian: седум; Madurese: pɛttɔʔ; Maguindanao: pitu; Malagasy: fito; Malay Jawi: توجوه‎, ڤيتو‎, سڤتا‎; Rumi: tujuh, pitu, sapta; Malayalam: ഏഴു, ഏഴ്; Maltese: sebgħa; Manchu: ᠨᠠᡩᠠᠨ; Mangarevan: hitu, itu; Mansaka: pito; Mansi: са̄т; Manx: shiaght; Maori: whitu; Maranao: pito; Marathi: सात; Mari Eastern Mari: шымыт; Maricopa: paxkieg; Marshallese: jimjuon; Mazanderani: هفت‎; Middle English: seven; Minangkabau: tujuah; Mirandese: siete; Mizo: pa-sari; Moksha: сисем; Mon: ထပှ်; Mongolian: долоо, ᠳᠣᠯᠤᠭᠠᠨ; Montagnais: nishuasht, nishuautash; Munsee: níishaash; Muong: páy; Mòcheno: sim; Nahuatl: chicome; Nanai: надан; Nauruan: aeiu; Navajo: tsostsʼid; Nepali: सात; Niuean: fitu; Nivkh: ӈамк; Nogai: ети; North Frisian Föhr-Amrum: sööwen; Helgoland: seeben; Mooring and Sylt: soowen; Northern Norwegian: sju, syv; O'odham: vevkam; Occitan: sèt; Ojibwe: niizhwaaswi; Old Church Slavonic Cyrillic: седмь; Old English: seofon; Old Frisian: siūgun; Old High German: sibun; Old Javanese: pitu; Old Norse: sjau; Old Turkic: 𐰘𐱅𐰃‎; Oriya: ସାତ); Orok: нада; Oromo: torba; Oscan: 𐌔𐌄𐌚𐌕𐌄𐌍; Ossetian: авд; Ottoman Turkish: یدی‎; Pali: सत्त, satta; Pangasinan: pito; Pashto: اوه‎; Pennsylvania German: siwwe; Persian: هَفت‎; Piedmontese: set; Polish: siedem, siedmioro; Portuguese: sete; Punjabi: ਸੱਤ); Quechua: qanchis, gancis; Rarotongan: 'itu; Romani: efta; Kalo Finnish Romani: efta; Romanian: șapte; Romansch: set, siat, seat; Russian: семь, семеро; Rusyn: сім; S'gaw Karen: နွံ; Saho: malxin; Sami Inari: čiččâm; Northern: čieža; Skolt: čiččâm; Southern: tjïjhtje; Samoan: fitu; Sanskrit: सप्तन्; Santali: ᱮᱭᱟᱭ; Sardinian: sete, seti; Saterland Frisian: sogen; Scots: seiven; Scottish Gaelic: seachd, seachdnar; Serbo-Croatian Cyrillic: седам; Roman: sedam; Shan: ၸဵတ်း; Sherpa: བདུན; Sichuan Yi: ꏃ; Sicilian: setti, sietti; Sidamo: lamala; Sikkimese: དུཨིན; Silesian: śedym; Sindhi: سَتَ‎; Sinhalese: හත; Slovak: sedem; Slovene: sédem; Somali: toddoba; Sorbian Lower Sorbian: sedym; Upper Sorbian: sydom; Southern Altai: јети; Southern Ohlone: tsaquichi; Spanish: siete; Sranan Tongo: seybi; Swahili: saba; Swedish: sju; Tabasaran: ургуб; Tagalog: pito; Tahitian: hitu; Tai Dam: ꪹꪊꪸꪒ; Tai Tajik: ҳафт; Tamil: ஏழு); Tashelhit: sa; Tatar: җиде; Tausug: pitu; Tedim Chin: sagih; Telugu: ఏడు); Tetum: hitu; Thai: เจ็ด); Tibetan: བདུན); Tigre: ሰቡዕ); Tigrinya: ሸውዓተ); Tocharian A: ṣpät; Tocharian B: ṣukt; Tok Pisin: sevenpela; Tongan: fitu; Turkish: yedi; Turkmen: ýedi; Tuvaluan: fitu; Tuvan: чеди; Tz'utujil: wuku; Udi: вуъгъ; Udmurt: сизьым; Ukrainian: сім, семеро; Unami: nishash; Urdu: سات‎; Uyghur: يەتتە‎; Uzbek: yetti; Venetian: sete; Veps: seicheme; Vietnamese: bảy; Vilamovian: zejwa; Volapük: vel; Votic: seitsee; Võro: säidse; Walloon: set; Waray-Waray: siete; Welsh: saith; West Frisian: sân; Western Bukidnon Manobo: pitu; White Hmong: xya; Winnebago: šaagowį; Wolof: juróom ñaar; Xhosa: sixhenxe; Yagnobi: авд; Yakan: pitu'; Yakut: сэттэ; Yao: msano na wili; Yiddish: זיבן‎; Yup'ik: malrunlegen; Zazaki: hewt, hot; Zhuang: caet; Zou: segi; Zulu: isikhombisa; Zuni: kwilelekk'ya