κόραξ

From LSJ
Revision as of 15:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρᾰξ Medium diacritics: κόραξ Low diacritics: κόραξ Capitals: ΚΟΡΑΞ
Transliteration A: kórax Transliteration B: korax Transliteration C: koraks Beta Code: ko/rac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, A raven, Corvus corax (not in Hom.); πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ 'food for crows', Thgn.833; κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον Pi.O.2.87; ἐπὶ σώματος δίκαν κόρακος… σταθεῖσα A.Ag.1473(lyr.); κόρακες ὥστε βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν Id.Supp.751 (lyr.); κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. Tim.8; in imprecations, ἐς κόρακας 'go and be hanged', Ar.V.852, 982; βάλλ' ἐς κ. Id.Nu.133; ἀπόφερ' ἐς κόρακας Id.Pax1221; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; ib.500; ἔρρ' ἐς κόρακας Pherecr.70; πλείτω ἐς κόρακας Ar.Eq.1314; οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Id.Nu. 789; ἐς κόρακας οἰχήσεται Id.V.51; ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας Id.Nu.123; ἐς κ. ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alex.94.5: as a prophet of bad weather, Arist.Fr.253, Thphr Sign.16, Plu.2.129a, etc.; of fair weather, Arat.1003, Gp.1.2.6, etc.; λευκὸς κόραξ, prov. of something unheard of, AP11.417, Luc.Epigr.43; but white ravens are mentioned by Arist. HA519a6. 2 cormorant, Phalacrocorax carbo, ib.593b18. 3 the constellation Corvus, Arat.449, Ptol.Tetr.27, etc. 4 title of a grade in the mysteries of Mithras, Porph.Abst.4.16. II anything hooked or pointed like a raven's beak, cf. κορώνη ΙΙ, 1 engine for grappling ships, Plb 1.22.3, App.BC5.106. b siege-engine, Ph.Bel.100.18, D.S.17.44. 2 hooked door-handle, Posidipp.7, AP11.203, Alex.Aphr.in SE25.17; hook on a machine, Hero Aut. 15.3, Orib.49.4.16, Ath.Mech.36.10, Bito 50.9: generally, hook, Sammelb.1.24 (iii A. D.). 3 instrument of torture, Luc.Nec.11 (s.v.l.). 4 = κατακλείς, Hero Bel.79.11. 5 point of a surgical knife, σμιλαρίου Heliod. ap. Orib.44.10.5; κατιάδος Id. ap. Sch.Orib. 44.14.4. 6 cock's bill, Hsch. III tub-fish (cf. κορακῖνος), Diph.Siph. ap. Ath.8.356a. IV a plaster, Philum. ap. Aët.5.127, Orib.Fr.84. (Cf. κορώνη, Lat. corvus, cornix, etc.)

German (Pape)

[Seite 1485] ακος, ὁ, 1) der Rabe (nach E. M. von κορός, schwarz); Pind. Ol. 2, 96; Aesch. Ag. 1452 Suppl. 732; Her. 4, 15 u. Folgde. – Sehr gewöhnliche Verwünschungsformel ist ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς κόρακας, βάλλ' ἐς κόρακας; auch als heftige Frage, οὐκ ἐς κόρακας; geh zum Henker! eigtl. dein Leib möge unbestattet liegen bleiben u. ein Fraß für die Raben werden; Ar. Vesp. 51. 982 Nub. 789 u. öfter; ἐς κόρακας ἔῤῥειν φασὶν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Alexis bei Ath. XIII, 610 e; Sp.; es scheint in dieser Vrbdg nie εἰς gesagt zu sein, vgl. Reisig Conj. Aristoph. p. 252. Aehnlich πάντα τάδ' ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Theogn. 833. – Man schwor auch beim Raben, Ar. Av. 1611. – Sprichwörtlich κόρακα λευκὸν ἰδεῖν, Ep. ad. 60 (XI, 417) u. A.; vgl. Arist. H. A. 3, 12; denn der weiße Rabe ist eine Seltenheit; ἕως κόρακες λευκοὶ γένωνται Ath. VIII, 359 c. – Κόραξι καὶ λύκοις χαριζόμενος Luc. Tim. 8; ἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν S. Emp. adv. rhet. 99. – Auch das Sternbild, der Rabe, Arat. 448. – 2) eine Fischart, wahrscheinlich nach ihrer Farbe benannt, Diphil. bei Ath. VIII, 356 a (vgl. κορακῖνος). – 3) die krumme Spitze am Schnabel des Haushahns, Hesych., u. übh. jede hakenförmige Krümmung; daher – a) ein Belagerungswerkzeug, D. Sic. 17, 44; bei Schiffen gebraucht, ein Enterhaken, Pol. 1, 22, 9; σιδηροῖ, bei Ath. V, 208 d. – b) Ein Haken zum Anziehen der Thür, der Thürk lopfer, κόραξ πυλῶσι Ep. ad. 90 (XI, 203); Posidipp. bei Poll. 7, 111, vgl. 10, 23, κόρακι κρούεται ἡ θύρα. – c) eine Art Halseisen, sonst κύφων, oder ein anderes Marterinstrument, κλοιὸν ἕκαστος αὐτῶν καὶ κόρακα διτάλαντον ἐπικείμενος Luc. Necyom. 11. – Das Wort scheint onomatopoetisch mit κράζω zusammenzuhangen.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 corbeau, oiseau : ἐς κόρακας βάλλειν, ou abs. ἐς κόρακας, postér. εἰς κόρακας, jeter aux corbeaux, formule d'imprécation, l'abandon d'un corps livré en pâture aux corbeaux étant pour les Grecs le suprême déshonneur;
2 p. anal. n. de divers objets recourbés comme le bec du corbeau, particul. instrument de torture, machine de guerre, croc, etc.
Étymologie: R. καρ, crier ; cf. lat. corvus -- DELG onomatopée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόραξ -ακος, ὁ onomat. raaf (vogel); uitdr.: ἐς κόρακας βάλλειν of ἀποφέρειν of ἐξελαύνειν de vernieling in helpen; abs.: ἐς κόρακας rot op!, val dood!; ἐς κόρακας ἔρρειν of οἴχεσθαι of ἀποφθείρεσθαι naar de hel lopen. ijzeren halsband (folterwerktuig).

Russian (Dvoretsky)

κόραξ: ᾰκος ὁ
1 ворон: ἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν погов. Sext. от плохого ворона и яйцо плохое (ср. яблочко от яблони недалеко падает); κ. λευκός погов. Anth. белый ворон, диковина; κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. угождать воронам и волкам, т. е. прикармливать жадных и неблагодарных людей; (φεῦγ᾽ или βάλλ᾽) ἐς κόρακας! Arst., Arph. (лат. pasce corvos!) чтоб тебя вороны склевали!, т. е. проваливай прочь!; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε! Arph. проваливайте отсюда!;
2 предполож. птица баклан Arst.;
3 абордажный крюк (ἀφιέναι τοὺς κόρακας ἐπὶ τὸ κατάστρωμα τῆς νεώς Polyb.);
4 стеноломный крюк (осадное орудие) (κόρακες καὶ σιδηραὶ χεῖρες Diod.);
5 дверной крюк (sc. τῶν πυλῶν Anth.);
6 шейная колодка (орудие пытки) (κλοιὸς καὶ κ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κόραξ: -ᾰκος, (ὁ, ἴδε ἐν τέλ., λέξις μεθ’ Ὅμηρον, = Λατ. corvus, περικλείων πιθανῶς τόν τε κόρακα, Corvus corax, καὶ τὴν σαρκοβόρον κορώνην, C. coroné· μάλιστα οἱ κόρακες παρ’ Ἀράτ. 231, ὡς οἱ corvi ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 382, εἶναι προφανῶς κορῶναι καρποφάγοι (C. frugilegus)· ἀλλὰ τὰ κατωτέρω παραδείγματα ἀναφέρονται εἰς πτηνὸν ἐσθίον πτώματα (πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31)· ἐπὶ σώματος δίκαν κόρακος… σταθεῖσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1473· κόρακες ὥστε βωμῶν ἀλέγοντες οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 751· παροιμ. ἐπὶ ἐσχάτης καταστροφῆς καὶ ὀλέθρου, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Λουκ. Τίμ. 8· ὅθεν ἐπὶ καταρῶν, ἐς κόρακας (οὐχὶ ὀρθὸν: εἰς κ.) ‘abi in malam rem', ‘pasce corvos', «’ςτὸν κόρακα», Ἀριστοφ. Σφ. 852, 982, βάλλ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 133· ἀπόφερ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1221· οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; αὐτόθι 500· ἔρρ’ ἐς κόρακας Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖς» 4· πλείτω ἐς κόρακας Εὔπολ. (;) ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 577· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Ἀριστοφ. Νεφ. 789· ἐς κόρακας οἰχήσεται ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 51· ἐξελαύνειν τινὰ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 123· ἐς κόρακας ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 1. 4. (Αἱ φράσεις αὗται ἐγένοντο οὐχὶ ἐκ τῆς συνηθείας τοῦ νὰ καταλείπωνται τὰ πτώματα τῶν κακούργων ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος, ἀλλ’ ἁπλῶς ἐκ τοῦ ὅτι κατελείποντο ἄταφα, ὅπερ ἐνομίζετο μεγίστη ἀτιμία παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Ἰλ. Α. 4, κτλ.). ― Ἡ φωνὴ τοῦ κόρακος ἐδείκνυε κακοκαιρίαν κατὰ τοὺς ἀρχαίους, «κόραξ ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς πτέρυγας... ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω», Ἀριστ. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 7. 7, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 16, Πλούτ. 2. 129Α· ― λευκὸς κ., παροιμ. ἐπὶ ἀνηκούστου πράγματος, Ἀνθ. Π. 11. 417, Ἀθήν. 359Ε· ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀριστοτ. μνημονεύει λευκοὺς κόρακας, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 1. 2) ἔνυδρον πτηνὸν μέγα ὡς ὁ πελαργός, ἀλλὰ μετὰ βραχυτέρων ποδῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πιθ. ὁ pelecanus Graculus ἢ pel. carbo (ἂν καὶ ὁ Ἀριστ. ἐνόμιζεν ὅτι ἔκτιζε τὴν φωλεάν του ἐπὶ δένδρων). 3) ὁ ἀστερισμὸς κόραξ, corvus, Ἄρατ. 448. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἀγκιστροειδὲς ἢ ὀξὺ ὡς τὸ ῥάμφος τοῦ κόρακος, πρβλ. κορώνη ΙΙ, 1) μηχάνημά τι, δι’ οὗ συνηρπάζοντο τὰ πλοῖα, περιγραφόμενον διὰ μακρῶν ὑπὸ Πολυβ. 1. 22, πρβλ. Μοσχίωνα παρ’ Ἀθην. 208D· ἐν χρήσει κατὰ τὰς πολιορκίας, Διόδ. 17. 44. 2) ἀγκιστροειδὲς ῥόπτρονλύκος θύρας, ὡς τὸ κορώνη, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 203. 3) βασανιστήριόν τι ὄργανον, ὡς ὁ κύφων, Λουκ. Νεκυομ. 11. 4) τὸ ῥάμφος ἀλέκτορος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος (πρβλ. κορακῖνος), Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356Α. (Πρβλ. κορώνη· Λατ. cor-vus, cor-nix· Σλαυ. (Πολων.) kruk· Ἀρχ. Σκανδιναυ. hra-fn· Ἀγγλο-Σαξον. hrœ-fn, Ἀρχ. Γερμ. hru-oh, hra-ban (κόραξ). Τὴν ῥίζαν δυνάμεθα νὰ ἀνεύρωμεν ἐν ταῖς ὀνοματοπ. λέξεσι κράζω, κρώζω, Ἀγγλ. croak, κτλ. ― Ἡ αὐτὴ ῥίζα συχνάκις ἀναφαίνεται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυρτοῦ, πρβλ. κορώνη ΙΙ, κορωνίς, κορωνός, Λατ. cur-vus, κτλ.)

English (Slater)

κόραξ crow σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ. μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρᾰκες ὣς ἄκραντα γαρύετον (-έτων Bergk) Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον i. e. the rivals of Pindar. (cf. κολοιός) (O. 2.87) test., Fulgentius, myth., 1. 13; secundum Pindarum corvus solus inter omnes aves sexaginta quattuor significationes habet vocum. (dubitanter hoc fr. Pindaro tribuerunt edd.) fr. 285.

English (Strong)

perhaps from κορέννυμι; a crow (from its voracity): raven.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόραξ, -κος)
βλ. κόρακας.

Greek Monotonic

κόραξ: -ᾰκος, ὁ, Λατ. corvus,
I. κόρακας, κοράκι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε αναθέματα, κατάρες, «ἐς κόρακας», pasce corvos, «άι χάσου», «άι πνίξου», σε Αριστοφ.· βάλλ' ἐς κόρακας, στον ίδ.· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ, στον ίδ.· ἐς κόρακας οἰχήσεται; στον ίδ.
II. 1. οτιδήποτε όπως το ράμφος του κορακιού, μηχάνημα για το γάντζωμα πλοίου, σε Πολύβ.
2. γάντζος, αγκιστροειδές χερούλι πόρτας, σε Ανθ.
3. όργανα βασανισμού, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: raven (Thgn., Pi.; Κόρακος πέτρη "raven-rock" ν 408), often metaph. hook, grappling-iron, door-hook etc. (hell.); also as fish-name (Diph. Siph.; s. below) and as name of a constellation (Eudox.; Scherer Gestirnnamen 191).
Compounds: Compp. κορακο-ειδής raven-like (Arist.), ὀξυ-κόρακος with a sharp hook (Paul. Aeg.).
Derivatives: Some fish- and plant-names (because of the colour and the voice, resp. because of the abode; Strömberg Fischnamen 114f., Pflanzennamen 119): diminut. κοράκιον small hook (pap.), plant = ἱεράκιον (Arist.), κορακίσκος (Gloss.), κορακῖνος m. young raven (Ar.), usually fish-name, Sciaena nigra (Epich., Ar., Arist.) with f. κορακινίς (Gp.), dimin. -ινίδιον (Com., pap.); Lat. LW [loanword] coracīnus > Ital. coracino etc.; κορακίας m. chough, Pyrrhocorax alpinus (Arist., H.), Κορακιαί pl. GN in Delos (inscr. IIIa; with oppositive accent); κορακεύς εἶδος ἰχθύος H. (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 85); κοράκεως m. = κορώνεως fig tree with raven-black fruits (Hermipp. 51; cf. on ἐρινεώς s. ἐρινεός); κορακησία plant-name (Pythag. ap. Plin.), Κορακήσιον GN (Pamphylia) with -ήσιος, -ησιωτικός (Pap. IIIa); on -ήσιος Chantraine Formation 42, Schwyzer 466; κορακώδης ravenlike (Arist.), κοραξός raven-black (Str.), κόραξος fish-name (Xenokr.) with σο-suffix (Schwyzer 516, Chantraine 434); (κατα-)κορακόω lock (with a door-hook) (Mon. Ant.), κοράξαι ἄγαν προσλιπαρῆσαι. πεποίηται παρὰ τοὺς κόρακας H., prob. prop. hook oneself on; as backformation κόρακος m. plaster (Paul. Aeg.)? - σκορακίζω prop. "wish to go to the raven (ἐς κόρακας)", drive away, revile (Att., hell.) with σκορακισμός revilement, curse (LXX, Plu.); cf. Schwyzer 413. - Extension on κόραξ, κορακίας, κορακῖνος Thompson Birds and Fishes s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [567] *kor- raven
Etymology: Onomatopoetic word in -αξ, cognate with the diff. formed Lat. corvus raven, Gr. κορώνη, Lat. cornīx crow, Gr. κόραφος bird-name (H.). In -α-ξ one assumes since Brugmann Grundr.2 2: 1, 494f. because of cor-n-īx, κορ-ών-η a sonantic -n̥-(but -ακ- is productive in Greek). - More forms in Pok. 567ff., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. cornīx. Cf. κορώνη, also κορκορυγή; κράζω and κρώζω.

Middle Liddell

κόραξ, ακος,
I. Lat. corvus, a raven or carrion-crow, Aesch., etc.; in imprecations, ἐς κόρακας "pasce corvos," "go to the dogs," "go and be hanged," Ar.; βάλλ' ἐς κόρακας Ar.; οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Ar.; ἐς κόρακας οἰχήσεται Ar.
II. anything like a raven's beak, an engine for grappling ships, Polyb.
2. a hooked handle of a door, Anth.
3. and instrument of torture, Luc.

Frisk Etymology German

κόραξ: -ακος
{kóraks}
Grammar: m.
Meaning: Rabe (Thgn., Pi. usw.; Κόρακος πέτρη "Rabenfels" ν 408), oft übertr. Haken, Enterhaken, Türhaken (hell. u. spät), auch als Fischname (Diph. Siph.; vgl. unten) und als N. eines Sternbildes (Eudox. usw.; Scherer Gestirnnamen 191).
Composita: Kompp. κορακοειδής rabenähnlich (Arist.), ὀξυκόρακος mit einem scharfen Haken (Paul. Aeg.).
Derivative: Mehrere Ableitungen, unter denen einige Fisch- und Pflanzennamen (wegen der Farbe und der Stimme, bzw. wegen des Standorts; Strömberg Fischnamen 114f., Pflanzennamen 119): Deminutiva κοράκιον Häkchen (Pap.), Pflanze = ἱεράκιον (Arist.), κορακίσκος (Gloss.), κορακῖνος m. junger Rabe (Ar.), gewöhnlich Fischname, Sciaena nigra (Epich., Ar., Arist. usw.) mit f. κορακινίς (Gp.), Demin. -ινίδιον (Kom., Pap.); lat. LW coracīnus > ital. coracino usw.; κορακίας m. Alpenkrähe, Pyrrhocorax alpinus (Arist., H.), Κορακιαί pl. ON in Delos (Inschr. IIIa; mit oppositivem Akzent); κορακεύς· εἶδος ἰχθύος H. (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 85); κοράκεως m. = κορώνεως Feigenbaum mit rabenschwarzen Früchten (Hermipp. 51; vgl. zu ἐρινεώς s. ἐρινεός); κορακησία Pflanzenname (Pythag. ap. Plin.), Κορακήσιον ON (Pamphylien) mit -ήσιος, -ησιωτικός (Pap. IIIa); zu -ήσιος Chantraine Formation 42, Schwyzer 466; κορακώδης rabenähnlich (Arist.), κοραξός rabenschwarz (Str. u. a.), κόραξος Fischname (Xenokr.) mit σο-Suffix (Schwyzer 516, Chantraine 434); (κατα-)κορακόω ‘(mit einem Türhaken) verschließen’ (Mon. Ant. u. a.), κοράξαι· ἄγαν προσλιπαρῆσαι. πεποίηται παρὰ τοὺς κόρακας H., wohl eig. sich anhaken; davon als Rückbildung κόρακος m. Pflaster (Paul. Aeg.)? — σκορακίζω eig. "zu den Raben (ἐς κόρακας) gehen heißen", fortjagen, beschimpfen (att., hell.) mit σκορακισμός Beschimpfung, Verwünschung (LXX, Plu.); vgl. Schwyzer 413. — Ausführlich über κόραξ, κορακίας, κορακῖνος Thompson Birds und Fishes s. vv.
Etymology: Onomatopoetisches Wort auf -αξ, mit den anders gebildeten lat. corvus Rabe, gr. κορώνη, lat. cornīx Krähe, gr. κόραφος Vogelname (H.) verwandt. In -αξ wird seit Brugmann Grundr.2 2: 1, 494f. wegen cor-n-īx, κορώνη ein sonantisches -- vermutet. — Weitere Formen mit reicher Lit. bei WP. 1, 413ff., Pok. 567ff., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. cornīx. Vgl. κορώνη, auch κορκορυγή; κράζω und κρώζω.
Page 1,917

Chinese

原文音譯:kÒrax 可拉克士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:烏鴉 相當於: (עֹרֵב‎)
字義溯源:烏鴉^;或出自(κορέννυμι)=填塞*)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 烏鴉(1) 路12:24

Mantoulidis Etymological

(=κοράκι). Συγγενικό με τά κορώνη (=κουρούνα), κράζω, κρώζω.

Translations

raven

Adyghe: къолэжъ, цунды; Afrikaans: kraai; Albanian: korb; Arabic: غُرَاب‎, زَاغ‎; Egyptian Arabic: غراب‎; Moroccan Arabic: غراب‎; Armenian: ագռավ; Aromanian: corbu; Assamese: ঢোঁৰাকাউৰী; Asturian: cuervu; Avar: чӏегӏергъеду, нухъа; Azerbaijani: quzğun; Bashkir: ҡоҙғон; Basque: erroi; Belarusian: крумкач, воран; Breton: bran, marc'hvran; Bulgarian: гарван; Catalan: corb; Chechen: хьаргӏа; Chichewa: khungubwi; Chinese Mandarin: 烏鴉, 乌鸦, 渡鴉, 渡鸦; Coptic: ⲁⲃⲱⲕ; Cornish: bran vras; Czech: krkavec; Danish: ravn; Dutch: raaf; Early Assamese: ঢোণ্ডাকাউৰ, ঢোণ্ডাকাক; Elfdalian: kuorp; Esperanto: korvo, korako; Estonian: kaaren, ronk, korp; Even: олиндьа; Ewe: akpaviã; Faroese: ravnur, krunkur, gorpur; Finnish: korppi, kaarne; French: grand corbeau; Friulian: corvat; Galician: corvo carnazal, corvo; Georgian: ყორანი; German: Rabe, Kolkrabe; Greek: κόρακας, κοράκι; Ancient Greek: κόραξ; Greenlandic: tulugaq; Haida: x̱uuya; Halkomelem: skwówéls; Vancouver Island: spaal'; Hebrew: עורב‎, עורב שחור‎; Hindi: काला कौआ; Hungarian: holló; Icelandic: hrafn, krummi; Indonesian: gagak besar; Ingrian: korppi; Ingush: хьаргӏа; Irish: fiach, fiach dubh, bran; Old Irish: bran, fïach, trogan; Italian: corvo imperiale; Japanese: 渡り鴉, 大鴉; Javanese: gagak; Kabardian: вынд; Kannada: ಕಾರ್ಗೊರಲಕಾಗೆ; Karachay-Balkar: къузгъун; Karakalpak: gʼargʼa,qargʼa; Karok: xutnásak; Khakas: харға; Korean: 큰까마귀; Kumyk: къузгъун; Kurdish Central Kurdish: داڵ‎; Kwak'wala: ǥwa'wina; Kyrgyz: карга, кузгун; Ladin: corf; Latgalian: krauklis; Latin: corvus; Latvian: krauklis; Lithuanian: kranklys; Low German German Low German: Raav, Roov, Raw; Lutshootseed: qaw'qs; Luxembourgish: Ramm; Macedonian: гавран; Maltese: għorab; Mansi: хулах; Manx: feeagh, feeagh mooar; Maore Comorian: kwai; Marathi: डोमेकाव्ळा; Mari Eastern Mari: курныж; Mi'kmaq: gjiga'qaquj anim; Mongolian: хар хэрээ; Montagnais: kakatshu; Moroccan Amazigh: ⴰⵄⴽⴽⴰⵢ; Nahuatl: cacalotl; Nanai: холи; Nanticoke: uck-quack; Navajo: zhį́ʼii; Nogai: карга; Norwegian: ravn; Occitan: còrb; Ojibwe: gaagaagi; Old Church Slavonic: вранъ; Old English: hræfn; Old Norse: hrafn, korpr; Old Turkic: 𐰴𐰆𐰕𐰍𐰆𐰣‎; Ottoman Turkish: قوزغون‎; Persian: زاغ‎, کلاغ‎, غراب‎; Plautdietsch: Rowen; Polish: kruk anim; Portuguese: corvo; Proto-Norse: ᚺᚨᚱᚨᛒᚨᚾᚨᛉ; Romani: kakarachi, kakarachka; Romanian: corb; Romansch: corv grond; Russian: ворон; Saanich: SQTO¸, SPOOL¸; Sami Southern Sami: gaarenasse, krungke; Lule Sami: runnka, gárránis, gárjjá; Northern Sami: gáranas, bulddogas, garjá; Inari Sami: káránâs; Skolt Sami: käärnõs; Kildin Sami: ка̄рьнэсь; Sardinian: corbu, crobu, corvu, colbu, colvu; Scots: corbie; Scottish Gaelic: fitheach; Serbo-Croatian Cyrillic: га̏вра̄н; Roman: gȁvrān; Shor: қусқун; Sicilian: corvu, corbu; Slovak: krkavec; Slovene: krokar, vran; Sorbian Lower Sorbian: wron, grampak; Upper Sorbian: rapak; Southern Altai: кускун; Spanish: cuervo; Swahili: kunguru; Swedish: korp; Tajik: зоғ; Tashelhit: ⴰⴽⴰⵢⵢⴰ; Tatar: козгын; Tibetan: ཀ་ཀ, ཀ་གཉིས་པ, བྱ་རོག, ཁྭ; Tlingit: yéil; Tofa: ӄусӄун; Tundra Nenets: хӑрна; Turkish: kuzgun; Tuvan: кускун; Ukrainian: ворон, крук; Unami: winkeòhkwèt; Urum: хузғун, ғузғу, хузғум; Uyghur: qaraqagha; Uzbek: kuzg'un; Venetian: corvo, corf; Vilamovian: rōw; Volapük: rab; Votic: ronka; Walloon: coirbå; Welsh: brân, cigfran; West Frisian: raven; White Hmong: tus noog uab lag, tus uab lag; Yakut: суор; Yiddish: ראָב‎

crow

Adyghe: къолэжъ, цунды; Afrikaans: kraai; Aklanon: uwak; Albanian: sorrë; Amharic: ቁራ; Amis: 'ak'ak; Apache Western Apache: gaagé; Arabic: غُرَاب‎, زَاغ‎; Armenian: ագռավ; Aromanian: cioarã; Assamese: কাউৰী, কোৱা; Asturian: cuervu; Avar: гъеду; Azerbaijani: qarğa; Baluchi: گوراگ‎; Bashkir: ҡарға; Basque: bele; Belarusian: варона; Bengali: কাক; Bole: kaki; Breton: bran; Brunei Malay: gagak; Bulgarian: врана; Burmese: ကျီး, ကျီးကန်း; Cahuilla: álwet; Catalan: còrvid, cornella, corb; Cebuano: uwak; Cherokee: ᎪᎬ; Cheyenne: ókohke; Chichewa: khwangala; Chickasaw: fala; Chinese Cantonese: 烏鴉, 乌鸦; Hakka: 烏鴉, 乌鸦; Mandarin: 烏鴉, 乌鸦; Min Dong: 烏鴉, 乌鸦, 老鴰; Min Nan: 烏鴉, 乌鸦; Choctaw: fạla; Cornish: bran; Cree: ᑳᐦᑳᑭᐤ, ᑲᐦᑲᑭᐤ; Crimean Tatar: qarğa; Czech: vrána; Danish: krage; Dharug: wagan; Dolgan: һуор; Dongxiang: laowa; Dutch: kraai; Duwai: kak; Eastern Eastern Mari: корак, олагорак; Erzya: варака; Esperanto: korniko; Estonian: vares; Evenki: гаки; Faroese: kráka; Fijian: vivini; Finnish: varis, varislintu; French: corneille, corbeau; Old French: corbel; Friulian: çore, corvat piçul, cornile; Galician: corvo viaraz, corvo; Georgian: ყვავი; German: Krähe, Krähenvogel; Greek: κουρούνα; Ancient Greek: κορώνη; Guaraní: yryvu; Gujarati: કાગડો; Haitian Creole: kònèy; Hausa: hankaka; Hawaiian: ʻalalā; Hebrew: עוֹרֵב‎; Higaonon: wakwak; Hindi: कौआ, कौवा, काग, काक; Hopi: angwusi; Hungarian: varjú; Icelandic: kráka; Ido: korniko; Indonesian: burung gagak, gagak; Ingrian: variz; Irish: caróg dhubh; Italian: cornacchia, corvo; Japanese: 烏, 慈鳥; Jarai: ă; Javanese: gagak; Kabardian: къуагъыщхъуэ; Kala Lagaw Kannada: ಕಾಗೆ; Kapampangan: awak; Kashubian: warna; Kaurna: kua; Kazakh: қарға; Khmer: ក្អែក; Kikai: 烏; Kikuyu: kagogo; Koasati: lakcha; Korean: 까마귀; Kriol: kro, wakwak; Kumyk: къаргъа; Kurdish Central Kurdish: قەل‎, قەلەڕەش‎; Northern Kurdish: qirr, qirrereşk; Kyrgyz: карга; Ladin: agacion; Lao: ກາ; Latgalian: vuorna; Latin: cornīx; Latvian: vārna; Limburgish: krów, krej; Lithuanian: varna; Livvi: vaŗīkš; Low German: Kraa, Kreeg, Kreih; Lutshootseed: k'áʔk'aʔ; Luxembourgish: Kueb; Lü: ᦂᦱ; Macedonian: врана; Malagasy: goaika, goaky; Malay: gagak, gauk; Malayalam: കാക്ക; Manchu: ᡤᠠᡥᠠ; Manx: fannag; Maori: kōkako; Marathi: कावळा; Mari Eastern Mari: корак; Mazanderani: کلاچ‎; Mi'kmaq: ga'qaquj anim; Middle Persian: 𐭥𐭫𐭠𐭢‎; Moksha: варси; Mongolian: хэрээ; Montagnais: kakatshu; Nahuatl Central: cacalotl; Central Huasteca: kakalotl; Classical: cacalotl; Highland Puebla: kakalot; Morelos: kakalotl; Nanai: гаки, тораки; Nanticoke: kuh!-hos; Navajo: gáagii; Neapolitan: ciàula; Nepali: काग; Newar: क्वः; Ngamo: gadaya; Ngarrindjeri: marangani; Ngizim: hak; Northern Amami-Oshima: 烏; Northern Sotho: legokobu; Norwegian: kråke; Occitan: gralha; Ojibwe: aandeg; Oki-No-Erabu: 烏; Old Church Slavonic Cyrillic: врана; Old East Slavic: ворона; Old English: crāwe; Ossetian: халон; Pashto: تبخۍ‎, زاغچکه‎, کاغی‎; Persian: کلاغ‎, غراب‎; Pitjantjatjara: kaaṉka; Plautdietsch: Krauj; Polabian: vorno; Polish: wrona; Portuguese: gralha-preta, corvo; Punjabi: ਕਾਂ; Romani: korung; Romanian: cioară; Romansch: corv nair; Russian: ворона; Sami Southern Sami: voerhtje; Northern Sami: vuoražas; Inari Sami: vuorâš; Skolt Sami: käärnõs; Sanskrit: काकः; Sardinian: carroga, corrancra, corronca, giacu; Scots: craw; Scottish Gaelic: starrag, ròcas, feannag; Serbo-Croatian Cyrillic: вра̏на; Roman: vrȁna; Shona: gunguwo; Shor: қарға; Sicilian: ciaula, ciàula; Silesian: wrůna; Sinhalese: කපුටා; Slovak: vrana; Slovene: vrána; Sorbian Lower Sorbian: karwona, garona; Upper Sorbian: wróna; Spanish: corneja, cuervo; Swahili: kunguru; Swedish: kråka; Sylheti: ꠇꠣꠃꠀ; Tabasaran: хъют; Tagalog: uwák; Tajik: зоғи ало, калоғ; Tamil: காகம், காக்கா, காக்கை; Taos: kòki’ína; Tatar: карга; Tausug: uak; Telugu: కాకి; Thai: กา; Tibetan: ཀ་ཀ, ཁྭ་ཏ; Tigrinya: ኳኽ; Tiwi: kirlirampani, kilirampani, kirlirapani, wakuwakini, wakwakini; Tocharian B: wrauña; Tok Turkish: karga; Turkmen: garga; Udmurt: куака; Ukrainian: ворона, ґава, гава; Urdu: کوا‎; Urum: карға; Uyghur: قاغا‎; Uzbek: qargʻa; Veps: variš; Vietnamese: quạ; Vilamovian: krȫw; Volapük: krov; Votic: varõz; Walloon: coirnaye, coirbå; Wardaman: wagwag; Welsh: brân, brain; West Frisian: krie; White Hmong: tus uab lag; Xhosa: unomyani; Yakut: тураах; Yiddish: קראָ‎; Yoron: 烏; Yoruba: kanna-kánná; Zhuang: roegga; Zulu: igwababa

cormorant

Afrikaans: kormorante; Ainu: ウリル; Albanian: karabullak; Arabic: غَاقِيَات‎; Armenian: ձկնկուլ; Assamese: দৈকলা, কাউৰী, পানী কাউৰী; Azerbaijani: qarabatdaqkimilər; Breton: morvaout, morvran; Bulgarian: корморан, дяволица, голям корморан; Burmese: တင်ကျီးငှက်; Catalan: corb marí; Cebuano: gamaw; Chinese Mandarin: 鸕鶿, 鸕䲿, 鸬鹚, 魚鷹, 鱼鹰; Cornish: morvran; Czech: kormorán; Danish: ålekrage, skarv, storskarv; Dutch: aalscholver, schollevaar, scholver, waterraaf; Estonian: kormoranlased, karbaslased; Faroese: hiplingur, skarvur; Finnish: merimetso; French: cormoran; Galician: corvo mariño, pata; Georgian: ჩვამასებრნი; German: Kormoran; Greek: κορμοράνος, ευρωπαϊκός κορμοράνος, φαλακροκόρακας; Ancient Greek: κόρᾰξ; Greenlandic: oqaatsoq; Hawaiian: kakalakeke, lawaiʻa; Hebrew: קורמורניים‎; Hungarian: kormorán; Icelandic: skarfur; Irish: broigheall, cailleach dhubh, duibhéan, fiach mara; Italian: cormorano, divoratore, ghiottone, mangione, marangone; Japanese: 鵜, 鷀, 鸕, 鶿; Kazakh: суқұзғын; Korean: 가마우지; Kyrgyz: кара каздар; Lacandon: ʌjmach; Latin: phalacrocorax, truō; Latvian: jūras krauklis; Lithuanian: kormoranas; Macedonian: корморан; Malayalam: നീർക്കാക്ക; Manx: cormorant, fannag varrey, feeagh marrey, scarroo, shag; Mi'kmaq: mqatawapu anim; Navajo: tónteel zhį́ʼii; Norman: cormaran; Norwegian: storskarv; Ojibwe: gaagaagiishib; Old Japanese: しまつとり; Ottoman Turkish: قره باتاق‎‎; Persian: باکلان‎; Polish: kormoran; Portuguese: cormorão, biguá; Quechua: kusuri; Romanian: cormoran; Russian: баклан; Saanich: MÁŦEĆ; Scottish Gaelic: ballaire, ballaire-bòthain, gairgeann, sgarbh; Serbo-Croatian Cyrillic: корморани, вранци; Shan: ၵႃၸႆး; Slovak: kormorán; Slovene: kormoran; Spanish: cormorán; Swahili: mnandi; Swedish: storskarv; Tagalog: kasili, korbehon; Tamil: நீர்க்காகம்; Telugu: జలకాకము, మద్గువు, నీరుకాకి; Tibetan: སོ་བྱ།; Tlingit: yooḵ; Turkish: karabatak; Ukrainian: баклан; Urdu: کارمورنٹ‎; Vietnamese: cốc, cốc đế; Welsh: morfran, mulfran; West Flemish: aalscholver, butstekker; West Frisian: ielguozzen; Zealandic: aolscholver