ἀμάω
English (LSJ)
(A), Od.9.135, etc.; Ep. pres. part. A ἀμάων A.R.3.1187, dat. pl. ἀμώντεσσι Theoc.10.16: impf. ἤμων Il.18.551: fut. ἀμήσω Hes. Op.480, Hdt.6.28: aor. ἤμησα Hes.Th.181, A.Ag.1044, Ep. ἄμησα (δι-) Il.3.359:—Med., Hes.Op.778, E.Fr.419: fut. ἀμήσομαι S.Fr. 625 (v. infr. 3), A.R.1.688:—Pass., aor. part. ἀμηθείς Nic.Al.216: pf. ἤμημαι (ἐξ-) S.Aj.1179. Simple Verb takes augm. in Hom., but not compds., v. Il.3.359, 24.165, Od.5.482. [Hom. has ᾱ in simple Verb, ᾰ in compds., Trag. always ᾰ; later, ᾱ Theoc.10.16,50, A.R. 1.1183, etc., ᾰ Theoc.11.73, Call.Cer.137, etc.]:—orig., reap corn, abs., ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551; ὑμνὸν ἀμάειν Hes.Op.392; θερίζειν καὶ ἀ. PHib.1.47.12 (iii B.C.); ἥμενος ἀμήσεις Hes.Op.480: metaph., ἤμησαν καλῶς they reaped abundantly, A.Ag. 1044: c.acc., μάλα κεν βαθὺ λήϊον . . εἰς ὥρας ἀμῷεν Od.9.135, cf. Thgn. 107; ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον Hdt.6.28, cf. 4.199; τἀλλότριον ἀρῶν θέρος Ar.Eq.392.b metaph., ἐλευθερίαν ἀμώμεθα Plu.2.210b. 2 generally, cut, λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες Il.24.451; θαλλὸν ἀμάσας Theoc.11.73:—Med., σχοῖνον ἀμησάμενος AP4.1.26 (Mel.); στάχυν ἀμήσονται A.R.1.688, cf. Call.Dian.164; ἀμῶνται Q.S.14.199. 3 mow down in battle. A.R.3.1187,1†82, AP9.362.25: fut. Med. ἀμάσεται is cited from S. (Fr.625) in this sense by Hsch.
ἀμάω (B), mostly Ep. in Med., draw, gather (cf. ἐξ-, ἐπ-, καταμάομαι), ταλάροισιν ἀμησάμενοι [γάλα] Od.9.247, cf. A.R.3.859; ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599; ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ' αὐτοῖς A.R.1.1305: metaph., ἀρετήν Jul.Or.5.169b:—Act., χερσὶν ἀμήσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν, of a mourner, pouring dust on his head, AP7.241 (Antip.).—Poet. and later Prose. (Cl. Lith. sémti 'draw (water)'.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
recoger, reunir, amontonar ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος (γάλα) Od.9.247, ἵν' ὃς ἄροσε τῆνος ἀμάσῃ Call.Cer.137, ἰκμάδα ... ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι recogió el zumo para convertirlo en pócima A.R.3.859, ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ' αὐτοῖς amontonó tierra alrededor de ellos e.d. los enterró A.R.1.1305, cf. Hsch.s.u. ἀμᾶσθαι, χερσὶν ἀμήσας ... κρατὸς ὕπερθε κόνιν amontonando, echando con sus manos polvo sobre la cabeza de uno que se lamenta AP 7.241 (Antip.Sid.)
•agavillar, PHib.47.12 (III a.C.), pero cf. 1 ἀμάω
•fig. acaparar ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται acaparan en su vientre el producto del trabajo ajeno Hes.Th.599, ἀρετήν Iul.Or.8.169b.
• Etimología: Prob. deriv. psilótico de ἅμα q.u., pero podría ser una especialización semántica de 1 ἀμάω.
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [pres. inf. ἀμάειν (-ᾱ-) Hes.Op.392, part. ἀμώων A.R.3.1187, AP 9.362.25, dat. plu. ἀμάντεσσι Theoc.10.16, fem. ἀμώωσα Apoll.Met.Ps.104.34]
I segar abs. Il.18.551, Hes.Op.392, 480, Theoc.10.16, Philostr.Gym.43, Babr.88.7
•c. ac. βαθὺ λήϊον Od.9.135, Thgn.107, τὸν σῖτον Hdt.6.28
•cortar c. otras clases de palabras λαχνήεντ' ὄροφον Il.24.451, θαλλόν Theoc.11.73, τὰς χώρας Ep.Iac.5.4, τὸν στάχυν Luc.Hes.7, βότρυας Nonn.D.12.335, καρπόν Q.S.14.199, Orác. en TAM 4(1).92.19 (Nicomedia, Bitinia), τὰ θέρη I.AI 4.231, πορφυρέην ἤμησε κρέκα cortó el rizo purpúreo Call.Fr.288
•en v. med. mismo sent. τὰ παραθαλάσσια τῶν καρπῶν Hdt.4.199, ὠκύθοον τριπέτηλον Call.Dian.164, στάχυν A.R.1.688, σχοῖνον AP 4.1.26.
II fig., en v. act. o med.
1 abs. segar vidas S.Fr.625, Ἄρεος ἀμώοντος A.R.3.1187, μίγδην ἀμώων A.R.3.1382
•c. ac. segar, matar ἄγαμον στάχυν AP 9.362.25, γυναῖκας Nonn.D.35.267, αὐχένος ἀμηθέντος Nonn.D.46.311.
2 en sent. amplio cosechar ἤμησαν καλῶς se hicieron ricos A.A.1044, τἀλλότριον ἀμῶν θέρος cosechando la cosecha ajena i.e. atribuyéndose lo que no es suyo Ar.Eq.392
•τὴν ἐλευθερίαν ἀμώμεθα cosechamos los frutos de la libertad Plu.2.210a.
• Etimología: De una raíz *H2m-/H2em-. Cf. c. grado ø lat. meto y c. grado pleno het. ḫam-(ešḫa-) ‘verano’, ‘estación de la cosecha’.
English (Autenrieth)
(cf. ‘mow,’ which orig. means to lay in heaps), ipf. ἤμων, aor. part. άμήσαντες, mid. ἀμησάμενος: mow, reap, Il. 18.551; ἀπ (adv.) οὔατα άμήσαντες, ‘lopping off,’ Od. 21.300; mid. ἀμησάμενος, ‘collecting,’ ‘scooping up’ his curds, Od. 9.247.
German (Pape)
[Seite 118] mähen, Hom. viermal, Iliad. 18, 551 ἔριθοι ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες; 24, 451 καθύπερθεν ἔρεψαν λαχνήεντ' ὄροφονλειμωνόθεν ἀμήσαντες; Od. 9, 135 μάλα κεν βαθὺ λήιον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμῷεν, v.l. Scholl. ἀμμοῷεν, Dindf. voluit aut ἀμμῷεν vcl ἀμόῳεν; med. Od. 9, 247 von der Käsebereitung ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν, Scholl. erkl. συναγαγών u. geben die v.l. πονησάμενος; – τὸν σῖτον Her. 6, 28; θὲρος Ar. Equ. 392; nach Atticisten attisch für θερίζειν; übertr., erndten, sammeln, Aesch. Ag. 1014; καλῶς ἤμησαν, hatten Glück; θαλλὸν ἀμάσας Theocr. 11, 73; niedermetzeln im Kriege, Ἑλλάδος ἄγαμον στάχυν ἀμ. Ep Her. 21 (IX, 362); γονὰς ἤμησα γιγάντων ad. 591 (IX, 198); med. wie des act. erndten Hes. O. 775; 391 steht jetzt ἀμάαν für ἀμᾶσθαι; κόνιν τινὶ ἀμήσασθαι Hegesipp. 5 (VII, 446); auch akt. ἀμάσας κρατὸς ὕπερθε κόνιν Ant. Sid 99 (VII, 241), Sand zum Grabhügel aufhäufen, bestatten. Hierauf bezieht man Soph. Ant. 599 κατ' αὖ νιν φοινία θεῶν τῶν νερτέρων ἀμᾷ κόνις. sie bedeckt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἤμων, f. ἀμήσω, ao. ἤμησα, pf. inus.
Pass. ao. ἠμήθην, pf. inus.
1 moissonner;
2 récolter;
3 recueillir, amasser;
NT: faucher, tondre.
Étymologie: vraisembl. de ἀ- prosth. et de la R. i.-e. Ma, couper, moissonner ; cf. lat. metere, messis.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάω: (ᾱμ и ᾰμ) (реже med.)
1 жать, убирать (урожай) (λήϊον Hom.; σῖτον Her.; θέρος Arph.): καλῶς ἤμησαν Aesch. они собрали обильную жатву, перен. им повезло;
2 срезывать, собирать (ὄροφον λειμωνόθεν Hom.; θαλλόν Theocr.; σχοῖνον Anth.): τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Plut. пожинать плоды свободы;
3 сливать (γάλα ἐν ταλάροισιν Hom.);
4 насыпать: κρατὸς ὕπερθε κόνιν ἀ. Anth. посыпать голову прахом (в знак траура); γαῖάν τινι ἀμήσασθαι Anth. насыпать над кем-л. могильный холм;
5 скашивать, перен. истреблять, уничтожать (ἔγχει γονάς τινος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάω: Ὀδ., Ἡσ.: Δωρ. δοτ. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἀμώντεσσι, Θεόκρ. 10. 16: παρατ. ἤμων Ἰλ.: μέλλ. ἀμήσω, Ἡσ., Ἡρόδ., Ἀριστοφ.: ἀόρ. ἤμησα, Ἡσ., Αἰσχύλ., Ἐπ. ἄμησα (δι-), Ἰλ.: - Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.: μέλλ. ἀμήσομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 550, (ἐξ-), Εὐρ.: Ἐπ. ἀόρ. ἀμήσατο (ἐπ, κατ-), Ὅμ.: - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἀμηθείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 216: πρκμ. ἤμημαι (ἐξ-), Σοφ. Αἴ. 1179. Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα λαμβάνει τὴν αὔξησιν παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ οὐχὶ καὶ τὰ σύνθετα, ἴδε Ἰλ. Γ. 359., Ω. 165, Ὀδ. Ε. 482. (Παρ’ Ὁμ. τὸ α τῆς πρώτης συλλαβ. τοῦ ἀμάω εἶναι πάντοτε μακρόν, ἐκτὸς ἐν Ὀδ. Ι. 247, ὡς καὶ ἐν τῷ ἀματὴρ καὶ ἄμητος‧ ἀλλὰ βραχὺ ἐν τοῖς συνθέτοις‧ ἴδε τὰ προμημονευθέντα χωρία‧ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὅμως Ἐπ., ὁτὲ μὲν μακρὸν ὁτὲ δὲ βραχύ, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Θεόκρ. 10. 16 καὶ 50, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1183, πρὸς Θεόκρ. 11. 73. καὶ Καλλ. εἰς Δήμ. 137 κτλ.: παρ’ Ἀττ. βραχὺ ἔν τε τῷ ἁπλῷ ῥήματι καὶ τοῖς συνθέτοις). Ἡ πρώτη ἀπ’ ἀρχῆς σημασία τοῦ ποιητικοῦ τούτου ῥήματος, καθ’ ὅσον δεικνύει τοῦτο ἡ χρῆσις, εἶναι ἡ τοῦ θερίζειν σῖτον, ἀπόλ.: ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες, Ἰλ. Σ. 551‧ ἥμενος ἀμήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480‧ μεταφ., ἤμησαν καλῶς, «ἔκαμαν τὴν τύχην των», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1044: - Οὕτω μετ’ αἰτιατ., μάλα κεν βαθὺ λήϊον ... εἰς ὥρας ἀμῷεν, Ὀδ. Ι. 135: πρβλ. Θεόγν. 107: ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον. Ἡρόδ. 6. 28, πρβλ. 4. 199: τἀλλότριον ἀμῶν θέρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 392. β) μεταφ.: εἰράναν, ὃς ἄροσε, κεῖνος ἀμάσει, Καλλ. εἰς Δήμ. 137‧ ἐλευθερίαν ἤμησαν, ἐθέρισαν τοὺς καρποὺς τῆς ἐλευθερίας, Πλούτ. 2. 210Β. 2) καθόλου, τέμνω, ἀποτέμνω, λαχνήεντ’ ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, Ἰλ. Ω 451‧ θαλλὸν ἀμάσας, Θεόκρ. 11. 73‧ καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, σχοῖνον ἀμησάμενος, Ἀνθ. Π. 4. 1, 26: - Μέσ., στάχυν ἀμήσονται, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 688: πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 164: ἀμῶνται, Κόϊντ. Σμ. 14. 199. 3) κατακόπτω, κατασφάττω, κοινῶς: θερίζω (ἐν μάχῃ) ὡς τὸ Λατ. demetere, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1187, 1382, Ἀνθ. Π. 9. 362, 25‧ ἐκτὸς τούτου τὸ μέσον ἀναφέρεται ἐν τῷ Σοφ. (Ἀποσπ. 550) ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ: ἀμάσεται (Δωρ. μέλλ.) «ἀπὸ τῆς ἀμήσεως, οἰονεὶ σφάξει», Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. μεταχειρίζονται τὸν μέσον τύπον κατὰ τρόπον ἰδιάζοντα, συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος, κατέθηκε [δηλ. τὸ ἥμισυ τοῦ γάλακτος), «συνελὼν χερσὶ καὶ συναγαγὼν» (σχόλ.), Ὀδ. Ι. 247: οὕτω καί: ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται, Ἡσ. Θ. 599‧ «ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν θεριζόντων, οἷον: ἀθρόως ἀφαιροῦνται», Σχόλ. εἰς Θέογν., Ἡσ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859‧ ἀμήσατο γαῖαν ἀμφ’ αὐτοῖς, Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1305: - οὕτω καὶ κατ’ ἐνεργ. φωνήν: χερσὶν ἀμήσας ... κόνιν, συλλέξας διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐπιπάσας, Ἀνθ. Π. 7. 241. (Ἐκ τῆς √ ΑΜ παράγονται προσέτι ἄμητος καὶ ἀμητός, ἀμάλη καὶ ἄμαλλα‧ πρβλ. τὰς Λατ. λέξ. meto, messis‧ Παλ. Ὑψ. Γερμ. mâjan (θερίζω, κόπτω, Ἀγγλ. mow)‧ mâdari (θεριστής, Ἀγγλ. mower), Α. Σ. mâven (θερίζω), κτλ., ὥστε τὸ α φαίνεται ὅτι εἶναι εὐφων. - Αἱ σύστοιχοι λέξεις φαίνονται δεικνύουσαι ὅτι ἡ πρώτη ἔννοια ἦν ἡ τοῦ τέμνειν ἢ τοῦ θερίζειν καὶ δευτερεύουσα ἡ τῆς συγκομιδῆς. Ἡ ἔννοια τοῦ τέμνειν φαίνεται παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπδιαμάω, καὶ παρὰ Τραγ. ἐν τοῖς δι-, ἐξ-, καταμάω. Ἡ ἔννοια τῆς συγκομιδῆς καὶ τῆς συλλογῆς φαίνεται ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε ἀνωτ. καὶ πρβλ. τὰ σύνθετα ἐπ-, κατ-, συναμάομαι).
English (Strong)
from ἅμα; properly, to collect, i.e. (by implication) reap: reap down.
English (Thayer)
(ῶ: 1st aorist ἤμησα; (from ἅμα together; hence, to gather together, cf. German sammeln; (others regard the beginning ἆ as euphonic and the word as allied to Latin meto, English mow, thus making the sense of cutting primary, and that of gathering in secondary; cf. Vanicek, p. 673)); frequent in the Greek poets, to reap, mow down: τάς χώρας, James 5:4.
Greek Monotonic
ἀμάω: [ᾱ] στον Όμηρ., ᾰ στους μεταγενέστερους ποιητές]· παρατ. ἤμων, μέλ. ἀμήσω, αόρ. αʹ ἤμησα, Επικ. ἄμησα — Μέσ. μέλ. ἀμήσομαι· Επικ. αόρ. αʹ ἀμήσατο — Παθ. παρακ. ἤμημαι, θερίζω σιτάρι, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· μεταφ., ἤμησαν καλῶς, θέρισαν άφθονη σοδειά, σε Αισχύλ.· ομοίως με αιτ., θερίζω, μάλα κεν βαθὺ λήϊον.. εἰς ὥρας ἀμῷεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κόβω καλάμια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
II. στη Μέσ., συγκεντρώνω, συλλέγω, συμμαζεύω, όπως οι θεριστές συγκεντρώνουν το σιτάρι, ἀμησάμενοι (γάλα), έχοντας συλλέξει γάλα· ομοίως στην Ενεργ., ἀμήσας κόνιν, έχοντας ξύσει μαζί το έδαφος πάνω από ένα πτώμα, σε Ανθ. (από τη√ΜΑ με προσθήκη α ευφωνικού, πρβλ. Λατ. MET-O, θερίζω, κόβω).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: v.
Meaning: reap corn, cut, (mow down) (Il.)
Other forms: Homer often has long α-, no doubt m.c. (Chantr. Gr. hom. 111)
Compounds: especially in ἀπ-, διαμάω cut off, mow, harvest' (Od.).
Derivatives: ἄμητος m. harvest (Hom.; on the accent s. LSJ), ἀμητήρ reaper (Il.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [703] *h₂meh₁- mow
Etymology: The etym. depends on the original meaning, which in this case is not quite clear: mow, cut, or even scrape (δι-, s. DELG s.v.) - If connected with OHG māen, OE māwan mow we have a root *h₂meh₁-; ἄμητος could then be identical with MHG māt, OE mæd reaping. ἀμάω through assimilation of h₂... h₁ or a... e or late rebuilding of *ameie- (Peters 91 n. 41), or from ἀμ- < *h₂mh₁- before vowel + -αω. Lat. meto could be connected as *h₂m-et-. Much more doubtful is Hitt. ḫamešḫ(a)- summer, harvest-time. See Bechtel Lex. - Not here ἄμη shovel acc. to Schulze Q. 365 A. 3; Solmsen Wortforschung 195 connects it with OCS jama pit, quarry; Morgenstierne Acta orientalia 7, 200 connects Pashto yūm spade; cf. Pok. 502 (but it is doubtful whether a PIE root *ieh₂m- is permissible). - The verb δι-αμάω is separated from ἀμάω mow by Irigoin, LfgrE. On ἄμαλλα sheaf and ἀμάρα canal s.v.
2. See also: ἀμάομαι
Middle Liddell
1 [From Root !μα, with a_euphon; cf. Lat. MET-O, to mow.]
1. to reap corn, absol., Il., Hes.; metaph., ἤμησαν καλῶς they reaped abundantly, Aesch.:—so c. acc. to reap, λήϊον Od.; σῖτον Hdt.
2. generally, to cut reeds, etc., Il., Theocr.
2
in Mid. to gather together, collect, as reapers gather in corn, ἀμησάμενοι γάλα having collected milk:—so in Act., ἀμήσας κόνιν, having scraped together earth over a corpse, Anth.
Frisk Etymology German
ἀμάω: 1.
{amáō}
Meaning: schneiden,
Composita: bes. in ἀπ-, διαμάω ‘ab-, zerschneiden’, mähen, ernten (ep. ion. poet. und späte Prosa).
Derivative: Ableitungen: ἄμητος m. Ernte, Erntezeit (ep. ion. poet.), ἀμητύς f. (Hymn. Is.), ἀμητήρ Schnitter (Il., Theok., Nonn.), ἀμήτειρα f. (EM), ἀμητρίς f. (Poll. 1, 222). Daneben ἀμητής (Porph.). Nom. instr. ἀμητήριον Sichel (Max. Tyr.), Adj. ἀμητικός zum Schneiden geeignet. — Ob auch ἄμαλλα Garbe und ἀμάρα Graben, Kanal hierher gehören, bleibt fraglich, s. dd. Ebenso ist die Zugehörigkeit von ἄμη im Sinn von Schaufel, Hacke (Ar., Xen., Geop.) wegen der Bedeutung etwas zweifelhaft und hängt davon ab, ob διαμάω, ἐξαμάω aufreißen, aufgraben von ἀμάω mähen zu trennen sind; s. die Lit. unten.
Etymology: Wenn ahd. māen, ags. māwan mähen ursprünglich schneiden bedeutet haben, bieten sie sich zum Vergleich mit ἀμάω; ἄμητος wurde sich dann fast ganz mit mhd. māt, ags. mǣđ das Mähen decken. Weitere Beziehungen (lat. meto, heth. ḫamešḫ(a)- Frühjahr usw.) sind gänzlich unsicher, s. Bechtel Lex., WP. 2, 259, Benveniste Or. 157. — In ἄμη Schaufel, Hacke sieht Schulze Q. 365 A. 3 ein anderes Wort, das von Solmsen Wortforschung 195 u. a. mit aksl. jama Grube verbunden worden ist; Morgenstierne Acta orientalia 7, 200 vergleicht pashto yūm Spaten.
Page 1,88
Chinese
原文音譯:¢m£w 阿馬哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:割
字義溯源:收集,收割,割下;源自(ἅμα)*=同時),也有‘共同’的意思
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 收割(1) 雅5:4
Mantoulidis Etymological
(=θερίζω). Ἀπό ρίζα αμ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ἄμητος (=θερισμός, ὁ καιρός τοῦ θερισμοῦ), ἀμητός (=ἡ συγκομιδή ἀπό τό θερισμό), ἀμητέον, ἀμητήρ (=θεριστής), ἀμητήριον (=δρεπάνι), ἀμητικός, ἡ ἄμαλλα (=δεμάτι ἀπό στάχυα), ἀμαλλοδετήρ (=αὐτός πού δένει δεμάτια ἀπό στάχυα).