ὅρος
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
Corc. ὄρϝος IG9(1).698.1 (written
A ὄρβος 700.1); Cret. and Arg. ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332; Heracl. ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; Ion. οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: ὁ:—boundary, landmark, ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421; λίθον... τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405; ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol. ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usually in gen., οὖρος τῆς Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Hdt.1.72, etc.: in dat., οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς E.HF669 (lyr.): with a single gen., ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr.790; γάμου ὅρος the time within which one may marry, Pl.Lg.785b; οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M.; ὅροι τρεῖς ἁρμονίας... νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R.443d; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι = I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216; ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144: abs., εἰς τὸν τόπον... ἐν οἷς ἂν . . ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg.849e; decision of a magistrate, ὅρον δώσω PThead.15.20 (iii A.D.); so ὅρον προσγράψαι D.23.40; ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73; εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92; τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d, etc.: also in plural, bounds, boundaries, ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52, cf. 125; τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77; γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr.666; τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας . . ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4; ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti.25c.
2 metaph., ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag.1154 (lyr.); θῆλυς ὅρος the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω ΙΙ.3.
II memorial stone or pillar, Hdt.1.93 : esp.
b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36; ὅπως . . ὅροι τεθεῖεν Is.6.36 : with genitive of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν), ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1, cf. 25.69; δανείζειν τοὺς ἱερέας . . ἐπὶ χωρίῳ . . καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29, cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 (Amorgos), 22.2642,al.
c boundary stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc.; ὅρος κρήνης, ὅρος λεσχέων δημοσίων, ὅρος ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc.; similarly, ὅρος σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅρος μνημάτων ib.12.906; ὅρος μνήματος ib.22.2527, al.; ὅρος θήκης ib.2586, al.
III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν . . Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT1219; ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296; rule, canon, εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7; ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R.551a; ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol.1294a10; ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr.237d: hence, end, aim, ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105.
IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr.24b16, Cael.282a1, al.; ὅρος μέσος = the middle term, Id.EN1142b24, cf. APr. 25b33 sq. : hence,
b definition, ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top.101b39, cf. 139a24, al.; defined as ἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75 : in plural, title of pseudo-Platonic work.
c premiss of a syllogism, ὅροι κατηγορικοί, ὅροι στερητικοί, Arist.APr.29a21, cf. 31b33, al.
2 Math., term of a ratio or proportion, Archyt.2, Arist.EN1131b5 sqq., Euc.5Def.8, Nicom.Ar.1.8.
3 pl., terms, conditions, συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε . . CPR19.8 (iv A.D.).
4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅροι the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg. ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.)
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόθεν ὅρους ἔχεις θεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληθῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους θέσθαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιθέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίθησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν δισχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέθετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. borne, pierre servant de limite ; borne, limite, frontière en gén. ; fig.
1 limite ; règle de conduite, règle en gén.
2 but, fin qu'on se propose;
II. borne, stèle portant une inscription d'hypothèques.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.
English (Slater)
ὅρος, boundary ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις (codd.: ὄρος Π, Snell, cf. Σ.) (O. 6.77) ]
Greek Monotonic
ὅρος: Ιων. οὗρος, ὁ,
I. 1. όριο, σημάδι που τίθεται για να δηλώνει το όριο, και στον πληθ. τα σύνορα, μεθόριος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· το όριο μεταξύ δύο τόπων δηλώνεται με με τη γεν. των δύο ονομάτων· οὗρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς, σε Ηρόδ.· γενικά, σύνορο, όριο, ἑβδομήκοντα ἔτη οὗρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι, θέτω τα εβδομήντα χρόνια ως όριο ζωής για τον άνθρωπο, στον ίδ.· μεταφ., λέγεται για το μυαλό της γυναίκας που είναι περιορισμένο, σε Αισχύλ.
II. στον πληθ., λίθοι που χρησιμ. ως όρια (στῆλαι, cippi), και έφεραν επιγραφές, σε Ηρόδ.· στην Αττ., νομοθεσία, λίθινες πινακίδες που στήνονταν σε υποθηκευμένες γαίες ως επιβεβαίωση του χρέους, σε Δημ.
III. 1. όριο, κανόνας, καθεστώς, μέτρο, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
2. τέλος, σκοπός, σε Δημ. κ.λπ.
IV.στη Λογική του Αριστ., κύριος όρος μιας πρότασης, ο ορισμός του, το είδος του· ομοίως, στα Μαθηματικά ὅροι είναι οι όροι ενός συλλογισμού ή μιας αναλογίας, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὅρος: ион. οὖρος ὁ
1 межевой знак, межа (ἀρούρης Hom.);
2 граница, рубеж (τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Her.): ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅ. Aesch. пролив, служащий границей между обоими материками; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. на край света; οὖ. τῆς ζόης Her. и τοῦ βίου Pythagoras ap. Plut. предел жизни;
3 пределы, рамки: γάμου ὅ. ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет;
4 разница, различие (ὅ. χρηστοῖς καὶ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.);
5 мера, норма (τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.);
6 муз. соотношение, отношение, пропорция (οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.);
7 мат. член отношения Arst.;
8 цель (ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.);
9 лог. член предложения (субъект или предикат), термин: ὅ. μέσος Arst. средний термин;
10 лог. определение (понятия): ἔστι δ᾽ ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является; Ὃροι Определения (приписываемый Платону перечень определений ряда понятии);
11 юр. (в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимости: ὅρους τιθέναι ἐπὶ τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: border, boundary mark (pole, column, stone), term, limit, mark, appointment, definition (Att. Cf. Koller Glotta 38, 70ff.).
Other forms: οὖρος (Il.), ορϜος (Corc.), ὦρος (Cret., Arg.), ὄρος (Herakl.).
Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. ὁρο-θεσία f. the fixing of boundaries (hell. inscr., Act. Ap., pap.), as νομο-θεσία a.o., formal from ὁρο-θέ-της (gloss.), comp. of ὅρον θεῖναι with τη-suffix; often as 2. member, e.g. δί-ωρος with two boundary stones (Arc. IVa), ἀμφ-ούρ-ιον n. toll, paid by the seller to the owner of the neighbouring estate as a fixation of the sale (pap. IIIa, Rhod. inscr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουρι-άζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὑθυωρία s. v.
Derivatives: 1. ὅρία n. pl. (rarely sg.) borderline, border areas etc. (Hp., Att., Arc.); 2. ὁρία f. border (Att. inscr.); 3. ὅριος belonging to the border (Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = Lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός belonging to definition (Arist.); 5. ὁρ-αία τεκτονική = gruma, -ιαῖος λίθος (gloss.); 6. ὁρίζω, aor. -ίσαι (Ion. οὑρ-), often w. prefix, e.g. δι- (ἐπι-δι- etc.), ἀφ-, περι-, προσ-, to border, to demarcate, to separate, to determine, to define (IA.) with (ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα (οὔρ-) limitation, border (Hdt., E.), (ἀφ-, περι- etc.) ὁρισμός limitation, determination etc. (Att.), (δι-)ὅρισις (Pl., Arist.), ὁρισ-τής m. landmarker (Att., Tab. Heracl.), -τικός belonging to limitation or determination, limiting, defining (Arist.). -- 7. ὀρεύς s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [?] *(u̯)eru̯-?
Etymology: Not certainly explained. -- An orig. (h)όρϜος (= Corc.) can stand for still older *ϜόρϜος (Schwyzer 306 a. 226 f.) and can be connected wih Lat. urvāre (amb-) surround with a (boundary)furrow (Fest. from Enn., Dig.) as a cognate; the basic noun urvus circuitus civitatis (gloss.; transm. urus) can agree except for he ablaut (IE *u̯r̥u̯os against *u̯oru̯os). Here also Osc. uruvú from PItal. *urvā, if with Schulze ZGLE 549 n. 1 a.o. boundaryfurrow, border (cf. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Further connection wih ἐρύω draw (s.v.) is then possible. -- Also an alternative basis *ὄρϜος (w. second. asper) can be combined with Lat. urvus (then from *r̥u̯os; to ὀρύ-σσω?, s.v.). -- WP. 1, 293 a. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus w. further lit. S. also οὑροί and 2. οὖρον.
Middle Liddell
ὅρος, Ionic οὖρος, ὁ,
I. a boundary, landmark, and in plural bounds, boundaries, Il., etc.:— the boundary between two places is expressed by putting both in gen., οὖρος τῆς Μηδικῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Hdt.: generally, a boundary, limit, ἑβδομήκοντα ἔτη οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set 70 years as the limit of human life, Hdt.; metaph. of a woman's mind, Aesch.
II. in plural marking-stones (στῆλαι, cippi), bearing inscriptions, Hdt.: in attic Law, stone tablets set up on mortgaged lands as a register of the debt, Dem.
III. a limit, rule, standard, measure, Plat., Dem., etc.
2. an end, aim, Dem., etc.
IV. in Aristotle's Logic, the term of a proposition:—its definition, species: so, in Mathematics, ὅροι are the terms of a ratio or proportion, Arist.
Frisk Etymology German
ὅρος: (att.),
{hóros}
Forms: οὖρος (ep. ion. seit Il.), ορϝος (kork.), ὦρος (kret.,arg.), ὄρος (herakl.)
Grammar: m.
Meaning: ‘Grenze, Grenzzeichen (-pfahl, -säule, -stein), Termin, Schranke, Ziel, Bestimmung, Definition’ (vgl. Koller Glotta 38, 70ff.).
Composita : Bisweilen als Vorderglied, z.B. ὁροθεσία f. Grenzbestimmung (hell. Inschr., Act. Ap., Pap.), wie νομοθεσία u.a., formal von ὁροθέτης (Gloss.), Zusammenbildung von ὅρον θεῖναι mit τη-Suffix; oft als Hinterglied, z.B. δίωρος mit zwei Grenzsteinen (ark. IVa), ἀμφούριον n. Grenzergeld, gezahlt vom Verkäufer an die Grundstücksanlieger zur Bindung des Verkaufes (Pap. IIIa, rhod. Inschr. IIa), ἀμφουριασμός m. (*ἀμφουριάζω); s. Wilhelm Glotta 14, 68ff., 83, Preisigke Wb. s.v.; zu εὐθυωρία s. bes.
Derivative: Ableitungen. 1. ὅρία n. pl. (selten sg.) ‘Grenzlinien, -gebiete’ (Hp., att., ark.); 2. ὁρία f. Grenze (att. Inschr.); 3. ὅριος zur Grenze gehörig (Ζεὺς ὅρ., Pl., D.) = lat. Terminus (D.H., Plu.); 4. ὁρικός zur Definition gehörig (Arist. usw.); 5. ὁραία τεκτονική = gruma, -ιαῖος λίθος (Gloss.); 6. ὁρίζω, Aor. -ίσαι (ion. οὐρ-), oft m. Präfix, z.B. δι- (ἐπιδι- usw.), ἀφ-, περι-, προσ-, ‘begrenzen, abgrenzen, -trennen, bestimmen, definieren’ (ion. att.) mit (ἀφ-, περι-, δι-)ὅρισμα (οὔρ-) Begrenzung, Grenze (Hdt., E. u.a.), (ἀφ-, περι- usw.) ὁρισμός Begrenzung, Bestimmung (att.), (δι-)ὅρισις (Pl., Arist. u.a.), ὁριστής m. Landvermesser (att., Tab. Heracl.), -τικός zur Begrenzung, Bestimmung gehörig, begrenzend, definierend (Arist. usw.). — 7. ὀρεύς s. bes.
Etymology : Nicht sicher erklärt. — Ein urspr. (h)όρϝος (= kork.) kann für noch älteres *ϝόρϝος stehen (Schwyzer 306 u. 226 f.) und laßt sich dann zu lat. urvāre (amb-) ‘mit einer (Grenz)furche umziehen’ (Fest. aus Enn., Dig.) als damit urverwandt stellt das zugrunde liegende Nomen urvus circuitus civitatis (Gloss.; überl. urus) kann dazu bis auf den Ablaut (idg. *u̯r̥u̯os gegenüber *u̯oru̯os) stimmen. Hierher noch osk. uruvú aus urital. *urvā, wenn mit Schulze ZGLE 549 A. 1 u.a. Grenzfurche, Grenze (vgl. Vetter Hb. d. ital. Dial. 1, 442). Weitere Anknüpfung an ἐρύω ziehen (s.d.) wird dann möglich. —Auch eine alternative Grundform *ὄρϝος (m. sekund. Asper) ist mit lat. urvus (dann aus *r̥u̯os) vereinbar (zu ὀρύσσω?, s.d.). — WP. 1, 293 u. 2, 352 f., W.-Hofmann s. urvus m. weiterer Lit. S. noch οὐροί und 2. οὖρον.
Page 2,425-426
English (Woodhouse)
aim, border line, boundary, criterion, goal, limit, measure, purpose, rule, standard, guiding principle, rule of conduct
Mantoulidis Etymological
(=σύνορο) καί ἰων. οὗρος. Πρωτότυπη λέξη.
Παράγωγα: ὁρίζω, ὁρίζων, ὁρικός, ὅριος, ὅριον (=σύνορο), μεθόριος, ὅρισμα, ὁρισμός, ἀφορισμός, διορισμός, προσδιορισμός, ὁριστέον, διοριστέον, ὁριστής, ὁριστικός, ὁριστός, ἀόριστος, ἐξόριστος, ὅρισις, διόρισις, ὡρισμένως, Κυνουρία, σύνορον.
Translations
decision
Arabic: قَرَار, تَصْمِيم; Egyptian Arabic: حكم; Hijazi Arabic: قرار; Armenian: որոշում; Azerbaijani: qərar; Basque: erabaki; Belarusian: рашэнне; Bulgarian: решение; Catalan: decisió; Chinese Cantonese: 決定; Mandarin: 決定, 决定; Czech: rozhodnutí; Danish: beslutning; Dutch: beslissing, besluit; Esperanto: decido; Finnish: päätös; French: décision; Georgian: გადაწყვეტილება; German: Entscheidung, Beschluss; Greek: απόφαση; Ancient Greek: αἶσα, ἀξίωμα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, βούλευμα, βούλημα, βούλησις, βουλιτία, βραβεία, βράβευμα, γνώμη, γνῶσις, δέκρητον, διαβούλιον, διαγνώμη, διαγνωρισμός, διάγνωσις, διαδικασία, διάκρισις, διάληψις, διάλημψις, διόρισις, δόγμα, δόκημα, δόκησις, ἔγκρισις, ἐκδικία, ἐπίγνωσις, θελημοσύνη, κρίμα, κρῖμα, κρίσις, ὅρος, ψήφισμα, ϝαδά; Hebrew: הַחְלָטָה; Hindi: निर्णय, फ़ैसला; Hungarian: döntés; Icelandic: ákvörðun; Irish: cinneadh; Italian: decisione; Japanese: 決定, 決断; Kazakh: шешім; Khmer: សម្រេច, សាលក្រម, ការសម្រេចចិត្ត; Korean: 결정; Kurdish Central Kurdish: بڕیار; Latin: consultum, decretum; Latvian: lēmums, apņemšanās; Lezgi: къарар; Lithuanian: sprendimas, nutarimas; Macedonian: одлука; Malay: keputusan; Maltese: deċiżjoni; Maori: tatūnga; Middle French: decision; Mizo: thutlûkna; Mongolian: шийдвэр; Ngazidja Comorian: âzma; Norwegian Bokmål: beslutning; Occitan: decision; Oromo: murtii; Papiamentu: desishon; Persian: تصمیم; Polish: decyzja; Portuguese: decisão; Romanian: decizie, hotărâre; Russian: решение, урегулирование; Serbo-Croatian Cyrillic: одлука, решење; Roman: odluka, rešenje, rješenje; Slovak: rozhodnutie; Slovene: odločitev; Sorbian Lower Sorbian: rozsud; Spanish: decisión; Swedish: beslut; Tabasaran: къарар; Ukrainian: рі́шення, вирішення; Vietnamese: quyết định; Zazaki: qerar, hıkum