πένθος

From LSJ
Revision as of 17:51, 26 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συμφορά, βάσανο;" to "συμφορά, βάσανο; ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πένθος Medium diacritics: πένθος Low diacritics: πένθος Capitals: ΠΕΝΘΟΣ
Transliteration A: pénthos Transliteration B: penthos Transliteration C: penthos Beta Code: pe/nqos

English (LSJ)

πένθεος, τό,
A grief, sorrow, Il.11.658, etc.; τινος for one, Od. 18.324, etc.; π. ἄλαστον ἔχουσα Il.24.105; πένθος λαγχάνειν S.Fr.659; Τρῶας λάβε πένθος Il.16.548, etc.; μέγα πένθος Ἀχαιίδα γαῖαν ἱκάνει 1.254, etc.; πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες 9.3; θυμὸς ἐτείρετο πένθος λυγρῷ 22.242, etc.
2 especially of grief for the dead, mourning, τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας 17.37; παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ π. ἔκειτο Od.24.423; Σάρδεσι π. παρασχών A.Pers.322; δμῳαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν S.Ant.1249; πένθος ποιήσασθαι = make a public mourning, Hdt.2.1; so π. προεθήκαντο Id.6.21; πένθος τίθεται Id.2.46; πένθος τινὸς κοινοῦσθαι E.Alc.426; ἐν πένθει [εἶναι] S.El. 290, 847(lyr.); πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ στράτευμα X. HG4.5.10; πένθος λιπεῖν IG3.1311; πένθος λύεσθαι, πένθος ἀποθέσθαι, Plu.Fab. 18, Alex.75: in plural, Pi.I.8(7).6, Fr.154, A.Ch.333(lyr.), Pl.R.395e, Arist. Rh.1370b25, etc.
II unhappy event, misfortune, πένθος τινός = one's ill-fortune, Hdt.3.14; ἔτλαν π. οὐ φατόν Pi.I.7(6).37.
III of a person, a misery, S.Aj.615(lyr.); πένθος ἔδωκε φέρειν, i.e. the body, Epigr.Gr.228.6 (Ephesus). (Cf. πείσομαι from *πένθ-σομαι, fut. of πάσχω, pf. πείσονθα, Lith. kenčiù 'suffer', pa-kantà 'patience'; πενθ- is reduced to πṇθ- (παθ-) in αἰνοπαθής, etc.)

German (Pape)

[Seite 555] τό (eigtl. = πάθος, vgl. Her. 3, 14), Trauer, Kummer; Hom. u. Hes. oft; Τρῶας δὲ κατάκρηθεν λάβε πένθος ἄσχετον, Il. 16, 548; ἔνὶ φρεσὶ πένθος ἔχειν, Od. 7, 218 u. öfter; τινός, um Einen, 24, 423; Leid, ἔτλαν πένθος οὐ φατόν, Pind. I. 6, 37; ἐκ μεγάλων πενθέων λυθέντες, 7, 5, öfter; ἄστυ πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας, Aesch. Pers. 528; πολυδάκρυτα πένθη, Ch. 330; ὅσον δ' ἀρεῖσθε πένθος, Soph. O. R. 1225; ἐν πένθ ει εὶναι, trauern, El. 282. 836; auch von Menschen, wie vom Ajas gesagt wird νῦν φίλοις μέγα πένθος εὕρηται, Ai. 608; πένθος ἡμῖν ἐστι, Eur. Alc. 821, u. öfter; u. in Prosa: πένθος μέγα προεθήκαντο, Her. 6, 21; ποιεῖσθαι, 2, 1; ἐν πένθει ὄντα, Plat. Rep. X, 605 D; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πἑνθεσι, Rep. III, 395 d; Folgde; πένθος ὀλιγοχρόνιον πεπενθηκώς, Luc. Tyrannic.

French (Bailly abrégé)

ion. πένθεος, att. πένθους (τό) :
I. deuil :
1 douleur, affliction : πένθος τινός, deuil au sujet de qqn ; πένθος ἔχειν IL être dans le deuil ; ἐπὶ πένθει PLUT dans le deuil ; τινι πένθος τιθέναι IL ou παρέχειν ESCHL être cause d'un deuil pour qqn;
2 cérémonie de deuil, deuil public : πένθος ποιήσασθαι HDT organiser un deuil de cour;
II. malheur, événement douloureux.
Étymologie: R. Παθ, souffrir ; v. πάσχω, πάθος, avec nasalisation ; cf. βένθος comparé à βάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθος -ους, zonder contr. -εος, τό, poët. ook πένθεια -ας, ἡ [~ πάσχω] droefenis, verdriet, leed, spec. rouw:; αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων aan mij heeft een godheid zelfs onmetelijk leed gegeven Od. 19.512; πένθος... Πηνελοπείης verdriet om Penelope Od. 18.324; ἐν πένθει εἶναι in rouw zijn Soph. El. 290; πολὺ πένθος ἦν κατὰ τὸ Λακωνικὸν στράτευμα in het Spartaanse leger heerste een grote droefenis Xen. Hell. 4.5.10; πένθος ἐποιήσατο hij ging in de rouw Hdt. 2.1.1; concr.. φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται hij is voor zijn vrienden een reden tot zware rouw gebleken Soph. Ai. 615. droevig lot, leed:. τὸ δὲ τοῦ ἑταίρου πένθος ἄξιον ἦν δακρύων het doevige lot van mijn vriend verdiende tranen Hdt. 3.14.10.

Russian (Dvoretsky)

πένθος: εος τό
1 печаль, скорбь, горе: π. ἔχειν Hom. и ἐν πένθει εἶναι Plat. быть погруженным в скорбь; Τρῶας λάβε π. Hom. скорбь охватила троянцев; τινὶ π. τιθέναι Hom. и παρέχειν Aesch. погрузить кого-л. в печаль;
2 траур: π. ποιεῖσθαι Her. объявлять траур; ἐπὶ πένθει Plut. в трауре;
3 несчастье, бедствие Her., Pind.

English (Slater)

πένθος (-ος, -εος, -ος; -έων.) sorrow πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν (O. 2.24) “πάτερ Κρονίων, τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” (N. 10.77) ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν (I. 7.37) ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες (I. 8.6) οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων (verba e Plutarcho supp., emend. Blass, G—H.) Πα.… οἷσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται (v. H. J. Rose, Greek Poetry & Life, Oxford, 1936, 79ff.) fr. 133. 1.

English (Strong)

strengthened from the alternate of πάσχω; grief: mourning, sorrow.

English (Thayer)

πένθους, τό (πένθω (?); akin, rather, to πάθος, πένομαι (cf. πένης); see Curtius, p. 53; Vanicek, p. 1165)), from Homer down, the Sept. for אֵבֶל, mourning: Revelation 21:4.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
βαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη που οφείλεται σε συμφορά και, ιδίως, στον θάνατο προσφιλούς προσώπου
νεοελλ.
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθηφορεί κάποιος, δηλαδή φέρει τα εξωτερικά σημεία του πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα, μαύρη ταινία στον βραχίονα κ.ά.
2. εξωτερικό σημείο δηλωτικό του πένθους
3. φρ. «εθνικό πένθος» — κατάσταση πένθους που κηρύσσεται επίσημα από την κυβέρνηση σε ολόκληρη την επικράτεια ύστερα από τον θάνατο μεγάλων προσωπικοτήτων ή μετά από θλιβερά συμβάντα πανεθνικής κλίμακας και σημασίας
αρχ.
1. δυστύχημα, ατύχημα («τὸ δὲ τοῦ ἑταίρου πένθος ἄξιον ἦν δακρύων», Ηρόδ.)
2. (για πρόσ.) αθλιότητα, δυστυχία («φίλοις μέγα πένθος ηὔρηται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πενθ- (βλ. λ. πάσχω)].

Greek Monotonic

πένθος: -εος, τό,
I. θλίψη, μελαγχολία, στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· τινός, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως λέγεται για εξωτερικά σημεία θλίψης, μοιρολόγημα του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· πένθος ποιήσασθαι, δημόσιος πένθος, σε Ηρόδ.
II. δυστυχία, σε Ηρόδ., Πίνδ.
III. λέγεται για πρόσωπα, δυστυχία, σε Σοφ. (σχετίζεται με το πάθος, όπως το βένθος με το βάθος).

Greek (Liddell-Scott)

πένθος: -εος, τό, θλῖψις λύπη, Ὅμ., Ἡσ., κτλ.: ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοποείης, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ᾐσθάνετο λύπην διὰ τὴν Πηνελόπην, Ὀδ. Σ. 324, κτλ.· π. ἄλαστον ἔχειν Ἰλ. Ω. 105· π. λαγχάνειν Σοφ. Ἀποσπ. 587· π. λαμβάνει τινὰ Ἰλ. Π. 548, κτλ.· μέγα π. Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Α. 254, κτλ.· πενθεῖ δ’ ἀτλήτῳ βεβολήατο Ι.3· θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ Χ. 242, κτλ. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν σημείων θλίψεως, πένθος διὰ νεκρόν, γονεῦσι γόον καὶ π. ἔθηκας Ρ. 37· παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ... π. ἔκειτο Ὀδ. Ω. 423· Σάρδεσιν π. παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 322· π. οἰκεῖον στένειν Σοφ. Ἀντ. 1249· π. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 1· οὕτω, π. προεθήκαντο 6. 21· π. τίθεται 2. 46· π. τινὸς κοινοῦσθαι Εὐρ. Ἄλκ. 426· ἐν πένθει εἶναι Σοφ. Ἠλ. 290, 847, Πλάτ., κτλ.· πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ στρατόπεδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· π. λιπεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 948, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 8(7). 14, Ἀποσπ. 126, Αἰσχύλ. Χο. 334, Πλάτ. Πολ. 395D, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 12, κτλ. ΙΙ. δυστύχημα, ἀτύχημα, π. τινός, κακὴ τύχη τινός, δυστυχία, Ἡρόδ. 3. 14· ἔτλαν πένθος οὐ τλατὸν Πίνδ. Ι. 7 (6). 51. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δυστυχία, ἀθλιότης, Σοφ. Αἴ. 615· π. ἔδωκε φέρειν, δηλ. τὸ σῶμα. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 228. (Τύπος παράλληλος τῇ λέξει πάθος, ὡς τὸ βένθος τῇ λέξει βάθος· ἴδε ἐν λ. πάσχω.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sorrow
See also: s. πάσχω.

Middle Liddell

πένφος, ος, εος, τό,
I. grief, sadness, sorrow, Hom., etc.; τινός for one, Od.:—esp. of the outward signs of grief, mourning for the dead, Hom., etc.; π. ποιήσασθαι to make a public mourning, Hdt.
II. a misfortune, Hdt., Pind.
III. of persons, a misery, Soph. [Related to πάθος, as βένθος to βάθος.]

Frisk Etymology German

πένθος: {pénthos}
Grammar: n.
Meaning: Leid
See also: s. πάσχω.
Page 2,504

Chinese

原文音譯:pšnqoj 偏拖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:悲哀(著) 相當於: (אֵבֶל‎) (בָּכָה‎) (בְּכִי‎) (כָּאַב‎) (תּוּגָה‎)
字義溯源:憂傷,悲哀,悲傷,憂患;源自(πάσχω)*=經歷)。參讀 (ὀδύνη)同義字
出現次數:總共(5);雅(1);啓(4)
譯字彙編
1) 悲哀(5) 雅4:9; 啓18:7; 啓18:7; 啓18:8; 啓21:4

English (Woodhouse)

distress, grief, mourning, mental pain, mourning garments, outward tokens of sorrow, trappings of woe

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=λύπη). Ἀπό τό παθεῖν τοῦ πάσχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

sorrow

Albanian: keqardhje, dëshpërim, brengosje, brengë; Arabic: حُزْن‎; Armenian: տխրություն, վիշտ; Azerbaijani: kədər, qəm, hüzn, dərd, qüssə, qəm-qüssə, ələm; Belarusian: смутак, печаль, гора, сум, туга; Bengali: দুঃখ, দেরেগ, গোসা, নারাজী; Breton: kastiz; Bulgarian: скръб, печал, жалост, горест; Burmese: ပရိဒေဝ, အဆွေး, အပူ; Catalan: tristesa, dolor, pena; Chinese Mandarin: 悲傷, 悲伤, 悲哀, 感傷, 感伤; Czech: smutek; Danish: sorg, smerte, græmmelse; Dutch: verdriet, smart, droefheid; Esperanto: malĝojo; Estonian: kurbus; Finnish: suru, murhe, huoli; French: peine, chagrin; Galician: tristura, pena, pesadume; Georgian: დარდი, ვარამი, წუხილი, მწუხარება, სევდა, ნაღველი; German: Kummer, Traurigkeit, Trauer, Sorge, Kümmernis, Leiden, Gram; Gothic: 𐌲𐌰𐌿𐍂𐌹𐌸𐌰, 𐌲𐌰𐌿𐍂𐌴𐌹; Greek: λύπη, θλίψη; Ancient Greek: λύπη; Hebrew: צַעַר‎; Hindi: दुःख, उदासी, शोक, ग़म, अफ़सोस; Hungarian: bánat, szomorúság, bú, búbánat; Icelandic: sorg; Ido: chagreno; Irish: brón, cumha, tuirse, ong; Italian: tristezza, dolore, pena, afflizione, infelicità; Japanese: 悲しみ, 悲哀; Kazakh: қайғы, зар; Khmer: ទុក្ខ, ថ្នាំង, សោក; Kikuyu: kĩeha; Korean: 슬픔, 비애(悲哀), 시름; Kurdish Central Kurdish: داخ‎, خەفەت‎; Kyrgyz: кайгы; Lao: ຄວາມໂສກເສົ້າ; Latgalian: skume, žālobys; Latin: luctus, aegritudo; Latvian: sēras, bēdas; Lithuanian: liūdesys; Macedonian: тага; Malay: kesedihan; Manx: bran, seaghyn, smeih, sou-aigney, trimshey, dobberan; Maori: pāpōuri; Middle English: sorow, hevyte; Mongolian: уй гашуу, гашуудал; Norwegian Bokmål: sorg; Nynorsk: sorg; Old English: sorg, caru; Old Norse: sorg; Oromo: gadda; Persian: غم‎, اندوه‎, زاری‎, حزن‎; Polish: smutek; Portuguese: tristeza, mágoa, pesar; Punjabi: ਦੁੱਖ, ਦੁਖ; Quechua: llaki, phuti; Romanian: tristețe, întristare, mâhnire, supărare, nefericire, durere; Russian: горе, печаль, грусть, тоска, уныние, скорбь; Sanskrit: अप्रसन्नता, दुःख; Scottish Gaelic: bròn, èislean, duilichinn, doilgheas, tùirse, mulad; Serbo-Croatian Cyrillic: жа̏ло̄ст, туга; Roman: žȁlōst, túga; Slovak: smútok, zármutok; Slovene: žalost; Spanish: tristeza, aflicción, infelicidad, pesar, pesadumbre, dolor, pena, sinsabor, quebranto, acíbar; Swedish: sorg; Tajik: ғам, андӯҳ, ҳузн, ғусса; Tamil: சோகம், துக்கம், துயரம்; Tatar: кайгы; Telugu: దిగులు, బాధ; Thai: ความทุกข์, ความเศร้า, ทุกข์; Tocharian B: mentsi; Turkish: üzüntü, keder; Turkmen: gussa, gynanç; Ukrainian: печаль, горе, смуток, скорбота; Urdu: غم‎, افسوس‎, دکھ‎, سوگ‎, اداسی‎; Uyghur: قايغۇ‎; Uzbek: qaygʻu, anduh, gʻam; Vietnamese: nỗi buồn, sự buồn; Welsh: tristwch, trymfryd, galar, gofid; Western Panjabi: دکھ‎

mourning

Armenian: սուգ, ողբ; Belarusian: смутак, жалоба; Bulgarian: оплакване; Catalan: dol; Chinese Mandarin: 喪, 丧; Finnish: suru, sureminen; French: deuil; Galician: loito, dó; German: Trauer; Greek: πένθος; Ancient Greek: πένθος; Hungarian: siralom, siránkozás; Ido: trauro; Italian: dolore, dispiacere; Kabuverdianu: txore, txoru; Kurdish Central Kurdish: شین‎; Northern Kurdish: şîn; Latin: luctus; Polish: opłakiwanie, lament; Russian: плач, оплакивание, скорбь; Scottish Gaelic: caoidh; Spanish: duelo, luto; Tocharian B: kwasalñe; Ukrainian: скорбота, жалоба

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder