βρίθω
English (LSJ)
[ῑ], Ep. subj.
A βρίθῃσι Od.19.112: Ep. impf. βρῖθον 9.219: fut. βρίσω B.9.47, Ep. inf. -έμεν h.Cer.456: aor. ἔβρῑσα Il.12.346, etc.: pf. βέβρῑθα 16.384, Hp.Mul.2.133, E.El.305: plpf. βεβρίθει Od. 16.474:—Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy with or be weighed down with, c. dat., σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561; βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι… βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph., ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph.1557 (lyr.); ὄλβῳ β. Id.Tr.216 (lyr.); πίνῳ… βέβριθα Id.El.305; κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11.
2 c. gen., to be laden with or be full of, τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ἠδ' οἴνου βεβρίθασι Od.15.334; πάντα δ' ἐρίθων ἀραχνᾶν βρίθει S.Fr.286; πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217.
3 c. acc., βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4.
4 abs., to be heavy, ἔρις… βεβριθυῖα(= βαρεῖα) Il.21.385; εὔχεσθαι… βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op.466; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν… βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.; ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18: but rare in Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr.247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr.915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.
II of men, outweigh, prevail, ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159: abs., have the preponderance in fight, prevail, ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346; τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν… Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib.233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in... Pi.N.3.40; εἰ… χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj.130.
III trans., weigh down, load, ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18; τάλαντα βρίσας A.Pers.346.
2 Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr.116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr.467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers.108; πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ βριθόμενον Jul.Or.2.86b: c. gen., πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc.290; συμποσίων… βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12; βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190 (hex.); βριθομένη χαρίτων AP5.193 (Posidipp. or Asclep.): abs., ἄξονες βριθόμενοι A.Th.153 (lyr.). (Cf. βρῖ.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [pres. part. βρίθοισαι Theoc.15.119; impf. βρῖθον Od.9.219; fut. inf. βρισέμεν h.Cer.456; perf. βέβριθε Il.16.384]
A intr.
I 1c. suj. de n. concr. o abstr. ser pesado, pesar βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν que el sagrado grano de Deméter sea pesado e.d. que esté bien granado Hes.Op.466, βεβρίθασιν οἱ τιτθοί los pechos están pesados Hp.Mul.2.133, βρίθει ... ὁ ... ἵππος el caballo (que participa del mal) es pesado Pl.Phdr.247b
•fís. ejercer el peso de la sangre en las venas ᾗ ἂν βρίσῃ por donde presione Hp.Flat.10, οὐθαμῆ βρίθειν δυνήσεσθαι Epicur.Ep.[26.43] 3
•fig. ὑπὸ λαίλαπι πᾶσα κελαινὴ βέβριθε χθών a causa de la tormenta toda la tierra ennegrecida se apesanta, Il.16.384
•c. suj. de abstr. ἔρις ... βεβριθυῖα la penosa discordia, Il.21.385, δύναμις M.Ant.10.26, οἷον βρίθοντα εἰς αὐτούς (la ley) por cuanto pesa sobre ellos Plot.4.3.13, οὐδὲ ἔβριθε τὸ κατανοοῦν αὐτῷ y su pensamiento no era pesado Eun.VS 504.
2 c. suj. de pers. mostrar su peso o fuerza, prevalecer, triunfar c. adv. modal o dat. instrum. ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί pues así triunfaron los caudillos licios, Il.12.346, τῇδε γὰρ ἔβρισαν ... Ἕκτωρ Αἰνείας θ' Il.17.512, βρίσαντες ἔβησαν avanzaron triunfantes, Il.17.233, ἐέδνοισι βρίσας triunfando por medio de regalos, Od.6.159, εὐδοξίᾳ ... βρίθει Pi.N.3.40, ἢ χειρὶ βρίθεις ἢ μακροῦ πλούτου βάθει S.Ai.130.
3 gener. c. alguna indicación de direcc. inclinarse bajo el peso κύκλος ... ὅταν δὲ βρίσῃ ἐπὶ θάτερον μέρος Arist.Pr.915b3, οὐχὶ κάτω βρῖσεν βαρύς AP 11.91 (Lucill.), πῶς τὸ πλῆρες καὶ ναστὸν καὶ τῶν ὄντων βαρύτατον οὐ βρίθει ταλαντεῦον ...; ¿cómo lo lleno y lo denso y lo más pesado de las cosas no se hunde por su peso? Ph.1.330, εἰς γόνατα ἡ κεφαλὴ βρίθει la cabeza se inclina hacia las rodillas Philostr.Im.1.18.3, δεσπότης βρίσας εἰς τὸν αὐχένα Philostr.VA 2.36
•fig. πᾶ τύχα βρίσει hacia dónde se inclinará la fortuna B.10.47, (ἐπιζήτησις) κάτω βρίθουσα περὶ τὴν ὕλην καὶ τὴν γένεσιν Iambl.Myst.5.11.
II esp. c. dat. o gen.
1 estar cargado o lleno de
a) c. dat., de suj. vegetales σταφυλῇσι ... βρίθουσαν ἀλωήν viña cargada de uvas, Il.18.561, βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
•de otros suj. βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι está cargada (una nave) de escudos y lanzas de doble filo e.d. de guerreros, Od.16.474, τὰν ... χώραν ... ὄλβῳ βρίθειν E.Tr.216, σώμασιν ἐβρίθοντο δ' ἀϊόνες Tim.15.97, χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ βρίθοισαι ἀνήθῳ Theoc.l.c., (ὁδοῦ) καρποῖς βριθούσης Iul.Or.7.230d, τύμβον ἔτευξαν ἐφημερίσιν βρείθοντα construyeron un sepulcro cargado de racimos e.d. adornado con racimos, Bithynische St.3.10.6 (I a.C.), c. suj. de pers. πίνῳ θ' ὅσῳ βέβριθ' de cuanta suciedad estoy cargada E.El.305, σὸς ἀλάστωρ ξίφεσιν βρίθων E.Ph.1557, καρποῖς βρίθουσα θερείοις de Deméter, Orph.H.40.18
•tb. en v. med. μήκων ... καρπῷ βριθομένη Il.8.307, μόροισι ... βρίθεται de una zarzamora, A.Fr.116, τῷ δ' οὐ βρίθεται; de una mesa, E.Fr.467, ἡμερὶς ... βριθομένη τοῖς βότρυσι Iul.Or.2.113a, (φυταλιῆς βασίλεια) βριθομένη γεράεσσι Pamprepius 3.97, ἀγαπᾷ δὲ πλοῦτον, οὔτι τὸν χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ βριθόμενον ama la riqueza, pero no la cargada de oro y plata Iul.Or.3.86a;
b) c. gen. ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον los cestos estaban llenos de quesos, Od.9.219, τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ἠδ' οἴνου βεβρίθασιν Od.15.334, βρισέμεν ἀσταχύων de los surcos h.Cer.l.c., πάντα δ' ἐρίθων ἀραχνᾶν βρίθει todo se llena de laboriosas arañas S.Fr.286, πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν Ph.2.217
•tb. en v. med. πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc.290, συμποσίων δ' ἐρατῶν βρίθοντ' ἀγυιαί las casas estaban llenas de banquetes amables B.Fr.4.79, βριθομένης ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης Pherecr.203, Εἰρήνιον ... παρθενίων βριθομένην χαρίτων Irenion llena de gracias virginales Posidipp.Epigr.23.4
•abs. ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι los cubos de los cargados ejes chirriaron (por el peso de los hombres), A.Th.153.
2 abs., en v. med. estar preñada νηδύι βριθομένην δάμαλιν AP 9.22.1 (Philipp.Thess.).
B tr.
1 cargar τάλαντα βρίσας A.Pers.346
•fig. c. ac. de pers. y dat. de cosa cargar de Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ cargó a Ciniras de riqueza Pi.N.8.18.
2 fig. cargar, oprimir con el peso βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν πολυφρόντιδα la envoltura terrestre (e.d. el cuerpo) oprime un alma llena de inquietud LXX Sap.9.15
•llenar de βούβρωστις ... φόνον βρείθουσα MAMA 4.140.4 (Frigia III d.C.).
• Etimología: De la r. gu̯erHi̯2- como βριαρός, etc.
German (Pape)
[Seite 464] βρίσω, H. h. 4, 456; perf. βέβριθα mit Präsensbedeutung; 1) Wucht haben, schwer belastet sein, στραφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il. 18, 561; βρίθῃσι δένδρεα καρπῷ Od. 19, 112; absol., von fruchtschweren Aehren, Hes. O. 464; βεβρίθει (ναῦς) σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν Od. 16, 474; εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει Pind. N. 3, 38; vgl. Eur. Phoen. 1551; ὄλβῳ Troa. 216; c. gen., τράπεζαι σίτου βεβρίθασιν, schwer beladen, angefüllt, Od. 15, 334; vgl. 9, 219; ἔρις βεβριθυῖα, lästig, beschwerlich, Il. 21, 385; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών 16, 384. – 2) ein Übergewicht haben, überlegen sein, ἐέδνοισι βρίσας Od. 6. 159; im Kampfe, Il. 12, 346. 359. 17, 512; χειρί Soph. Ai. 130; ὄλβῳ Eur. Tr. 216; sich auf eine Seite neigen, lenken, von Pferden, Plat. Phaedr. 247 b; Plut. Caes. 44; ähnl. bei Sp.; κάτω Lucill. 55 (XI, 91). – 3) trans., belasten, beschweren, Hes. O. 464; τινὰ πλούτῳ Pind. N. 8, 13; τάλαντα Aesch. Pers. 346; Sp. D., wie Opp. C. 1, 128; pass., βριθομένη, schwer belastet, Iliad. 8, 307 μήκων δ' ἃς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ' ἐνὶ κήπῳ καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, vgl. Scholl. Aristonic.; βριθομένης ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης Phereer. bei Hesych. (v. ἐπίμεστα); χαλικρήτῳ νάματι Agath. 8 (V, 294).
French (Bailly abrégé)
f. βρίσω, ao. ἔβρισα, pf. βέβριθα;
Pass. seul. prés.
I. intr. 1 abs. être lourd, être pesant ; fig. ἔρις βεβριθυῖα IL la discorde accablante ; en b. part avoir du poids, être puissant : χειρὶ ἢ πλούτου βάθει SOPH par la force de son bras ou l'immensité (litt. la profondeur) de sa fortune ; l'emporter (sur qqn) : ἐέδνοισι OD par le poids ou la richesse de ses présents ; abs. être le plus fort, l'emporter, prévaloir (dans un combat);
2 être alourdi, être chargé : σταφυλῇσι IL de grappes ; καρπῷ OD de fruits ; avec un gén. : σίτου OD être chargé de mets en parl. de tables ; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών IL la terre est accablée sous le poids de l'ouragan;
3 s'incliner, pencher par son propre poids;
II. tr. charger : τάλαντα ESCHL des balances ; Pass. μήκων καρπῷ βριθομένη IL pavot chargé de son fruit;
Moy. βρίθομαι être lourd, être pesant : βριθόμενοι ἄξονες ESCHL lourds essieux.
Étymologie: R. Βρι, être fort, pesant = Βαρ, de βάρος, βαρύς ; cf. préf. βρι-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρίθω [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] poët. imperf. βρῖθον; aor. ἔβρισα, poët. βρῖσα; perf. βέβριθα, ep. plqperf. 3 sing. βεβρίθει; fut. βρίσω, ep. inf. βρίσεμεν
1. meestal intrans., act. en med.-pass. met dezelfde bet., perf. met praes. bet. zwaar zijn
2. van zaken zwaar zijn:; ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν dat het heilige koren van Demeter wanner het rijp is zwaar mag zijn Hes. Op. 466; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών de grond is zwaar (van water) door een storm Il. 16.384; overdr..; ἔρις βεβριθυῖα een zware ruzie Il. 21.385; met aanduiding van richting doorslaan:; πᾷ τύχα βρίσει in welke richting het lot zal doorslaan Bacchyl. 10.47; met dat., zelden met gen. beladen zijn met, zwaar zijn van:; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν een wijngaard, zwaar beladen met druiven Il. 18.561; τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ἠδ’ οἴνου βεβρίθασιν de tafels zijn volgeladen met brood en vlees en wijn Od. 15.334; overdr.. ὄλβῳ β. overladen zijn met rijkdom Eur. Tr. 216.
3. van personen zware druk uitoefenen (in de strijd):; οἵ … ἰθὺς Δαναῶν βρίσαντες ἔβησαν ze gingen met hun hele gewicht recht op de Danaërs af Il. 17.233; overdr. gewichtig, aanzienlijk zijn; Pind.; met aanduiding van richting zich (‘zijn gewicht’) concentreren:; οἱ … ἱππεῖς ἅπαντες ἐπὶ τὸ ἀριστερὸν ἔβρισαν alle ruiters hadden zich op de linkerflank geconcentreerd Plut. Caes. 44.5; het zwaarst wegen, het meeste gewicht in de schaal leggen, de overhand hebben, machtig zijn:; ὅς κέ σ’ ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ’ ἀγάγηται die het meeste gewicht in de schaal legt in bruidsgeschenken (d.w.z. meer geeft dan de concurrentie) en u mee naar huis neemt Od. 6.159; εἴ τινος πλέον ἢ χειρὶ βρίθεις ἢ μακροῦ πλούτου βάθει als je meer gewicht in de schaal legt dan een ander ofwel met je hand (d.w.z. kracht) ofwel met onpeilbaar grote rijkdom Soph. Ai. 130; met gen. beladen zijn met. AP 5.194.4.
4. zelden met acc. (causat.) zwaar maken, beladen, met acc. en dat. iets met iets:. τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπωι τύχηι door de balans te beladen met een onevenwichtig lot Aeschl. Pers. 346.
Russian (Dvoretsky)
βρίθω: (ῑ)
1 тж. med. быть тяжелым (βριθόμενοι ἄξονες Aesch.; ἔρις βεβριθυῖα Hom.);
2 быть нагруженным (ναῦς βεβρίθει σάκεσσι καὶ ἔγχεσι Hom.; τροπαίοις βεβριθώς Plut.);
3 быть обремененным, отягощенным (σταφυλῇσι βρίθουσα ἀλωή Hom.): τράπεζαι σίτου ἡδ᾽ οἴνου βεβρίθασιν Hom. столы уставлены хлебом и вином; εὔχεσθαι β. Δημήτερος ἀκτήν Hes. молиться, чтобы цвела урожаем земля Деметры, т. е. пашня; ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών Hom. на земле бушует буря;
4 быть одаренным, изобиловать (χειρὶ ἢ πλούτου βάθει Soph.). εὐδοξίᾳ β. Pind. быть славным;
5 склоняться, гнуться, валиться (βρίθει ὁ τῆς κακῆς ἵππος μετέχων Plat.; ἐπὶ θάτερον μέρος Arst., κάτω Anth.): ἐνταῦθα τῆς γῆς ἔβρισε (ὁ λίθος) Plut. в это место упал камень;
6 наваливаться, напирать (τῇδε Hom.; οἱ ἱππεῖς ἐπὶ τὸ ἀριστερὸν ἔβρισαν Plut.);
7 получать или иметь перевес, одолевать (ὧδε ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Hom.): ἐέδνοισι βρίσας Hom. поднеся более богатые подарки;
8 нагружать, отягощать (μήκων καρπῷ βριθομένη Hom.; πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.): τάλαντα βρῖσαί τινι Aesch. положить что-л. на чашки весов;
9 одарять (τινὰ πλούτῳ Pind.; βλάσταις τέκνων βριθομένα Νιόβη Plut.; παρθενίων βριθομένη χαρίτων Anth.).
Frisk Etymological English
See also: s. βρί.
Middle Liddell
[From same Root as βριαρός.]
I. to be heavy or weighed down with a thing, c. dat., of fruit-trees, Hom.; metaph., ὄλβωι βρίθειν Eur.; ξίφεσι βρ. to visit heavily with the sword, Eur.
2. c. gen. to groan with weight of a thing, σίτου, οἴνου Od.
3. absol. to be heavy, Il.; rare in Attic, βρίθει ὁ ἵππος sinks, Plat.
II. of men, to outweigh, prevail, ἐέδνοισι by gifts, Od.: absol. to have the preponderance in fight, to be master, prevail, Il.
III. trans. to weigh down, Aesch.:—Pass. to be laden, καρπῶι βριθομένη laden with fruit, Il.:—c. gen., βρίθεσθαι σταχύων Hes.
English (Autenrieth)
(root βρι), ipf. βρῖθον, aor. ἔβρῖσα, perf. βέβρῖθα: be heavy, weighed down; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσα ἀλωή, Il. 18.561, and once mid., μήκων καρπῷ βρῖθομένη, Il. 8.307; with gen., ταρσοὶ τῦρῶν βρῖθον, Od. 9.219; τράπεζαι σίτου βεβρίθᾶσι, etc.; met., ἔρις βεβρῖθυῖα (= βρῖθεῖα), Il. 21.385.—Also fall heavily upon, charge, Il. 12.346, etc.; preponderate, be superior (by giving the most presents), Od. 6.159.
English (Slater)
βρῑθω
a intrans., be heavy met. συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει prevails, is powerful (N. 3.40) καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοις> (supp. Wil.: χρυσέοις καρποῖς Boeckh: sc. the country of the blessed dead) Θρ. 7. 5.
b trans., make heavy, load met. (θεός)· ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ (N. 8.18)
Greek Monolingual
(Α βρίθω)
είμαι κατάφορτος, είμαι γεμάτος από κάτι
αρχ.
1. κάμπτομαι από το βάρος, λυγίζω
2. υπερισχύω, επικρατώ
3. παρέχω με αφθονία, φορτώνω κάποιον με δώρα κ.λπ.
4. είμαι βαρύς («ἔρις βεβριθυῑα» — βαριά διαμάχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. βρίθω όσο και το επίθ. βριαρός ανάγονται σε θ. βρι-, το οποίο απαντά σε γλώσσα του Ησυχίου και για το οποίο δεν είναι βέβαιο αν υπήρχε ως αυτοτελής τύπος ή αν έχει αποσπαστεί από σύνθετες λέξεις. Στο βρίθω το θ. βρι-, που είναι μακρό, συντίθεται με το πρόσφυμα -dh-, ενώ στο βριαρός το -ια- (-< iįə) και η βραχύτητα του -ι- δεν είναι απαραίτητα αρχική στη λέξη. Κατ' άλλη άποψη, μεταξύ των βρί- και βριαρός μεσολαβεί τ. ουσ. βρίαρ. Τέλος πιθανώς οι τ. αυτής της οικογένειας συνδέονται με το βαρύς (< ινδοευρ. gwer- «βαρύς»), με άλλη βαθμίδα ρίζας και παρέκταση σε -ι- (βρῖ- < gwrī, gwerī), οπότε είναι εύλογος και ο συσχετισμός με αρχ. ινδ. grī στο grῖ-smά- «καρδιά του καλοκαιριού»].
Greek Monotonic
βρίθω: [ῑ], Επικ. υποτ. βρίθῃσι, Επικ. παρατ. βρῖθον, μέλ. βρίσω, Επικ. απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ ἔβρῑσα, παρακ. βέβρῑθα, γʹ ενικ. υπερσ. βεβρίθει (από την ίδια ρίζα με το βριᾰρός),
I. 1. είμαι φορτωμένος με κάτι, κάμπτομαι από το βάρος κάποιου πράγματος· με δοτ., λέγεται για τα οπωροφόρα δέντρα, σε Όμηρ.· μεταφ., ὄλβῳ βρίθειν, σε Ευρ.· ξίφεσι βρίθων, πλήττω βαριά με το σπαθί, στον ίδ.
2. με γεν., στενάζω υπό το βάρος ενός πράγματος, π.χ. σίτου, οίνου, σε Ομήρ. Οδ.
3. απόλ., είμαι βαρύς, σε Ομήρ. Ιλ.· σπάνια στην Αττ., βρίθει ὁ ἵππος, ο ίππος κλίνει, ρέπει προς τη μία μεριά, σε Πλάτ.
II. χρησιμοποιείται για ανθρώπους, ζυγίζω περισσότερο από κάποιον, υπερισχύω ως προς το βάρος, επικρατώ· ἐέδνοισι βρίσας, από τα δώρα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., υπερισχύω στη μάχη, ηγούμαι, νικώ, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μτβ., επιβαρύνω, καταφορτώνω, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος· καρπῷβριθομένη, φορτωμένη με καρπό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., βρίθεσθαι σταχύων, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
βρίθω: [ῑ], Ἐπ. ὑποτακτ. βρίθῃσι Ὀδ. Τ. 112· Ἐπ. παρατ. βρῖθον Ι. 219· μέλλ. βρίσω, Ἐπ. ἀπαρεμφ. -έμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 456· ἀόρ. Ἐπ. ἔβρῑσα Ἰλ., κτλ.· πρκμ. βέβρῑθα Ὅμ., Ἱππ., Εὐρ.· ὑπερσυντ. βεβρίθει Ὀδ. Π. 474· ― παθ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. καταβρίθω· (ἴδε ἐν λ. βαρύς). Ποιητ. ῥῆμα, βαρύνω, εἶμαι βαρύς, πλήρης μὲ τι πρᾶγμα· μ. δοτ., σταφυλαῖς βρίθουσα ἀλωὴ Ἰλ. Σ. 561· βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Ὀδ. Τ. 112, πρβλ. ΙΙ. 474· ὡσαύτως, ὑπὸ λαίλαπι ... βέβριθε χθὼν (ἐνν. ὕδατι] Ἰλ. ΙΙ. 384· ― μεταφ., ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων Εὐρ. Φοιν. 1556· ὄλβῳ βρίθειν ὁ αὐτ. Τρῳ. 216· πίνῳ… βέβριθα ὁ αὐτ. Ἠλ. 305. 2) μ. γεν. (ὡς τὸ πίμπλαμαι), εἶμαι κατάφορτος, κάμπτομαι ὑπὸ τοῦ βάρους, τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ἠδ’ οἴνου βεβρίθασι Ὀδ. Ο. 334· πάντα δ' ἐρίθων… βρίθει Σοφ. Ἀποσπ. 269. 3) μ. αἰτ., φόνον βρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3973. 4) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, ἔρις… βεβριθυῖα = βαρεῖα, Ἰλ. Φ. 385· εὔχεσθαι… βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν Ἡσ. ἔργα κ. Ἡμ. 464· ― οὑτως ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἱππ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ᾗ ἄν… βρίσῃ, ὁπουδήποτε κλίνῃ τὸ βάρος, Ἱππ. 299, 30· βεβρίθασιν οἱ μαζοί, εἶναι πλήρεις, ὁ αὐτ. 640, 8· ἀλλὰ λίαν σπάνιον παρ' Ἀττ., βρίθει ὁ ἵππος, κλίνει, ῥέπει, Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· ὅταν βρίσῃ ἐπὶ θἄτερον μέρος, κλίνῃ πρὸς τὸ ἓν μέρος, Ἀριστ. Πρόβλ. 16. 11. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὑπερβαίνω κατὰ τὸ βάρος, ὑπερισχύω, ἐέδνοισι βρίσας Ὀδ. Ζ. 159· ἀπολ., ὑπερισχύω ἐν τῷ ἀγῶνι, εἶμαι κύριος, νικῶ, ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Ἰλ. Μ. 346· τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν… Ἕκτωρ Αἰνείας τε Ρ. 512, πρβλ. 233· ― οὕτω μετέπειτα, εὐδοξίᾳ βρ.. εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι, ἐξέχω…, Πίνδ. Ν. 3. 70· εἰ… χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει Σοφ. Αἴ. 130· πρβλ. ἐπιβρίθω, καταβρίθω. ΙΙΙ. μεταβ., ἐπιβαρύνω, καταφορτώνω, ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Πίνδ. Ν. 8. 31· τάλαντα βρίσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 346· ― ἀλλά, 2) τὸ παθ., εἶμαι φορτωμένος, ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμ., μήκων καρπῶ βριθομένη, φορτωμένη με καρπόν, Ἰλ. Θ. 307· μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 114· τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; Εὐρ. Ἀποσπ. 470· μ. γεν., πέτηλα βριθόμενα σταχύων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 290· συμποσίων… βρίθοντ’ ἀγυιαὶ Βακχυλ. 13· βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 34· βριθομένη χαρίτων Ἀνθ. Π. 194· ἀπολ., ἄξονες βριθόμενοι Αισχύλ. Θήβ. 154.
Frisk Etymology German
βρίθω: {bríthō}
See also: s. βρί.
Page 1,269
Mantoulidis Etymological
(=εἶμαι βαρύς, εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ + ω → βρίθω. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: βριαρός (=δυνατός), Βριάρεως (=γίγαντας μέ ἑκατό χέρια), βριαρότης (=δύναμη), βριάω (=κάνω κάποιον δυνατό), βρῖθος (=βάρος), βριθύς (=βαρύς), ἐμβριθής, ἐμβρίθεια, ὄβριμος (=δυνατός), ἡ ὀβριμοπάτρη (=κόρη ἰσχυροῦ πατέρα).