ἀνάξιος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
(A), ἀνάξιον, also ἀναξία, ἀνάξιον freq. in Att.:
I of persons, unworthy, not deemed worthy or not held worthy; ἀνάξιον σοῦ too good for thee, S.Ph.1009: also c. inf., ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν undeserving in the eyes of all to suffer, S.OC1446; νικᾶν Pl.Prt.356a.
2 abs., worthless, despicable, Hdt.7.9, S.Ph.439, etc.; ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία Id.El. 189 (lyr.). Adv. ἀναξίως Id.Aj.1392, etc.
3 undeserving of evil, Id.Ant.694, E.Heracl.526, Th.3.59.
II of things, undeserved, ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες Hdt.1.73, cf. 114, Lys.21.25, Pl.Cri. 53e: also abs., ἀνάξια παθεῖν E.IA852, al., Pl.Tht.184a. Adv. ἀναξίως = unworthily, undeservedly, in unworthy manner, ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν Hdt.7.10.έ.
2 unworthy, πολλὰ καὶ ἀνάξια ἐμοῦ Pl.Ap.38e.
3 worthless, τὸ ἀνάξιον ἀκερδές Id.Hipparch.231e.
(B), ον, (ἄναξ) kingly, royal, Sch.Il.23.630.
Spanish (DGE)
ἀνάξιον real, de reyes ἀγῶνες Sch.Bek.Il.23.630.
ἀνάξιον
• Morfología: [tb. ἀνάξιος, ἀναξία, ἀνάξιον]
I de pers.
1 abs. indigno, despreciable, inferior οἱ κακοί ... ἐς τὰς τιμὰς ὁκόσῳ ἂν μᾶλλον ἀνάξιοι ἐόντες ἴωσι Democr.B 254, ἀνάξιος φώς S.Ph.439, ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία como una extranjera sin ningún derecho S.El.189, cf. Hdt.7.9, εἴ τις ἄρ' ἐστίν ἀνάξιος D.20.138
•subst. ὁ ἀ.: χρὴ ... τῷ δὲ ἀναξίῳ μῶμον ἐπιτιθέναι Gorg.B 11.1, καταδουλοῦσθαι τοὺς ἀναξίους Arist.Pol.1333b40, ὑφ' οὕτως ἀναξίων ὑβριζομένους Plb.15.26.10.
2 c. constr. que no merece, no merecedor c. inf. νικᾶν Pl.Prt.356a, ἀνάξιος ἦν υἱὸς εἰσποιηθῆναι Θρασυλόχῳ Isoc.19.36, ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν todos (piensan) que no merecéis sufrir S.OC 1446
•c. gen. de abstr. ἔρωτος Theoc.23.20, ζωῆς Ep.Diog.9.1, πολιτείας D.C.60.17.5
•c. gen. de pers. παῖδα ... ἀνάξιον μὲν σοῦ un niño que no te mereces S.Ph.1009.
II de abstr. y neutros
1 inmerecido, indigno abs. παθοῦσ' ἀνάξια E.IA 852, ἀνάξι' ἂν πάθοι Pl.Tht.184a, ἀνάξιαι κακοπραγίαι, ἀνάξιαι εὐπραγίαι Arist.Rh.1386b9, c. gen. ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες Hdt.1.73, cf. 114, Lys.21.25, Pl.Cri.53e, Is.3.27, Plu.2.190d, 229b.
2 sin valor, inútil σπουδή Pl.Euthd.304e, τὸ μὲν ἄξιον ... κερδαλέον ἐστὶν ... τὸ δέ ἀ. ἀκερδές Pl.Hipparch.231e.
3 impropio ἔργον ἀνάξιον τῆς ... παιδείας PGrenf.2.78.7 (IV d.C.).
III adv. ἀναξίως
1 indignamente τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀ. S.Ai.1392, ἀ. λεγομένων cosas dichas en forma indigna Pl.R.388d, τοῖς ἀ. πράττουσι Arist.Rh.1386b13, ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον ἢ πίνῃ ... ἀ. 1Ep.Cor.11.27.
2 inmerecidamente c. gen. ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν = perecieron en forma que no merecían Hdt.7.10ε, abs. τοῖς ἀ. μὲν δυστυχοῦσιν Isoc.11.1.
German (Pape)
[Seite 200] (fem. auch ἀναξία, f. Heind. zu Plat. Prot. 356 a u. Stallbaum u. Lob. Phryn. 106), unwürdig, sowohl act., nicht verdienend, als pass., unverdient, τινός, Soph. Phil. 997; Plat. Apol. 38 e u. öfter; – c. inf., Soph. O. C. 1448; ἀναξίων ὄντων νικᾶν Plat. Prot. 355 e. – Absol. tadelt es immer: unwert, nichtswürdig, Soph. Phil. 437; Her. 7, 9; ἄνθρωποι ἀνάξιοι Plat. Gorg. 523 c; ἀνάξια παθεῖν, Unverdientes, Ungebührliches leiden, Theaet. 184 a, u. so auch Sp. – Adv. ἀναξίως, auf unwürdige od. unverdiente Weise, Soph. Phil. u. oft in Prosa. königlich, von ἄναξ, Schol. Ven. Il. 23, 630.
French (Bailly abrégé)
1ος ou α, ον :
I. indigne de, non mérité par, immérité :
1 en mauv. part παθοῦς ἀνάξια EUR ayant souffert un traitement indigne;
2 en b. part παῖδα ἀνάξιον σοῦ SOPH fils indigne de toi (càd trop généreux pour toi, tel que tu ne mérites pas);
II. qui ne mérite pas de :
1 en mauv. part indigne, méprisable;
2 en b. part ἀνάξιος δυστυχεῖν SOPH qui ne mérite pas d'être malheureux.
Étymologie: ἀ, ἄξιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάξιος: и 3
1 недостойный или незаслуженный (τινος Eur., Plat., Plut.; ἀνάξια πάσχειν Eur.): ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ᾽ ἐμοῦ Soph. (который) под стать не тебе, а мне;
2 не заслуживающий, не заслуживший (τινος Plut.): ἀ. νικᾶν Plat. не стоящий того, чтобы одержать над ним победу; ἀ. δυστυχεῖν Soph. не заслуживший несчастной судьбы;
3 недостойный, негодный, презренный (ἄνθρωποι Her.; φώς Soph.);
4 невиновный, невинный (πασῶν γυναικῶν ἀναξιωτάτη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάξιος: -ον, ὡσαύτως, συχν. παρ’ Ἀττ. -α, ον. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀνάξιος, ὁ μὴ θεωρούμενος ἄξιος, μετὰ γεν. ἀν. σφέων αὐτῶν ἑαυτοῦ Ἡρ. 1. 73, 114· ἀνάξιον σοῦ, ὑπέρτερον τῆς σῆς ἀξίας, ἀντιτίθεται δὲ τῷ κατάξιος, ὡς: ἀνάξιον μὲν σοῦ, κατάξιον δ’ ἐμοῦ Σοφ. Φιλ. 1009· ἀν. ἐμοῦ, ἀνάρμοστα, Πλάτ. Ἀπολ. 38E, κτλ.: - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν, κατὰ τὴν κρίσιν πάντων ἀναξίως (ἀδίκως) δυστυχεῖτε, Σοφ. Ο. Κ. 1446· νικᾶν Πλάτ. Πρωτ. 356A: - Ἐπίρρ., ἐφθάρησαν ἀναξίως, ἑωυτῶν Ἡρόδ. 7. 10, 5. 2) ἀπο., ἀνάξιος, μὴ ἔχων ἀξίαν, εἰς οὐδὲν χρήσιμος, ἄξιος καταφρονήσεως, «τιποτένιος», αὐτόθι 7. 9, Σοφ. Φ. 439, κτλ.· ἀλλ’ ἀπερεί τις ἔποικος ἀναξία οἰκονομῶ θαλάμους πατρὸς ὁ αὐτ. Ἠλ. 189: - Ἐπίρρ. ἀναξίως ὁ αὐτ. Αἴ. 1432 καὶ ἀλλ. 3) ὅστις δὲν εἶναι πρέπον ἢ δίκαιον νὰ πάθῃ κακόν τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 694, Εὐρ. Ἡρακλ. 526, Θουκ. 3. 59. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, παρ’ ἀξίαν, πρᾶγμα τοῦ ὁποίου δὲν εἶναί τις ἄξιος, ἀνάξια παθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 852, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Θεαίτ. 184Α· ἀν. παθεῖν τῶν ὑπηργμένων Λυσ. 164. 7. 2) τὸ ἄνευ ἀξίας μηδεμίαν ἀξίαν ἔχον· τὸ ἀν. ἀκερδὲς Πλάτ. Ἵπαρχ. 231E.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἄξιος; unfit: unworthy.
English (Thayer)
ἀνάξιον (alpha privative and ἄξιος) (from Sophocles down), unworthy (τίνος): unfit for a thing, 1 Corinthians 6:2.
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (Α ἀνάξιος, -ία, -ιον και αττ. -ιος, -ιον)
1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα
2. αυτός που δεν του πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι
3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος, μηδαμινός, ασήμαντος
4. (το ουδέτερο στον ενικό - ή στον πληθυντικό για τα αρχαία - ως ουσιαστικό) το ανάξιο(ν) ή τα ανάξια ανάρμοστο, απρεπές
νεοελλ.
1. ανίκανος, ανεπιτήδειος, ακατάλληλος
2. αυτός που δεν έχει ηθική αξία, αξιόμεμπτος, ανήθικος
3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ο ακατάλληλος για το ιερατικό σχήμα
η λ. «ανάξιος!» λέγεται ως αποδοκιμαστική επιφώνηση μέσα στον ναό από αυτούς που έχουν αντιρρήσεις για τη χειροτονία του υποψήφιου (πρβλ. άξιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερητικό + ἄξιος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναξιότητα (-ότης) νεοελλ. αναξιοσύνη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναξιόμισθος, αναξιοπαθής].
(II)
ἀνάξιος, -ον (Μ) ἄναξ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε άνακτα, σε βασιλιά, βασιλικός, λαμπρός.
Greek Monotonic
ἀνάξιος: -ον και -α, -ον·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, ανάξιος, μη θεωρούμενος άξιος για, με γεν., σε Ηρόδ.· ἀνάξιον σοῦ, πολύ καλύτερο από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., ἀνάξιος δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν, σε Ηρόδ.
2. απόλ., ανάξιος, μη χρήσιμος, ευκαταφρόνητος, στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. ἀναξίως, σε Σοφ.
3. αυτός που δεν αξίζει να πάθει κακό, στον ίδ., σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. of persons,
I. unworthy, not deemed or held worthy of, c. gen., Hdt.; ἀνάξιον σοῦ too good for thee, Soph.; c. inf., ἀνάξιος δυστυχεῖν undeserving to suffer, Soph.:—adv., ἀναξίως ἑωυτῶν Hdt.
2. absol. unworthy, worthless, Hdt., Soph.:—adv. ἀναξίως, Soph.
3. undeserving of evil, Soph., Eur.
II. of things, undeserved, ἀνάξια παθεῖν Eur., etc.
Chinese
原文音譯:¢n£xioj 安-阿克西哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-配的
字義溯源:不合適,不配,不當的,不合格的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἄξιος)*=應得的)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 不配(1) 林前6:2
English (Woodhouse)
bad, base, degrading, disgraceful, dishonourable, mean, morally, poor, undeserved, unworthy, unworthy of
Translations
unworthy
Bulgarian: недостоен; Catalan: indigne; Chinese Mandarin: 不肖; Czech: nehodný; Danish: uværdig; Esperanto: maldigna, malinda; Finnish: arvoton, kelvoton, vähäarvoinen, helppohintainen; French: indigne; Galician: indigno; German: unwürdig; Greek: ανάξιος; Ancient Greek: ἄδοξος, ἀεικέλιος, αἰκέλιος, ἀϊκής, ἀνάξιος, ἀπάξιος, ἀπρεπής, ἀπρεπώδης, ἄσεμνος, ἀσύφηλος, ἀσχήμων, ἀτίμητος, ἄτιμος, ἀφιλότιμος, ἀχρεῖος, δυσπρεπής, δυσπρόσοπτος; Icelandic: óverðugur; Italian: non degno, indegno, immeritevole; Kurdish Central Kurdish: ناشایستە, ناموستەحەق, ئائل; Latin: indignus; Manx: neufeeu, neughoaieagh; Plautdietsch: onwirdich; Polish: niegodny, niegodzien, niewart; Russian: недостойный; Spanish: indigno, desmerecedor; Swedish: ovärdig; Telugu: అనర్హము; Tocharian B: mā-aṣām
kingly
Albanian: mbretëror; Arabic: مَلَكِيّ, قَيْصَرِيّ; Aragonese: reyal; Armenian: արքայական, թագավորական; Aromanian: vãsilchescu; Azerbaijani: kral; Basque: erregeren, errege-; Belarusian: каралеўскі, царскі; Bulgarian: кралски, царски; Catalan: reial; Chinese Mandarin: 王室的, 王的; Czech: královský; Danish: royal, kongelig; Dutch: koninklijk; Esperanto: reĝa; Estonian: kuninglik; Extremaduran: rial; Faroese: kongligur, kongaligur, konguligur; Finnish: kuninkaallinen; French: royal, royale; Georgian: მეფის, მეფური, სამეფო; German: königlich; Gothic: 𐍂𐌴𐌹𐌺𐌴𐌹𐍃; Greek: βασιλικός; Ancient Greek: βασιλικός; Hebrew: מַלְכוּתִי; Hungarian: királyi; Icelandic: konunglegur; Ido: rejala; Indonesian: diraja; Irish: ríoga; Italian: reale, regale; Japanese: 王の, 王室の; Kazakh: корольдық; Khmer: រាជ; Korean: 왕실의, 왕의; Latin: regius, regalis; Latvian: karalisks, ķēnišķīgs; Leonese: reyal; Lithuanian: karališkas; Macedonian: кралски, царски; Malay: diraja; Malayalam: രാജകീയ; Middle English: royal; Norman: rouoya; Norwegian Bokmål: kongelig; Nynorsk: kongeleg; Old English: cyne-, cynelīċ; Old French: roial; Old Occitan: reial; Persian: شایگان, شاهانه, سلطنتی; Polish: królewski; Portuguese: real; Romanian: regal, regală; Russian: королевский, царский; Sanskrit: राज्य; Scottish Gaelic: rìoghail; Serbo-Croatian Cyrillic: краљевскӣ, ца̑рскӣ; Roman: králjevskī, cȃrskī; Slovak: kráľovský; Slovene: kraljev, knežji; Spanish: real; Swedish: kunglig; Tajik: шоҳӣ, подшоҳӣ, шоҳона; Thai: ราช; Turkish: kraliyet; Ukrainian: королі́вський, царський; Uzbek: qirol, podsho; Vietnamese: hoàng gia, quí tộc; Volapük: regik, hiregik, jiregik; Welsh: brenhinol; Yiddish: קעניגלעך
Lexicon Thucydideum
indignus, qui non meruit, unworthy, undeserving, 3.59.1, [vulgo commonly ἀναξίως]
Lexicon Thucydideum
indignus, qui non meruit, unworthy, undeserving, 3.59.1, [vulgo commonly ἀναξίως]