θάρσος

From LSJ
Revision as of 14:22, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάρσος Medium diacritics: θάρσος Low diacritics: θάρσος Capitals: ΘΑΡΣΟΣ
Transliteration A: thársos Transliteration B: tharsos Transliteration C: tharsos Beta Code: qa/rsos

English (LSJ)

Att. θάρρος, Aeol. θέρσος (q.v.), εος, τό, (θρασύς)
A courage, Il.6.126; θάρσος τινός = courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against…, πολεμίων Pl.Lg.647b; πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15; θάρσος ἴσχε = take courage! S.Ph.807; θάρσος ἔχειν περί τινος Id.El.412; φρεσὶ θάρσος ἀέξειν Hes.Sc.96; αἴρειν πρός τι E.IA1598; λαβεῖν Act.Ap. 28.15; but θάρσος ἔλαβέ τινας Th.2.92; θάρσος ἐμπνέειν Od.9.381; ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε μένος καὶ θάρσος = in his heart she placed strength and courage, into his heart she put incitement and boldness. 1.321; ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θάρσος ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31; ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32; οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς… E.Hec.371: pl., φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN1107a33, cf. Pl.Prt. 360b.
2 that which gives courage, ὀλολυγμόν... θάρσος φίλοις A.Th.270, cf. 184: pl., θάρση = grounds of confidence, E.IT1281 (lyr.).
II rarely in bad sense, = θράσος, audacity, θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν = the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος.

German (Pape)

[Seite 1187] τό, ion. u. altatt., von Plat. an θάῤῥος (vgl. auch θράσος), Muth, Zuversicht, Kühnheit; μένος καὶ θάρσος, Il. 5, 2 u. öfter; θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140. Dreistigkeit, Frechheit, μυίης Il. 17, 570; 21, 395; Pind. P. 5, 111; Tragg. u. Prosa; θάρσος ἴσχε, = θάῤῥει, Soph. Phil. 796; Plat. Legg. I, 644 c sagt φόβος μὲν ἡ πρὸ λύπης ἐλπίς, θάῤῥος δὲ ἡ πρὸ τοῦ ἐναντίου; oft mit ἀνδρεία zusammen, Prot. 351 a Conv. 192 a; Arist. stellt die ἀνδρία in die Mitte zwischen φόβος u. θάῤῥος, Eth. 3, 6, vgl. rhet. 2, 5; θάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde, Plat. Legg. I, 647 b; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 15; θ. ἐμποιεῖν τινι, einflößen, An. 6, 3, 17; παρασχεῖν Thuc. 6, 68; λαμβάνειν, Muth fassen, 2, 97; anders τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε 2, 92, wie θ. ἐγγίγνεταί τινι Xen. Cyr. 4, 2, 15, ἐμπίπτει Hell. 7, 1, 21. – Bei Aesch. auch was Muth macht, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, θάρσος φίλοις Spt. 248.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θάρρος: ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. confiance, résolution, assurance, hardiesse :
1 en b. part θάρσος ἐμπνεῖν OD inspirer de la hardiesse ; ἐν κραδίῃ θάρσος βάλλειν IL jeter de la hardiesse dans le cœur ; ἐνὶ φρεσὶ θάρσος θῆκε OD ou ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν IL il (ou elle) jeta dans son âme l'audace ; θάρρος ἐμποιεῖν XÉN ou παρασχεῖν τινι THC donner bon courage à qqn, inspirer de la confiance à qqn ; θάρσος λαμβάνει τινά THC, ἐγγίγνεται, ἐμφύεται ou ἐμπίπτει τινί XÉN la confiance s'empare de qqn;
2 rar. en mauv. part hardiesse, audace;
II. ce qui donne confiance ou ce qui donne bon courage.
Étymologie: cf. skr. dharshas « audace ».

Russian (Dvoretsky)

θάρσος: новоатт. θάρρος, εος τό тж. pl.
1 смелость, отвага (θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἡ ἀνδρεία μεσότης περὶ φόβους καὶ θάρρη Arst.): θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. смелость перед лицом врагов; θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὶ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. внушать отвагу, придавать бодрости; θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.; θ. λαβεῖν NT (при)ободриться;
2 источник бодрости, поднимающая отвагу сила: ὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. боевая песнь, поднимающая дух у друзей;
3 смелый шаг, дерзание (αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.);
4 дерзость, наглость (θ. ἄητον Hom.);
5 назойливость (μυίης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θάρσος: παρὰ νεωτέροις Ἀττ. θάρρος, τό, (θρασὺς) θάρρος, τόλμη, Ὅμ. καὶ Ἀττ.· θ. τινός, θάρρος, τόλμη πρὸς πρᾶξίν τινα, Αἰσχύλ. Χο. 91, Σοφ. Ο. Κ. 48· ἀλλ’ ὡσαύτως, θάρρος, τόλμη ἐναντίον τινός.., τῶν πολεμίων Πλάτ. Νόμ. 647Β· καί, πρὸς τοὺς πολεμίους Ξεν. Κύρ. 4. 2, 15· θ. ἴσχε, ἔχε θάρρος, Σοφ. Φ. 807· θ. ἔχειν περί τινος ὁ αὐτ. Ἠλ. 412· θ. ἀέξειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 96· αἴρειν Εὐρ. Ι. Α. 1598· λαμβάνειν Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 15· ἀλλά, θ. λαμβάνει τινὰ Θουκ. 2. 92· - ὡσαύτως, θ. διδόναι, ἐμπνέειν, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι, ἐνὶ στήθεσσιν ἐνιέναι Ὅμ.· παρέχειν, ἐμβάλλειν, ἐμποιεῖν τινι Θουκ. 6. 68, Ξεν., κτλ.· θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινὶ ὁ αὐτ.· - ἐλπίδος θάρσος ἐστί μοι ὡς… Εὐρ. Ἑκ. 370· - πληθ., φόβοι καὶ θάρρη Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 2, κ. ἀλλ. 2) τὸ παρέχον θάρρος, ὀλολυγμόν... θάρσος φίλοις Αἰσχύλ. Θήβ. 270, πρβλ. 184· - οὕτως ἐν τῷ πληθ. θάρση, αἴτια θάρρους, πεποιθήσεως, Εὐρ. Ι. Τ. 1283, Πλάτ. Πρωτ. 360Β. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ κακῆς σημ. = θράσος, τόλμη, αὐθάδεια, θρασύτης, θάρσος ἄητον ἔχουσα Ἰλ. Φ. 395· μυίης θάρσος, πρὸς παράστασιν τῆς ἀπερισκέπτου (καὶ ἐπιμόνου) τόλμης τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 570. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ θάρσος καὶ θράσος, ἴδε ἐν λ. θράσος.

English (Autenrieth)

εος: courage, confidence, boldness, audacity.

English (Slater)

θάρσος confidence θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (P. 5.111)

English (Strong)

akin (by transposition) to thrasos (daring); boldness (subjectively): courage.

Greek Monolingual

θάρσος, το (AM)
θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ. θαρ- (πρβλ. θάρσος, θαρσύνω, θαρσώ κ.λπ.) και άλλοι θ. θρα- (πρβλ. θράσος, θρασύνω, θρασύς κ.λπ.). Το θ. θαρ- σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση του αιολ. τ. θέρ-σος (με απαθή βαθμίδα ρίζας), το οποίο μεταπλάστηκε αναλογικά προς το θαρσύς (που αρχικά απαντά εν συνθέσει) σε θάρσος. Οπωσδήποτε, η αρχική σημ. του θέματος είναι «έχω θάρρος», αλλά ο διαχωρισμός τών θεμάτων θαρ- και θρα- στον αττικό λόγο οδήγησε και στη διαφοροποίηση της σημασίας τους. Έτσι οι λέξεις με θ. θαρ-ήταν εύσημες («έχω θάρρος, τόλμη, γενναιότητα), ενώ με το θ. θρα- κακόσημες («έχω θράσος»). Η διαφοροποίηση αυτή εξακολουθεί να ισχύει και στη Νέα Ελληνική (θάρρος, θράσος). Η λ. θέρσος, θάρσος δεν έχει ακριβές αντίστοιχο σε άλλη ΙΕ γλώσσα. Το αρχ. ινδ. dharsa- θα αντιστοιχούσε σε ελλ. θόρσος. Τα μετονοματικά θαρσώ και θαρσύνω είναι νεώτεροι σχηματισμοί της Ελληνικής, ενώ οι αρχαίοι ρηματικοί τ. μαρτυρούνται στο αρχ. ινδ. dhrsnŏti με έρρινο ένθημα και dharsati, με παρακμ. dadharsa, που θα αντιστοιχούσε σε ελλ. τέθορσα (βλ. και λ. θρασύς). Η λ. θέρσος εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα της Αρχαίας (πρβλ. Θερσάνωρ, Θερσικλέος, Θερσίμαχος κ.ά.), ενώ η λ. θάρσος ως β' συνθετικό με τη μορφή -θαρσής.
ΠΑΡ. θαρραλέος, θαρρώ, αρχ. θαρσήεις.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ.-μσν. θαρσοποιώ
μσν.
θαρσοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. αθαρσής, δορυθαρσής, ευθαρσής, κυνοθαρσής, λυκοθαρσής, μεγαθαρσής, πανθαρσής, περιθαρσής, πολυθαρσής.

Greek Monotonic

θάρσος: Αττ. θάρρος, τό (θρασύς),
I. 1. θάρρος, τόλμη, γενναιότητα, σε Όμηρ., Αττ.· θάρσος τινός, τόλμη για να κάνω κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτό που προσδίδει θάρρος, θάρση, αιτία θάρρους, λόγος πίστης, σε Ευρ., Πλάτ.
II. με αρνητ. σημασία, θρασύτητα, ξεδιαντροπιά, αυθάδεια, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. θράσος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: confidence, courage, audacity (Il.)
Other forms: Att. θάρρος (partly a reshaping of hom. θάρσος etc. after Leumann Hom. Wörter 115), Aeol. θέρσος n.
Compounds: Compp., e. g. εὑ-θαρσής of good courage (A.), θερσι-επής talking courageously (B.; on the 1. member Schwyzer 448).
Derivatives: θαρσαλέος, -ρρ- with confidence, courageous (Il.; on the formation Chantraine Formation 253f.), Θερσίτης PN (Hom. etc.; Redard Les noms grecs en -της 196; cf Risch Gnomon 23, 160 and Bloch Mus. Helv. 12, 59), θαρσήεις courageous (Call., Nonn.; innovation, s. Schwyzer 527); denomin. verb θαρσέω, -ρρ-, aor. θαρσῆσαι be courageous (Il.; cf. Schwyzer 724, Chantraine Gramm. hom. 1, 349; hardly with Leumann l. c. from εὑθαρσέω with θαρρητικός (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [259] *dʰers- bold
Etymology: Beside θάρσος, θέρσος we have θρασύς audacious, courageous, bold (since Il.), often as 1. member, e. g. θρασυκάρδιος with audacious heart (Il.), Rhod. Θαρσύ-βιος, Ther. Θhαρ(ρ)ύ-μαqhος (cf. Bechtel KZ 51, 145; more forms in Schwyzer 284; on the short names are based Θρασύλος also Leumann Glotta 32, 216 and 223 n. 2); from it θρασύτης boldness (IA), Θρασώ surn. of Athena (Lyc.), denomin. verb θρασύνω, θαρσύνω, -ρρ- encourage (Il.) with θάρσυνος with confidence (Il.; best postverbal; cf. Schwyzer 491 and diff. interpretations); comp. θρασίων (Alcm.), θρασύτερος, -ύτατος (Att.); Seiler Steigerungsformen 55f. - Cf. also ἀτάσθαλος. With θρασύς agrees Skt. dhr̥sú- (gramm.); liter. is dhr̥ṣṇú- bold after dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti be audacious. Full grade θέρσος, for which sec. θάρσος, θράσος through influence of θρασύς, has however in Skt. no agreement (one finds dhárṣa-; would be Gr. *θόρσος). On the other hand Greek replaced the primary verbs by the newly formed θαρσέω, θαρσύνω: Skt. dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti, dhárṣati with the perf. da-dhárṣa = Germ., e. g. Goth. ga-dars τολμῶ (wold be Gr. *τέ-θορσ-α), Lith. (with infixed nasal) drį̃sti dare (< IE *dhr̥-n-s-), with analog. present dręsù with the nouns drąsà boldness, OLith. drįsùs (after drį̃sti. Very doubtful Toch. A tsraṣi, B tsir strong (Poucha Archiv Orientální 2, 326, ZDMG 93, 206); s. Pedersen Zur toch. Sprachgeschichte 19. - Further forms in Pok. 259, Mayrhofer Wb. 2, 112f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. drąsùs, Vasmer Russ. et. Wb. s. derzkij; also W.-Hofmann s. īnfestus.

Middle Liddell

θρασύς
I. courage, boldness, Hom., Attic; θ. τινός courage to do a thing, Aesch., Soph.
2. that which gives courage, θάρση grounds of confidence, Eur., Plat.
II. in bad sense, audacity, Il.: cf. θράσος.

Frisk Etymology German

θάρσος: (seit Il.),
{thársos}
Forms: att. θάρρος (teilweise lautliche Umsetzung von hom. θάρσος usw. nach Leumann Hom. Wörter 115), äol. θέρσος n.
Meaning: Zuversicht, Mut, Kühnheit, Frechheit.
Composita: Kompp., z. B. εὐθαρσής guten Mutes (A. usw.), θερσιεπής kühn redend (B.; zum Vorderglied Schwyzer 448).
Derivative: Ableitungen: θαρσαλέος, -ρρ- zuversichtlich, kühn (seit Il.; zur Bildung Chantraine Formation 253f.), Θερσίτης PN (Hom. usw.; Redard Les noms grecs en -της 196; dazu Risch Gnomon 23, 160 und Bloch Mus. Helv. 12, 59), θαρσήεις kühn (Kall., Nonn.; Neubildung, s. Schwyzer 527); denominatives Verb θαρσέω, -ρρ-, Aor. θαρσῆσαι mutig sein (seit Il.; dazu Schwyzer 724 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 349; kaum mit Leumann a. a. O. aus εὐθαρσέω [von εὐθαρσής) mit θαρρητικός (Arist. u. a.).
Etymology: Neben θάρσος, θέρσος steht θρασύς dreist, kühn, verwegen (seit Il.), oft als Vorderglied, z. B. θρασυκάρδιος dreisten Herzens (Il. usw.), rhod. Θαρσύβιος, ther. Θhαρ(ρ)ύμαqhος (vgl. Bechtel KZ 51, 145; weitere Formen bei Schwyzer 284; zu Kurznamen wie Θρασύλος auch Leumann Glotta 32, 216 und 223 A. 2); davon θρασύτης Kühnheit (ion. att.), Θρασώ Bein. der Athena (Lyk.), denominatives Verb θρασύνω, θαρσύνω, -ρρ- ermutigen (seit Il.) mit θάρσυνος zuversichtlich, getrost’ (Il.; wohl am ehesten postverbal; vgl. Schwyzer 491 m. Lit. und anderen Auffassungen); Komp. θρασίων (Alkm.), θρασύτερος, -ύτατος (att.); Seiler Steigerungsformen 55f. — Vgl. noch ἀτάσθαλος. Zu θρασύς stimmt aind. dhr̥sú- (Gramm.); liter. dafür dhr̥ṣṇú- kühn nach dhr̥ṣ--ó-ti dreist sein. Das hochstufige θέρσος, wofür sekundär θάρσος, θράσος durch Angleichung an θρασύς, hat dagegen im Aind. keine Entsprechung (dafür u. a. dhárṣa-; wäre gr. *θόρσος). Umgekehrt sind im Griechischen die in anderen Sprachen belegten primären Verba durch die neugebildeten θαρσέω, θαρσύνω abgelöst: aind. dhr̥ṣ--ó-ti (mit Nasalinfix), dhárṣati mit dem Perf. da-dhárṣa = germ., z. B. got. ga-dars τολμῶ (wäre gr. *τέθορσα), lit. (mit infigiertem Nasal) drį̃sti wagen (aus idg. *dhr̥-n-s-), wozu analog. Präsens dręsù mit den Nomina drąsà Dreistigkeit, drąsùs mit drąsū̃nas Frechling, alit. drįsùs (nach drį̃sti; nicht mit θρασύς, θάρσυνος unmittelbar gleichzusetzen). Ganz fraglich toch. A tsraṣi, B tsir stark (Poucha Archiv Orientální 2, 326, ZDMG 93, 206); s. Pedersen Zur toch. Sprachgeschichte 19 m. Lit. — Weitere Formen mit Lit. bei WP. 1, 864, Pok. 259, Mayrhofer Wb. 2, 112f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. drąsùs, Vasmer Russ. et. Wb. s. derzkij; auch W.-Hofmann s. īnfestus.
Page 1,654-655

Chinese

原文音譯:q£rsoj 他而所士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:勇氣
字義溯源:勇敢,壯膽,安心,放心壯膽,安慰;源自(θόρυβος)X*=敢)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 壯膽(1) 徒28:15

English (Woodhouse)

boldness, confidence, courage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=τόλμη, μέ κακή σημασία αὐθάδεια). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: θαρσέω -ῶ, θαρσαλέος καί θαρραλέος, θάρσησις, θαρσητέον, θαρσητικός, θαρσούντως καί θαρρούντως, θάρσυνος, θαρσύνω καί θρασύνω, θρασύς, θρασύτης, Θερσίτης.

Translations

courage

Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة‎, جَسَارَة‎; Egyptian Arabic: جسارة‎; Hijazi Arabic: شجاعة‎; South Levantine Arabic: شجاعة‎; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ‎; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت‎, جرات‎, جسارت‎, شجاعت‎; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس‎, ہمت‎; Uyghur: جاسارەت‎; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט‎; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi

Lexicon Thucydideum

fiducia, audacia, confidence, daring, 2.92.1, 3.12.1, [vulgo commonly θράσος]. 6.68.1.