εἶμι

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶμι Medium diacritics: εἶμι Low diacritics: είμι Capitals: ΕΙΜΙ
Transliteration A: eîmi Transliteration B: eimi Transliteration C: eimi Beta Code: ei)=mi

English (LSJ)

   A2sg. εἶ S. Tr.83, Ar.Av.990, Ep. and Ion. εἶς Hes.Op. 208, εἶσθα Il. 10.450, Od.19.69; 3sg. εἶσι; pl. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι: imper. ἴθι (also εἶ in the compd. ἔξει Ar.Nu.633 acc. to Sch., but prob. indic.), 3pl. ἴτωσαν E.IT1480, Pl.Lg.765a, also ἴτων A.Eu.32, ἰόντων Th.4.118, etc.: subj. ἴω (εἴω Sophr.48); Ep. 2sg. ἴῃσθα Il.10.67; Ep. 3sg. ἴῃσι 9.701; Ep. pl. ἴομεν (for -ωμεν) 2.440: opt. ἴοιμι, οις, οι, 14.21, etc.; ἰοίην Sapph.159, IG4.760 (Troezen), X.Smp.4.16, (διεξ-) Isoc.5.98; Ep. ἰείη Il.19.209, cf. περι-ιεῖεν IG22.1126.18 (Amphict. Delph.), εἴη Il.24.139, Od.14.496, εἴηι GDI4986.7 (Crete): inf. ἰέναι, Ep. ἴμεναι (ι in Il.20.365) or ἴμεν, also ἰέμεν Archyt. ap. Stob.3.1.106 (dub. l.), ἴναι [ῐ] Orac. ap. Str.9.2.23, (ἐξ-) Machoap.Ath.13.580c, cf. EM467.18 (προσ-εῖναι dub. in Hes. Op.353): part. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν: impf. ᾔειν, ᾔεις (δι-ῄεισθα Pl.Ti.26c, ἐπεξ-ῄεισθα Euthphr.4b), ᾔει or -ειν Id.Ti. 38c, Criti.117e; Ep. and Ion. ἤϊα, 3sg. ἤϊε (-εν), contr. ᾖε Od.18.257; dual ᾔτην Pl.Euthd.294d; 1 and 2pl., ᾖμεν, ᾖτε; 3pl., Ep. and Ion. ἤϊσαν, Ep. also ἴσαν, Att. ᾖσαν (μετ-) Ar.Eq.605, cf. Fr.161, (ἐπ-) Od.19.445, later ᾔεσαν (εἰσ-) Arist.Ath.32.1, etc.; also 3sg. ἴε Il.2.872, al.; Ep. 1pl. ᾔομεν Od.10.251, al., 3dual ἴτην Il.1.347; 3pl. ἤϊον Od.23.370:—Med. pres. and impf. ἴεμαι, ἰέμην are mere mistakes for ἵεμαι, ἱέμην (from ἵημι), cf. S.OT1242, E.Supp.698:—for fut. εἴσομαι and aor. Med. εἰσάμην, in 3sg. εἴσατο, ἐείσατο, 3dual ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.—The ind. εἶμι usu. has pres. sense in Hom. (fut., Il.1.426, 18.280), but in Ion. Prose and Att. it serves as fut. to ἔρχομαι (q. v.), I shall go, shall come: the pres. sense is sts. found in Poetry, prov. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι (cf. Pl.Smp.174b), cf. Theoc.25.90, also in compds. (προς-) A.Eu.242, (ἐπ-) Th.4.61, (συν-) Str.3.2.2. [ῐ- in all tenses, exc. in Ep. Subj. ἴομεν for ἴωμεν at the beginning of a verse]:—come or go, the special senses being given by the context, οἴκαδ' ἴμεν go home, Il.17.155; τάχ' εἶσθα θύραζε Od.19.69, etc.; come, οὐδέ μιν οἴω νῦν ἰέναι Il.17.710, etc.; go, depart, Od.2.367; ὑπὸ τεῖχος ἰόντας Il.12.264.    II c.acc.,    1 c. acc. loci, go to or into, Od.1.176, 18.194, S.OT637.    2 c. acc. cogn., ὁδὸν ἰέναι go a road, Od.10.103; so τὴν ὀρεινήν (sc. ὁδόν) X.Cyr. 2.4.22: metaph., ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Th.3.64.    3 go through or over, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, of the sun, Hdt.2.25, cf. 26: in Hom., freq. c. gen., ἰὼν πεδίοιο going across the plain, Il.5.597.    III c. inf. aor., ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Od.14.496.—On the Homeric βῆ δ' ἴμεν, etc., v. βαίνω.    2 c. part. fut., Ἑλένην καλέουσ' ἴε went to call her, Il.3.383, cf. 14.200, Od.15.213; ἤϊα λέξων I was going to tell, Hdt.4.82; ἴτω θύσων Pl.Lg.909d; εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴῃ Luc. Hist.Conscr.39.    IV also of other motions besides walking or running, as of going in a ship, esp. ἐπὶ νηὸς ἰέναι Od.2.332, etc.; of the flight of bees, Il.2.87.    2 of the motion of things, [πέλεκυς] εἶσιν διὰ δουρός the axe goes through the beam, 3.61; of clouds or vapour, 4.278; of the stars, 22.317; of time, ἔτος εἶσι the year will pass, Od. 2.89; φάτις εἶσι the report goes, 23.362; χρόνος . . ἰὼν πόρσω Pi.O.10 (11).55; ἴτω κλαγγά, βοά, S.Tr.208 (lyr.), Ar.Av.857 (lyr.); ἡ μοῖρ' ὅποιπερ εἶσ' ἴτω S.OT1458, cf.Pl.Ap.19a.    V metaph. usages, ἰέναι ἐς λόγους τινί to enter on a conference with... Th.3.80, etc.; ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν, Id.1.78, 5.30; ἰέναι ἐς χεῖρας to come to blows, Id.2.3, 81; ἰέναι ἐς τὰ παραγγελλόμενα to obey orders, Id.1.121; διὰ δίκης ἰὼν πατρί S.Ant.742; ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, etc., v. διά A.IV.b.    VI imper. ἴθι (with or without δή) come now! mostly folld. by 2sg. imper., ἴ. ἐξήγεο Hdt.3.72; ἴθ' ἐγκόνει, ἴθ' ἐκκάλυψον, S.Aj.988, 1003; ἴ. πέραινε Ar.Ra.1170; in full, ἴ. καὶ πειρῶ go and try, Hdt.8.57: with 1pl., ἴ. οὖν ἐπισκεψώμεθα X.Mem.1.6.4, cf. Pl. Prt.332d; ἴτε δὴ ἀκούσωμεν Id.Lg.797d: 2dual, ἴθι δὴ παρίστασθον Ar.Ra.1378: also 2pl., ἴτε νεύσατε S.OC248, cf. OT1413.    2 ἴτω let it pass, well then, Id.Ph.120, E.Med.798.    VII part. added to Verbs, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρ' ἰών let him go and think... S.Ant.768, cf. OC1393, Aj.304; βακχεύσεις ἰών E.Ba.343.—Cf. ἴσκω.

German (Pape)

[Seite 732] gehen; Wurzel Ἰ; inf. ἰέναι, part. ἰών; außer praes. noch impf. ᾔειν, ep. u. ion. ἤϊα, att. ᾖα. Dazu med. praes. u. impf. ἴεμαι u. ἰέμην, adj. verb. ἰτός, ἰτέος u. ἰτητέος, s. unten. Von den dialectischen Abweichungen sind zu bemerken: εἶσθα = εἶς, Il. 10, 450 Od. 19, 69; ἶσι = ἴασι, Theogn. 716; inf. ἴμεν u. ἴμεναι, Hom.; εἴη = ἴοι, Il. 24, 139 Od. 14, 496; auch ἰείη, Il. 19, 209; conj. ἴῃσθα, 10, 67; impf. ᾖε, ᾔομεν u. 3. Pers. ἤιον, Od. 10, 251. 23, 370; auch ἴε, ἴτην, ἤϊσαν, Il. 10, 197; Her.; – fut. Hom. εἴσομαι, Od. 15, 213 Il. 24, 462, aor. εἰσάμην, ἐεισάμην, 15, 544. 12, 118, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 148. – Im praes. indicat. bei den Att. = ich werde gehen, oft auch bei Hom. u. A.; Verbindungen wie εἶμι καὶ πειράσομαι Aesch. Prom. 325, ἴμεν καὶ συνθάψομεν Spt. 1060, stehen in der Mitte; 355. 682 ist es praes.; inf. u. partic. haben beide Bdtgn; dem Zusammenhange nach durch weggehen, fortgehen, herankommen, vorübergehen, zurückgehen, zurückkehren zu übersetzen, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93; ἰέναι εἰς Ἀΐδαο, in den Hades hinabgehen, sterben, Hom. u. A.; ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν, zurückkehren, Plat. Theaet. 177 c; in Vrbdg mit ἐπὶ νεώς, ἐφ' ἵππων, zu Schiffe gehen, fahren, reiten. – Ὁδὸν ἰέναι, einen Weg gehen, Od. 10, 103 u. Folgde; τὴν αὐτὴν ὁδόν Plat. Legg. VII, 821 b; ohne ὁδόν, τὴν μακροτέραν, τὴν αὐτήν, Polit. 265 b Rep. VIII, 343 c; ἴθι τὴν ὀρεινήν Xen. Cyr. 2, 4, 22; übertr., μετ' Ἀθηναίων ἄδικον ὁδὸν ἰόντων ἐχωρήσατε Thuc. 3, 64. Aehnl. ὁ ἥλιος ἰὼν τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, die Mitte des Himmels durchwandernd, Her. 2, 25; ἤϊε τὰ ἄνω τῆς Εὐρώπης ib. 26; von den Planeten, τοὺς ἰσόδρομον ἡλίῳ κύκλον ἰόντας Plat. Tim. 38 d. Bei Hom. u. a. D. steht der Ort, wohin man geht, im acc.; vgl. Pind. Ol. 14, 21; Soph. O. R. 637. Der gen. bedeutet den Ort, durch welchen man hingeht, ἰὼν πεδίοιο, durchs Gefilde hin, Il. 5, 597; χροὸς εἴσατο, er ging durch die Haut, 13, 191. – Sonst mit εἰς, auch εἰς συμμαχίαν, εἰς λόγους ἰέναι, dem Bündniß beitreten, zu Unterhandlungen schreiten; mit ἐπί τινα, feindlich auf Jemanden losgehen; διὰ φιλίας ἰέναι u. ähnl. s. unter διά; u. so vgl. auch die anderen Präpositionen, die den Begriff von ἰέναι modificiren. – Mit dem partic. fut. drückt es auch aus »sich anschicken Etwas zu thun«, ἤϊε αἰνέων, er hob an zu laben, Her. 1, 122; ὅπερ ᾖα ἐρῶν Plat. Theaet. 180 c; τίς εἶσι κακουργήσων Tim. 17 d; auch c. inf. fut., Il. 15, 544, aor., Od. 14, 496. – Von leblosen Dingen: Odyss. 2, 89 ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος, τάχα δ' εἶσι τέταρτον, schon ist es das dritte Jahr, d. h. das dritte volle Jahr, drei Jahre sind schon vorbei, und bald wird das vierte vergehen (δίεισι) oder weggehen, Abschied nehmen (ἄπεισι), bei welcher Erklärung die Stelle nicht in Widerspruch steht mit vs. 106 ἃς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς· ἀλλ' ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι. An letzterer Stelle gab es schon im Alterthum eine Lesart ἃς δίετες μὲν ἔληθε δόλῳ – ἀλλ' ὅτε δὴ τρίτον ἦλθεν ἔτος; bei dieser Lesart heißt vs. 89 »das laufende, gegenwärtige Jahr ist das dritte, und bald wird das vierte herankommen«. Aristarch verwarf diese Erklärung mit der Lesart δίετες – δὴ τρίτον vs. 106, schrieb vielmehr τρίετες – τέτρατον und erklärte vs. 89 εἶσι = δίεισι, s. Scholl. Aristonic. vss. 89. 107 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 93. – Iliad. 3, 61 πέλεκυς ἀτειρής, ὅς τ' εἶσιν διὰ δουρὸς ὑπ' ἀνέρος; von Wolken, Sturm, Rauch, 4, 278. 13, 796. 21, 522; φάτις Od. 23, 262; θόρυβος Xen. An. 1, 8, 16; τοῦτο μὲν ἴτω, ὅπη τῷ θεῷ φίλον, es mag so gehen. Plat. Apol. 19 a; vgl. Soph. O. R. 1458; πρόσοδοι Thuc. 1, 4. – Der imperat. ἴθι steht oft adverbial, wie ἄγε, wohlan; ἴθι, ἱκοῦ Aesch. Pers. 649; ἴθι δὴ ἀναλογισώμεθα Plat. Prot. 332 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἶμι: (πορεύομαι)· β΄ ἑνικ. εἶ Σοφ. Τρ. 83. Ἀριστοφ. Ὄρν. 990, Ἐπ. καὶ Ἰων. εἷς Ἣσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 208· εἶσθα Ἰλ. Κ. 450, Ὀδ. Μ. 69, γ΄ ἑνικ. εἶσι· πλ. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι, ἶσι ἢ εἶσι Θέογν. 716: - προστακτ. ἴθι (ὡσαύτως εἶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἔξει Ἀριστοφ. Νεφ. 633), γ΄ πληθ. ἴτωσαν Εὐρ., κλ. σπανίως ἴτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 32, ἰόντων Θουκ. 4. 118, κτλ.: - Ὑποτακτ. ἴω (εἴω παρὰ Σώφρονι ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 121. 30)· β΄ ἑνικ. Ἐπ. ἴῃσθα Ἰλ. Κ. 67· γ΄ Ἐπ. ἴῃσι Ι. 701 (697)· πλ. Ἐπ. ἴομεν (ἀντὶ -ωμεν) Β. 440: - Εὐκτ. ἴοιμι Ἰλ., Ἀττ. ἰοίην Ξεν. Συμπ. 4. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 102Α· Ἐπ. ἰείη Ἰλ. Τ. 209, ἢ εἴη Ω. 139, Ὀδ. Ξ. 496: - ἀπαρ. ἰέναι, Ἐπ. ἴμεναι ἢ ἴμεν, ὡσαύτως ἴμμεναι Ἰλ. Υ. 365, καὶ ἴναι ῐ Χρησμ. παρὰ Στράβ. 408, Μάχων παρ’ Ἀθην. 580C, πρβλ. Μέγ. Ἐτυμ. 467. 19 (τὸ εἶναι ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 351 δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθόν)· - μετοχ. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν. - Παρατ. ᾔειν, ᾔεις (ᾔεισθα Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Τίμ. 26C), ᾔει ἢ ᾔειν (αὐτόθι 38C, Κριτί. 117Ε)· Ἐπ. καὶ Ἰων. ἤϊα, γ΄ ἑνικ. ἤϊε (-εν), συνῃρ. ᾖε Ἰλ.· δυϊκ. ᾔτην Πλάτ. Εὐθύδ. 294D· πληθ. α΄ καὶ β΄ ᾖμεν, ᾖτε, (οὐχὶ ᾔειμην, ᾔειτε)· γ΄ πληθ. Ἐπ. καὶ Ἰων. ἤϊσαν, Ἐπ. ὡσαύτως ἴσαν, Ἀττ. ᾖσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605. Ἀποσπ. 216, πρβλ. Ὀδ. Τ, 445 (ὁ τύπος ᾔεσαν εἶναι πιθανῶς μεταγενέστερος, πλεῖστοι δὲ ἐκδόται ἀπορρίπτουσιν αὐτόν, ἀλλ’ ἴδε Veitch): - εὑρίσκομεν ὡσαύτως γ΄ ἑνικ. ἴεν, ἴε Ὅμ., ὡσαύτως Ἐπ. α΄ πληθ. ᾔομεν, γ΄ δυϊκ. ἴτην· γ΄ πληθ. ἤϊον. - Ρημ. ἐπίθ. ἰτός, ἰτέος, καὶ ἰτητός, ἰτητέος. Περὶ τοῦ ὅλου σχηματισμοῦ τοῦ ῥήματος ἴδε τὰς γραμματικάς. - Μνημονεύονται ὡσαύτως μέσος τις ἐνεστ. καὶ παρατατ. ἴεμαι, ἰέμην, ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἡμαρτημέναι γραφαὶ ἀντὶ ἵεμαι, ἱέμην (ἐκ τοῦ ἵημι), καὶ ὁ Wolf ἀείποτε γράφει παρ’ Ὁμ. ἱέμενος, πρβλ. Elmsl. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1242, L. Dind. ἐν Ἱκ. 699. - Ἐν τέλει ὁ Ὅμηρος ἔχει Ἐπικόν τινα μέλλοντα εἴσομαι, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σπεύδειν, Ἰλ. Ω. 462, Ὀδ. Ο. 213· καὶ ἔκ τινος μέσ. ἀορ. εἰσάμην, τὸ γ΄ ἑνικ. εἴσατο, ἐείσατο, γ΄ δυϊκ. ἐεισάσθην Ἰλ. Ο. 415, 544. - Περὶ τοῦ ἐνεστῶτος εἶμι πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Ὅμ. τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται αὐτὸν μετὰ σημασίας ἐνεστῶτος, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ λόγῳ χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ ἔρχομαι· τὸ δὲ ἐλεύσομαι σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ., ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι: (ἴδε ἐξαιρέσεις τινὰς ἀναφερομένας ἐν Ἑρμάννου Opusc. 2. 326)· καὶ ὅτι μόνον παρὰ μεταγεν. οἷον Παυσ. καὶ Πλουτάρχῳ ἐπανέρχεται εἰς τὴν τοῦ ἐνεστῶτος σημασίαν. ῐ πανταχοῦ, πλὴν ἐν τῇ Ἐπ. ὑποτακτ. ἴομεν ἀντὶ ἴωμεν ἐν ἀρχῇ στίχου· - ὁ μέσος τύπος ἰέμενος ἔχει ῑ, ὅθεν ἢ ἔπρεπε νὰ γράφηται ἱέμενος (ἐκ τοῦ ἵημι), ἢ νὰ θεωρηθῇ ὡς ἰσοδύναμος πρὸς ἐκεῖνον τύπος ψιλούμενος Ἰωνικῶς. (Ἐκ τῆς √Ι (πρβλ. πληθ. ἴμεν), ἐξ ἧς καὶ ἴτης, ἰταμός, οἶμος, οἰμή, οἶτος· πρβλ. Σανσκρ. i, êmi, πληθ. imas (eo πληθ. imus), itis (iter πορεία), êmas (ὁδός)· Λατ. i-re· Γοτθ. iddja). Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω (ἴδε ἔρχομαι): - αἱ σημασίαι ἔρχομαιὑπάγω ἐξαρτῶνται ἐκ τῶν μορίων ἢ τῶν λέξεων μεθ’ ὧν συντάσσεται, οἷον, ἰέναι δεῦρο, εἴσω, θύραζε, κεῖσε, οἴκαδε κτλ.· πάλιν ἰέναι, ὑποστρέφειν, κτλ.· συχνάκις μετὰ συνυπαρχούσης ἐννοίας ἐχθρότητος ἢ ἐπιθέσεως, συχνάκις μετὰ τῶν μορίων ἄντα, πρός, ἐπί, Ὅμ.· ὡσαύτως, ὑπάγω, ἀπέρχομαι, Ὀδ. Β. 89, 367. ΙΙ. μετ’ αἰτ., 1) μετ’ αἰτιατ. τόπου, εἰσέρχομαι, ὑπάγω εἰς..., ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ Ὀδ. Α. 176· εὖτ’ ἂν ἴῃ Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα Σ. 194, Σοφ. Ο. Τ. 637. 2) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ὁδὸν ἰέναι Ὀδ. Κ. 103· μεταφ., ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Θουκ. 3. 64. 3) διέρχομαι, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25, πρβλ. 26· τὴν ὀρεινὴν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22· - τοῦτο παρ’ Ὁμ. ἐκφέρεται διὰ τῆς γενικῆς, ἰὼν πεδίοιο, πορευόμενος διὰ τῆς πεδιάδος (πρβλ. ἀτύζομαι) Ἰλ. Ε. 597· χροὸς εἴσατο, «διὰ τοῦ χρωτὸς διῆλθε» (Σχόλ.), Ν. 191. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρεμ. μέλλ., ἐεισάσθην... συλήσειν, ὥρμησαν... ὅπως συλήσωσιν, Ο. 544· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ, ἀλλά τις πορεύοιτο, κτλ., Ὀδ. Ξ. 496. - Περὶ τοῦ Ὁμηρ. βῆ δ’ ἴμεν, κτλ., ἴδε ἐν λ. βαίνω. 2) μετὰ μετοχ. μέλλ., Ἑλένην καλέουσ’ ἴε, ἐπορεύθη ὅπως καλέσῃ τὴν Ἑλένην, Ἰλ. Γ. 383, πρβλ. Ξ. 200, Ὀδ. Ο. 213· ἤϊα λέξων, ἔμελλον νὰ εἴπω, Ἡρόδ. 4. 82· ἴτω θύσων Πλάτ. Νόμ. 909D· ὡς τὸ Γαλλ. aller μετ’ ἀπαρεμφ. IV. ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων κινήσεων, πλὴν τῆς τοῦ βαδίζειν ἢ τρέχειν, οἷον πορεύεσθαι ἐπὶ νεώς, ἐπὶ νηὸς ἰέναι, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς πτήσεως τῶν πτηνῶν, Ὀδ. Χ. 304· ἐπὶ μυιῶν, Ἰλ. Β. 87. 2) ἐπὶ τῆς κινήσεως πράγματός τινος, οἷον πέλεκυς εἶσι διὰ δουρός, ὁ πέλεκυς διέρχεται διὰ..., Ἰλ. Γ. 61· ἐπὶ νέφους, φαίνετ’ ἰὸν κατὰ πόντον Δ. 278· ἐπὶ τῶν ἀστέρων, οἷος δ’ ἀστὴρ εἶσι μετ’ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ ἕσπερος Χ. 317· ἐπὶ τοῦ χρόνου, ἔτος εἶσι, θὰ παρέλθῃ, Ὀδ. Β. 89, πρβλ. 106 κἑξ.· φάτις εἶσι, φήμη διαδοθήσεται, Ψ. 362· χρόνος... ἰὼν πόρσω Πίνδ. Ο. 10 (11). 68· ἴτω κλαγγά, βοὰ Σοφ. Τρ. 208, Ἀριστοφ. Ὄρν. 857· ἡ μοῖρ’, ὅποιπερ, εἶσ’, ἴτω Σοφ. Ο. Τ. 1458, κτλ. V. μεταφορικαὶ χρήσεις, ἰέναι ἐς λόγους τινί, κοινολογεῖσθαί τινι, Θουκ. 3. 80, κτλ.· ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 1. 78., 5. 30· ἰέναι ἐς χεῖρας, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, συγκρούεσθαι, ὁ αὐτ. 2. 3, 81· ἰέναι ἐς τὰ παραγγελόμενα, ὑπακούειν εἰς τὰ κελευόμενα, ὁ αὐτ. 1. 121· ἰέναι διὰ δίκης πατρὶ Σοφ. Ἀντ. 742· ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, κτλ.· ἴδε διὰ Α. IV. VI. ἡ προστακτικὴ ἴθι (μετὰ τοῦ δὴ ἢ ἄνευ αὐτοῦ) κεῖται ὡς τὸ ἄγε, Λατ. age, ἐμπρὸς λοιπόν, τὸ πλεῖστον παρακολουθουμένη διὰ τοῦ β΄ ἑνικ. προστακτικῆς, ἴθι ἐξήγεο Ἡρόδ. 3. 72· ἴθ’ ἐγκόνει, ἴθ’ ἐκκάλυψον, Σοφ. Αἴ. 988, 1003· ἴθι πέραινε, ἴθι δὴ λέξον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1170, Ξεν., κτλ.· πλῆρες, ἴθι καὶ πειρῶ, ὕπαγε καὶ δοκίμασον, Ἡρόδ. 8. 57. ― ὡσαύτως μετὰ α΄ πληθ., ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 4, κτλ.· μετὰ β΄ δυϊκ., ἴθι νῦν παρίστασθον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1378· ― οὕτω τὸ β΄ πληθ., ἴτε νεύσατε Σοφ. Ο. Κ. 248, πρβλ. Ο. Τ. 1413· ἴτε δὴ... ἀκούσωμεν Πλάτ. Νόμ. 797D. 2) ἴτω, «πάει καλά, ἂς γείνῃ ὅ,τι θέλῃ», Σοφ. Φ. 120, Εὐρ. Μηδ. 798. VII. παρὰ τραγικοῖς προστίθεται ἡ μετοχὴ τοῦ ῥήματος τούτου εἰς ἄλλα ῥήματα, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ’ ἄνδρ’ ἰών. ἂς ὑπάγῃ νὰ φρονῇ..., Σοφ. Ἀντ. 768, πρβλ. Ο. Κ. 1393, Αἴ. 304.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. ἰέναι ; impf. ᾔειν, ion. ἤϊα, att. ᾖα;
le prés. ind. εἶμι a d’ord. dans Hom. la valeur d’un prés., mais en prose ion. et en att. il est presque touj. employé comme f. de ἔρχομαι ; dans les écrivains réc., Pausanias, Plutarque, etc., on le retrouve avec la valeur d’un prés.
I. aller en gén.
1 aller vers ou dans : ἡμέτερον δῶ OD dans notre demeure ; χορὸν Χαρίτων OD entrer dans le chœur des Grâces ; ὁδὸν ἰέναι OD faire un trajet ; sans ὁδόν : ἰέναι τὴν ὀρεινήν XÉN aller par le chemin de la montagne ; fig. ἄδικον ὁδὸν ἰέναι THC prendre la voie de l’injustice;
-- avec l’acc. ou le gén. du lieu par où l’on passe : ἰὼν πεδίοιο IL allant à travers la plaine ; ἰέναι ἀγρούς OD aller à travers les champs;
-- avec une prép. : ἐπὶ νηὸς ἰέναι OD aller sur un navire, s’embarquer ; ἰέναι εἰς Ἀΐδαο ὑπὸ γαῖαν IL descendre sous la terre, dans la demeure d’Hadès, càd mourir ; fig. en parl. de la marche du temps, de la destinée, des événements τοῦτο μὲν ἴτω ὅπη τῷ θεῷ φίλον PLAT que cela aille comme il plaira à la divinité ; ἰόντα φόνον SOPH litt. le meurtre qui va venir, càd qui se prépare;
2 L’impér. (2ᵉ sg. ἴθι et 2ᵉ pl. ἴτε) s’emploie au sens d’une interj. va ! allons ! ἴθ’ ἴθ’ ἱκοῦ ESCHL allons ! viens ; ἴθι ἐξήγεο HDT allons ! raconte (toi-même comment, etc.) ; -- p. ext. avec une 1ᵉ pers. pl. ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα XÉN allons ! examinons ; ἴτε avec une 2ᵉ pers. pl. : ἴτ’ ἀξιώσατ’ ἀνδρὸς ἀθλίου θιγεῖν SOPH venez, daignez toucher un malheureux;
II. abs. s’en aller, partir;
Moy. épq. (f. εἴσομαι ; ao. 3ᵉ sg. ἐείσατο et εἴσατο, 3ᵉ duel ἐεισάσθην);
1 venir : οὔ πη χροὸς εἴσατο IL (la javeline) n’arriva pas jusqu’à sa peau ; ἐεισάσθην συλήσειν IL tous deux allèrent pour dépouiller (le mort);
2 s’élancer, se précipiter, se hâter.
Étymologie: R. I, aller ; cf. lat. iter, etc.

English (Autenrieth)

2 sing. εἶσθα, subj. ἴησθα, ἴῃς, ἴῃσι, ι<<><>>ομεν, ἴωσι, opt. ἴοι, ἰείη, inf. ἴ(μ)μεν(αι), ipf. ἤιον, ἤια, ἤιες, ἴες, ἤιεν, ἦε, ἴε, ᾔομεν, ἤισαν, ἴσαν, ἤιον, fut. εἴσομαι, aor. mid. (ἐ)είσατο: go, the pres. w. fut. signif., but sometimes w. pres. signif., esp. in comparisons, e. g. Il. 2.87. The mid. form peculiar to Homer has no peculiar meaning, Ἕκτωρ ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο, went to meet Ajax, Il. 15.415.