ἔτι

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτι Medium diacritics: ἔτι Low diacritics: έτι Capitals: ΕΤΙ
Transliteration A: éti Transliteration B: eti Transliteration C: eti Beta Code: e)/ti

English (LSJ)

[ῐ], Adv.:    I of Time,    1 of the Present, yet, still, ἔ. μοι μένος ἔμπεδον Il.5.254; ἔ. τυτθὸν ἐόντα 6.222; εἰ Ζεὺς ἔ. Ζεύς S.OC623 ; ἔτ' ἐκ βρέφεος ever since babyhood, AP9.567 (Antip.); ἔ. καὶ νῦν Il. 1.455; ἔ. καὶ ἐκ παρόντων v.l. in Th.7.77; ἔτ' ἂν ἐκ τῶνδε θεὸς χρῄζων θείη A.Ch.340; ἔ. καὶ νυνί Pl.Smp.215d; νῦν ἔ. ζεῖ A.Th.708 (lyr.), cf. Ag.818.    2 of the Past, mostly with impf., ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493, cf. Hdt.9.102, Th.5.111, etc.: with aor., Pl.Prt.310c, etc.; ἔ. πρότερον, πρόσθεν, Th.8.45, Pl.Sph.242d: with the sense, already, γεγονέναι ἔ. οὐχ ἧττον ἢ εἶναι Id.Men.93a.    3 of the Future, yet, longer, ἄλγε' ἔδωκεν . . ἠδ' ἔ. δώσει Il.1.96, cf. 5.465: c. opt., ἔ . . . φιλέοι Od.15.305: c. imper., μή τις ἔ . . . ἔστω 2.230; hereafter, A.Pr.907, S.El.66, Ar. V.758 (anap.), etc.    4 with a neg., no longer, οὐδὲ . . ἔ. παρέμειναν D.H.5.46; v. οὐκέτι, μηκέτι.    II of Degree, still, besides, ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔ. βόσκοι another (and another and so on), Od.14.325; ἔτ' ἄλλο Hes. Op. 157, cf. 11.6.411, Od.11.623, S.Ant.218, etc.; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον . . ; A.Ch.114; πρὸς τοῖσδ' ἔ., πρὸς τούτοις ἔ. (cf. προσέτι), S.Ph.1339, Ar.Nu.720 (anap.); ἔ. τε and besides, nay more, Pl.Phdr.279a; ἔ. τοσόνδε this further point, Id.Tht. 184b; ἔ. δὲ καί Th.1.80, etc.; πρῶτον μὲν... ἔπειτα δὲ... ἔ. δὲ . . X.An.6.6.13; ἔ. καί alone, τά τε εἴδωλα, ἔ. καὶ τὰ γεγραμμένα Pl. Sph.239d; ἔτι καὶ ἔ. ἀεί Theol.Ar.30.    2 freq. to strengthen a Comp., ἔ. μᾶλλον yet more, Il.14.97, 362; μᾶλλον ἔ. Od.18.22; ἔ. καὶ μ. Pi.P.10.57; καὶ ἔ. καὶ μᾶλλον Ael.NA16.24; ἔ. πλέον Hdt.7.6 ; πλέον ἔ. Th.1.80; παῖς τε κἄτι τοῦδ' ἀνούστερος A.Pr.987; πότμῳ τῷ νῦν . . κἄτι τοῦδ' ἐχθίονι S.OT272, cf. El.559, 1189.    3 with the Posit., ἔ. ἄνω yet higher up, X. An.7.5.9; ἔ. μάλα Ar.Pax53, 462, Ra. 864. (Skt. áti 'beyond', Lat. et, Goth. ip 'but', 'however'.)

German (Pape)

[Seite 1052] no ch, – 1) Von der Zeit, – a) mit dem praes., noch jetzt, ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν Il. 5, 254; ἔτι καὶ νῦν, auch jetzt noch, 1, 455; νῦν δ' ἔτι ζεῖ Aesch. Spt. 690; Ag. 792; ἕως ἔτ' ἔμφρων εἰμί Ch. 1022; εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς Soph. O. C. 629, wie εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας; Eur. u. Folgde; ἔτι καὶ ἐκ τῶν παρόντων ἐλπίδα χρὴ ἔχειν, noch immer, Thuc. 7, 77; νέος ἔτι, er ist noch ein junger Mann, Plat. Phaedr. 279 a; ἔτι καὶ νυνί Conv. 215 d; ἔτι ὡραῖος ὤν Xen. An. 2, 6, 28. Mit der Negation, nicht mehr, σὺ δὲ μαίνεαι οὐκ ἔτ' ἀνεκτῶς Od. 9, 350; ὡς ἔτ' οὐκ ὤν Soph. Tr. 161; in Prosa, vgl. οὐκέτι. – b) mit praeterit. seltner, λείαν, ἥπερ δορίληπτος ἔτ' ἦν λοιπή Soph. Ai. 146, die (damals) noch übrig war; vgl. El. 800; häufiger mit der Negation, οὐδ' ἔτι δὴν ἦν, er lebte nicht lange mehr, Il. 6, 139; θάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν Aesch. Pers. 411; κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδέν Soph. O. C. 1601; in Prosa, ἔτι καὶ δὴ ἐμάχοντο Her. 9, 102; καὶ ἔτι μὲν ἐνεχείρησα Plat. Prot. 310 c; vgl. Xen. An. 5, 10, 15 ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν, eine Zeitlang, noch dachte er daran; auch mit folgdm ἐπεὶ δέ, Hell. 2, 4, 11. – c) mit fut., noch ferner, fernerhin, ἄλγε' ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ' ἔτι δώσει Il. 1, 96; Od. 15, 305; ἦ μὴν ἔτι Ζεὺς – ἔσται ταπεινός, dereinst noch einmal, Aesch. Prom. 909; τίς ἔτι τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1194; οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι πρόσφθεγκτος Phil. 1055; τίνι οὐν ἔτι πιστεύσομεν λόγῳ Plat. Phaed. 88 c; μέγαν ἔτι ἔσεσθαι αὐτόν, dereinst noch, Xen. An. – 2) überdies noch, noch dazu, außerdem, ἕτερόν γ' ἔτι Od. 14, 325; οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη θαλπωρή Il. 6, 411; τίν' οὖν κικλήσκω τῶνδε δαιμόνων ἔτι Aesch. Suppl. 214; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον – λέγεις 313; τίς ἔτ' ἄλλος Ch. 112; Soph. Phil. 647 u. A.; πρὸς τοῖσδ' ἔτι Soph. Phil. 1323, wie Ar. Nubb. 720; ἔτι δὲ καί Soph. O. R. 1345; dem πρῶτον μέν entspricht ἔτι δέ Plat. Rep. I, 352 a; πρὸς δ' ἔτι Xen. An. 3, 2, 2; das einfache ἔτι δέ, wenn schon Etwas aufgezählt ist, Cyr. 1, 2, 9; πρῶτον μὲν – ἔπειτα δὲ – ἔτι δέ, An. 6, 4, 13. – 3) mit dem comparat., noch, ἔτι μᾶλλον Il. 14, 97; Pind. Ol. 1, 109; καὶ τίς γένοιτ' ἂν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; Aesch. Pers. 430; Prom. 936; κἄτι τῶνδ' ἀλγίονα Soph. Ant. 64; vgl. 1266; ταῦτ' ἔτι χαλεπώτερα Plat. Polit. 298 e; auch ἔτι πρόσθεν, noch früher, Plat. Soph. 242 d; ἔτι ἄνω, Xen. An. 7, 5, 9 [ι wird in der Arsis lang, Il. 6, 139].

Greek (Liddell-Scott)

ἔτι: ῐ, πλὴν ἐν ἄρσει, Ἰλ. Ζ. 139, κτλ.. (Πρβλ. Σανσκρ. ati (ultra)· Λατ. et, et-iam, at- ἐν τῷ at-avus): ― Ἐπίρρ. Ι. χρονικόν, 1) ἐπὶ τοῦ ἐνεστῶτος, ἀκόμη, εἰσέτι, Λατ. adhuc, ἔτι μοι μένος ἔμπεδον Ἰλ. Ε. 254· ἔτι τυτθόν ἐόντα Ζ. 222· εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεὺς Σοφ. Ο. Κ. 623· ἔτ’ ἐκ βρέφεος (πρβλ. ἐξέτι), ἔτι ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567· μετὰ τοῦ καί, ὡς ἔτι καί νῦν Ἰλ. Α. 455, Ἡρόδ.· ἔτι καί ἐκ παρόντων Θουκ. 7. 77· ἔτι καί νυνὶ Πλάτ. Συμπ. 215D· νῦν ἔτι ζεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 708, πρβλ. Ἀγ. 818· 2) ἐπὶ τοῦ παρελθόντος κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ παρατατ., ἀήθεσσον γάρ ἔτι, ἦσαν ἀκόμη ἀσυνήθιστοι, Ἰλ. Κ. 493, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 102, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ ἀορ., Αἰσχύλ. Χο. 340, Πλάτ. Πρωτ. 310C, κτλ. : ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας πρέπει ἐνίοτε νὰ ἑρμηνεύηται διὰ τοῦ ἤδη, καὶ εἶναι και γεγονέναι ἔτι Πλάτ. Μένων 93 A· προορωμένοις ἔτι Θουκ. 5. 111, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 46· ἔτι πρότερον Θουκ. 8. 45. 3) ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, ἀκόμη, ἐπὶ πλέον, ἄλγε’ ἔδωκεν... ἠδ’ ἔτι δώσει Ἰλ. Α. 96, πρβλ. Ε. 465· οὕτω μετὰ τῆς εὐκτ., ἔτι... φιλέοι Ὀδ. Ο. 305· μετὰ τῆς προστ., μή τις ἔτι... ἔστω Β. 330., Ε. 8: ― ὡσαύτως, μετὰ ταῦτα, τοῦ λοιποῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 908, Σοφ. Ἠλ. 66, κτλ., ἴδε Seidl. ἐν Εὐρ. Ἠλ. 636. 4) μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἔτι ἤ οὐκέτι, οὐχὶ πλέον, ἴδε οὐκέτι, μηκέτι. ΙΙ. Ἐπὶ βαθμοῦ, ἀκόμη, προσέτι, ἔτι μᾶλλον, Λατ. praelerea, insuper, ἕτερόν γ’ ἔτι Ὀδ. Ξ. 325· ἔτ’ ἄλλος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 411, Ὀδ. Λ. 623, Σοφ. Ἀντ. 218, κτλ.· τίν’ οὖν ἔτ’ ἄλλον...; Αἰσχύλ. Χο. 114· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως, πρὸς τοῖσδ’ ἔτι, πρὸς τούτοις ἔτι (πρβλ. προσέτι) Σοφ. Φιλ. 1339, Ἀριστοφ. Νεφ. 720· ἔτι δέ, καὶ πρὸς τούτοις, ἐπὶ πλέον, Πλάτ. Φαῖδρ. 279 A, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ Θουκ. 1. 80, κτλ.· πρῶτον μὲν... ἔπειτα δὲ... ἔτι δὲ..., Ξεν. Ἀν. 6. 6, 13· καὶ ἔτι, μόνον, Πλάτ. Σοφ. 239D. 2) συχνάκις πρὸς ἐπίτασιν συγκρ., ἔτι μᾶλλον, «ἀκόμη περισσότερον», Ἰλ. Ξ. 97. 362· μᾶλλον ἔτι Ὀδ. Σ. 22· ἔτι καὶ μᾶλλον Πινδ. Π. 10. 88· ἔτι πλέον Ἡρόδ. 7. 6, Θουκ. 1. 80· παῖς τε κἄτι τοῦδ’ ἀνούστερος Αἰσχύλ. Πρ. 987· πότμῳ τῷ νῦν..., κἄτι τοῦδ’ ἐχθίονι Σοφ. Ο. Τ. 272, πρβλ. Ἠλ. 559, 1299. 3)μετὰ τοῦ θετικοῦ, ἔτι τοίνυν τοσόνδε, ἄλλο τόσον, ἀκόμη τόσον, Πλάτ. Θεαίτ. 184Β· πρόσθεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 242D· ἔτι ἄνω, ἀκόμη ἀνωτέρω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 9 ἔτι μάλα Ἀριστοφ. Εἰρ. 53, 462, Βάτρ. 864· οὕτω το adhuc παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατ., ἴδε Passow ad Tac. Germ. 19. Ἐν τοιαύταις περιστάσεσι συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 6. 97.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. encore avec idée de temps;
1 au prés. ἔτι μοι μένος ἐμπεδόν ἐστιν IL j’ai encore un cœur ferme ; εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς SOPH si Zeus est encore Zeus ; νῦν ἔτι, encore maintenant ; ἔτι καὶ νῦν IL même encore à présent ; ἔτι δὲ καὶ SOPH maintenant enfin ; avec une nég. : οὐκ ἔτι (v. οὐκέτι) ou invers. ἔτι οὐκ SOPH ne… plus ; οὐδέν εἰμ’ ἔτι SOPH je ne suis plus rien, je suis perdu;
2 au passé ἔτι καὶ δὴ ἐμάχοντο HDT ils combattaient même encore à ce moment ; avec une nég. οὐκ ἔτι, ne… plus ; οὐδ’ ἔτι δὴν ἦν IL et il ne vécut plus longtemps;
3 au f. encore dans la suite ; ou simpl. un jour, dans l’avenir;
II. tout de suite, aussitôt ; en ce sens, souv. après ἐξ : ἐξ ἔτι πατρῶν OD dès (le temps de) nos pères ; ἐξ ἔτι τοῦ ὅτε IL depuis le temps que ; ἐξ ἔτι νεαροῦ ÉL dès le jeune âge;
III. dès lors, alors : πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι SOPH je crois bien que l’expérience que j’ose tenter me deviendrait dès lors amère;
IV. encore, en outre, de plus : ἕτερόν γ’ ἔτι OD, ἔτ’ ἄλλος ESCHL encore un autre ; ἔτι δέ, ἔτι δὲ καί et en outre, et de plus ; comme dernier terme d’une énumérat. : πρῶτον μὲν…, ἔπειτα δὲ…, ἔτι δέ XÉN d’abord…, et ensuite…, et en outre ; avec un Cp. : ἔτι μᾶλλον, μᾶλλον ἔτι, ἔτι πλέον, encore plus ; avec un adv. au pos. : ἔτι ἄνω XÉN encore plus haut.
Étymologie: cf. lat. et.

English (Autenrieth)

still, yet.—I. temporal, πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῦν, still to this day, Il. 9.105; often w. neg., οὐδ' ἄῤ ἔτι δϝὴν | ἦν, he lived ‘not much longer,’ ‘not long thereafter,’ Il. 6.139; and idiomatically, οὐ γὰρ ἔτι Τροίην αἱρήσομεν, we shall not take Troyany more,’ i. e. we can no longer hope to take the city, Il. 2.141. —II. denoting addition, ἄλλος, ἕτερος ἔτι, yet another, Il. 7.364, Od. 14.325 ; ἔτι μᾶλλον, μᾶλλον ἔτι, Od. 1.322.

English (Slater)

ἔτι
   a hereafter ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.14) ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον (N. 2.6) εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.65)
   b still, yet with verbs. εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων (P. 3.63) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.80) ]υἱὸν ἔτι τέξει (Pae. 10.21) ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.
   c even with comparative. ἔτι γλυκυτέραν (O. 1.109) ἔτι καὶ μᾶλλον (P. 10.57) ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.
   d c. neg. no longer ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες (N. 9.14) οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (N. 9.47) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
   e fragg. μνᾶμ' ἔτι του[ Πα. 13c. 13. ἔτι δ' ἀνδρ[ (Pae. 21.21)

English (Strong)

perhaps akin to ἔτος; "yet," still (of time or degree): after that, also, ever, (any) further, (t-)henceforth (more), hereafter, (any) longer, (any) more(-one), now, still, yet.

English (Thayer)

adverb, as yet, yet, still;
1. of time;
a. of a thing which went on formerly, whereas now a different state of things exists or has begun to exist: added to a participle, ἔτι (δέ) αὐτοῦ λαλοῦντος, ἔτι γάρ Χριστός ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν ... ἀπέθανε, Winer s Grammar, § 61,5, p. 553 (515); (Buttmann, 389 (333)); with another notation of time, so that it may be translated even (cf. Latin jam): ἔτι ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτι ἐκ βρεφεος, Anthol. 9,567, 1; ἔτι ἀπ' ἀρχῆς, Plutarch, consol. ad Apoll. 6, p. 104d.).
b. of a thing which continues at present, even now: R G; νῦν added, L WH brackets ἔτι); farther, longer (where it is thought strange that, when one thing has established itself, another has not been altered or abolished, but is still adhered to or continues): οὐ ... ἔτι, οὐκ ἔτι, no longer, no more, ἵνα μή ἔτι lest longer, that ... no more, οὐ μή ἔτι, οὐδείς, μηδείς, οὐδεμία, οὐδέν ἔτι, nobody, nothing more, μηκέτι, οὐκέτι).
2. of degree and increase; with the comparative, even, yet: Winer s Grammar, 240 (225)). of what remains (yet): besides, more, further: ἔτι ἅπαξ, ἔτι ἕνα ἤ δύο, ἔτι δέ yea moreover, and further (Latin praeterea vero), Xenophon, mem. 1,2, 1; Diodorus 1,74; cf. Grimm on ἔτι δέ καί (but or) yea moreover also (Latin praeterea vero etiam), R G T L marginal reading; ἔτι τέ καί and moreover too (Latin insuperque adeo), L text Tr WH; Buttmann, § 149,8; Winer s Grammar, 578 (537) note).