αἴσθησις
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
αἰσθήσεως, ἡ,
A sense-perception, sensation, Philol.13, Archyt.1, Arist.APo. 99b35; τοῦ σώματος ἡ αἴσθησις Hp.VM9; πρὸς αἴσθησιν = perceptibly, Ptol. Alm.1.10, etc.: in plural, αἱ αἰσθήσεις = the senses, Democr.9, al.; δι' ἑπτὰ σχημάτων αἱ αἰσθήσεις Hp.Vict.1.23, cf. Pl.Tht.156b, etc.: in sg. of the several senses, ἡ τοῦ ὁρᾶν αἴσθησις Id.R.507e; ἀπ' ὄψεως ἤ τινος ἄλλῃς αἰ. Id.Phlb.39b; organ of sensation or seat of sensation, X.Mem.1.4.6; πάσα, τὰς αἰσθήσεις ἐν τῇ κεφαλῇ εἶναι Arist.Fr.95, cf. Pr.958b16; αἴσθησις πημάτων perception, sense of... E.El.290; especially of pain, Vett. Val.113.10. al.; also of the mind, perception, knowledge of a thing, ἐν αἰ. γενέσθαι τινός Plu.Luc.11, etc.; αἴσθησιν ἔχειν τινός, = αἰσθάνεσθαί τινος, have a perception of a thing, Pl.Ap. 40c; περὶ ὑμῶν Tht.192b; πᾶσαν αἴσθησιν αἰσθάνεσθαι Phdr.240d; λαμβάνειν Isoc.1.47; ἐν αἰ. εἶναι Plot.4.7.15:—also of things, αἴσθησιν ἔχειν = give a perception, i.e. become perceptible, serving as Pass. to αἰσθάνομαι, Th.2.61; more freq. αἴσθησιν παρέχειν Id.3.22, X.An.4.6.13, etc.; αἴ. ποιῆσαί τινι Antipho 5.44, cf. D.10.7; αἴσθησιν παρέχειν τινός furnish the means of observing, Th.2.50; αἴ. ἐγένετο περί τινος D.48.16.
II in object. sense, impressions of sense, Arist.Metaph.980a22; stage effects, Po. 1454b16; αἰσθήσεις θεῶν visible appearances of the gods, Pl.Phd.111b.
2 display of feeling, Arist.Rh.1386a32 (v.l.).
3 in hunting, scent, X.Cyn.3.5 (pl.).—Confined to Prose in early writers, exc. E. l.c., Antiph.196.5.
Spanish (DGE)
αἰσθήσεως, ἡ
A de la percepción por los sentidos
I 1percepción sensorial, sensación φαντασία καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις Protag.B 1, οἱ ... καταλαμβάνοντες ... τὰ ἄλλα ἐκ τῶν αἰσθήσεων Chrysipp.Stoic.2.90, τοὺς δεομένους πίστεως αἰσθήσει κεκρατημένης Plot.4.7.15, τῆς βλάβης D.C.36.20.3.
2 capacidad de percepción sensorial, sentido ἕκαστον ὑπὸ τῆς ἰδίας αἰσθήσεως ὀφείλει κρίνεσθαι Gorg.B 3, τὰ ποτιπίπτοντα ποτὶ τὰν αἴσθασιν Archyt.B 1, ἡ τοῦ ὁρᾶν αἴσθησις Pl.R.507e, τὸ αἰσθήσει γνώριμον Ptol.Iudic.11.20
•en text. astr. πρὸς αἴσθησιν con respecto a la percepción visual, Aristarch.Sam.4, cf. Gem.16.16, 34, Ptol.Alm.1.4, Cleom.2.5.56
•esp. en plu. los sentidos ὑπ' ἀφαυρότητος αὐτῶν (τῶν αἰσθήσεων) Anaxag.B 2, cf. Democr.B 9, 11, 125, δι' ἑπτὰ σχημάτων αἴ. ἀνθρώπῳ Hp.Vict.1.23, διεφύλαξε τὰς αἰσθήσεις Plb.7.8.7, ἡ τῶν αἰσθήσεων ἀγάπησις Arist.Metaph.980a21
•órganos de los sentidos Pl.Phd.83a, X.Mem.1.4.6, Arist.Fr.95, διὰ πασῶν τῶν αἰσθήσεων ὕδωρ ἐνήνοχε Pall.H.Laus.18.22.
II 1sensación concreta, sensación como contenido αἱ διὰ τῶν ῥινῶν αἰσθήσεις Pl.Prt.334c, τὰς ἐξ ἀνάγκης ἀκολουθούσας αἰσθήσεις τῇ ποιητικῇ Arist.Po.1454b16, αἴσθησιν ἔχειν producir una sensación, ser sentido Th.2.61, αἴθεσιν παρέχειν Th.3.22, cf. X.An.4.6.13, αἴ. ποιῆσαί τινι Antipho 5.44, πᾶσαν αἴσθησιν αἰσθανομένῳ Pl.Phdr.240d
•olor X.Cyn.3.5
•dolor κλαύσονται ἐν αἰσθήσει LXX Iu.16.17, cf. Vett.Val.107.26.
2 c. gen. obj. manifestaciones sensibles θεῶν Pl.Phd.111b.
B de la percepción intelectual y sensible a la vez
I 1percepción, conocimiento (ὁ ἀριθμός) καττὰν ψυχὰν ἁρμόζων αἰσθήσει πάντα Philol.B 11, πημάτων E.El.290, μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς ἔχειν τὸν τεθνεῶτα Pl.Ap.40c, cf. Tht.192b, τῆς τελευτῆς αἴσθησιν λαμβάνομεν Isoc.1.47
•de lo divino, Clem.Al.Paed.3.6.36
•sensibilidad artística οὓς ἐνέπλησα πνεύματος αἰσθήσεως LXX Ex.28.3.
2 perspicacia, inteligencia Thphr.De elig.magistr.B 171
•sabiduría, saber οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ κυρίου διατηροῦσιν αἴσθησιν LXX Pr.22.12, ἡ θεία αἴσθησις Gr.Nyss.Hom. in Cant.268.11
•en plu. facultades mentales (a la vez que los sentidos) ἐρρωμένας ἔχων ... πάσας τὰς αἰσθήσεις PMasp.312.13 (VI d.C.), cf. PLond.1727.19 (VI d.C.).
3 razón, buen sentido Const.Ep. en Ath.Al.Apol.Sec.61.3.
II αἴσθησις πνευματική = sentido, contenido espiritual de las escrituras, Origenes Cant.1 (p.90.30).
French (Bailly abrégé)
αἰσθήσεως (ἡ) :
1 faculté de percevoir par les sens, sensation ; faculté de percevoir par l'intelligence : αἴσθησιν αἰσθάνεσθαι PLAT, αἴσθησιν λαμβάνειν PLAT, αἴσθησιν ἔχειν τινός PLAT avoir la sensation ou la perception de qch ; αἴσθησιν παρέχειν τινός THC, αἴσθησιν ποιεῖν DÉM faire voir ou comprendre à qqn, lui faire tomber sous le sens;
2 organe des sens, un des cinq sens;
NT: compréhension, discernement.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
German (Pape)
ἡ, der Sinn, die Sinnenwerkzeuge, τοῦ ὁρᾶν Plat. Rep. VI.507e; ὄψις ἢ ἄλλη αἴσθ. Phil. 39 h; ὦτα καὶ ῥῖνας καὶ στόμα καὶ πάσας τὰς αἰσθ. Hipp. min. 374d; ἀκοῆς Antiphan. bei Athen. X.450f; ὀσμῆς Arist. de an. 2.7; die Wahrnehmung durch die Sinne, αἱ διὰ τῶν ῥινῶν αἰσθήσεις Plat. Prot. 334c; αἴσθησιν λαβεῖν, wahrnehmen, Legg. II.672d und öfter; αἰσθήσει λαμβάνεσθαι, wahrgenommen werden, Rep. VII.524d; αἴσθησιν παρέχειν, in die Sinne fallen, Charm. 159a; vgl. Xen. Hell. 5.1.8, An. 4.6.13; σαφεστέρας αἰσθήσεις παρέχεται ἡμῖν Hier. 1.6; ἐχειν τινί, daß, eigtl. Wahrnehmung haben, Thuc. 2.61; Plat. Legg. X.894a; ποιεῖν τινι Antiph. 5.44; sich bemerklich machen, vgl. Dem. 10.7. Von geistigem Wahrnehmen, τῶν θυραίων κακῶν Eur. El. 288; Plut. Ant. 24 βραδεῖα αἴσθησις, langsames Begreifen; Empfindung, von der ἐπιστήμη unterschieden, Plat. Theaet. 151e. Bei Xen. Cyn. 3.5, die Fährte des Hasen.
Russian (Dvoretsky)
αἴσθησις: αἰσθήσεως ἡ
1 чувство (τοῦ ὁρᾶν Plat.; ὀσμῆς Arst.);
2 чувствование, ощущение: αἱ διὰ τῶν ῥινῶν αἰσθήσεις Plat. обонятельные ощущения; αἴσθησιν λαμβάνειν (λαμβάνεσθαι), αἰσθάνεσθαι или ἔχειν τινός Plat. иметь ощущение чего-л., чувствовать что-л.; αἴσθησιν παρέχειν τινός Thuc. давать чувствовать что-л.; αἴσθησιν ἔχειν τινί Plat. быть воспринимаемым (ощущаться) кем-л.;
3 сообразительность, понятливость: βραδεῖα αἴ. Plut. медленная восприимчивость;
4 охот. звериный след: καταπατεῖν τὰς αἰσθήσεις Xen. идти по следам.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσθησις: αἰσθήσεως, ἡ, ἡ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντίληψις, ἰδίως διὰ τῆς ἀφῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ διὰ τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς, κτλ., αἴσθ. πημάτων, ἀντίληψις, συναίσθησις, Εὐρ. Ἠλ. 290: ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀντίληψις, γνῶσις πράγματός τινος, Πλουτ. Λούκουλλ. 11, κτλ. - Ἡ φράσις αἴσθησιν ἔχειν, εἶναι ἐν χρήσει: 1) ἐπὶ προσώπων, αἴσθησιν ἔχειν τινός, = αἰσθάνεσθαί τινος, ἢ τι, ἀντιλαμβάνεσθαι, Πλάτ. Ἀπολ. 40C. Θεαίτ. 192Β, ὡσαύτως, αἴσθησιν αἰσθάνεσθαι, Φαῖδρ. 240C., λαμβάνειν, Ἰσοκρ. 12C. 2) ἐπὶ πραγμάτων: παρέχω ἀντίληψιν, αἴσθησιν δηλ. εἶμαι ἀντιληπτός, γίνομαι ἀντιληπτός, καὶ οὕτω χρησιμεύει ὡς παθητικὸν τοῦ αἰσθάνομαι, Θουκ. 2. 61· συχνότερ. αἴσθησιν παρέχειν, ὁ αὐτ. 3. 22, Ξεν. Ἀν. 4. 6. 13, κτλ.· αἴσθησιν ποιεῖν τινος, Ἀντιφῶν 134, 29, Δημ. 133. 14· αἴσθησιν παρέχειν τινός, παρέχειν τὰ μέσα πρὸς ἀντίληψίν τινος, φέρειν παράδειγμα, Θουκ. 2. 50. ΙΙ. μία τῶν αἰσθήσεων, ἡ τοῦ ὁρᾶν αἴσθ., Πλάτ. Πολ. 507Ε· ἀπ’ ὄψεως ἤ τινος ἄλλης αἰσθ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 39Β, ὦτα καὶ ῥῖνας καὶ στόμα καὶ πάσας τὰς αἰσθήσεις, Ἱππ. ἐλ. 3740, κτλ.· καὶ κατὰ πληθ. αἱ αἰσθήσεις, Πλάτ. Θεαίτ. 156Β, κτλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀντικειμεν. σημασίας: ἡ ἀντίληψις, ἡ ἐντύπωσις, = αἴσθημα, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 1, 14. Ποιητ. 15, ἐν τέλ. οὕτως: αἰσθήσεις θεῶν, = ὁράσεις, ὁράματα, Πλάτ. Φαίδων, 111Β. 2) ἐν τῇ θήρᾳ, ἡ ὀσμὴ (μυρωδιά), τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 3. 5. - Μόνον παρὰ πεζοῖς Ἀττ. πλὴν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 5.
English (Abbott-Smith)
αἴσθησις, αἰσθήσεως, ἡ (< αἰσθάνομαι), [in LXX chiefly for דַּעַת;]
perception (MM, VGT, s.v.): Phl 1:9. †SYN.: ἐπίγνωσις, q.v. (cf. Cremer, 620).
English (Strong)
from αἰσθάνομαι; perception, i.e. (figuratively) discernment: judgment.
English (Thayer)
(αἰσθήσεως, ἡ (αἰσθάνομαι) (from Euripides down), perception, not only by the senses but also by the intellect; cognition, discernment; (in the Sept., דַּעַת): Philippians 1:10.
Greek Monotonic
αἴσθησις: αἰσθήσεως, ἡ (αἰσθάνομαι),
I. αντίληψη μέσω των αισθήσεων ιδίως μέσω της αφής· αἴσθησις πημάτων, αντίληψη, συναίσθηση των συμφορών, σε Ευρ.· η φράση αἴσθησιν ἔχειν χρησιμοποιείται:
1. για πρόσωπα, αἴσθησιν ἔχειν τινός = αἰσθάνεσθαί τινος ή τι, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, συναισθάνομαι κάτι, το καταλαβαίνω, σε Πλάτ.
2. για πράγματα, παρέχω αίσθηση, δηλ. γίνομαι αντιληπτός· χρησιμεύει ως Παθ. του αἰσθάνομαι, σε Θουκ.· συχνότερα απαντά το αἴσθησιν παρέχειν, στον ίδ., σε Ξεν.
II. μία από τις αισθήσεις, σε Πλάτ.· και στον πληθ., οι αισθήσεις, στον ίδ.
III. 1. αντίληψη, εντύπωση· αἰσθήσεις θεῶν, οράματα θεών, στον ίδ.
2. σχετικά με το κυνήγι, οσμή, μυρωδιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
αἰσθάνομαι
I. perception by the senses, αἴσθ. πημάτων perception, sense of calamities, Eur.— The phrase αἴσθησιν ἔχειν is used
1. of persons, αἴσθ. ἔχειν τινός, = αἰσθάνεσθαί τινος or τι, to have a perception of a thing, perceive it, Plat.
2. of things, to give a perception, i. e. to become perceptible, serving as a Pass. to αἰσθάνομαι, Thuc.; more freq. αἴσθησιν παρέχειν Thuc., Xen.
II. one of the senses, Plat.: and in plural the senses, Plat.
III. a perception, αἰσθήσεις θεῶν visions of the gods, Plat.
2. in hunting, the scent, Xen.
Chinese
原文音譯:a‡sqhsij 埃士帖西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:感覺(著) 相當於: (דַּעַת)
字義溯源:感覺力,洞察力,辨別力,見識;源自(αἰσθάνομαι)*=明瞭)。這字和(γινώσκω)=知道)有分別,知道是由學習而得來的,感覺力是由經歷而積聚的
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 見識(1) 腓1:9
English (Woodhouse)
feeling, perception, insight into, mental grasp, mental grip
Léxico de magia
ἡ experiencia de tipo mágico o sobrenatural πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ tú, señor de toda experiencia espiritual, de todo lo secreto (ref. a la divinidad) P IV 1780
Lexicon Thucydideum
sensus, feeling, sense, 2.61.2,
cognitio, inquiry, investigation, 2.4.4,
significationem praebere, to convey a meaning, 2.50.2, 3.22.2.