διαμένω

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμένω Medium diacritics: διαμένω Low diacritics: διαμένω Capitals: ΔΙΑΜΕΝΩ
Transliteration A: diaménō Transliteration B: diamenō Transliteration C: diameno Beta Code: diame/nw

English (LSJ)

fut. -μενῶ Epich.[265] (prob.), Men.Epit.513: aor. -έμεινα D.4.15: pf. -μεμένηκα Plb.3.55.1:—continue, persist, of disease, τοῖσι παιδίοισι Hp.Aph.3.28; διαμένει ἔτι καὶ νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.Cyr.8.2.7: abs., keep, of seeds, Thphr. HP 7.5.5; persevere, ἐν τῇ ἕξει Pl.Prt. 344b; ἐπὶ τῇ διατριβῇ X.Ap.30; δ. ἐν ἑαυτῷ maintain his purpose, Plb.10.40.6: c. dat., τῇ φιλίᾳ D.S.14.48 codd.: abs., hold out, D.21.216; δ. δως… Id.4.15; παρθένος δ. D.S.4.16; to last, remain, live on, Epich. l.c.; endure, be strong, Isoc.8.51; of form, colour, and the like, ταὐτὸν δ. continue the same, be permanent, Alex.34; χρῶμα διαμένον Nicol.1.28, cf. Antiph.232.2: c. part., δ. λέγων D.8.71; δ. ὅμοιοι ὄντες Arist.EN1159b8: c. inf., continue to.., D.H.1.23.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. δειαμένω Asoka Edict.11S.
1 sent. temp. mantenerse, durar de abstr., estados, cualidades, c. dat. πάθεα ... ἂν διαμείνῃ τοῖσι παιδίοισι Hp.Aph.3.28, διαμένει ... τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.Cyr.8.2.7, οὐδὲ τῷ βίῳ ταὐτὸν διαμένει σχῆμα Alex.35.3, c. giro prep. (ἡ δημοκρατία) ἐν μὲν ταῖς ἡσυχίαις ... διαμένουσα Isoc.8.51, διαμένοντος τοῦ νομίμου παρὰ τοῖς ἀποίκοις D.S.1.55, sin rég., de síntomas οὐ πάνυ διαμένειν Hp.Aph.2.27, ὅταν ἡ καθεστηκυῖα ἕξις διαμένῃ Pl.Lg.893e, de un tipo de matrimonios, Is.3.29, de la enemistad, Is.7.12, de razonamientos, D.26.18, ἡ χρυσῆ παροιμία διαμεμένηκε Thphr.Fr.86, del alma, Epicur.Ep.[2] 65, διαμένουσιν αἱ οὐσίαι Ocell.30, c. ac. de tiempo ὅτεῳ μὴ διαμένουσιν ἐπὶ πολλὸν οἱ πειραθέντες φίλοι, δύστροπος Democr.B 100, τῶν ἄλλων πολιτειῶν αὗται πλεῖστον χρόνον διαμένουσιν Isoc.2.16, cf. D.S.1.2, διαμεμενηκὼς ἐπὶ τῆς αὐτῆς αἱρέσεως ἅπαντα τὸν χρόνον SEG 25.112.26 (Ática II a.C.)
tb. de cosas y pers. permanecer c. ac. de tiempo, de unas semillas διαμένει δὲ οὐδὲν πλέον τεττάρων ἐτῶν Thphr.HP 7.5.5, de Alejandro διαμείνας ἡμέρας τριάκοντα D.S.17.110, ὃς ζῇ τε καὶ διαμένει εἰς αἰῶνας αἰώνων Manes 66.8
c. inf. esperar, aguardar ἐπὶ τοῖς δένδρεσι καρπὸς οὐδεὶς ὡραῖος γενέσθαι διέμεινεν D.H.1.23, ὁ (Ἰωάννης) μὴ διαμείνας πώποτε παρακληθῆναι A.Io.57.2.
2 c. determ. modales continuar, quedarse, conservarse en una cualidad o estado, c. adj. pred. ἄλυπος καὶ πολυχρόνιος ... διαμείνειεν ἄν Arist.Rh.1361b31, ἄπαις διέμεινε AP 11.70 (Leon.), ὀμόσασα παρθένος διαμενεῖν D.S.4.16, τὸ ἔθνος ... διέμεινεν ἀνάλωτον D.S.17.111, τούτων φύλαξ μοι διαμένοις τῶν δογμάτων Amph.Seleuc.214, διέμενεν κωφός Eu.Luc.1.22, ἀπαθὴς ... ὡς ἔστι διαμένει Ath.Al.M.26.396C, ἡ μάχη διέμεινεν ἰσόρροπος D.S.15.85, cf. Vett.Val.175.32, τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένοντας Aesop.239, cf. D.S.1.17, c. part. pred. ὅσαι δὲ εὐχροοῦσαι διαμένουσιν las (mujeres) que se conservan con buen color Hp.Steril.216, διαμένω λέγων D.8.71, οὐδὲ γὰρ αὑτοῖς διαμένουσιν ὅμοιοι ὄντες Arist.EN 1159b8, ὅπως διαμενεῖς ὢν Χαρισίῳ φίλος Men.Epit.653, cf. IG 22.657.34 (III a.C.), εἰ διαμένοι τεθυμωμένος si continuaba indignado I.AI 1.330, cf. Plu.2.174f, ἵνα δειαμείνωσιν (sic) ... εὐσεβοῦντες Asoka l.c., τὰ φαλλικὰ ... διαμένει νομιζόμενα Arist.Po.1449a12, διαμεμένηκε δ' ἡ λίμνη τὴν εὐχρηστίαν παρεχομένη τοῖς κατ' Αἴγυπτον el lago había continuado siendo de utilidad a los egipcios D.S.1.52, τῆς οὐσίας ... μιᾶς οὔσης καὶ διαμενούσης Eun.Cyz. en Pamph.Mon.Solut.12.158
c. dat. de modo γλῶσσα ... τῷ δὲ χρώματι διαμένουσα Hp.Coac.224, ἕως γήρους διέμεινεν αὐτῷ lo conservó hasta la vejez LXX Si.46.9, δ. τῷ προσήκοντι καταστήματι τὴν πόλιν ITemple of Hibis 4.3 (I d.C.), c. prep. y dat., esp. c. ἐν: διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Pl.Prt.344b, ἐν τῇ εἰλημμένῃ ὑπολήψει Aristox.Harm.40.8, ἐν ἑαυτῷ διέμεινε continuaba siendo el mismo Plb.10.40.6, ἐν τῇ αὐτῇ ταλαιπωρίᾳ PTeb.27.40 (II a.C.), ἐν τοῖς πατρίοις διαμένουσιν ἕκαστοι cada uno continúa en las ocupaciones de sus padres Str.16.4.25, ἐν τῇ πρὸς Καρχηδονίους φιλίᾳ D.S.14.48, ὡς διαμένοι ἐν τῷ σχήματι Luc.Gall.11, tb. c. ἐπί: ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ ... οὐ διαμενεῖν X.Ap.30
part. neutr. subst. τὸ διαμένον lo inalterable τὸ μηδέποτε ἐν τῷ ποιῷ μηδὲ ποσῷ δ. D.L.3.9.
3 sent. fís. mantenerse inalterado, quedarse en su sitio del recto, Hp.Fist.9, ἄνω τὸ πνεῦμα διαμένει κατ' οὐρανόν Epich.226, διαμένειν ... τὸ χρῶμα ταὐτό Antiph.229.2, cf. Nicol.Com.1.28, πῶς δὲ διέμεινεν ἄν τι LXX Sap.11.25, χιών Plb.3.55.1, σημεῖα D.S.1.22
de pers. mantenerse firme, resistir διαμεῖναι ... ἕως ... D.4.15, cf. 21.216, de unas ciudades, Ph.2.25
de Dios op. los humanos mantenerse inalterable, subsistir αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις Ep.Hebr.1.11.
4 c. inf. suj. quedar establecido, ser costumbre διέμεινε ... Μινύας ἐπονομάζεσθαι σφᾶς Paus.9.36.6, c. dat. de pers. ὅθεν ἔτι διαμένει ταῖς φυλαῖς τὸ δέκα κληροῦν ἑκάστην Arist.Ath.8.1, διαμένει ... τοῖς ἀγωνίζεσθαι μέλλουσι τὰ Ὀλύμπια ἐναγίζειν τῷ Οἰβώτᾳ es costumbre de los competidores en las olimpíadas hacer un sacrificio a Ebotas Paus.7.17.14, διαμεμένηκε ... αὐτῷ Ποσειδῶνος ἱερὸν νομίζεσθαι Paus.7.27.8.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μένωγ, verbleiben, verweilen, ausdauern; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat. Prot. 844 b) u. sonst oft bei Att.; ἐπί τινι, bei etwas, Xen. Apol. 50; ἐπὶ τῶν αὐτῶν Pol. 1, 18, 6; ἐν ἑαυτῷ, bei sich, bei Vetstande bleiben, 10, 40, 6; τῇ φιλίᾳ, D. Sic. 14, 48; – c. partic., λέγων Dem. 8, 71, wie διατελέω. – Übh. = Bestand haben; ἔτι καὶ νῦν, Xen. Cyr. 8, 1, 8; μέχρι νῦν Plut. Rom. 15.

French (Bailly abrégé)

1 rester jusqu'au bout, demeurer, persister : ἐπί τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, etc.
2 rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.
Étymologie: διά, μένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μένω blijven, voortduren, steeds aanwezig zijn:; ὁκόσα δ’ ἂν διαμείνῃ τοῖσι παιδίοισι (ziektes) die bij kinderen voortduren Hp. Aph. 3.28; διαμένει... τοῖς βασιλεῦσι ἡ πολυδωρία vrijgevigheid blijft voorbehouden aan koningen Xen. Cyr. 8.2.7; met pred. adj.:; οὐδ’ ἄλυπος... διαμείνειεν ἄν hij zal zeker niet vrij van pijn blijven Aristot. Rh. 1361b31; met ptc.: τὰ φαλλικά... διαμένει νομιζόμενα fallische optochten worden nog steeds in ere gehouden Aristot. Poët. 1449a12. volharden:. διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει die houding vol te houden Plat. Prot. 344b; διέμεινα δὲ ἐγὼ καὶ οὐ προύδωκα ik volhardde en pleegde geen verraad Dem. 21.216.

Russian (Dvoretsky)

διαμένω: (fut. διαμενῶ) продолжать оставаться, сохранять (прежнее) положение (ἔτι καὶ νῦν Xen. и μέχρι νῦν Plut.; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat.; ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ Xen.): πέντε μῆνας ἐπὶ τῶν αὐτῶν διέμενον Polyb. пять месяцев (все) оставалось в том же положении; ἐν ἑαυτῷ δ. Polyb. сохранять самообладание; δ. ἐν τῇ πρός τινα φιλίᾳ Diod. поддерживать дружбу с кем-л.; διαμένω λέγων Dem. я попрежнему утверждаю; αἱ διαμένουσαι λίμναι Arst. постоянные, т. е. непересыхающие озера; διέμεινα ἐγὼ καὶ οὐ προὔδωκα οὔθ᾽ ὑμᾶς οὔθ᾽ ἐμαυτόν Dem. я устоял и не выдал ни вас, ни себя самого.

Greek (Liddell-Scott)

διαμένω: μέλλ. -μενῶ· πρκμ. -μεμένηκα· - μένω διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7· - ἐπιμένω, ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30· δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6· - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, μένω σταθερός, Δημ. 44. 10., 583, 27· διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ ὑπάρχω, νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.· ὑπομένω, εἶμαι ἰσχυρός, Ἰσοκρ. 169D· ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ αὐτός, εἶμαι διαρκής, Ἄλεξ. Βρεττ. 2· χρῶμα διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60· - μετὰ μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21· δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.

English (Strong)

from διά and μένω; to stay constantly (in being or relation): continue, remain.

English (Thayer)

(imperfect διεμενον); 2nd person singular future διαμένεις ((G L T Tr WH others) διαμένεις); 1st aorist διεμεινα; perfect διαμεμένηκα; to stay permanently, remain permanently, continue, (cf. perdure; διά, C. 2) (Philo de gigant. § 7 πνεῦμα θεῖον μένειν δυνατόν ἐν ψυχή, διαμενεῖν δέ ἀδύνατον): ἀπόλλυμαι, διεμεινε κωφός, οὕτω, as they are, to perservere: ἐν τίνι, Xenophon, Plato, and subsequent writings.)

Greek Monolingual

(AM διαμένω)
κατοικώ, μένω κάπου για ένα διάστημα, ενδιατρίβω
αρχ.
(για καταστάσεις και ιδιότητες) παραμένω
2. (για χρώματα) διαρκώ
3. επιμένω
(«διαμένει ἐν ἑαυτῷ» — επιμένει στον ίδιο σκοπό)
4. τηρώ τη θέση μου
5. ζω
6. υπομένω
7. εξακολουθώ.

Greek Monotonic

διαμένω: μέλ. -μενῶ, παρακ. -μεμένηκα· παραμένω διαρκώς, αναμένω, τινί, σε Ξεν.· επιμένω, ἔν τινι, σε Πλάτ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· απόλ., τηρώ τη θέση μου, μένω σταθερός, σε Δημ.· με μτχ., δ. λέγων, συνεχίζω να μιλώ, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -μενῶ perf. -μεμένηκα
to remain by, stand by, τινί Xen.:— to persevere, ἔν τινι Plat.; ἐπί τινι Xen.:—absol. to stand firm, Dem.:—c. part., δ. λέγων to continue speaking, Dem.

Chinese

原文音譯:diamšnw 笛阿-姆挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:經過-停留
字義溯源:一直停住,長存,存在,成了,停留,持久,繼續;由(διά)*=通過)與(μένω)*=住)組成。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(5);路(2);加(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 仍是繼續(1) 彼後3:4;
2) 長存(1) 來1:11;
3) 仍存在(1) 加2:5;
4) 常(1) 路22:28;
5) 成了(1) 路1:22

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎