μοιχός
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ὁ,
A adulterer, paramour, Hippon.74, S.Fr.[1127.6], Ar.Pl. 168, Pl.Smp.191d, etc.: prov., θύραν, δι' ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται = a door that a weasel or an adulterer cannot pass through Apollod.Car.6; ὅρκοι μοιχῶν Philonid.7; κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ = having the head close shaven with a razor, as was done by way of punishment to persons taken in adultery, Ar.Ach.849.
II generally, paramour, of a sodomite, POxy.1160.26(iii/iv A. D.). (Cf. ὀμείχω.)
III idolatrous person, Ep.Jac.4.4.
German (Pape)
[Seite 199] ὁ, Ehebrecher, Buhler; Soph. fr. 708; Ar. Th. 343 Plut. 168; Plat. Conv. 191 b; Xen. Mem. 2, 1, 5; Sp., wie Luc. oft. – Auch eine Art, das Haar glatt weg zu scheeren, wie man es bei den ertappten Ehebrechern machte, κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, Ar. Ach. 814. (Nach Einigen verwandt mit μίχω, mejo, nach Anderen, wohl richtiger, mit μυχός, μύχιος.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
homme adultère.
Étymologie: R. Μιχ, cf. ὀμίχλη - d'où lat. moechis, franç. mec, mac, maquereau.
Russian (Dvoretsky)
μοιχός: ὁ прелюбодей, совратитель, развратник Plat., Arph. etc.: κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ Arph. обритый бритвой как распутник.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ τὴν ξένην κοίτην μιαίνων, ὁ διαφθείρων τὴν γυναῖκα ἄλλου, Λατ. moechus, Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Πλ. 168, κ. ἀλλ., Πλάτ. Συμπ. 191D· παροιμ., θύραν, δι᾿ ἧς γαλῆ καὶ μ. οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Διαβόλῳ» 1 (Στοβ. VI. 28)· ὅρκοι μοιχῶν Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) εἶδος κουρᾶς τῆς κεφαλῆς μέχρι δέρματος, ὁμοίας τῇ γινομένῃ εἰς τοὺς ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ συλλαμβανομένους μοιχούς, Κρατῖνος ἀεὶ κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, δηλ. οὐχὶ διὰ ψαλιδίου, ἀλλὰ διὰ ξυραφίου (πρβλ. μάχαιρα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 849 πρβλ. κῆπος ΙΙ. (Ἴδε ὀμιχέω).
English (Strong)
perhaps a primary word; a (male) paramour; figuratively, apostate: adulterer.
English (Thayer)
μοιχοῦ, ὁ, an adulterer: μοιχαλίς, b.) and figuratively, faithless toward God, ungodly: R G. (Sophocles, Aristophanes, Xenophon, Plutarch, and following; the Sept..)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μοιχός)
αυτός που διαπράττει μοιχεία
μσν.
1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας
2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι
μσν.-αρχ.
(για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας
αρχ.
1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα, ειδωλολάτρης
2. παροιμ. α) «ὅρκοι μοιχῶν» — λεγόταν για όρκους που γίνονται, αλλά δεν τηρούνται, όπως είναι οι όρκοι τών μοιχών
β) «κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρα» — λεγόταν για άνθρωπο ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του, όπως γινόταν στους μοιχούς που συλλαμβάνονταν επ' αυτοφώρω
γ) «θύραν δι' ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται». λεγόταν για την κύρια, την επίσημη είσοδο, καθώς και για ευθείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα moiĝh- της ΙΕ ρίζας meiĝh- «ουρώ» και είναι πιθ. παράγωγο του ὀμείγω «ουρώ», το οποίο δηλώνει τον δράστη ενέργειας (δεν εμφανίζει το προθεματικό φωνήεν -ο-). Η συγγένεια της λ. μοιχός με το ὀμείχω, ρ. της αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «ουρώ», εξηγείται πιθ. από την πρόθεση της κοινωνίας να στιγματίσει την πράξη της μοιχείας και τους μοιχούς. Ενδεικτική ως προς τον ρόλο τών δύο φύλων είναι και η διαφορετική χρήση του παράγωγου ρ. (μοιχεύω), (μοιχεύομαι) στην ενεργητική φωνή (για τον άντρα) και στην παθητική (για τη γυναίκα), πρβλ. γαμῶ - γαμοῦμαι. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή moechus.
ΠΑΡ. μοιχαλίδα, μοιχεύω, μοιχικός
αρχ.
μοιχάζω, μοιχαίνω, μοιχή, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχίς, μοιχοσύνη, μοιχώδης
(αρχ·-μσν·) μοιχάς, μοιχώ
μσν.
μοίχαινα, μοιχόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μοιχάγρια, μοιχαλώσια, μοιχοκίναιδος, μοιχοκτόνος, μοιχολέτης, μοιχόληπτος, μοιχότροπος, μοιχοτύπη
μσν.
μοιχαλλοίωτοι, μοιχογέννητος, μοιχοελέγκτης, μοιχοζεύκτης, μοιχοκοινωνία, μοιχοκύρωτος, μοιχομεριδαρχία, μοιχοσύνδρομος, μοιχοσύνοδος, μοιχοσύστατος, μοιχουργός, μοιχοφθόρος, μοιχόφιλος. (Β' συνθετικό) αρχ. κατάμοιχος].
Greek Monotonic
μοιχός: ὁ, αυτός που διαπράττει μοιχεία, παράνομος εραστής, διαφθορέας, Λατ. moechus, σε Αριστοφ., Πλάτ.· κεκάρθαι μοιχόν, μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, όπως γινόταν, ως διαπόμπευση, σ' όσους συλλαμβάνονταν επ' αυτοφώρω να διαπράττουν μοιχεία, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: adulterer (IA.), idolatrous person (Ep. Jak.4,4; cf. μοιχαλίς, μοιχάω, -εύω below).
Compounds: Sometimes as 1. member, e.g. μοιχ-άγρια n. pl. fine of one taken in adultery (θ 332; after ζωάγρια, Chantraine Études 51 n. 3, cf. s.v.); also κατάμοιχος = μοιχός (Vett. Val.), prob. backformation from καταμοιχεύω (pap.).
Derivatives: A. Several feminine-formations, most late: μοιχ-άς (Aeschin. Sokr.), -αλίς (LXX, NT, Hld.), also idolatrous woman (NT), -ή, -ίς (Ar. Byz.), -αινα (Tz.); older μοιχεύτρια (s. below). B. Adjectives: μοιχ-ίδιος begotten in adultery (Hecat., Hdt., Hyp.; after κουρίδιος, s. on κόρη), = -ικός (Ael.); -ικός (Luc., Plu.), -ιος (AP), -ώδης (Kom. Adesp., Ptol.) adulterous. C. Nominal abstract formation: μοιχοσύνη = μοιχεία (Man.; poet. formation like μαχλοσύνη a.o., Wyss -συνη 71). D. Denominat.: 1. μοιχάω (orig. Doric; Gortyn. -ίω) seduce to adultery, be ad., of the man (the Lacedaimonian Callicratidas in X. HG 1, 6,15 [metaph.]), -άομαι id., of woman and man (LXX, NT), be idolatrous (LXX), falsify (Ael.; after Lat. adulterāre); 2. μοιχεύω = -άω, pass. be seduced (Xenoph., Att.), midd. -εύομαι be adulterous (Att. only of the woman, LXX also of the man); idolate (LXX); μοιχεία adultery (Att.), μοιχευ-τής = μοιχός (Man.), -τρια f. (Pl., Plu.); 3. μοιχ-αίνω (Vett.Val.); 4. -άζω (Anon. ap. Suid.) id. -- Details on the use in Wackernagel Hell. 7 ff. (= Kl. Schr. 2, 1038ff.), Schwyzer-Debrunner 235, also Blass-Debrunner $ 101.
Origin: IE [Indo-European] [713] *h₃meiǵh- urinate
Etymology: Nom. agentis of ὀμείχω urinates (s.v.) as vulgar and contemptible expression, s. Wackernagel Unt. 225 n. 1. The initial laryngeal (*h₃meigʰ-) was not vocalized before -o- (Saussure's law). -- Lat. LW [loanword] moechus.
Middle Liddell
μοιχός, οῦ, ὁ,
an adulterer, paramour, debaucher, Lat. moechus, Ar., Plat.:— κεκάρθαι μοιχόν to have the head shaven, as was done to adulterers, Ar.
Frisk Etymology German
μοιχός: {moikhós}
Grammar: m.
Meaning: Ehebrecher (ion. att.), Götzendiener (Ep. Jak. 4,4; vgl. μοιχαλίς, μοιχάω, -εύω unten).
Composita: Bisweilen als Vorderglied, z.B. μοιχάγρια n. pl. Buße des ertappten Ehebrechers (θ 332; nach ζωάγρια, Chantraine Études 51 A. 3, vgl. s.v.); auch κατάμοιχος = μοιχός (Vett. Val.), wohl Rückbildung aus καταμοιχεύω (Pap.).
Derivative: Ableitungen: A. Mehrere Feminin-Bildungen, meist spät: μοιχάς (Aeschin. Sokr.), -αλίς (LXX, NT, Hld.), auch Götzendienerin (NT), -ή, -ίς (Ar. Byz.), -αινα (Tz.); älter μοιχεύτρια (s, unten). B. Adjektiva: μοιχίδιος durch Ehebruch gezeugt (Hekat., Hdt., Hyp. usw.; nach κουρίδιος, s. zu κόρη), = -ικός (Ael.); -ικός (Luk., Plu. u.a.), -ιος (AP), -ώδης (Kom. Adesp., Ptol.) ehebrecherisch. C. Nominale Abstraktbildung: μοιχοσύνη = μοιχεία (Man.; poet. Bildung wie μαχλοσύνη u.a., Wyss -συνη 71). D. Denominativa: 1. μοιχάω (urspr. dorisch; gortyn. -ίω) zum Ehebruch verführen, Ehebruch treiben, vom Manne (der Lakedaimonier Kallikratidas bei X. HG 1, 6,15 [übertr.]), -άομαι ib., von Frau und Mann (LXX, NT), Götzendienst treiben (LXX), verfälschen (Ael.; nach lat. adulterāre); 2. μοιχεύω = -άω, Pass. verführt werden (Xenoph., att.), Med. -εύομαι Ehebruch treiben (att. nur von der Frau, LXX auch vom Manne); abgöttisch verehren (LXX); davon μοιχεία Ehebruch (att.), μοιχευτής = μοιχός (Man.), -τρια f. (Pl., Plu.); 3. μοιχαίνω (Vett.Val.); 4. -άζω (Anon. ap. Suid.) ib. — Einzelheiten über den Gebrauch bei Wackernagel Hell. 7 ff. (= Kl. Schr. 2, 1038ff.), Schwyzer-Debrunner 235, auch Blass-Debrunner ̨ 101.
Etymology: Nom. agentis von ὀμείχω harnen (s.d.) als vulgärer und verächtlicher Ausdruck, s. Wackernagel Unt. 225 A. 1. Der Grund der verschiedenen Behandlung des Anlauts ist unbekannt. — Lat. LW moechus.
Page 2,249-250
Chinese
原文音譯:moicÒj 妹何士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:(犯)姦淫(者)
字義溯源:姦夫,犯姦淫的*,行淫,姦淫
同源字:1) (μοιχαλίς)淫婦 2) (μοιχάω)犯姦淫 3) (μοιχεία)姦淫 4) (μοιχεύω)犯姦淫 5) (μοιχός)姦夫
出現次數:總共(3);路(1);林前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 行淫的人(1) 來13:4;
2) 姦淫的(1) 林前6:9;
3) 姦淫(1) 路18:11
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού μολύνει τό ξένο κρεβάτι, ξελογιαστής). Πιθανόν ἀπ τό ὀμιχέω (ρίζα μιχκαί τό ο, εὐφωνικό πρόθεμα, σημαίνει οὐρῶ).
Παράγωγα: μοιχαλίς, μοιχάω, μοιχεία, μοιχεύω, μοιχευτής, μοιχευτήρ, μοιχεύτρια, μοιχευτός, μοιχίδιος, μοιχικός, μοίχιος, μοιχάγρια, τά (=πρόστιμο πού ἐπιβάλλεται σ' αὐτόν πού ἔκανε μοιχεία), μοιχειακός, μοιχειανικός, μοιχότροπος, ον (=αὐτός πού ἔχει τή διάθεση μοιχοῦ).
Translations
adulterer
Asturian: adúlteru, adúltera; Bulgarian: прелюбодеец; Catalan: adúlter, adúltera; Czech: cizoložník cizoložnice; Danish: ægteskabsbryder, ægteskabsbryderske, horkarl, horekarl, horkone, horekone, horkvinde, horekvinde; Dutch: overspelige; Esperanto: adultulo, adultinto; Finnish: avionrikkoja; French: adultère, homme adultère; Galician: adúltero; Georgian: მრუში; German: Ehebrecher; Gothic: 𐌷𐍉𐍂𐍃; Greek: μοιχός; Ancient Greek: ἀμερσίγαμος, γαμοκλόπος, δαλιοχός, δάοχος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, λεκτροκλόπος, λιπόγαμος, μοιχευτής, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχός, οἰκοφθόρος; Hungarian: házasságtörő; Indonesian: pezina; Irish: adhaltrach, banadhaltrach; Italian: adultero; Latin: adulter; Maori: tangata pūremu, kaipūremu; Middle Persian Norman: adultéthe; Norwegian Bokmål: ekteskapsbryter, ekteskapsbryterske, horkar, horkarl, horkone; Nynorsk: ekteskapsbrytar, ekteskapsbryterske, horkall, horkar, horkone; Persian: زناکار, زانی, پلیدکار; Polish: cudzołożnik, cudzołożnica; Portuguese: adúltero; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: прелюбодей, прелюбодейка; Scottish Gaelic: adhaltraiche, ban-adhaltraiche; Serbo-Croatian: préljubnīk, préljubnica; Sorbian Lower Sorbian: manźelstwołamaŕ; Upper Sorbian: mandźelstwołamar; Spanish: adúltero; Swedish: äktenskapsbrytare, äktenskapsbryterska; Telugu: వ్యభిచారుడు; Yiddish: נואף, נואפֿטע
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot