πρόσφορος

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφορος Medium diacritics: πρόσφορος Low diacritics: πρόσφορος Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: prósphoros Transliteration B: prosphoros Transliteration C: prosforos Beta Code: pro/sforos

English (LSJ)

Dor. ποτίφορος (q.v.), ον,
A serviceable, useful, τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ Hdt.7.20, cf. S.OC 1774 (anap.), etc.: abs., ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Th.1.125, cf. 7.62.
2 suitable, fitting, κόσμος, κόμπος, Pi.N.3.31, 8.48, cf. E. Heracl.480, etc.; π. καὶ οἰκεῖον Epicur.Fr.250 (= Metrod.Fr.1 K.): c. dat., Pi.N.7.63, E.Supp.338, Hec.1246, Ar.V.809, Av.124 (Comp.), prob. in Pi.N.9.7; τροφαί Antiph.62; οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ suitable to, agreeing with, E.Ph.129 (lyr.): c. inf., οὐ πρόσφορον μολεῖν 'tis not fit or meet to go, A.Eu.207, cf. Pi.O.9.81, Ocell.4.12; ζῴοις πρόσφορα ἐσθίειν J.BJ6.3.3.
3 πρόσφορον, τό, what is fitting or suitable, Arist.EN1180b12; ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ π. Id.HA615a26: c. gen., μακρᾶς κελεύθου . . τὰ πρόσφορα attendance meet after a long journey, A.Ch.711, cf. 714; τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς E.Hel.509: abs., τὰ πρόσφορα = things meet or due, esp. for the dead, Hdt.4.14, E.Alc. 148; τὰ πρόσφορα πάντα Ar.Pax1025 (lyr.): τὰ πρόσφορα as adverb, fitly, E.Hipp.112, cf. 1361 (anap.): regul. Adv., προσφόρως ἔχειν τινί Thphr.CP4.7.2, cf. Phld. Herc.1457.7.
II πρόσφορα, τά, that which is taken or eaten, f.l. in Hp.VM24; cf. προσφορά ΙΙΙ.2.
III πρόσφορα, τά, revenues, rents, PTeb.88.15 (ii B.C.), POxy.1208.22 (iii A.D.), 1829.4 (vi A.D.), etc.; τὰ Ἀριστίππου λεγόμενα πρόσφορα = the place called Aristippus's Rents, PPetr. 2p.56 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 787] zuträglich, nützlich, τινί, Her. 7, 20, u. absolut, 4, 14; angemessen, entsprechend, ἐπέων καύχαις ἀοιδὰ πρόσφορος, Pind. N. 9, 7 (vgl. Böckh, sonst καύχας als gen.); ποτίφορος ἀγαθοῖσι μισθός, N. 7, 63; κόσμος, 3, 31, vgl. 8, 48; auch mit dem inf., εἴην εὑρησιεπὴς πρόσφορος ἀναγεῖσθαι ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, Ol. 9, 81; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφορον μολεῖν, Aesch. Eum. 198, vgl. Ch. 703; Soph. El. 220; πάνθ' ὁπόσ' ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ' ὑμῖν καὶ τῷ κατὰ γᾶς, O. C. 1771; τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόσφορος τρόποις, Eur. Suppl. 338; λέγεις σαυτῷ πρόσφορα, Hec. 1246, u. öfter; πόλιν μείζω μὲν οὐδέν, προσφορωτέραν δὲ νῷν, Ar. Av. 124; u. in Prosa: Thuc. 7, 62; ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν χώραν, Plat. Critia. 109 c; Phaedr. 270 a u. öfter; τὰ τῇ νόσῳ πρόσφορα, Dem. 59, 56; Folgde, πᾶν τὸ πρόσφορον Ῥωμαίοις, Pol. 25, 9, 4, u. Sp., wie Luc. Gall. 5. – Auch wie προσφερής, nahe kommend, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 129, Plut. Alc. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a du rapport avec ; qui répond à, adapté à, proportionné à, τινι ; πρόσφορόν ἐστι avec un inf. : il convient de, etc.
2 utile à, avantageux à, τινι : τὰ πρόσφορα, les choses utiles, convenable, nécessaires.
Étymologie: προσφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσφορος -ον, Dor. ποτίφορος [προσφέρω] nuttig, nodig:. τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης συμφορᾶς wat bij mijn huidig ongeluk van pas komt Eur. Hel. 508; ἐκπορίζεσθαι... ἃ πρόσφορα ἦν verschaffen wat nodig was Thuc. 1.125.2. geschikt, passend, voordelig; met dat..; σαυτῷ πρόσφορ (α) dingen die jou uitkomen Eur. Hec. 1246; met inf..; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν het past jullie niet bij dit huis te komen Aeschl. Eum. 207; subst. τὸ πρόσφορον wat passend is:; τοῦ προσφόρου τυγχάνει ἕκαστος elk ontvangt een passende behandeling Aristot. EN 1180b12; plur. τὰ πρόσφορα benodigdheden:; τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ de benodigdheden voor het leger Hdt. 7.20; adv. πρόσφορα op passende wijze.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφορος: дор. ποτίφορος 2
1 полезный, пригодный, годный, подходящий (μισθός Pind.; ἔπος Soph.; τινι Arph.): οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν Aesch. не годится идти в этот храм;
2 сходный, похожий (τινι Eur.).

English (Slater)

πρόσφορος, -ον (cf. ποτίφορος.)
   a suitable, fitting εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.81) χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς (N. 8.48) θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (N. 9.7) ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 37.
   b useful c. dat. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον (“Danaorum telis utile,” Boeckh) fr. 183.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσφορος, -ον, ΝΜΑ προσφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῖς ἐμοῖσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πρόσφορο(ν)
καθετί που είναι κατάλληλο («πᾶν τὸ πρόσφορον Ρωμαίοις», Πολ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. α) ο άρτος που προσφέρεται στην Εκκλησία για τη Θεία Ευχαριστία
β) αφιέρωμα, ανάθημα («λείψανα άγια, τίμια ξύλα, κάθε πρόσφορο ιερό», Παλαμ.)
2. φρ. «πρόσφορο έδαφος»
μτφ. κατάλληλη περίσταση
αρχ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πρόσφορον και τὰ πρόσφορα
οι πρόσοδοι, τα εισοδήματα («καρπείαν καὶ ἐνοίκησιν καὶ τὰ ἄλλα πρόσφορα», πάπ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) καθετί που είναι κατάλληλο («τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ βίῳ», Λουκιαν.)
β) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) καθετί που προσλαμβάνεται ή τρώγεται
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με κατάλληλο τρόπο.
επίρρ...
προσφόρως ΝΜΑ
με κατάλληλο τρόπο («ἵνα καὶ τι τῆς θύραθεν παιδείας προσφόρως ἐνείρω», Θεοφύλ. Σ.).

Greek Monotonic

πρόσφορος: Δωρ. ποτί-, -ον (προσφέρω),·
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής, σε Ηρόδ., Σοφ.· απόλ., ἔχοντας τὰ πρόσφορα, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. κατάλληλος, αρμόζων, άξιος, σε Πίνδ.· με δοτ., στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν, δεν είναι πρέπον ή ταιριαστό να πάω, σε Αισχύλ.
3. πρόσφορον, τό, αυτό που είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, σε Αριστοφ.· πρόσφορα, τά, οι κατάλληλες περιποιήσεις, σε Αισχύλ.· τὰ πρόσφορα, όλα τα πρέποντα ή τα οφειλόμενα πράγματα (για τους νεκρούς), σε Ευρ.· τὰ πρόσφορα, ως επίρρ., καταλλήλως, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφορος: Δωρ. ποτίφ-, ον, (προσφέρω) χρήσιμος, ὠφέλιμος, τὰ πρ. τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 7. 20· δράσσω καὶ τάδε καὶ πάνθ’ ὁπόσ’ ἂν μέλλω πράσσειν πρόσφορά θ’ ὑμῖν κτλ. Σοφ. Ο. Κ. 1774, κτλ.· ἀπολ., ἔχοντας τὰ πρ. Ἡρόδ. 4. 14· ἐκπορίζεσθαι ἃ πρόσφορα ἦν Θουκ. 1. 125, πρβλ. 7. 62· ὅθεν, 2) κατάλληλος, ἁρμόδιος, ἄξιος, Πινδ. Ν. 3. 54., 8. 82, κτλ. (ἴδε ἐν λέξ. ἀνηγέομαι)· μετὰ δοτ., αὐτόθι 7. 93, Εὐρ. Ἱκ. 338, Ἑκ. 1246, Ἀριστοφ. Σφ. 809, Ὄρν. 124· (οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 9. 17, ὁ Ἕρμανν. καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν ἀποκαταστήσαντες τὴν δοτ.)· παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 129, οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ, συνήθως λαμβάνεται ὡς = προσφερής, ἀλλὰ δυνάμεθα νὰ διατηρήσωμεν τὴν συνήθη σημασίαν: - μετ’ ἀπαρ., οὐ πρόσφορον μολεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 207, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 124, Elmsl. εἰς Εὐρ. Ἡρακλ. 481. 3) πρόσφορον, τό, κατάλληλον, ἁρμόζον, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 9, 15· ἡ φύσις αὐτὴ ζητεῖ τὸ πρ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 2· μετὰ γεν., ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ καιρὸς ἡμερεύοντας ξένους μακρᾶς κελεύθου τυγχάνειν τὰ πρόσφορα, μετὰ μακρὰν ὁδοιπορίαν ν’ ἀπολαύσωσι καταλλήλων περιποιήσεων, Αἰσχύλ. Χο. 710· τὰ πρόσφορα τῆς νῦν παρούσης ξυμφορᾶς αἰτήσομαι Εὐρ. Ἑλ. 509· ἀπολ., τὰ πρόσφορα, πάντα τὰ κατάλληλα ἢ πρέποντα (διὰ τοὺς νεκρούς), Εὐρ. Ἄλκ. 148· τὰ πρ. πάντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1025· ὡσαύτως, τὰ πρόσφορα ὡς ἐπίρρ., προσφόρως, καταλλήλως, Εὐρ. Ἱππ. 112, πρβλ. 1361· - ὁμαλὸν ἐπίρρ., προσφόρως ἔχειν τινὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 2. ΙΙ. πρόσφορον, τό, τὸ προσλαμβανόμενον ἢ ἐσθιόμενον, τροφή, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· πρβλ. προσφορὰ ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόσφορα· τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα», καὶ: «πρόσφορον· ἐπιτήδειον, ἁρμόδιον, οἰκεῖον, ἀκόλουθον». - Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσφορον, οἰκεῖον, ἁρμόδιον, ἐπιτήδειον· «οὐ γὰρ διὰ τύχην τῶν συμβεβηκότων ἀθετήσεις τῆς ἀξίας ἢ τῆς προσηγορίας τὸ πρόσφορον.» Χοσρόης φησὶ πρὸς Μαυρίκιον» (Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 62).

Middle Liddell

προσφέρω
1. serviceable, useful, profitable, Hdt., Soph.; absol., ἔχοντας τὰ πρ. Hdt., Thuc.
2. suitable, fitting, worthy, Pind.; c. dat., Pind., Eur., etc.:—c. inf., οὐ πρόσφορον μολεῖν 'tis not fit or meet to go, Aesch.
3. πρόσφορον, ου, what is fitting or suitable, Arist.:— πρόσφορα, ων, τά, fitting service, Aesch.; τὰ πρόσφορα all things meet or due, Eur.; τὰ πρ. as adv., fitly, Eur.

English (Woodhouse)

advantageous, appropriate, beneficial, expedient, fit, fitting, serviceable, suitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χρήσιμος, κατάλληλος). Ἀπό τό προσφέρω → πρός + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

commodus, convenient, suitable, 1.125.2, 2.46.1. 2.65.11. 7.62.2.

Translations

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎

profitable

Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний

suitable

Arabic: مُنَاسِب, مُلَائِم, لَائِق; Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; Galician: axeitado; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: ἄρτιος, ἐμμελής, ἐμπρεπής, ἐνιπρεπής, ἐπιεικής, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, εὐάρμοστος, εὔθετος, εὐπρεπής, εὐχερής, ξύμφορος, ξύντροφος, οἰκεῖος, πρεπώδης, προσεχής, προσοίκειος, πρόσφορος, ποτίφορος, σύμφορος, σύντροφος; Hebrew: ראוי, מתאים, הולם; Hindi: उपयुक्त, उचित; Hungarian: megfelelő, illő; Irish: oiriúnach, fóirsteanach; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Yiddish: פּאַסיק