παραλύω: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(31)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και παραλώ Ν<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[αδυναμία]], [[προκαλώ]] [[εξασθένηση]] και [[χαύνωση]], [[εξαντλώ]] (α. «η [[πείνα]] μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το παθ.) [[χάνω]] τη [[δύναμη]] μου, [[εξασθενώ]] (α. «ταράττεται η [[ψυχή]] μας, παραλύει», Καβάφης<br />β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[παράλυση]], από [[ακινησία]] τών [[μυών]] μέλους ή ολόκληρου του σώματος («παρέλυσε το ένα του [[χέρι]] [[μετά]] το εγκεφαλικό»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[παράλυση]] τών σωματικών [[μυών]] («οι ρευματισμοί του παρέλυσαν τα πόδια»)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] [[εξάρθρωση]] ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς [[πάνω]] στον καναπέ, θα τον παραλύσεις»)<br /><b>4.</b> αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το [[εμπόριο]] εξαιτίας του πολέμου»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[χαλαρώνω]] [[σχοινί]] προκειμένου να το λύσω, κν. [[μποσικάρω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[ακόλαστος]], διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο [[παραλυμένος]]<br />α) αυτός που έχει χάσει τη [[συνοχή]] ή την οργάνωσή του<br />β) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ακόλαστο, διεφθαρμένο<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[ένδυμα]]) ξυλώνω, [[διαλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] στα [[πλάγια]], [[διαλύω]] και [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λύνω]] και [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὴν [[πτέρυγα]] παραλύσασα τοῡ χιτωνίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] άχρηστο, [[αχρηστεύω]]<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]], [[καταλύω]] («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραιτούμαι]] από μία [[προσπάθεια]], τήν [[εγκαταλείπω]] («παραλύειν τὴν τοῡ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]]<br /><b>7.</b> [[πληρώνω]] ως [[πρόστιμο]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρίζω]] από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απαλλάσσω]], [[απολύω]] («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ελευθερώνω]] κάποιον, [[απελευθερώνω]]<br /><b>11.</b> [[παύω]] κάποιον από ένα [[αξίωμα]]<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλύομαι</i><br />α) απαλλάσσομαι από κάποιον, [[ξεφεύγω]]<br />β) αποχωρίζομαι από κάποιον, [[φεύγω]]<br />γ) [[εξαιρούμαι]] από κάποιον<br />δ) [[παίρνω]] [[άδεια]] απουσίας από κάποιον<br />ε) [[λύνω]] επί [[πλέον]]<br />στ) [[πάσχω]] από [[παράλυση]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ παραλυόμενος</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]], ο [[παραλυτικός]].
|mltxt=ΝΜΑ, και παραλώ Ν<br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[αδυναμία]], [[προκαλώ]] [[εξασθένηση]] και [[χαύνωση]], [[εξαντλώ]] (α. «η [[πείνα]] μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το παθ.) [[χάνω]] τη [[δύναμη]] μου, [[εξασθενώ]] (α. «ταράττεται η [[ψυχή]] μας, παραλύει», Καβάφης<br />β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[παράλυση]], από [[ακινησία]] τών [[μυών]] μέλους ή ολόκληρου του σώματος («παρέλυσε το ένα του [[χέρι]] [[μετά]] το εγκεφαλικό»)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[παράλυση]] τών σωματικών [[μυών]] («οι ρευματισμοί του παρέλυσαν τα πόδια»)<br /><b>3.</b> [[επιφέρω]] [[εξάρθρωση]] ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς [[πάνω]] στον καναπέ, θα τον παραλύσεις»)<br /><b>4.</b> αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το [[εμπόριο]] εξαιτίας του πολέμου»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[χαλαρώνω]] [[σχοινί]] προκειμένου να το λύσω, κν. [[μποσικάρω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[ακόλαστος]], διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο<br /><b>7.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο [[παραλυμένος]]<br />α) αυτός που έχει χάσει τη [[συνοχή]] ή την οργάνωσή του<br />β) <b>μτφ.</b> [[άτομο]] ακόλαστο, διεφθαρμένο<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[ένδυμα]]) ξυλώνω, [[διαλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] στα [[πλάγια]], [[διαλύω]] και [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λύνω]] και [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὴν [[πτέρυγα]] παραλύσασα τοῡ χιτωνίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] άχρηστο, [[αχρηστεύω]]<br /><b>4.</b> [[θέτω]] [[τέρμα]] σε [[κάτι]], [[καταλύω]] («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραιτούμαι]] από μία [[προσπάθεια]], τήν [[εγκαταλείπω]] («παραλύειν τὴν τοῡ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)<br /><b>6.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] [[κρυφά]]<br /><b>7.</b> [[πληρώνω]] ως [[πρόστιμο]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρίζω]] από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>συνεκδ.</b> [[απαλλάσσω]], [[απολύω]] («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ελευθερώνω]] κάποιον, [[απελευθερώνω]]<br /><b>11.</b> [[παύω]] κάποιον από ένα [[αξίωμα]]<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>παραλύομαι</i><br />α) απαλλάσσομαι από κάποιον, [[ξεφεύγω]]<br />β) αποχωρίζομαι από κάποιον, [[φεύγω]]<br />γ) [[εξαιρούμαι]] από κάποιον<br />δ) [[παίρνω]] [[άδεια]] απουσίας από κάποιον<br />ε) [[λύνω]] επί [[πλέον]]<br />στ) [[πάσχω]] από [[παράλυση]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ παραλυόμενος</i><br />[[άτομο]] που πάσχει από [[παράλυση]], ο [[παραλυτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>-έλῡσα</i>, παρακ. <i>-λέλῠκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ -ελύθην [ῡ], παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[χαλαρώνω]] από τα [[άκρα]], [[λύνω]], [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[δίνω]] [[τέλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., ξεζεύω ή [[ξεχωρίζω]], πολλοὺς παρέλυσεν [[θάνατος]] δάμαρτος, στον ίδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατιῆς, [[απαλλάσσω]] από τη στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ.· [[παραλύω]] τινὰ τῆς στρατηγίης, [[διώχνω]] από το [[στράτευμα]], στον ίδ.· τοὺς Ἀθηναίους [[παραλύω]] τῆς ὀργῆς, τους [[απελευθερώνω]] από..., σε Θουκ.· με αιτ. μόνο, [[αφήνω]] ελεύθερο, σε Ευρ. — Παθ., είμαι χωρισμένος από, <i>τινος</i>, σε Ηρόδ.· [[απαλλάσσω]] από την [[υπηρεσία]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[λύνω]] δίπλα, δηλ. το ένα δίπλα στο [[άλλο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> στην Παθ., έχω [[αδυναμία]], είμαι [[παραλυμένος]], σε Αριστ.· γενικά, είμαι εξαντλημένος, [[καταπέφτω]], [[εξασθενίζω]], λέγεται για τις καμήλες, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλύω Medium diacritics: παραλύω Low diacritics: παραλύω Capitals: ΠΑΡΑΛΥΩ
Transliteration A: paralýō Transliteration B: paralyō Transliteration C: paralyo Beta Code: paralu/w

English (LSJ)

[v. λύω] :    I c. acc. rei, loose and take off, detach, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136 (so in Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; τὴν πτέρυγα -λύσασα τοῦ χιτωνίου Ar.Fr.325 ; τὸν θώρακα Plu.Ant.76 :—Med., π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ; τοὺς στεφάνους Id.2.646a :—Pass., Hdt.3.105.    b hamstring, ἅρματα LXX 2 Ki.8.4.    2 undo, put an end to, πόνους E.Andr.304 (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—Med., get rid of, τὸν κίνδυνον D.H.6.28.    3 undo secretly, τὰ σακκία τῶν χρημάτων Plu.2.10b, cf. D.S.13.106.    4 pay a penalty, LXX Ge.4.15 ; = Lat.persolvo, νόμισμα PStrassb.50.8, 14(vi A.D.).    II c. acc. pers. et gen. rei, part from, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος E.Alc.932 (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city (Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; τοῦ ὅρκου OGI266.46 (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ; τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol.1315a12 (so in Pass., π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37 ; τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481 B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from... Th. 2.65 ; φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14 ; παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7 : c. acc. only, set free, δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117 (lyr.) :—Med., obtain leave of absence from, τοὺς παιδονόμους SIG577.56 (Milet., iii/ii B.C.).    III loose besides, in addition, π. καὶ ἑτέραν [κύνα] X.Cyn.6.14.    IV disable, enfeeble, Pl.Ax.367b ; π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38 :—mostly in Pass., to be paralysed, δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN1102b18 : generally, to be exhausted, flag, ἡ δύναμις . . τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46 ; τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7 ; παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Id.20.10.9 ; τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9 ; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.

German (Pape)

[Seite 488] (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν θώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύθη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυσφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀθηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυθῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσθετο τραυμάτων πλήθει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλύω: [περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε λύω]· Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., λύω ἐκ τοῦ πλαγίου, λύω καὶ ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Ἡρόδ. 3. 136 (οὕτως ἐν τῷ μέσ., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια, ἀφαιροῦντες τὰ πηδάλια, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 11· καὶ ἐν τῷ παθ., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς, ἀφῃρημέναι, ἀπεστερημέναι τῶν κωπῶν, Πολύβ. 8. 6, 2)· παραλύειν τὴν πτέρυγα τοῦ χιτωνίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 312· τὸν θώρακα Πλουτ. Ἀντών. 76· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 37· τοὺς στεφάνους ὁ αὐτ. 2. 646Α. 2) λύω, θέτω τέρμα εἴς τι, καταλύω, πόνους Εὐρ. Ἀνδρ. 305· τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν, ἐγκαταλείπω, Ἰσαῖ. 47. 24. - Μέσ., ἀπαλλάττομαί τινος, τὸν κίνδυνον Διόδ. 13. 106, πρβλ. Πλούτ. 2. 10Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., ἀποζευγνύω ἢ χωρίζω ἀπό τινος, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 933, οὕτω, μία γάρ σφεων παρελύθη, μία πόλις (ἡ Σμύρνη) ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 149· π. τινὰ τῆς στρατηίης, ἀπελευθερῶ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ὁ αὐτ. 7. 38, (καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξαιροῦμαι ἀπό τινος, ὁ αὐτ. 5. 75)· οὕτω, παραλύειν τινὰ δυσφρόνων, ἀπελευθερῶ ἀπὸ τῶν φροντίδων καὶ μεριμνῶν, Πινδ. Ο. 2. 95· π. τινὰ τῆς στρατηγίης, ἀπολύω τῆς στρατηγίας, «παύω», Ἡρόδ. 6. 94, πρβλ. Θουκ. 7. 16., 8. 54· τινὰ τῆς δυνάμεως Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 27· (οὕτως ἐν τῷ παθ., π. τῆς ἀρχῆς Εὐνάπ. σ. 476 Boiss)· ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχήν τινι π. ὁ αὐτ. σ. 61· - τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐπ’ αὐτὸν ὀργῆς, ἀπαλλάττειν, ἀπελευθεροῦν τῆς …, Θουκ. 2.65· φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Στράβ. 374· παραλελύσθαι τοῦ φόβου Πολύβ. 30. 4, 7· μετὰ μόνης αἰτ., ἀπελευθερῶ, δυστάνου ψυχὰν Εὐρ. Ἄλκ. 115. ΙΙΙ. λύω προσέτι, ἐπειδὰν δὲ ἡ κύων λάβῃ τὸ ἴχνος ὀρθὸν ... παραλῦσαι καὶ ἑτέραν Ξεν. Κυν. 6, 14. IV. προξενῶ ἀδυναμίαν καὶ χαύνωσιν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· π. τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Πλουτ. Δημήτρ. 38· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., πίπτω εἰς παράλυσιν, ἰδίως ἐπὶ προσβολῆς παραλύσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 990, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 15 ἀκολούθως καθόλου, ἐξαντλοῦμαι, καταπίπτω, ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3.105· ἡ δύναμις τῆς πόλεως ... παρελύθη Λυσ. 134. 6, τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος Πολύβ. 16. 5, 7· παραλελυμένοις καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. 20. 10, 9· τὴν δύναμιν παρελέλυντο ὁ αὐτ. 1. 58, 5· τὰς χεῖρας Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 21.

French (Bailly abrégé)

I. délier sur le côté, acc. ; particul. ouvrir secrètement ; t. de méd. paralyser ; fig. énerver, affaiblir;
II. délier, d’où
1 séparer : τινά τινος une personne d’une autre;
2 libérer, délivrer, affranchir : τινα τῆς ὀργῆς THC apaiser le ressentiment de qqn;
3 exempter, dispenser : τινα τῆς στρατηΐης HDT ou τῆς ἀρχῆς THC relever qqn de son commandement;
Moy. παραλύομαι délier sur son côté, sur ses épaules, acc..
Étymologie: παρά, λύω.

English (Slater)

παραλύω
   1 release from c. acc. & gen., τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει (παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf.) (O. 2.52)

English (Strong)

from παρά and λύω; to loosen beside, i.e. relax (perfect passive participle, paralyzed or enfeebled): feeble, sick of the (taken with) palsy.

English (Thayer)

(perfect passive participle παραλελυμένος); properly, to loose on one side or from the side (cf. παρά, IV:1); to loose or part things placed side by side; to loosen, dissolve, hence, to weaken, enfeeble: παραλελυμένος, suffering from the relaxing of the nerves, unstrung, weak of limb (palsied), L WH marginal reading) see παραλυτικός); παραλελυμένα γόνατα, i. e. tottering, weakened, feeble knees, χεῖρες παραλελυμένα παρελύοντο αἱ δεξιαι, of combatants, Josephus, b. j. 3,8, 6; παρελύθη καί οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον, σωματική δυνάμει παραλελυμένα, Polybius 32,23, 1; τοῖς σωμασι καί ταῖς ψυχαῖς, id. 20,10, 9.'

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και παραλώ Ν
1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.)
2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει», Καβάφης
β. «παραλελυμένοι καὶ τοῑς σώμασι καὶ ταῑς ψυχαῑς», Πολ.)
νεοελλ.
1. πάσχω από παράλυση, από ακινησία τών μυών μέλους ή ολόκληρου του σώματος («παρέλυσε το ένα του χέρι μετά το εγκεφαλικό»)
2. προκαλώ παράλυση τών σωματικών μυών («οι ρευματισμοί του παρέλυσαν τα πόδια»)
3. επιφέρω εξάρθρωση ενός αντικειμένου («μην χοροπηδάς πάνω στον καναπέ, θα τον παραλύσεις»)
4. αποδιοργανώνομαι, νεκρώνομαι («παρέλυσε το εμπόριο εξαιτίας του πολέμου»)
5. ναυτ. χαλαρώνω σχοινί προκειμένου να το λύσω, κν. μποσικάρω
6. μτφ. γίνομαι ακόλαστος, διεφθαρμένος, ζω έκλυτο βίο
7. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ο παραλυμένος
α) αυτός που έχει χάσει τη συνοχή ή την οργάνωσή του
β) μτφ. άτομο ακόλαστο, διεφθαρμένο
μσν.
(σχετικά με ένδυμα) ξυλώνω, διαλύω
αρχ.
1. λύνω στα πλάγια, διαλύω και αφαιρώ, βγάζω («τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν Μηκιδέων νεῶν», Ηρόδ.)
2. λύνω και αφαιρώ, αποσπώ («τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῡ χιτωνίου», Αριστοφ.)
3. καθιστώ κάτι άχρηστο, αχρηστεύω
4. θέτω τέρμα σε κάτι, καταλύω («παρέλυσε δ' ἄν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς μόχθους», Ευρ.)
5. παραιτούμαι από μία προσπάθεια, τήν εγκαταλείπω («παραλύειν τὴν τοῡ παιδίου ἀμφισβήτησιν», Ισαί.)
6. λύνω κάτι κρυφά
7. πληρώνω ως πρόστιμο
8. αποχωρίζω από κάποιον («πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος», Ευρ.)
9. συνεκδ. απαλλάσσω, απολύω («παράλυσον τῆς στρατηΐης τὸν πρεσβύτατον», Ηρόδ.)
10. ελευθερώνω κάποιον, απελευθερώνω
11. παύω κάποιον από ένα αξίωμα
12. (μέσ. και παθ.) παραλύομαι
α) απαλλάσσομαι από κάποιον, ξεφεύγω
β) αποχωρίζομαι από κάποιον, φεύγω
γ) εξαιρούμαι από κάποιον
δ) παίρνω άδεια απουσίας από κάποιον
ε) λύνω επί πλέον
στ) πάσχω από παράλυση
13. (η μτχ. αρσ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ παραλυόμενος
άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός.

Greek Monotonic

παραλύω: μέλ. -λύσω [ῡ], αόρ. αʹ -έλῡσα, παρακ. -λέλῠκα — Παθ., αόρ. αʹ -ελύθην [ῡ], παρακ. -λέλῠμαι·
I. 1. με αιτ. πράγμ., χαλαρώνω από τα άκρα, λύνω, αποσπώ, αφαιρώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. λύνω, δίνω τέλος, σε Ευρ.
II. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., ξεζεύω ή ξεχωρίζω, πολλοὺς παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος, στον ίδ.· παραλύω τινὰ τῆς στρατιῆς, απαλλάσσω από τη στρατιωτική υπηρεσία, σε Ηρόδ.· παραλύω τινὰ τῆς στρατηγίης, διώχνω από το στράτευμα, στον ίδ.· τοὺς Ἀθηναίους παραλύω τῆς ὀργῆς, τους απελευθερώνω από..., σε Θουκ.· με αιτ. μόνο, αφήνω ελεύθερο, σε Ευρ. — Παθ., είμαι χωρισμένος από, τινος, σε Ηρόδ.· απαλλάσσω από την υπηρεσία, στον ίδ.
III. λύνω δίπλα, δηλ. το ένα δίπλα στο άλλο, σε Ξεν.
IV. στην Παθ., έχω αδυναμία, είμαι παραλυμένος, σε Αριστ.· γενικά, είμαι εξαντλημένος, καταπέφτω, εξασθενίζω, λέγεται για τις καμήλες, σε Ηρόδ.