τεκμαίρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκμαίρομαι:''' μέλ. <i>τεκμᾰροῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκμηράμην</i>, Επικ. <i>τεκμηράμην</i>· αποθ. ([[τέκμαρ]])·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[δηλώνω]] με [[σημάδι]] ή όριο, [[ορίζω]], [[διατάσσω]], σε Όμηρ.· [[επιβάλλω]] [[έργο]] σε κάποιον, [[προστάζω]], [[ορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[σχεδιάζω]], έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίνω]] από [[σημεία]] και ενδείξεις, [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] για κάποιο [[πράγμα]], [[εικάζω]], [[υπολογίζω]], [[αποφαίνομαι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπεραίνω]], σε Ξεν.· [[λόγος]] στον οποίο [[κάποιος]] στηρίζεται και εικάζει, [[συνήθως]] εκφέρεται με δοτ., <i>ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι</i>, να σχηματίζεις [[κρίση]] μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· [[τεκμαίρομαι]] ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[τεκμαίρομαι]] [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Ο Ενεργ. [[τύπος]] [[τεκμαίρω]] απαντά στους ποιητές, [[δείχνω]] μέσα από κάποιο [[σημάδι]] ή [[ένδειξη]], <i>τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον</i>, η [[περίσταση]] αποδεικνύει τον [[κάθε]] άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει [[ἰδεῖν]], παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· <i>τέκμηρον</i>, [[ὅτι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], μου δείχνει τί με περιμένει να [[υποφέρω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τεκμαίρομαι:''' μέλ. <i>τεκμᾰροῦμαι</i>, αόρ. <i>ἐτεκμηράμην</i>, Επικ. <i>τεκμηράμην</i>· αποθ. ([[τέκμαρ]])·<br /><b class="num">Α. I.</b> [[δηλώνω]] με [[σημάδι]] ή όριο, [[ορίζω]], [[διατάσσω]], σε Όμηρ.· [[επιβάλλω]] [[έργο]] σε κάποιον, [[προστάζω]], [[ορίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[σχεδιάζω]], έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρίνω]] από [[σημεία]] και ενδείξεις, [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] για κάποιο [[πράγμα]], [[εικάζω]], [[υπολογίζω]], [[αποφαίνομαι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπεραίνω]], σε Ξεν.· [[λόγος]] στον οποίο [[κάποιος]] στηρίζεται και εικάζει, [[συνήθως]] εκφέρεται με δοτ., <i>ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι</i>, να σχηματίζεις [[κρίση]] μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· [[τεκμαίρομαι]] ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ [[τεκμαίρομαι]], σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς [[πάλαι]], σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., [[τεκμαίρομαι]] [[τοῦτο]] [[οὕτω]] [[ἕξειν]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Ο Ενεργ. [[τύπος]] [[τεκμαίρω]] απαντά στους ποιητές, [[δείχνω]] μέσα από κάποιο [[σημάδι]] ή [[ένδειξη]], <i>τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον</i>, η [[περίσταση]] αποδεικνύει τον [[κάθε]] άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει [[ἰδεῖν]], παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· <i>τέκμηρον</i>, [[ὅτι]] μ' ἐπαμμένει [[παθεῖν]], μου δείχνει τί με περιμένει να [[υποφέρω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκμαίρομαι:''' (fut. τεκμᾰροῦμαι, aor. ἐτεκμηράμην - эп. τεκμηράμην), редко [[τεκμαίρω]] (только praes. и aor. ἑτέκμηρα)<br /><b class="num">1)</b> (пред)определять, назначать, давать в удел (κακὰ ἀνθρώποισι Hom.; πόλεμόν τινι Hes.): τ. [[δίκην]] Hes. воздавать по заслугам;<br /><b class="num">2)</b> указывать, предписывать (ὁδόν τινι Hom.): τέκμηρον, ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει [[παθεῖν]] Aesch. скажи, что остается мне (еще) выстрадать;<br /><b class="num">3)</b> решать: [[τεκμήρατο]] νηὸν ποιήσασθαι HH (Аполлон) решил построить себе храм;<br /><b class="num">4)</b> предвещать (ὄλεθρόν τινι Hom.);<br /><b class="num">5)</b> воспринимать, наблюдать (ὀφθαλμοῖς Xen.);<br /><b class="num">6)</b> (умо)заключать, судить: τ. τί τινι Soph., τι ἔκ и [[ἀπό]] τινος Thuc., Xen., Plat., τ. [[ἀπό]] τινος εἴς τι Plat., τινι περί τινος Isocr. и τι πρός τι Dem. судить о чем-л. по чему-л., говорить что-л. на основании чего-л.; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ. Her. на основании очевидного судить о неизвестном; [[πόθεν]] [[τοῦτο]] τεκμαίρει; Plat. из чего ты это заключаешь?; [[λέγω]] τεκμαιρόμενος Xen. я говорю по догадке (предположительно).
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαίρομαι Medium diacritics: τεκμαίρομαι Low diacritics: τεκμαίρομαι Capitals: ΤΕΚΜΑΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: tekmaíromai Transliteration B: tekmairomai Transliteration C: tekmairomai Beta Code: tekmai/romai

English (LSJ)

fut.

   A τεκμᾰροῦμαι X.Cyr.4.3.21: aor. ἐτεκμηράμην Antipho 5.81, etc., Ep. τεκμ- Od.10.563: (τέκμαρ):—assign, ordain, esp. of the gods, ἐπεὶ τάδε γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο Il.6.349; Κρονίδης . . κακὰ . . τεκμαίρεται ἀμφοτέροισιν 7.70; πόλεμον, δίκην τισὶ τ . . . [Ζεύς], Hes.Op.229,239: generally, of any person in authority, appoint, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ' ἐῢ εἰδῇς, αὔριον ἔς I am arranging your departure for to-morrow, Od.7.317; ἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη 10.563; ἐν οἷς ἂν (sc. τόποις) νομοφύλακες . . τεκμηράμενοι ἕδρας πρεπούσας, ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων Pl.Lg.849e; with a notion of foretelling, τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον Od.11.112: c. inf., settle with oneself, i.e. design, purpose to do, h.Ap.285, A.R.4.559.    II after Hom. almost always, judge from signs and tokens, estimate, προσβάσεις πύργων E.Ph.180; κύματα, φύλλα, A.R.4.217: abs., form a judgement or conjecture, ὡς ἀνθρώποις τεκμαίρεσθαι (sc. δέδοται) Alcmaeon 1; τέτταρσιν ὀφθαλμοῖς X.Cyr. 4.3.21; λέγουσι περὶ αὐτοῦ τεκμαιρόμενοι by conjecture, Id.Mem.1.4.1.    2 the ground on which the judgment or conjecture is founded is commonly added in the dat., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι to judge by the burnt-offering, Pi.O.8.3; τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος Id.Fr.169.4; τ. τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν Hdt.1.57; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ. judge of the unknown by the known, Id.2.33, cf. 7.16.γ; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τ. A.Pr.338; τὰ καινὰ τοῖς πάλαι S. OT916; τοῖς παροῦσι τἀφανῆ E.Fr.574; τοὺς . . περιεσομένους τοῖς ξύμπασι σημείοισι by all the symptoms, Hp.Prog.24, cf. Acut.68; τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις Isoc.4.141; κατὰ [τὴν αἴσθησιν] . . τὸ ἄδηλον τῷ λογισμῷ τ. Epicur.Ep.1p.6U.; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς ἤδη γεγενημένοις Isoc.6.59; also τ. τὰ μελλοντ' ἐκ τῶν γεγενημένων Din.1.33, cf. X.Mem.4.1.2, Pl.Smp.204c, Gal.6.470; ἀφ' αὑτοῦ τὴν νόσον τ. Ar.V.76, cf. Th.4.123, X.Mem.3.5.6, Pl.Phd.108a, R.409a,501b; τ. ἀπὸ τούτων εἰς τὰ ἄλλα Id.Tht.206b; εἴ τι δεῖ τ. πρὸς τὸν ἄλλον αὐτοῦ τρόπον D.27.22; πόθεν τοῦτο τεκμαίρῃ; Pl.Cri.44a, cf. Phdr. 235c, R.433b: rarely c. gen., τ. κατηγορίας οὐ προγεγενημένης from the fact that... Th.3.53; τ. τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ judge of the road by the fire, App.BC5.87, cf. 45, Mith.5, Arat.1129,1154; τ. τοῦ δένδρου πρὸς τὴν ναῦν estimate the tree with reference to... Philostr.Im.2.17, cf. VA1.22.    3 c. acc. et inf., τ. τοῦτο οὕτως ἕξειν ἐκ τοῦδε X.Cyr.8.1.28, cf. Pl.R.578c, Gal.6.588, PRyl.74.5 (ii A.D.); also folld. by a relat. Particle, τεκμαιρόμενος ὅτι . .taking as an indication the fact that... Th.1.1, cf. X.Lac.8.2; ὡς μέγα . . τὴν Αἴτνην ὄρος εἶναί φασι, τεκμαίρου guess how great... Pl.Com.37; τ. εἰ .. to be uncertain whether... AP12.177 (Strat.).    4 recognize, ὄπα κούρης A.R.4.73; Ἀλέξανδρον APl.4.121.    III put forth, stretch out, ὁλκόν, οὖρον ( ὅρον), D.P.101,135,178: abs., project, of teeth, Nic. Th.231.    B Act. τεκμαίρω only in post-Hom. Poets, show by a sign or token, make proof of, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον circumstance proves the man, Pi.O.6.73; τεκμαίρει . . ἰδεῖν gives signs [for men] to see, Id.N.6.8; ἀλλά μοι . . τέκμηρον, ὅ τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν A.Pr.605 (lyr.); κελεύθους indicate them, Nic.Th.680; τ. ἀοιδήν guide it... Arat.18.

German (Pape)

[Seite 1082] dep. med., poet., 1) als Ziel oder Gränze setzen, übh. festsetzen, anordnen; bes. von der Gottheit od. dem Geschicke, vethängen, κακά τινι, Il. 6, 349. 7, 70; πόλεμόν τινι, Hes. O. 231; vom Könige, πομπὴν δ' ἐς τόδ' ἐγὼ τεκμαίρομαι, ich setze die Entsendung fest, Od. 7, 317; δίκην, Hes. O. 241; auferlegen, anbefehlen, ἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη, Od. 10, 563; in Bezug auf die Zukunft = verkündigen, voraussagen, τότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον, 11, 112. 12, 139; c. inf., bei sich festsetzen, beschließen, H. h. Ap. 285, dem φρονεῖν 287 entsprechend. – Pind. hat so auch das act. τεκμαίρω, zeigen, durch ein Zeichen erkennen lassen, bezeichnen, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον Ol. 6, 73, τεκμαίρει συγγενὲς ἰδεῖν N. 6, 8; u. so sagt Aesch. Prom. 608 ἀλλά μοι τορῶς τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει παθεῖν, verkünde mir; endigen; τεκμήρατε πᾶσαν ἀοιδήν, Arat. 18. – 2; aus gewissen Zeichen erkennen, vermuthen, schließen, bes. für die Zukunft, einen Schluß machen, eine Vorbedeutung ziehen, ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι, Pind. Ol. 8, 3, aus dem Brandopfer ein Zeichen entnehmen, schließen, vgl. frg. 151, 5; ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, Aesch. Prom. 336; ἀνὴρ ἔννους τὰ καινὰ τοῖς πάλαι τεκμαίρεται, er schließt aus dem Alten auf das Neue, Soph. O. R. 916; εἰ τοῖς πάροιθε χρὴ τεκμαίρεσθαι, Eur. Rhes. 705; ἀφ' αὑτοῦ τὴν νόσον τεκμαίρεται, Ar. Vesp. 76; ἐσθῆτι, aus der Kleidung schließen, an ihr erkennen, Her. 7, 16, 3, τούτοις τεκμαιρόμενος λέγω, 1, 57; Thuc. 1, 1. 4, 123; περὶ τῶν μελλόντων τοῖς γεγενημένοις, aus dem Vergangenen die Zukunft errathen, beurtheilen, Isocr. 6, 59; Antiph. 5, 81; πολὺ δικαιότερόν ἐστι τοῖς ἔξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι τεκμαίρεσθαι, Dem. 34, 48; ἔκ τινος, Plat. Rep. II, 368 b; ἀπό τινος εἰς τὰ ἄλλα, Theaet. 206 b; εἴ τι δεῖ τοῖς πρόσθεν ὡμολογημένοις τεκμαίρεσθαι, Etwas folgern, Euthyd. 289 b; ὥςτε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι, Phaedr. 230 b; τεκμηράμενος ἕδρας πρεπ ούσας, bezeichnend, Legg. VIII, 849 e; Xen. Cyr. 7, 5, 62; ὀφθαλμοῖς, 4, 3, 21; τεκμήρασθαι ἦν τῷ ψόφῳ, man konnte es aus dem Geräusche schließen, An. 4, 2, 4; τεκμήραιο δ' ἂν τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν ἔν ναυσίν, Xen. Mem. 3, 5, 6; τοῦτο δ' ἄν τις τεκμήραιτο ἐκ τούτου, Pol. 26, 10, 12; auch mit στοχάζεσθαι vrbdn, 9, 2 l, 6. – Auch sich nach einem Zeichen umschen, oft mit dem Nebenbegriffe des Begehrens, Valck. Eur. Phoen. 186; τεκμαίρομαι εἴ με πεφίληκε, ungewiß sein, Strat. 19 (XII, 177); τεκμαίρεσθαί τι πρός τι, Etwas auf ein Ziel hinrichten, vgl. D. Per. 100. 135. – Auch = zählen, Ap. Rh. 4, 217, τίς τάδε τεκμήραιτο.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαίρομαι: μέλλ. τεκμᾰροῦμαι, Ξενοφ. Κύρ. 4. 3, 21· ἀόρ. ἐτεκμηράμην Ἀττ., Ἐπικ. τεκμ- Ὅμ.· ἀποθ., ἴδε κατωτ. Β (τέκμαρ). Δηλῶ διὰ σημείου, ἐμφαίνω, δεικνύω, ὁρίζω, προορίζω, διατάσσω, μάλιστα ἐπὶ θεῶν καὶ τῆς Μοίρας, θεοὶ κακὰ τεκμήραντο Ἰλ. Ζ. 349· κακά... τεκμαίρεται ἀνθρώποισι Η. 70· πόλεμον, δίκην τινί τ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 227, 237· - καθόλου, ἐπὶ παντὸς προσώπου ἐν ἀξιώματι, ἐπιβάλλω ἔργον εἴς τινα, παραγγέλλω, προστάσσω, ὁρίζω, προδιαγράφω, πομπὴν δ’ ἐς τόδ’ ἐγὼ τεκμ. Ὀδ. Η. 317· ἄλλην θ’ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη Κ. 563· καὶ μετά τινος προσθέτου σημασίας τοῦ προαγγέλλειν ἢ προφητεύειν, τότε τοι τεκμαίρομ’ ὄλεθρον Λ. 112, Μ. 139· - μετ’ ἀπαρ., ὁρίζω κατ’ ἐμαυτόν, δηλ. σχεδιάζω, ἔχω σκοπὸν νὰ πράξω, ἀποφασίζω, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 285 (ὅπερ ἐν στίχ. 287 ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ φρονεῖν), πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 559 - σημειώνω, Λατ. designare, ἕδρας πρεπούσας Πλάτ. Νόμ. 849Ε. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., σχεδὸν ἀείποτε, κρίνω ἐκ σημείων, σχηματίζω κρίσιν περί τινος πράγματος, εἰκάζω, ζητῶ, νὰ ὁρίσω ἢ προσδιορίσω, συμπεραίνω, προσβάσεις πύργων Εὐρ. Φοίν. 181· κύματα, φύλλα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 217· ἀπολ., σχηματίζω κρίσιν ἢ εἰκασίαν, τέταρσιν ὀφθαλμοῖς Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τεκμαιρόμενον λέγειν, ἐξ εἰκασίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 4, 1, πρβλ. συντεκμαίρομαι. 2) τὸ ἐφ’ οὗ τις στηριζόμενος σχηματίζει τὴν κρίσιν ἢ εἰκασίαν συνήθως ἐκφέρεται κατὰ δοτικήν, ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι, σχηματίζειν κρίσιν ἐκ τῶν ἐμπύρων θυσιῶν, Πινδ. Ο. 8. 4· τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 151. 5· τ. τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν Ἡρόδ. 1. 57· τ. τὰ μὴ γιγνωσκόμενα τοῖς ἐμφανέσι, κρίνωεἰκάζω τὰ ἄγνωστα ἐκ τῶν γνωστῶν, ὁ αὐτ. 2. 33, πρβλ. 7. 16, 3 ἔργω κοὐ λόγῳ τ. Αἰσχύλ. Πρ. 336· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι Σοφ. Ο. Τ. 916· τοῖς παροῦσι τἀφανῆ Εὐριπ. Ἀποσπ. 578· τούς... περιεσομένους τοῖς ξύμπασι σημείοισι, ἐξ ὅλων τῶν συμπτωμάτων, Ἱππ. 46. 34, πρβλ. 396, 1· τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις Ἰσοκρ. 70Α· περὶ τῶν μελλόντων τοῖς ἤδη γεγενημένοις ὁ αὐτ. 128Β· - ὡσαύτως, τ. τὰ μέλλοντα ἐκ τῶν γεγενημένων Δείναρχ. 94. 28, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 2, Πλάτ. Συμπ. 204C· ἀφ’ αὑτοῦ τὴν νόσον τ. Ἀριστοφάν. Σφ. 76, πρβλ. Θουκ. 4. 123, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6, Πλάτ., κλπ.· τὸ ἀπό τινος εἴς τι Πλάτ. Θεαίτ. 206Β· τ. τι πρός τι Δημ. 820. 15· πόθεν τοῦτο τεκμαίρει; Πλάτ. Κρίτων 44Α, πρβλ. Πολ. 433Β· - σπανίως μετὰ γεν., τ. κατηγορίας οὐ προγεγενημένης, ἐκ τοῦ ὅτι..., Θουκ. 3. 53· τ. τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ, κρίνω περὶ τῆς ὁδοῦ διὰ τοῦ πυρός, Ἀππ. Ἐμφυλ. 44, Μιθρ. 5, Ἄρατ. 1129, 1154· τ. τοῦ δένδρου πρὸς τὴν ναῦν, εἰκάζω τὸ ὕψος τοῦ δένδρου συγκρίνων αὐτὸ πρὸς τὸ πλοῖον, Φιλόστρ. 838, πρβλ. 28· οὕτω καί, οἶσθα ὅθεν τεκμαίρομαι Πλάτ. Πολ. 433Β, πρβλ. Φαῖδρον 235C. 3) μετ’ ἀπαρ., τ. τοῦτο οὕτω ἕξειν ἐκ τοῦδε Ξενοφ. Κύρ. 8. 1, 28, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 578C· οὕτω καὶ μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως, τεκμαίρεσθαί τι ὅτι... (πρβλ. τεκμήριον Ι). Θουκ. 1. 1, Ξεν. Πολ. 8, 2· ὡς μέγα... τὴν Αἴτνην ὄρος εἶναί φασι, τεκμαίρου, κρῖνον πόσον μέγα εἶναι..., Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 2· εἰ δέ με καὶ πεφίληκε τεκμαίρομαι, δὲν εἶμαι βέβαιος, Ἀνθολ. Π. 12. 177. - Πρβλ. τέκμαρσις. 4) ἀναγνωρίζω, ὄπα κούρης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 73· αὐτὸν Άλέξανδρον τεκμαίρεο Ἀνθολ. Πλαν. 121. ΙΙΙ. προβάλλω, ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκὸν Διον. Π. 101, 135, 178· - ἀπολ., προέχω, ἐξέχω, ἐπὶ ὀδόντων, Νικ. Θηρ. 231. Β. ὁ ἐνεργ. τύπος τεκμαίρω ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς, δεικνύω διά τινος τεκμηρίου, τεκμαίρει χρῆμ’ ἕκαστον, ἡ περίστασις ἀποδεικνύει ἕκαστον ἄνθρωπον (δεικνύει τὴν ἀξίαν κλπ. ἑκάστου), Πινδ. Ο. 6. 123 τεκμαίρει... ἰδεῖν, παρέχει σημεῖα (εἰς τοὺς ἀνθρώπους) ὥστε νὰ ἴδωσι..., ὁ αὐτ. Ν. 6. 14· ἀλλά μοι... τέκμηρον, ὅ τι μ’ ἐπαμμένει παθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 605· τ. κέλευθον, δεικνύω, δηλῶ, φανερώνω τὴν ὁδόν, Νικ. Θηρ. 680· τ. ἀοιδήν, ὁδηγεῖν..., Ἄρατ. 18.

English (Autenrieth)

(τέκμωρ), aor. τεκμήρατο, -ντο: set an end, hence decree, appoint, ordain, Il. 6.349, Od. 7.317; portend, predict, Il. 7.70, Od. 11.112, Od. 12.139.

Greek Monolingual

ΝΜΑ (και ενεργ
τακμαίρω Α τέκμαρ
από ορισμένα σημεία-πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ.
γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ.
δ. «οὐ τὰ καινὰ τοῑς πάλαι τεκμαίρεται», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
(ιδίως για θεούς) φανερώνω με ορισμένο σημείο, ορίζω (α. «ἐπεί τάδε γ' ὧδε θεοὶ κακὰ τεκμήραντο», Ομ. Ιλ.
β. «πόλεμον τεκμαίρεται Ζεύς», Ησίοδ.)
αρχ.
1. προστάζω, διατάζωἄλλην δ' ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη», Ομ. Οδ.)
2. προμηνύω, προλέγωτότε τοι τεκμαίρομ' ὄλεθρον νηΐ τε καὶ ἑτάροις», Ομ. Οδ.)
3. σχεδιάζω, προγραμματίζω κάτι («τεκμήρατο... νοστήσειν», Απολλ. Ρόδ.)
4. αναγνωρίζω (α. «ὄπα κούρης τεκμαίρετο», Απολλ. Ρόδ.
β. «αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τεκμαίρεο», Ανθ. Παλ.)
5. διευθύνω προς ορισμένο σημείο, κατευθύνω («εἰς ἄνεμον τεκμαίρεται ὁλκόν», Δίον. Περ.)
6. (ο ενεργ. τ.) τεκμαίρω
κάνω γνωστό, δείχνω, σημαίνωἀλλά μοι τορῶς τέκμηρον ὅ,τι μ' ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.)
7. θέτω τέρμα, τερματίζω («τεκμήρατε πᾱσαν ἀοιδήν», Αρατ.).

Greek Monotonic

τεκμαίρομαι: μέλ. τεκμᾰροῦμαι, αόρ. ἐτεκμηράμην, Επικ. τεκμηράμην· αποθ. (τέκμαρ
Α. I. δηλώνω με σημάδι ή όριο, ορίζω, διατάσσω, σε Όμηρ.· επιβάλλω έργο σε κάποιον, προστάζω, ορίζω, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., σχεδιάζω, έχω σκοπό να πράξω, σε Ομηρ. Ύμν.
II. κρίνω από σημεία και ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη για κάποιο πράγμα, εικάζω, υπολογίζω, αποφαίνομαι, σε Ευρ.· απόλ., συμπεραίνω, σε Ξεν.· λόγος στον οποίο κάποιος στηρίζεται και εικάζει, συνήθως εκφέρεται με δοτ., ἐμπύροις τεκμαίρεσθαι, να σχηματίζεις κρίση μέσα από τις έμπυρες θυσίες, σε Πίνδ.· τεκμαίρομαι ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, σε Αισχύλ.· τὰ καινὰ τοῖς πάλαι, σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., τεκμαίρομαι τοῦτο οὕτω ἕξειν, σε Ξεν. Β. Ο Ενεργ. τύπος τεκμαίρω απαντά στους ποιητές, δείχνω μέσα από κάποιο σημάδι ή ένδειξη, τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον, η περίσταση αποδεικνύει τον κάθε άνθρωπο (δηλ. δείχνει την αξία του, κ.λπ.), σε Πίνδ.· τεκμαίρει ἰδεῖν, παρέχει σημάδια (στους ανθρώπους) ώστε να δουν, στον ίδ.· τέκμηρον, ὅτι μ' ἐπαμμένει παθεῖν, μου δείχνει τί με περιμένει να υποφέρω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τεκμαίρομαι: (fut. τεκμᾰροῦμαι, aor. ἐτεκμηράμην - эп. τεκμηράμην), редко τεκμαίρω (только praes. и aor. ἑτέκμηρα)
1) (пред)определять, назначать, давать в удел (κακὰ ἀνθρώποισι Hom.; πόλεμόν τινι Hes.): τ. δίκην Hes. воздавать по заслугам;
2) указывать, предписывать (ὁδόν τινι Hom.): τέκμηρον, ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. скажи, что остается мне (еще) выстрадать;
3) решать: τεκμήρατο νηὸν ποιήσασθαι HH (Аполлон) решил построить себе храм;
4) предвещать (ὄλεθρόν τινι Hom.);
5) воспринимать, наблюдать (ὀφθαλμοῖς Xen.);
6) (умо)заключать, судить: τ. τί τινι Soph., τι ἔκ и ἀπό τινος Thuc., Xen., Plat., τ. ἀπό τινος εἴς τι Plat., τινι περί τινος Isocr. и τι πρός τι Dem. судить о чем-л. по чему-л., говорить что-л. на основании чего-л.; τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τ. Her. на основании очевидного судить о неизвестном; πόθεν τοῦτο τεκμαίρει; Plat. из чего ты это заключаешь?; λέγω τεκμαιρόμενος Xen. я говорю по догадке (предположительно).