ἀκμή: Difference between revisions
(1) |
(1a) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">point, edge; highest, culminating point, prime, zenith</b> (Il.);<br />Other forms: acc. <b class="b3">ἀκμήν</b> is used as adv. <b class="b2">as yet, still</b>, NGr. <b class="b3">ἀκόμη</b>, cf. Kretschmer Glotta 22, 234f.; otherwise Hatzidakis <b class="b3">Ἀθηνᾶ</b> 41, 79ff.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀκμαῖος</b> <b class="b2">in full bloom</b> (A.), <b class="b3">ἀκμηνός</b> <b class="b2">full-grown</b> (ψ 191).<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ-</b> [[sharp]]<br />Etymology: Derivative in <b class="b3">-μή</b> of the root in <b class="b3">ἀκ-ή</b>, <b class="b3">ἄκ-ρος</b> etc. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">point, edge; highest, culminating point, prime, zenith</b> (Il.);<br />Other forms: acc. <b class="b3">ἀκμήν</b> is used as adv. <b class="b2">as yet, still</b>, NGr. <b class="b3">ἀκόμη</b>, cf. Kretschmer Glotta 22, 234f.; otherwise Hatzidakis <b class="b3">Ἀθηνᾶ</b> 41, 79ff.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀκμαῖος</b> <b class="b2">in full bloom</b> (A.), <b class="b3">ἀκμηνός</b> <b class="b2">full-grown</b> (ψ 191).<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ-</b> [[sharp]]<br />Etymology: Derivative in <b class="b3">-μή</b> of the root in <b class="b3">ἀκ-ή</b>, <b class="b3">ἄκ-ρος</b> etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἀκή I]<br /><b class="num">I.</b> a [[point]], [[edge]]: [[proverb]]., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the [[rasor]]'s [[edge]] (v. [[ξυρόν]]); ἀμφιδέξιοι ἀκμαί the fingers of [[both]] hands, Soph.; ποδοῖν ἀκμαί the toes, Soph.<br /><b class="num">II.</b> the [[highest]] [[point]] of [[anything]], the [[bloom]], [[flower]], [[prime]], of man's age, Lat. [[flos]] aetatis, ἀκμὴ ἥβης Soph.; ἀκμὴ βίου Xen.; ἐν ἀκμῆι [[εἶναι]] =ἀκμάζειν, Plat.; ἀκμὴν ἔχειν, of [[corn]], to be [[ripe]], Thuc.; also of [[time]], ἀ. [[ἦρος]] the [[spring]]-[[prime]], Pind.; ἀ. θέρους mid-[[summer]], Xen.; ἀ. τῆς δόξης Thuc.; periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν Soph.<br /><b class="num">III.</b> like [[καιρός]], the [[best]], [[most]] [[fitting]] [[time]], Trag.; ἔργων, λόγων [[ἀκμή]] the [[time]] for doing, [[speaking]], Soph.; [[ἀκμή]] ἐστι, c. inf., 'tis [[high]] [[time]] to do, Aesch.; ἐπ' ἀκμῆς [[εἶναι]], c. inf., to be on the [[point]] of doing, Eur.; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]] 'tis [[come]] to the [[critical]] [[time]], Dem.<br /><b class="num">IV.</b> [[ἀκμήν]], acc. of [[ἀκμή]], used as adv., [[just]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> yet, [[still]], Theocr., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (cf. ἀκή A)
A point, edge: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the razor's edge (v. sub ξυρόν); ἀ. φασγάνου, ὅπλων, Pi.P.9.81, Plb.15.16.3 (pl.); ὀδόντων Pi.N.4.63, etc.; λόγχης ἀκμή E.Supp.318; κερκίδων ἀκμαί S.Ant.976; ἀμφιδέξιοι ἀ. both hands, Id.OT1243; ποδοῖν ἀ. feet, ib.1034; ἔμπυροι ἀκμαί pointed flames, E.Ph.1255, cf. πυρὸς ἀκμαί Epicr.6codd. II highest or culminating point of anything, flower, prime, zenith, esp. of man's age, ἀκμὴ ἥβης S.OT741; ἐντῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ Cratin.195; σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R.461a; μέτριος χρόνος ἀκμῆς 460e; ὀξυτάτη δρόμου ἀ. ibid.; ἀ. βίου X.Cyr.7.2.20, etc.; ἐν ταύταις ταῖς ἀ. Isoc.7.37; ἐν ἀκμῇ εἶναι, of corn, to be ripe, Th.4.2; ἀκμὴν ἔχειν τῆς ἄνθης Pl.Phdr.230b; τοσοῦτον τῆς ἀ. ὑστερῶν Isoc. Ep.6.4; τῆς ἀ. λήγειν begin to decline, Pl.Smp.219a:—in various relations, ἀ. ἦρος spring-prime, Pi.P.4.64; ἀ. θέρους mid-summer, X. HG5.3.19; βραχεῖα ἀ. πληρώματος Th.7.14; ἀ. τοῦ ναυτικοῦ flower of their navy, Id.8.46; ἀ. τῆς δόξης Id.2.42; ἡ ἀ. τῆς Σπάρτης, τῶν νέων Demad.12; ἀ. νούσου crisis of disease, Hp.Acut.38:—generally, strength, vigour, ἐν χερὸς ἀκμᾷ Pi.O.2.63, cf. A.Pers.1060; ἀ. ποδῶν swiftness, Pi.I.8(7).41, cf. A.Eu.370; φρενῶν Pi.N.3.39; συμπεσεῖν ἀκμᾷ βαρύς cj. Id.I.4(3).51: periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν S.OC 1066. 2 Rhet., ἀκμὴ λόγου supreme effort, culmination, climax, Hermog.Inv.4.4, Id.1.10; pl., ib.11, cf. Philostr.VS1.25.7. III of Time, like καιρός, the time, i. e. best, most futing time, freq. in Trag., ἡνίκ' ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ' ἀκμάς S.OT1492; ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή time for doing, speaking, sitting still, Id.El.22, Ph.12, Aj.811: c. inf., κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers.407, cf.Ag.1353; ἀπηλλάχθαι δ' ἀ. S.El.1338; σοὶ . . ἀ. φιλοσοφεῖν Isoc.1.3; ὁ καιρὸς ἔστ' ἐπ' αὐτῆς τῆς ἀκμῆς Ar.Pl.256; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on point of doing, E.Hel. 897; εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις in the nick of time, E.HF532; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν it is come to the critical time, D.4.41; ἀκμὴν εἴληφεν have reached a critical moment, Isoc.Ep.1.1, cf. Plu.Sol.12, 15, 2.656f. IV eruption on face, Cass.Pr.13, Aët.7.110, 8.13 (f.l. ἀκνάς, whence mod. acne). ἄκμη, v. ἄκμηνος.
German (Pape)
[Seite 74] ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῦν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι (ἅπαξ εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσθαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνθης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνθοῦσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν ἀκμή Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῦ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή θέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; ἦρος Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ συμφέρον; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); ἀκμή σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφθείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; ἀκμή ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν ἐλθεῖν. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῦν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου ἀκμή Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάθους Luc. Abdic. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμή: ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι.), ὀξὺ σημεῖον, τὸ κοπτερὸν μέρος μαχαίρας, ἄκρα, παροιμ. ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς κρισιμώτατον σημεῖον, (ἴδε ἐν λ. ξυρόν), ἀκμὴ φασγάνου, ξίφους, ὀδόντων, Πίνδ., κτλ.· κερκίδων ἀκμαί, Σοφ. Ἀντ. 976· λόγχης ἀκμή, Εὐρ. Ἱκ. 318· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, αἱ ἄκραι ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1243· ποδοῖν ἀκμαί, οἱ πόδες, ὁ αὐτ. 1034· πυρὸς ἀκμαί, ἔμπυροι ἀκμαί, ἴδε ἐν λέξ. ῥῆξις. ΙΙ. τὸ ὕψιστον ἢ σπουδαιότατον σημεῖον παντὸς πράγματος, τὸ ἄνθος, ἡ ἀκμή, τὸ ζενίθ, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, Σοφ. Ο. Τ. 741· ἐν τῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13· σώματός τε καὶ φρονήσεως, Πλάτ. Πολ. 461Α· μέτριος χρόνος ἀκμῆς, ὁ αὐτ. Πολ. 460Ε· ἀκμὴ βίου, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20, κτλ.· εἰς ἀκμὴν ἐλθών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 532· ἐν ἀκμῇ εἶναι = ἀκμάζειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, Ἰσοκρ. 147Α· ἀκμὴν ἔχειν, ἐπὶ σίτου, ὥριμον εἶναι, Θουκ. 4. 2· τοσοῦτον τῆς ἀκμῆς ὑστερῶν Ἰσοκρ. 418D· τῆς ἀκμῆς λήγειν, ἀρχίζω νὰ παρακμάζω, Πλάτ. Συμπ. 219Α: ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, ὡς: ἀ. ἦρος, ἡ ἀκμὴ τοῦ ἔαρος (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος the point of dawn), Πινδ. Π. 4. 114· ἀ. θέρους, τὸ μέσον τοῦ θέρους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· ἀ. πληρώματος, ἄριστον πλήρωμα πλοίου, Θουκ. 7. 14· ἀ. τοῦ ναυτικοῦ, τὸ ἄνθος τοῦ ναυτικοῦ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 46· ἀ. τῆς δόξης, ὁ αὐτ. 2. 42· αἱ ἀκμαί, τὸ κρίσιμον σημεῖον ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1245: ― καθόλου, ἰσχύς, ζωηρότης, ἐν χειρὸς ἀκμᾷ, Πινδ. Ο. 2. 113· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ἀ. ποδῶν, ταχύτης, Πινδ. Ι. 8. (7). 83, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 370· φρενῶν, Πινδ. Ν. 3. 68· βαρὺς ἀκμᾷ, φοβερὸς κατὰ τὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. Ι. 4. 86 (3. 81): ― Περιφρασ. ὡς τὸ βία, ἀκμὰ Θησειδᾶν, Σοφ. Ο. Κ. 1061. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς τὸ καιρός = ὁ καιρός, δηλ. ὁ κάλλιστος, ὁ ἁρμοδιώτατος χρόνος, συχν. παρὰ Τραγ., ἡνίκ’ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ’ ἀκμάς, Σοφ. Ο. Τ. 1492· ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή, καιρὸς πρὸς ἔργα, λόγους, ἡσυχίαν, ὁ αὐτ. Φ. 12, Ἠλ. 22, Αἴ. 811· ― μετ’ ἀπαρεμφ., κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 407· πρβλ. Ἀγ. 1353· ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκ. Σοφ. Ἠλ. 1338· ἐπ’ ἀκμῆς εἶναι, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑλ. 897· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 256· σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν, Ἰσοκρ. 1C: ― ἐπ’ αὐτήν ἥκει τὴν ἀκμήν, ἔχει φθάσῃ εἰς τὸ κρίσιμον σημεῖον, Δημ. 52. 7· ἀκμήν λαμβάνειν, δράττεσθαι τῆς προσηκούσης στιγμῆς, Ἰσοκρ. (ἐπιστ.), 404., Πλούτ., τὴν ὀξυτάτην ἀκ. παριέναι, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, Πλάτ. Πολ. 460Ε· πρβλ. καὶ τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. partie aiguë d’un objet :
1 pointe : λόγχης EUR d’une lance ; ποδοῖν SOPH la pointe des pieds ; ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς SOPH avec les deux mains;
2 tranchant : ξυροῦ d’un rasoir;
II. fig.
1 le plus haut point (de force, de puissance, etc.) : ἀκμὴ τοῦ βίου XÉN la force de l’âge ; ἥβης SOPH la fleur de l’âge ; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς ISOCR dans la force même de l’âge ; force, puissance : χερῶν ἀκμή ESCHL vigueur des bras ; périphr. ἀκμὴ Θησειδᾶν SOPH les Théséides (cf. βία);
2 le moment où la chose est à point, le moment opportun : ἀκμὴ γὰρ οὐ μακρῶν λόγων SOPH car c’est le moment d’agir, non de longs discours ; κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκμή ESCHL ce n’était plus le moment de différer ; ἐπὶ τὴν ἀκμὴν ἥκειν DÉM être arrivé à point ; ἀκμὴν λαμβάνειν ISOCR saisir l’occasion ; ἀκμὴν διαφθείρειν PLUT laisser se passer ou perdre l’occasion ; adv. • ἀκμήν au moment même.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
English (Autenrieth)
(root ακ): edge, in the prov. ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς, Il. 10.173†.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄκμα Hsch.
ayuno, abstinencia, ἄκμηνος ... παρὰ τὴν ἀκμήν· οὕτω τὴν ἀσιτίαν Αἰολεῖς λέγουσι Sch.Er.Il.19.163, cf. Hsch., Eust.1178.23.
• Etimología: Dud. si se trata de un término acuñado para explicar etim. ἄκμηνος q.u.
-ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I filo φασγάνου Pi.P.9.81, ὅπλων Plb.15.16.3, ὀδόντων Pi.N.4.63, (ὀνύχων) Plu.2.966c
•prov. ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς (la suerte, decisión) se asienta en el filo de una navaja, el momento es decisivo, Il.10.173, Thgn.557, cf. Hdt.6.11
•punta λόγχης E.Supp.318, δούρατος Theoc.22.185, κερκίδων S.Ant.976, ἔμπυροι ἀκμαί lenguas de fuego E.Ph.1255
•de las extremidades del cuerpo ποδῶν ἀκμαί plantas de los pies A.Eu.374 διατόρους ποδοῖν ἀκμάς extremidades de los pies atravesadas S.OT 1034, κόμην σπῶσ' ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς arrancándose el pelo con sus dos manos S.OT 1243.
II 1c. nombres de frutos maduración, sazón πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι Th.4.2, εἰς ἀκμὴν ἐλθεῖν PMerton 92.11 (IV d.C.), καυλῶν Thphr.CP 6.11.12.
2 ref. a la vida humana madurez, florecimiento βίου θαλέθοντος ἐν ἀκμῇ Emp.B 20.3, cf. X.Cyr.7.2.20, χρόνος ἀκμῆς εἴκοσι ἔτη γυναικὶ, ἀνδρὶ τριάκοντα Pl.R.460e, ἀ. ἥβης S.OT 741, ἀ. ἡλικίας D.S.3.58, ὡς μέσος ἀκμήν en la flor de la edad Theoc.25.164, ἀ. τῶν νέων la flor de la juventud (c. un doble sent. sexual), Ar.Ec.720, οἱ ἐν ἀκμῇ los jóvenes Plb.6.37.9
•perifr. ἀ. Θησειδᾶν los Teseidas, S.OC 1066.
3 c. conceptos que admiten gradación culminación, grado máximo, madurez, colmo c. gen. de abstr. ἀ. τοῦ κάλλους Cratin.208, φρενῶν Pi.N.3.39, (ὄψεως) Pl.Smp.219a, ῥώμης Eub.6.6, ἰσχύος Pi.O.1.96, σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R.461a, δόξης Th.2.42, φρονημάτων Gorg.B 11a.13 (ap.crít.), πάθους Luc.Abd.16, ἀ. εὐτυχίας el colmo de la buena suerte Ael.VH 2.10
•c. concr. máximo vigor χερός Pi.O.2.63, ποδῶν ref. la velocidad de Aquiles, Pi.I.8.37, τῆς ἄνθης Pl.Phdr.230b, χερός Pi.O.2.63
•c. palabras que indican actividad momento culminante ἐγχέων del combate Pi.P.1.11, ἀγῶνος Paus.10.21.4, ἀσκήσεων Pl.Lg.840a, δρόμου Pl.R.460e, μάχη ἀκμὴν ἔχει Plu.Phil.6, cf. 2.736e
•medic. esp. ref. a la enfermedad y frec. en plu. momento de mayor intensidad, clímax, acmé, de las fiebres, inflamaciones e hinchazones máxima subida op. ἀρχή, ἀρχαί ‘comienzo’ τῆς νούσου ἡ ἀκμή Hp.Acut.38, κατὰ τὰς ἀρχὰς ... τῶν ὀξυτάτων πυρετῶν Gal.7.202, ἀκμὰς μὲν σφοδροτάτας ἴσχοντες Gal.8.330, ἐν ὑπερβολῇ καυσοῦ κατὰ τὰς ἀκμάς Archig. en Aët.3.170, αἱ ἀκμαὶ τῶν φλεγμονῶν el punto máximo al que llega la inflamación Gal.13.997
•concr., como n. de una afección de los párpados κάλλιστον ... πρὸς τὰς ἀκμὰς καὶ ἑλκώσεις πάσας de un remedio, Aët.7.103, ὑποπύοις ἐν ἀκμαῖς Aët.7.107
•ret. ἀ. λόγου culminación, clímax del discurso Hermog.Inu.4.4 (p.189), ὑποθέσεων Philostr.VS 537.
4 concr. la flor, la crema, lo más escogido τοῦ ναυτικοῦ Th.8.46, ἀ. τῆς Σπάρτης Demad.87.12, τῶν νέων Demad.87.12.
III temp.
1 el filo, la culminación, a mediados ἦρος Pi.P.4.64, ἀ. θέρους X.HG 5.3.19, ἀ. καύματος Plb.11.24.5, χειμῶνος Plb.5.51.1.
2 tiempo oportuno, justo, momento de ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν D.4.41, ἀκμὴν εἴληφεν alcanzó el momento crítico Isoc.Ep.1.1, c. inf. κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers.407, τὸ μὴ μέλλειν δ' ἀκμή A.A.1353, ἀπηλλάχθαι δ' ἀκμή S.El.1338, φιλοσοφεῖν Isoc.1.3, cf. ἐπ' ἀκμῆς εἶναι ... ἰδεῖν E.Hel.897, c. gen. ἀ. ἔργων S.El.22, λόγων S.Ph.12, c. dat. εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις llegando en el momento oportuno para tus seres queridos E.HF 532.
IV adv. ἀκμήν
1 en la culminación Cratin.408
•con mucho ἀπῆλθον ... ἀκμὴν ἔμπροσθεν αὐτῶν les aventajé con mucho, SB 8536.12 (Talmis V d.C.).
2 en este momento de ahora, en el pasado en ese momento, entonces ἀκμὴν δ' ὅσα τὰ κύμβαλ' ἠχεῖ A.Fr.339a, τὰ σκευοφόρα ... ἀ. διέβαινε X.An.4.3.26, ἀ. ἐκεῖνος ... ἐνεσκευάζετο Men.Fr.504
•todavía Hyp.Fr.116, Plb.1.13.12, Theoc.4.60, Eu.Matt.15.16, PGen.14.13 (byz.), Pall.H.Laus.35.9, ἀκμὴν ἔτι Plb.14.4.9, 15.6.6, cf. Sor.23.2, SB 8267.34 (I a.C.) en Bull.Epigr.1941.171.
• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
English (Thayer)
(ῆς, ἡ (cf. ἀκή (on the accent cf. Chandler § 116; but the word is 'a mere figment of the grammarians,' Pape (yet cf. Liddell and Scott) under the word), αἰχμή, Latin acies, acuo) among the Greeks a. properly, a point, to prick with (cf. (the classic) αἰχμή), b. extremity, climax, acme, highest degree, c. the present point of time. Hence, accusative (Winer s Grammar, 230 (216), 464 (432 f); Buttmann, 153 (134)) ἀκμήν with adverbial force, equivalent to ἐπί, even now, even yet: Theocritus, id. 4,60; Polybius 4,36, 8; Strat. epigr. 3, p. 101, Lipsius edition; Strabo 1. i. (c. 3prol.), p. 56; Plutarch, de glor. Athen. 2,85, others) Cf. Lob. ad Phryn., p. 123.
Greek Monolingual
η (Α ἀκμή)
1. το οξύ, το κοφτερό μέρος μεταλλικού όπλου ή οργάνου
«ακμή του ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (Πίνδ. Πυθ. 9, 81)
2. το κρισιμότερο σημείο, η αποφασιστική καμπή μιας υποθέσεως
«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην κόψη του ξυραφιού (πρβλ. Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)
3. η κατάλληλη περίσταση
«οὐκέτ' ὀκνεῑν καιρός, ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (Σοφ. Ηλ. 22)
4. η πλήρης εξέλιξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως
«βρίσκεται στην ακμή της δραστηριότητας»
αρχ.
«ἀκμὴ ἥβης» (Σοφ. Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ ἦρος» (Πίνδ. Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (Πλάτ. Πολιτ. 461 a)
5. τα εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία
«ακμή νεανική» (πρβλ. Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)
αρχ.
δύναμη, ζωηρότητα του ύφους (Ερμογ. Ρήτωρ, 249.2 a).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ακμή ξεκινώντας από την αρχική, βασική έννοια «της αιχμής, της κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο σημείο (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο σημείο», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή στιγμή, περίσταση», καθώς και την «ακρότατη, πλήρη εξέλιξη», άρα «το σφρίγος, τη ζωτικότητα». Η αιτ. ἀκμὴν (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «μόλις, τώρα δα, ακόμη». Ο τ. ἀκμήν, με ανάπτυξη του φωνήεντος ο από επίδραση τών επιρρηματικών τύπων τότε, πότε κ.τ.ό., εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε ἀκομὴν > ἀκομή, από όπου το σημερινό ακόμη και, με την επιρρ. κατάλ. -α, ακόμα. Η λ. ἀκμὴ (< ἀκ-μᾱ) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική ρίζα ακ- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (πρβλ. ἄκ-ρος, ἀκ-ή, ἄκ-ων, ἀκ-ὶς κ.ά.).
ΠΑΡ. ακμάζω, ακμαίας
αρχ.
ἀκμηνός.
ΣΥΝΘ. παρακμή, απακμή. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκμή: ἡ (ἀκή I),
I. αιχμή, άκρη, κόψη, χείλος· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμώτατο σημείο (βλ. ξυρόν)· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, τα ακροδάχτυλα και των δύο των χεριών, σε Σοφ.· ποδοῖν ἀκμαί, τα δάκτυλα των ποδιών, στον ίδ.
II. το ψηλότερο σημείο ενός πράγματος, άνθος, ακμή, το ζενίθ της ανθρώπινης ηλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, στον ίδ.· ἀκμὴ βίου, σε Ξεν.· ἐν ἀκμῇ εἶναι = ἀκμάζειν, σε Πλάτ.· ἀκμὴν ἔχειν, λέγεται για σιτάρι που έχει μεστώσει κι είναι έτοιμο για θερισμό, σε Θουκ.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἀκ. ἦρος, η ακμή της άνοιξης, σε Πίνδ.· ἀκ. θέρους, μεσο-καλόκαιρο, σε Ξεν.· ἀκ. τῆς δόξης, σε Θουκ.· περιφρ. όπως το βία, ἀκμή Θησειδᾶν, σε Σοφ.
III. όπως το καιρός, ο πιο πρόσφορος, ο καταλληλότερος, η καταλληλότερη περίοδος, σε Τραγ.· ἔργων, λόγων ἀκμή, καιρός για πράξεις, έργα, καιρός για λόγια, σε Σοφ.· ἀκμή ἐστι με απαρ., είναι η κατάλληλη ώρα να κάνω, σε Αισχύλ.· ἐπ' ἀκμῆς εἶναι με απαρ., είμαι στο όριο του να κάνω κάτι, σε Ευρ.· ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, έχει φθάσει στο κρίσιμο σημείο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμή: дор. ἀκμά ἡ
1) край, кончик, острие (ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками; ποδοῖν ἀκμαί Soph. ступни; ἔμπυροι ἀκμαί Eur. огненные языки; ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. на острие бритвы, т. е. в критическом положении;
2) высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость (ἤβης Soph.; βίου Xen.): ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. в цвету, в расцвете;
3) разгар (θέρους Xen.): χειμῶνος αἱ περὶ τροπὰς ἀκμαί Plut. зимний солнцеворот; τῆς μάχης ἀκμὴν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. в самый разгар сражения;
4) цвет, лучшая часть (τοῦ ναυτικοῦ Thuc.);
5) сила, мощь (χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.): ἡ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. острота зрения;
6) лучшая пора, наиболее подходящее время: ἥκεις εἰς ἀκμὴν ἐλθών Eur. ты пришел кстати; γάμων ἀκμαί Soph. брачный возраст; ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. не время долго говорить; ἀκμὴν παριέναι Plat., ἀκμὴν διαφθείρειν Plut. упустить момент.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: point, edge; highest, culminating point, prime, zenith (Il.);
Other forms: acc. ἀκμήν is used as adv. as yet, still, NGr. ἀκόμη, cf. Kretschmer Glotta 22, 234f.; otherwise Hatzidakis Ἀθηνᾶ 41, 79ff.
Derivatives: ἀκμαῖος in full bloom (A.), ἀκμηνός full-grown (ψ 191).
Origin: IE [Indo-European] [18] *h₂eḱ- sharp
Etymology: Derivative in -μή of the root in ἀκ-ή, ἄκ-ρος etc.
Middle Liddell
[ἀκή I]
I. a point, edge: proverb., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the rasor's edge (v. ξυρόν); ἀμφιδέξιοι ἀκμαί the fingers of both hands, Soph.; ποδοῖν ἀκμαί the toes, Soph.
II. the highest point of anything, the bloom, flower, prime, of man's age, Lat. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης Soph.; ἀκμὴ βίου Xen.; ἐν ἀκμῆι εἶναι =ἀκμάζειν, Plat.; ἀκμὴν ἔχειν, of corn, to be ripe, Thuc.; also of time, ἀ. ἦρος the spring-prime, Pind.; ἀ. θέρους mid-summer, Xen.; ἀ. τῆς δόξης Thuc.; periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν Soph.
III. like καιρός, the best, most fitting time, Trag.; ἔργων, λόγων ἀκμή the time for doing, speaking, Soph.; ἀκμή ἐστι, c. inf., 'tis high time to do, Aesch.; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on the point of doing, Eur.; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν 'tis come to the critical time, Dem.
IV. ἀκμήν, acc. of ἀκμή, used as adv., just, Xen.
2. yet, still, Theocr., NTest.