φορτικός: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
m (Text replacement - "müthig" to "mütig") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, [[πλοῖον]], ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, [[lästig]], beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ [[βωμολόχος]] Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; [[κωμῳδία]] Ar. Vesp. 66; [[χωρίον]] Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν [[πρᾶγμα]] ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν [[ὄρχημα]], ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, [[πλοῖον]], ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, [[lästig]], beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ [[βωμολόχος]] Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; [[κωμῳδία]] Ar. Vesp. 66; [[χωρίον]] Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν [[πρᾶγμα]] ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν [[ὄρχημα]], ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; [[λέγω]] οὐ τοῦ φορτικοῦ [[ἕνεκα]], ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich übermütig über ihn zu erheben, Aeschin. 1, 41; [[ἔπαινος]] Arist. eth. 10, 8; φορτικῶς, ungebührlich, ἐπαινεῖν Plat. Rep. VII, 528 e, u. öfter; καὶ [[χύδην]] λέγειν Isocr. 12, 24; διαλέγομαι Luc. Tim. 3; εἰ μὴ φορτικὸν εἰπεῖν Pisc. 5; Alex. 20 φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι [[περί]] τινος, mehr nach Art des gemeinen, rohen Haufens, als eines wissenschaftlich Gebildeten über Etwas sprechen; [[ἀνόητος]] καὶ [[φορτικός]] Plut. Alc. 3 l. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:40, 14 November 2023
English (LSJ)
φορτική, φορτικόν: (φόρτος):—prop.
A fit for carrying, πλοῖον φορτικόν a ship of burden, D.C.56.27, v.l. in Th.6.88.
II of the nature of a burden: metaph. (cf. φόρτος ΙΙ), tiresome, wearisome, τό λέγειν.. φ. καὶ ἐπαχθές D.5.4; τοῖς συνοῦσι φ. Plu.2.456e, cf. 44a, etc.; φ. ἀκολούθων ὄχλῳ because of the crowd... Luc.Nigr.13; φορτικωτάτη λειτουργία = most onerous, POxy.904.9 (v A. D.).
2 coarse, vulgar, common, ἄνδρες Ar.Nu.524; opp. πεπαιδευμένος, Arist.Pol. 1342a20; οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, opp. οἱ χαρίεντες, Id.EN1095b16; βωμολόχοι καὶ φορτικοί ib.1128a5; φορτικὸς καὶ νεόπλουτος Plu.2.708c.
b of things, φ. κωμῳδία a vulgar, low comedy, Ar.V.66, cf. Pl.Phdr.236c; φ. τὸ χωρίον Ar.Lys.1218; φ. γέλως Com.Adesp.644; δίαιτα φορτικωτέρα καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Phdr.256b; ἡδονὴ φ. Id.R.581d; φ. καὶ δημηγορικά base, low arguments, ad captandum vulgus, Id.Grg.482e; φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ Id.Ap.32a; τῷ φ. προσχρῆσθαι Id.Cra. 435c; φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι Id.Euthd.286e; φ. ἔπαινος Arist.EN1178b16; ἡ ἅπαντα μιμουμένη [τέχνη] φορτική art that imitates with a view to any and every man is vulgar, Id.Po.1462a4; λέγω οὐ τοῦ φ. ἕνεκα I do not say it out of vulgar arrogance, Aeschin.1.41; of an inflated rhetorical style, φ. κατασκευή D.H.Lys.3; τὸ φ. τῆς λέξεως vulgarity of style, Id.Th.27; τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, of the speeches of Iphicrates, Id.Lys.12; τὸ φ. τῶν μέτρων Luc.JTr. 14.
3 Adv. φορτικῶς = coarsely, vulgarly, σκοπεῖν Pl.Tht.183e, cf. R. 367a; φορτικῶς ἐπαινεῖν ib.528e; φορτικῶς καὶ χύδην λέγειν Isoc.12.24; φορτικῶς πολιτεύεσθαι Id.7.53; φορτικῶς καὶ σοβαρῶς Plu.2.634c; φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι to discourse more like a clown than one of liberal education, Id.Sol.3.
German (Pape)
[Seite 1301] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, πλοῖον, ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, lästig, beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ βωμολόχος Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; κωμῳδία Ar. Vesp. 66; χωρίον Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾶγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν ὄρχημα, ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; λέγω οὐ τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich übermütig über ihn zu erheben, Aeschin. 1, 41; ἔπαινος Arist. eth. 10, 8; φορτικῶς, ungebührlich, ἐπαινεῖν Plat. Rep. VII, 528 e, u. öfter; καὶ χύδην λέγειν Isocr. 12, 24; διαλέγομαι Luc. Tim. 3; εἰ μὴ φορτικὸν εἰπεῖν Pisc. 5; Alex. 20 φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι περί τινος, mehr nach Art des gemeinen, rohen Haufens, als eines wissenschaftlich Gebildeten über Etwas sprechen; ἀνόητος καὶ φορτικός Plut. Alc. 3 l.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté ou sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;
Cp. φορτικώτερος.
Étymologie: φόρτος.
Russian (Dvoretsky)
φορτικός:
1 тяжелый, тягостный, тяжеловесный, неуклюжий (σχῆμα ῥήματος Plut.);
2 тягостный, неприятный: εἰ φορτικώτερον εἶναι τὸ ῥηθησόμενον δόξει, λέξω Dem. если то, что я собираюсь сказать, и покажется неприятным, я (все же это) выскажу;
3 грубый, некультурный, тж. низменный, пошлый (χωρίον Arph.; ἡδοναί Plat.; ὁ μὲν πεπαιδευμένος, ὁ δὲ φορτικός Arst.): τὸ τῶν κωμῳδῶν πρᾶγμα φορτικὸν ποιεῖν Plat. разыгрывать пошлую комедию; οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι Arst. совершенно необразованная толпа - см. тж. φορτικόν.
Greek (Liddell-Scott)
φορτῐκός: -ή, -όν, (φόρτος)· ― κυρίως, ἁρμόδιος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, πλοῖον φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ Πολυδ. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), ἔνθα νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. φόρτιμος. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. φόρτος ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, ὀχληρός, ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το βάναυσος, ἄγροικος, χυδαῖος, κοινός, πρόστυχος, ἄνθρωπος ἀμέτοχος ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, ἰδιώτης, ἀπαίδευτος, Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. αὐτόθι 4. 8, 3· φ. καὶ νεόπλουτος Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. κωμῳδία, χυδαία, ταπεινὴ κωμῳδία, Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ χωρίον Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. γέλως Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· δίαιτα φ. καὶ ἀφιλόσοφος Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. ἐρώτημα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. ἔπαινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη (τέχνη) φορτική, ἡ τέχνη ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) εἶναι χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· λέγω οὐ τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, χυδαιότης ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν αὐτόθι 528Ε· φ. καὶ χύδην λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ μᾶλλον ὡς ἀπαίδευτος καὶ ἄγροικος ἢ ὡς φιλόσοφος, Πλουτ. Σόλων 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φορτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φόρτος
ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν.
γ. «τὸ κουμβαλεῖν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)
μσν.
δυσνόητος, δύσκολος
μσν.-αρχ.
(για νόμους ή αποφάσεις) αυστηρός, σκληρός
αρχ.
1. χυδαίος, ανάγωγος (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», Αριστοτ.
β. «δίαιτα φορτικὴ καὶ ἀφιλόσοφος», Πλάτ.)
2. (για ρητ. ύφος) πομπώδης και ανούσιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φορτικόν
η φορτικότητα, το να είναι κάτι πομπώδες και ανούσιο.
επίρρ...
φορτικώς / φορτικῶς, ΝΜΑ, και φορτικά Ν
με τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την εντύπωση του βαρετού
αρχ.
με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο.
Greek Monotonic
φορτῐκός: -ή, -όν (φόρτος)·
1. από τη φύση του αρμόδιος για τη μεταφορά φορτίων· μεταφ. (πρβλ. φόρτος II), ενοχλητικός, ανιαρός, σε Δημ., Λουκ.
2. βάναυσος, αγροίκος, κοινός, σε Αριστοφ., Πλάτ.· λέγεται για δημηγορικά επιχειρήματα, ταπεινά, χυδαία, Λατ. ad captandum vulgus, σε Πλάτ.· τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, εξαιτίας χυδαίας αλαζονείας, σε Αισχίν.· επίρρ. φορτικῶς, αγροίκως, χυδαίως, όπως ο απαίδευτος άνθρωπος σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
φορτῐκός, ή, όν φόρτος
1. of the nature of a burden: metaph. (cf. φόρτος II) burdensome, wearisome, Dem., Luc.
2. coarse, vulgar, common, Ar., Plat.; of arguments, low, vulgar, ad captandum vulgus, Plat.; τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα out of vulgar arrogance, Aeschin.: —adv. φορτικῶς, coarsely, vulgarly, like a clown, Plat., etc.