ἀνακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[incliner]] <i>ou</i> coucher en arrière : [[τόξον]] ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; <i>Pass.</i> se renverser en arrière ; être étendu <i>ou</i> couché sur le dos;<br /><b>2</b> replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; [[νέφος]] IL écarter un nuage;<br /><b>[[NT]]</b>: être à [[table]], se mettre à [[table]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κλίνω]].
|btext=<b>1</b> [[incliner]] <i>ou</i> coucher en arrière : [[τόξον]] ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; <i>Pass.</i> se renverser en arrière ; être étendu <i>ou</i> couché sur le dos;<br /><b>2</b> replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; [[νέφος]] IL écarter un nuage;<br />[[NT]]: être à [[table]], se mettre à [[table]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κλίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 07:45, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλίνω Medium diacritics: ἀνακλίνω Low diacritics: ανακλίνω Capitals: ΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: anaklínō Transliteration B: anaklinō Transliteration C: anaklino Beta Code: a)nakli/nw

English (LSJ)

poet. ἀγκλίνω, (v. κλίνω)
A lean one thing upon another, [τόξον] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας having laid it on the ground, Il.4.113; Ἔρως ἀνακλίνας τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1; ἀ. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, of sailors struggling against the wind, Arist.Mech. 851b13; cause to recline at table, Plb.31.4.5, Ev.Luc.12.37:—mostly in Pass., lie, sink, or lean back, recline, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od. 9.371; of persons asleep, 18.189; of rowers, 13.78; of the elephant, Arist.HA498a11; to be strung, of strings of lyre, Philostr.Im.1.10.
2 Pass., of ground, lie sloping upwards, Gp.2.3.1.
II push or put back, and so, open, θύρην ἀγκλίνας Od.22.156; so of the door of Olympus, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751, cf. Call.Ap.6; τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀ., i.e. the trap-door, Hdt. 5.16.
III throw the head back, and so, lift up, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγήν Pl.R. 540a.
IV overthrow, of earthquake, compared to batteringram, Paus.7.24.10.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀγκλ- Od.22.156
• Prosodia: [-ῑ-]
I c. compl. de cosa
1 v. act., de puertas abrir θύρην ... ἀγκλίνας Od.l.c., cf. Hdt.5.16
de nubes apartar ἡμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751
fig. de la mirada, Pl.R.540a.
2 derribar ὁ ... δεύτερος τῶν σεισμῶν ... ἀνέκλινεν αὐτίκα τοῖς ἐς πολιορκίαν μηχανήμασιν ὁμοίως Paus.7.24.10.
3 apoyar (τόξον) ποτὶ γαίῃ Il.4.113.
4 tensar τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1, en v. pas., de las cuerdas de la lira, Philostr.Im.1.10.
II c. compl. de pers. acostar τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον Hp.Fist.3, τὴν γυναῖκα Hp.Mul.1.68, cf. Eu.Luc.2.7.
en v. med. Arist.Cat.6b12
de ahí colocar a la mesa Plb.30.26.5, Eu.Luc.12.37.
III en v. med.-pas.
1 descorrerse κατοχῆες ἀνακλίνασθε πυλάων Call.Ap.6.
2 reclinarse, recostarse, inclinarse de pers. ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od.9.371, cf. 13.78, 18.189
del elefante, Arist.HA 498a11
fig. del suelo, en perf. estar inclinado, en cuesta, Gp.2.3.1
tb. v. act. c. refl. ἀνακλίνουσι ... ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἑαυτούς se inclinan hacia el lado contrario (los marineros para luchar contra el viento), Arist.Mech.851b14, cf. A.R.3.617
fig. εἰς βαθεῖαν εὐπορίαν καὶ σχολὴν ἄλυπον ἀνακλίνας ἑαυτόν Plu.2.498b.

German (Pape)

[Seite 192] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν ὕπτιος Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Gegensatz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.

French (Bailly abrégé)

1 incliner ou coucher en arrière : τόξον ποτὶ γαίῃ IL poser un arc à terre en le renversant (pour y ajuster la flèche) ; Pass. se renverser en arrière ; être étendu ou couché sur le dos;
2 replier sur soi-même : θύρην OD ouvrir une porte ; νέφος IL écarter un nuage;
NT: être à table, se mettre à table.
Étymologie: ἀνά, κλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακλίνω: эп. тж. ἀγκλίνω (ῑ)
1 прислонять, пригибать, приставлять (τινὰ ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς Hom.): ἀ. ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ ἐναντίον Arst. наклоняться против ветра;
2 pass. ложиться Polyb., NT: ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Hom. он повалился навзничь; ἀνακλίνεσθαι ἐπὶ τὰ εὐώνυμα Arst. ложиться на левый бок;
3 отворять (θύρην Hom., Her.);
4 отодвигать (πυκινὸν νέφος Hom.);
5 устремлять вверх, поднимать (τὴν τῆς ψυχῆς αὐγήν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλίνω: ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε κλίνω): ― στηρίζω τι ἐπί τινος, (τόξον) ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, κεῖμαι, βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» ὀπίσω, ἀνάκειμαι, Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. συνανακλίνομαι. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι ἀνάντης, ἀνωφερής, ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνοίγω (ἴδε ἀνίημι ΙΙ.), θύραν ἀγκλίνας Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. κλίνω τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω τεῖχος, ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέκλῖνα, part. ἀνακλίνᾶς and ἀγκλίνᾶς, pass. aor. part. ἀνακλινθείς, -θεῖσα, -θέντες: make to lean back or upon; τινὰ πρός τι (Od. 18.103), τόξον ποτὶ γαίῃ, ‘bracing against the ground,’ Il. 4.113; of doors, open (opp. ἐπιθεῖναι), Il. 8.395, Od. 22.156, Od. 11.525; pass., lean or sink back, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος, Od. 9.371; εὗδεν ἀνακλινθεῖσα, Od. 4.794; in rowing, Od. 13.78.

English (Strong)

from ἀνά and κλίνω; to lean back: lay, (make) sit down.

English (Thayer)

future ἀνακλινῶ; 1st aorist ἀνέκλινα; passive, 1st aorist ἀνεκλίθην; future ἀνακλιθήσομαι; (from Homer down); to lean against, lean upon;
a. to lay down: τινα, ἐν (τῇ) φάτνη).
b. to make or bid to recline: ἐπέταξεν αὐτοῖς, namely, the disciples, ἀνακλῖναι (ἀνακλιθῆναι L WH text) πάντας i. e. the people); T Tr WH κατέκλιναν); to lie back, recline, lie down: R G); Matthew 8:11 — in the last two passages used figuratively of participation in future blessedness in the Messiah's kingdom.

Greek Monolingual

ἀνακλίνω)
1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω
2. ανασηκώνω
3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.)
αρχ.
1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ
2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω
3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι
4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω
5. (για σεισμό) ανατρέπω, καταστρέφω
6. φρ. «ἀνακλίνω ἑμαυτὸν ἐπὶ τὸ ἐναντίον», για ναύτες που παλεύουν εναντίον του ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλίνω.
ΠΑΡ. ανάκλιντρο(ν), ανάκλιση(-ις)
αρχ.
ἀνακλισμός, ἀνάκλιτος.

Greek Monotonic

ἀνακλίνω: [ῑ], ποιητ. ἀγ-κλίνω, μέλ. -κλῐνῶ,
I. ακουμπώ, γέρνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, φέρνω σε κλίση (τόξον) ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, έχοντάς το ακουμπισμένο στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., γέρνω προς τα πίσω, ξαπλώνω, ακουμπώ, στηρίζω, Λατ. resupinari, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπρώχνω προς τα πίσω μια πόρτα, την ανοίγω, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Middle Liddell


I. to lean one thing upon another, τόξον ποτὶ γαίηι ἀγκλίνας having laid it on the ground, Il.:—Pass. to lean back, to lie on one's back, recline, Lat. resupinari, Od.
II. to push back a trap-door, to open it, Hom., Hdt. Hence

Chinese

原文音譯:¢nakl⋯nw 安那-克利挪
詞類次數:動詞(8)
原文字根:向上-斜
字義溯源:傾身向後,使斜倚,躺下,躺放,坐,坐下,坐席,斜躺;斜躺著,是昔時坐席姿態,所以這字有坐席的意思;由(ἀνά)*=上)與(κλίνω)*=傾斜)組成。和合本將此編號譯為:坐席(4次),坐下(3次),放(1次,本書譯為:躺放)。參讀 (ἀνάκειμαι)的同義字
出現次數:總共(8);太(2);可(1);路(5)
譯字彙編
1) 坐席(3) 太8:11; 路7:36; 路13:29;
2) 他要⋯坐席(1) 路12:37;
3) 叫⋯坐(1) 可6:39;
4) 躺放(1) 路2:7;
5) 坐(1) 太14:19;
6) 坐下(1) 路9:15

Léxico de magia

apoyar una cosa sobre otra en una invocación ἀριστερ<ὰν> ἀνακλιθεὶς <εἰς> τὸ δεξιὸν γόνυ αʹ habiendo apoyado la rodilla izquierda sobre la derecha una vez P XIII 643