πάλη: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0447.png Seite 447]] ἡ, 1) das Ringen, der [[Ringkampf]]; Il. 23, 635; δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω ἢ πὺξ ήὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, Od. 8, 206; κρατέων πάλᾳ, Pind. Ol. 8, 27; νικῶσι πυγμὴν καὶ πάλην, Eur. Alc. 1031; ἐν παιδοτρίβου δὲ [[τίνα]] πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238; Plat. Legg. VII, 795 b u. sonst in Prosa. Vgl. über die Kunst des Ringens, die darin bestand, daß man den Gegner niederschwang ([[πάλλω]]), oder durch Beinstellen hinwarf u. auf dem Boden festhielt, θλίβειν καὶ κατέχειν, Arist., außer der angeführten Stelle des Plat. noch Arist. rhet. 1, 5; Theocr. 24, 209 u. Plut. Symp. 2, 4; Heliod. 10, 3. – Uebh. der Kampf, πάλην ἅπτειν τινί, Aesch. Ch. 866; [[πάλη]] [[δορός]], Eur. Heracl. 160 u. a. D. – 2) = [[παιπάλη]], das feinste, durchgesiebte [[Mehl]] (auch von [[πάλλω]], nach Schol. Il. 10, 7 zum Unterschiede von dem Vorigen auch παλή betont), VLL., Hippocr. u. Sp. Auch übh. seiner Staub, Asche u. dgl. Bes. der seine Staub, mit welchem sich die Ringer, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, vor dem Ringen bestreu'ten, damit die Hände nicht von den durch Oel schlüpfrig gewordenen Gliedern abglitten, Ringerstaub, vgl. Xen. An. 4, 8, 26. – Nach Strab. 3, 2, 8 heißen [[πάλαι]] große Goldklumpen, die man im Goldsande Spaniens findet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0447.png Seite 447]] ἡ, 1) das Ringen, der [[Ringkampf]]; Il. 23, 635; δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω ἢ πὺξ ήὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, Od. 8, 206; κρατέων πάλᾳ, Pind. Ol. 8, 27; νικῶσι πυγμὴν καὶ πάλην, Eur. Alc. 1031; ἐν παιδοτρίβου δὲ [[τίνα]] πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238; Plat. Legg. VII, 795 b u. sonst in Prosa. Vgl. über die Kunst des Ringens, die darin bestand, daß man den Gegner niederschwang ([[πάλλω]]), oder durch Beinstellen hinwarf u. auf dem Boden festhielt, θλίβειν καὶ κατέχειν, Arist., außer der angeführten Stelle des Plat. noch Arist. rhet. 1, 5; Theocr. 24, 209 u. Plut. Symp. 2, 4; Heliod. 10, 3. – Übh. der Kampf, πάλην ἅπτειν τινί, Aesch. Ch. 866; [[πάλη]] [[δορός]], Eur. Heracl. 160 u. a. D. – 2) = [[παιπάλη]], das feinste, durchgesiebte [[Mehl]] (auch von [[πάλλω]], nach Schol. Il. 10, 7 zum Unterschiede von dem Vorigen auch παλή betont), VLL., Hippocr. u. Sp. Auch übh. seiner Staub, Asche u. dgl. Bes. der seine Staub, mit welchem sich die Ringer, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, vor dem Ringen bestreu'ten, damit die Hände nicht von den durch Oel schlüpfrig gewordenen Gliedern abglitten, Ringerstaub, vgl. Xen. An. 4, 8, 26. – Nach Strab. 3, 2, 8 heißen [[πάλαι]] große Goldklumpen, die man im Goldsande Spaniens findet.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 06:33, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰ́λη Medium diacritics: πάλη Low diacritics: πάλη Capitals: ΠΑΛΗ
Transliteration A: pálē Transliteration B: palē Transliteration C: pali Beta Code: pa/lh

English (LSJ)

[ᾰ] (A), ἡ,
A wrestling, Il.23.635; ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν Od. 8.206: κρατέων πάλα Pi.O.8.20; νικᾶν πυγμὴν καὶ π. E.Alc.1031. cf. Hp.Acut.(Sp.) 62, Th.1.6, Pl.Lg.795b, Plu.2.638d, Antyll. ap. Orib. 6.28.3; τίνα π. ἐμάνθανες; Ar.Eq.1238; παίδων, ἐφήβων νεωτέρων, μέσων, πρεσβυτέρων, ἀνδρῶν π., SIG959 (Chios), cf. IG5(2).549.16,30 (Lycosura, iv B. C.), etc.
2 generally, fight, battle, ἅπτειν πάλην τινί A.Ch.866 (anap.); π. δορός E.Heracl.159.[ᾰ] (B) (or παλή acc. to Sch.Il.10.7, to distinct it from foreg), ἡ,
A the finest meal, π. ἀλφίτου Hp.Mul.1.64, cf. Ruf.Ren.Ves.6.7, Arching. ap. Gal.12.791; π. πυρίνη Lycus ap. Orib.9.51.1; νάρθηκος πάλαι Zopyr. ap. eund.14.61.1.
2 any fine dust, ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ Pherecr.60, cf. Hsch. (Cf. Lat. pollen, pulvis.)

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, 1) das Ringen, der Ringkampf; Il. 23, 635; δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω ἢ πὺξ ήὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, Od. 8, 206; κρατέων πάλᾳ, Pind. Ol. 8, 27; νικῶσι πυγμὴν καὶ πάλην, Eur. Alc. 1031; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238; Plat. Legg. VII, 795 b u. sonst in Prosa. Vgl. über die Kunst des Ringens, die darin bestand, daß man den Gegner niederschwang (πάλλω), oder durch Beinstellen hinwarf u. auf dem Boden festhielt, θλίβειν καὶ κατέχειν, Arist., außer der angeführten Stelle des Plat. noch Arist. rhet. 1, 5; Theocr. 24, 209 u. Plut. Symp. 2, 4; Heliod. 10, 3. – Übh. der Kampf, πάλην ἅπτειν τινί, Aesch. Ch. 866; πάλη δορός, Eur. Heracl. 160 u. a. D. – 2) = παιπάλη, das feinste, durchgesiebte Mehl (auch von πάλλω, nach Schol. Il. 10, 7 zum Unterschiede von dem Vorigen auch παλή betont), VLL., Hippocr. u. Sp. Auch übh. seiner Staub, Asche u. dgl. Bes. der seine Staub, mit welchem sich die Ringer, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, vor dem Ringen bestreu'ten, damit die Hände nicht von den durch Oel schlüpfrig gewordenen Gliedern abglitten, Ringerstaub, vgl. Xen. An. 4, 8, 26. – Nach Strab. 3, 2, 8 heißen πάλαι große Goldklumpen, die man im Goldsande Spaniens findet.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 lutte d'athlètes;
2 par ext. lutte, combat.
Étymologie: R. Παλ secouer ; cf. πάλλω, παλάμη, etc.

Russian (Dvoretsky)

πάλη: дор. πάλᾱ (πᾰ) ἡ
1 (гимнастическая), борьба Pind., Arph., Plat., Arst. etc.: νικᾶν πυγμὴν καὶ πάλην Eur. победить в кулачном бою и в борьбе;
2 битва, сражение (ἅπτειν πάλην τινί Aesch.): π. δορός Eur. вооруженное столкновение.

Greek (Liddell-Scott)

πάλη: [ᾰ], ἡ, τὸ παλαίειν, κοινῶς «πάλαιμα», Λατιν. lucta, Ἰλ. Ψ. 635· ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσὶν Ὀδ. Θ. 206· κρατέων πάλᾳ Πινδ. Ο. 8. 27. νικᾶν πυγμὴν καὶ πάλην Εὐριπ. Ἄλκ. 1031, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 795Β· π. μανθάνειν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1238· συχν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 239, 245-6, 1421, κ. ἀλλ.· - Ὁ παλαιστὴς ἔπρεπε νὰ ῥίψῃ κάτω τὸν ἀντίπαλον (καὶ ἐκεῖ νὰ θλίβῃ καὶ κατέχῃ αὐτόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14)· περὶ τῶν διαφόρων τρόπων τῆς πάλης καὶ τῶν τηρουμένων συνηθειῶν κατ’ αὐτὴν ἴδε Πλάτ. Νόμ. 396, Θεόκρ. 24. 109, Πλούτ. 2. 638D. 2) καθόλου, μάχη, συμπλοκή, ἅπτειν πάλην τινὶ Αἰσχύλ. Χο. 866· π. δορὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 159. (Ἐκ τοῦ πάλλω, κινῶ τῇδε κακεῖσε, ῥίπτω).

English (Autenrieth)

wrestling, Il. 23.635 and Od. 8.206.

English (Strong)

from pallo (to vibrate; another form for βάλλω); wrestling: + wrestle.

English (Thayer)

παλης, ἡ (from πάλλω to vibrate, shake), from Homer down, wrestling (a contest between two in which each endeavors to throw the other, and which is decided when the victor is able θλίβειν καί κατέχειν his prostrate antagonist, i. e. hold him down with his hand upon his neck; cf. Plato, legg. 7, p. 796; Aristotle, rhet. 1,5, 14, p. 1361b, 24; Heliodorus aethiop. 10,31; (cf. Krause, Gymn. u. Agon. d. Griech. i. 1, p. 400ff; Guhl and Koner, p. 219f; Dict. of Antiq. under the word lucta)); the term is transferred to the struggle of Christians with the powers of evil: Ephesians 6:12.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ πάλη)
1. η ενέργεια του παλεύω, αγώνισμα σώμα με σώμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθούν να καταρρίψουν, ανάλογα με τους κανόνες του αγωνίσματος, ο ένας τον άλλο («νενίκηκε δὲ πὺξ καὶ πάλην καὶ δρόμον», Λουκιαν.)
2. μάχη μεταξύ αντίπαλων στρατευμάτων, πολεμικών πλοίων κ.λπ., συμπλοκή
3. κάθε αγώνας επικράτησης, κάθε προσπάθεια υπερνίκησης μεταξύ αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (α. «η πάλη τών στοιχείων της φύσης» β. «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἶμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. προσπάθεια αντιμετώπισης τών αντιξοοτήτων
2. φρ. α) «ελευθέρα πάλη» — είδος πάλης κατά την οποία επιτρέπονται όλες οι λαβές με τα χέρια και με τα πόδια σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος, αλλά απαγορεύονται τα χτυπήματα, η στραγγαλιστική λαβή και το τράβηγμα τών μαλλιών και τών αφτιών
β) «ελληνορρωμαϊκή πάλη» — είδος πάλης κατά την οποία χρησιμοποιούνται μόνον τα χέρια και επιτρέπονται λαβές από τη μέση και πάνω, ενώ απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια
γ) «ιαπωνική πάλη» — το ζίου ζίτσου
δ) «ελευθέρα επαγγελματική πάλη» — το κατς
ε) «πάλη τών τάξεων»
(κατά τη μαρξιστική αντίληψη και θεωρία) ο αγώνας μεταξύ τών κοινωνικών τάξεων που έχουν αντίθετα συμφέροντα, τα οποία καθορίζονται από τη θέση τών τάξεων αυτών στο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής τών αγαθών, αγώνας που αποτελεί αντικειμενική νομοτέλεια τών ανταγωνιστικών τρόπων παραγωγής και κινητήρια δύναμη ανάπτυξης τών κοινωνιών που βασίζονται σε τέτοιους τρόπους παραγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαίω].
(II)
πάλη ή παλή, ἡ (Α)
1. πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι
2. κάθε λεπτή σκόνη, τέφρα («ἀνέπλησα τὠφθαλμώ πάλης φυσῶν τὸ πῡρ», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάλη παράγεται από το ρ. πάλλω «σείω, κινώ» και έχει τη σημ. «κοσκινισμένο αλεύρι». Κατ' άλλη, παλαιότερη άποψη, η λ. εντάσσεται σε μια οικογένεια λέξεων που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα pel- «σκόνη, αλεύρι» και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. λατ. pulvis «σκόνη», pollen «αλεύρι, σκόνη», αρχ.ινδ. palala- «τριμμένοι σπόροι σησαμιού»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει πιθ. και η λ. πολτός].

Greek Monotonic

πάλη: [ᾰ], Δωρ. πάλᾱ, ἡ (πάλλω),·
1. πάλη, Λατ. lucta, σε Όμηρ., Πίνδ. κ.λπ.
2. γενικά, μάχη, σε Αισχύλ., Ευρ.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: wrestling match
See also: s. παλαίω.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: fine flour, fine dust (Hp., medic., Pherecr.);
Derivatives: πάλημα n. id. (Nic.) with -ημάτιον n. (Ar.Fr. 682). -- Reduplicated παιπάλη (s.v.); perhaps to παλάσσω and παλύνω (s. vv.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With πάλη several words for dust, flour connected, e.g. Lat. pulvis, pollen, Skt. palalam n. rubbed Sesame-grains; s., beyond Bq, WP. 2, 60, Pok. 802, W.-Hofmann, Ernout-Meillet a. Mayrhofer s.vv. with further forms a. lit. Quite diff. Leumann Hom. Wörter 239: from πάλλω shake = sieve flour; cf. on παιπάλη. -- S. also πόλτος.

Middle Liddell

πᾰ́λη, δοριξ πάλᾱ, ἡ, πάλλω
1. wrestling, Lat. lucta, Hom., Pind., etc.
2. generally, battle, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

πάλη: 1.
{pálē}
Grammar: f.
Meaning: Ringkampf
See also: s. παλαίω.
Page 2,467
2.
{pálē}
Grammar: f.
Meaning: feines Mehl, feiner Staub (Hp. u. and. Mediz., Pherekr.);
Derivative: erweitert πάλημα n. ib. (Nik.) mit -ημάτιον n. (Ar.Fr. 682). — Davon das reduplizierte παιπάλη (s.d.); wohl auch παλάσσω und παλύνω (s. dd.).
Etymology: Mit πάλη werden gewöhnlich mehrere Wörter für Staub, Mehl zusammengehalten, z.B. lat. pulvis, pollen, aind. palalam n. zerriebene Sesamkörner; s., außer Bq, WP. 2, 60, Pok. 802, W.-Hof- mann, Ernout-Meillet u. Mayrhofer s.vv. mit weiteren For- men u. reicher Lit.; gewiß denkbar. Ganz anders Leumann Hom. Wörter 239: von πάλλω schütteln = Mehl sieben; vgl. zu παιπάλη. — S. auch πόλτος.
Page 2,467

Chinese

原文音譯:p£lh 怕累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:角力
字義溯源:角力,努力求勝,摔跤,爭戰;由(πάλιν)X*=震動)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 摔跤(1) 弗6:12

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη παλαίω.

Translations

Arabic: مُصَارَعَة‎; Armenian: ըմբշամարտ; Azerbaijani: güləş; Bashkir: көрәш; Bulgarian: борба; Buryat: барилдаан; Catalan: lluita; Chinese Mandarin: 摔角, 摔跤; Crimean Tatar: küreş; Czech: zápas; Danish: brydning; Dutch: worstelen; Finnish: paini; French: lutte; Gagauz: güreş; Galician: loita libre, loita; German: Ringkampf, Ringen; Greek: πάλη; Ancient Greek: πάλη; Hebrew: היאבקות‎; Hungarian: birkózás; Italian: lotta; Japanese: レスリング; Kalmyk: ноолдлһн, бәрлдән; Kazakh: күрес; Khakas: кӱрес; Korean: 레슬링; Kurdish Southern Kurdish: زووران‎; Kyrgyz: күрөш; Latin: luctatio; Malay: gusti; Malayalam: മൽപ്പിടുത്തം, ഗുസ്തി; Maltese: lotta, sarar, sirigħ; Mongolian: бөх; Navajo: naʼahínítaah; Nogai: куьрес; Norwegian Bokmål: bryting; Nynorsk: bryting; Occitan: lucha; Ojibwe: gagwejiwaaniding; Persian: کشتی‎; Polish: zapasy, wrestling; Portuguese: luta livre, luta; Romanian: luptă; Russian: борьба; Scots: warstlin; Serbo-Croatian Cyrillic: хр̀ва̄ње; Roman: hr̀vānje; Shor: кӱреш; Slovene: rokoborba; Southern Altai: кӱреш; Spanish: lucha; Swahili: mieleka; Swedish: brottning; Tagalog: buno, pagbubuno; Tajik: гӯштингирӣ; Tatar: көрәш; Thai: มวยปล้ำ; Tibetan: ཨབ་ཐང, སྦེ་ག; Turkish: güreş; Turkmen: göreş; Tuvan: хүреш, демисел; Ukrainian: боротьба; Urdu: کشتی‎, کشتی بازی‎; Uyghur: چېلىش‎; Uzbek: kurash; Yakut: тустуу, күрэс