τραγῳδία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(41) |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
(40 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=tragōdia | |Transliteration B=tragōdia | ||
|Transliteration C=tragodia | |Transliteration C=tragodia | ||
|Beta Code=tragw&# | |Beta Code=tragw|di/a | ||
|Definition=ἡ, (τραγῳδός) < | |Definition=ἡ, ([[τραγῳδός]])<br><span class="bld">A</span> [[tragedy]], Ar.Ach.464, al., And.4.23, Arist. Po.1447a13, etc.; τ. [[ποιεῖν]] [[compose]] a [[tragedy]], Ar.Ach.400, etc.; [[κωμῳδία]]ν καὶ τ. ποιοῦντες Pl.R.395a; τραγῳδιῶν ποιηταί OGI51.31 (Egypt, iii B. C.), cf. SIG 1079.3 (Magn. Mae., ii/i B. C.); ποιητὴς τραγῳδιῶν IG22.1132.38 = SIG 399.34 (Decr. Amphict., iii B. C.), OGI352.7 (Athens, ii B. C.), IG7.3197.28 (Orchom. Boeot.); π. τραγῳδίας ib. 416.27 (Oropus, i B. C.); τραγῳδίας [[διδάσκειν]] (cf. [[διδάσκω]] III) D.L.1.59; τραγῳδίᾳ διδάξαντα τὴν Μιλήτου ἅλωσιν Plu.2.814b; ὀκτὼ τ. [[διαγωνίσασθαι]] to [[act]] in [[eight]] tragedies, ib.785c; τῇ τ. [[νικᾶν]] Pl.Smp.173a; expld. as '[[goat]]-[[song]]', because a goat was the [[prize]], Marm.Par.58, Sch.Hermog. in Rh.Mus.63.150; other explanations in EM764.1: cf. [[τρυγῳδία]].<br><span class="bld">2</span> in a simile, [[μίμησις]] τοῦ καλλίστου καὶ ἀρίστου βίου, ὃ δή φαμεν . . ὄντως εἶναι τραγῳδίαν τὴν ἀληθεστάτην Pl.Lg.817b; ἡ τοῦ βίου τ. καὶ κωμῳδία Id.Phlb.50b.<br><span class="bld">II</span> generally, any [[grave]], [[serious]] [[poetry]], opp. [[κωμῳδία]], hence [[Homer]] is called a [[writer]] of [[tragedy]], Id.Tht.152e; cf. [[τραγικός]], [[τραγῳδοποιός]].<br><span class="bld">2</span> an [[exaggerated]] [[speech]], Hyp.Lyc.12 (prob.l.), Eux.26: hence of [[description]]s of [[horror]]s, Plb.6.56.11, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.8, etc.<br><span class="bld">3</span> [[outward]] [[grandeur]], [[pomp]], Plu.Demetr.41, Arat.15, Ps.-Zaleuc. ap. Stob.4.2.19(pl.), Luc.Gall. 24; τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητήν D.H.6.70. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ἡ, Tragödie, Trauerspiel, eigtl. Bocksgesang, entweder weil die älresten Tragödien bei einem Bocksopfer aufgeführt wurden, oder weil ein Bock der Lohn des Sieges war, oder nach Andern gar, weil die Darsteller sich mit Bocksfellen bekleideten; Ar, Plat. Rep. III, 394 c u. A. – Das Tragödienspielen, Luc. conscr. hist. 1. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ἡ, Tragödie, Trauerspiel, eigtl. Bocksgesang, entweder weil die älresten Tragödien bei einem Bocksopfer aufgeführt wurden, oder weil ein Bock der Lohn des Sieges war, oder nach Andern gar, weil die Darsteller sich mit Bocksfellen bekleideten; Ar, Plat. Rep. III, 394 c u. A. – Das Tragödienspielen, Luc. conscr. hist. 1. – Übh. jedes ernste, erhabene Gedicht, wie die homerischen Gesänge, <span class="ggns">Gegensatz</span> der Comödie, Plat. Theaet. 153 e. – Übertr., eine tragische, bes. pomphafte Erzählung, Darstellung, Pol. 6, 56, 11; gew. mit tadelnder Nebenbedeutung, Luc. Alex. 12; auch von den pomphaften Reden u. Grundsäven der Philosophen, Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>litt.</i> « chant du bouc », <i>càd</i> chant religieux dont on accompagnait le sacrifice d'un bouc aux fêtes de Bacchus ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[chant]] <i>ou</i> drame héroïque, <i>particul.</i> tragédie;<br /><b>2</b> événement tragique, <i>càd</i> événement malheureux et éclatant;<br /><b>II.</b> [[action de jouer la tragédie]].<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰγῳδία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> лит. [[трагедия]] Arst.: τραγῳδίαν ποιεῖν Arph. сочинять трагедию; τῇ τραγῳδίᾳ [[νικᾶν]] Plat. побеждать на конкурсе трагедий;<br /><b class="num">2</b> [[трагический эпос]] или [[героический эпос]]: τῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι … - κωμῳδίας μὲν [[Ἐπίχαρμος]], τραγῳδίας δὲ [[Ὃμηρος]] Plat. величайшие поэты … в комедии - Эпихарм, в трагическом эпосе - Гомер;<br /><b class="num">3</b> [[трагический рассказ]] Polyb., Diod., Luc.;<br /><b class="num">4</b> [[трагедийный стиль]], [[подражание трагедии]]: ἦν τ. [[μεγάλη]] περὶ τὸν [[Δημήτριον]] Plut. Деметрий вел себя, как настоящий трагический актер;<br /><b class="num">5</b> перен. [[трагедия]], [[трагичность]] (ἡ τοῦ βίου τ. Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰγῳδία''': ἡ, (τραγῳδὸς) ἡρωϊκὸν [[δρᾶμα]] [[ὅπερ]] ἐπενόησαν οἱ Δωριεῖς Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5), καὶ [[ὅπερ]] παρ’ αὐτοῖς εἶχε λυρικὸν χαρακτῆρα (τραγικοὶ χοροὶ Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. Bentl. Phal. σελ. 285 κἑξ.)· [[ἔπειτα]] μετεφυτεύθη εἰς Ἀθήνας, [[ἔνθα]] καὶ βαθμηδὸν ἀναπτυχθὲν προσέλαβε τὴν τελείαν δραματικὴν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14 κἑξ.· ― τρ. ποιεῖν, συνθεῖναι τραγῳδίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, κλπ.· διδάσκειν (ἴδε ἐν λ. [[διδάσκω]])· ὀκτὼ τραγῳδίας διαγωνίσασθαι Πλουτ. 2. 785C· τῇ τρ. [[νικᾶν]] Πλάτ. Συμπ. 173Α· ― Ἡ [[λέξις]] πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, 564, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀνδοκ. 32. 14. Τὸ [[ὄνομα]] [[κυρίως]] σημαίνει τράγων ᾠδήν, ἐκ τῶν τράγων εἰς οὓς διεσκευάζοντο οἱ τραγῳδοῦντες, ὡς παριστῶντες τὴν ἀκολουθίαν τοῦ θεοῦ Διονύσου, ἢ ἐκ τοῦ τράγου, ὃς ἐδίδετο ὡς [[ἔπαθλον]] εἰς τὸν νικητήν, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2374. 58, Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 209, 292, Christ. Ἑλλην. Λογοτεχν. (Μεταφρ. Κώνστα) τόμ. 1, σελ. 350, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ., πρβλ. καὶ [[τρυγῳδία]]. ΙΙ. [[καθόλου]], πᾶσα σοβαρὰ ἢ σπουδαία [[ποίησις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κωμῳδίαν, [[ὅθεν]] ὁ [[Ὅμηρος]] καλεῖται ποιητὴς τραγῳδίας, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, πρβλ. Πολ. 605C. 2) παρ’ Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 10 (πιθαν. γραφ.), [[λόγος]] ὑπερβολικὸς γινόμενος ἐκ μέρους κατηγόρου, ἴδε Babington ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸν αὐτ. Ὑπὲρ Εὐξενίππου 37, Κικ. d. Orat. 1. 219, 2. 205· [[οὕτως]] ἐπὶ τραγικῶν μυθευμάτων καὶ τοιούτων, Πολύβ. 6. 56, 11, Διόδ. 19. 8, Πλουτ. Δημήτρ. 41, Ἄρατ. 15, κλπ.· ― [[καθόλου]], [[πομπή]], [[ἐπίδειξις]], Ψευδοζάλευκ. ἐν Bentl. Φαλάρ. 353, Λουκιανοῦ Ἐνύπν. 24· τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητὴν Διον. Ἁλ. 6. 70. 3) συμβὰν λυπηρόν, τραγικόν, ὃ δή φαμεν... [[ὄντως]] [[εἶναι]] τραγῳδίαν Πλάτ. Νόμ. 817Β· ἡ τοῦ βίου τρ. καὶ [[κωμῳδία]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Β. 4) ᾆσμα, Βoiss. Ἀνέκδ. 4. 411, 892. | |lstext='''τρᾰγῳδία''': ἡ, (τραγῳδὸς) ἡρωϊκὸν [[δρᾶμα]] [[ὅπερ]] ἐπενόησαν οἱ Δωριεῖς Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5), καὶ [[ὅπερ]] παρ’ αὐτοῖς εἶχε λυρικὸν χαρακτῆρα (τραγικοὶ χοροὶ Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. Bentl. Phal. σελ. 285 κἑξ.)· [[ἔπειτα]] μετεφυτεύθη εἰς Ἀθήνας, [[ἔνθα]] καὶ βαθμηδὸν ἀναπτυχθὲν προσέλαβε τὴν τελείαν δραματικὴν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14 κἑξ.· ― τρ. ποιεῖν, συνθεῖναι τραγῳδίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, κλπ.· διδάσκειν (ἴδε ἐν λ. [[διδάσκω]])· ὀκτὼ τραγῳδίας διαγωνίσασθαι Πλουτ. 2. 785C· τῇ τρ. [[νικᾶν]] Πλάτ. Συμπ. 173Α· ― Ἡ [[λέξις]] πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, 564, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀνδοκ. 32. 14. Τὸ [[ὄνομα]] [[κυρίως]] σημαίνει τράγων ᾠδήν, ἐκ τῶν τράγων εἰς οὓς διεσκευάζοντο οἱ τραγῳδοῦντες, ὡς παριστῶντες τὴν ἀκολουθίαν τοῦ θεοῦ Διονύσου, ἢ ἐκ τοῦ τράγου, ὃς ἐδίδετο ὡς [[ἔπαθλον]] εἰς τὸν νικητήν, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2374. 58, Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 209, 292, Christ. Ἑλλην. Λογοτεχν. (Μεταφρ. Κώνστα) τόμ. 1, σελ. 350, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ., πρβλ. καὶ [[τρυγῳδία]]. ΙΙ. [[καθόλου]], πᾶσα σοβαρὰ ἢ σπουδαία [[ποίησις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κωμῳδίαν, [[ὅθεν]] ὁ [[Ὅμηρος]] καλεῖται ποιητὴς τραγῳδίας, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, πρβλ. Πολ. 605C. 2) παρ’ Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 10 (πιθαν. γραφ.), [[λόγος]] ὑπερβολικὸς γινόμενος ἐκ μέρους κατηγόρου, ἴδε Babington ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸν αὐτ. Ὑπὲρ Εὐξενίππου 37, Κικ. d. Orat. 1. 219, 2. 205· [[οὕτως]] ἐπὶ τραγικῶν μυθευμάτων καὶ τοιούτων, Πολύβ. 6. 56, 11, Διόδ. 19. 8, Πλουτ. Δημήτρ. 41, Ἄρατ. 15, κλπ.· ― [[καθόλου]], [[πομπή]], [[ἐπίδειξις]], Ψευδοζάλευκ. ἐν Bentl. Φαλάρ. 353, Λουκιανοῦ Ἐνύπν. 24· τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητὴν Διον. Ἁλ. 6. 70. 3) συμβὰν λυπηρόν, τραγικόν, ὃ δή φαμεν... [[ὄντως]] [[εἶναι]] τραγῳδίαν Πλάτ. Νόμ. 817Β· ἡ τοῦ βίου τρ. καὶ [[κωμῳδία]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Β. 4) ᾆσμα, Βoiss. Ἀνέκδ. 4. 411, 892. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[τραγῳδία]], ΝΜΑ [[τραγῳδός]]<br /><b>1.</b> το τελειότερο και συνθετότερο [[είδος]] ποιητικού λόγου της ελληνικής αρχαιότητας, με ύψιστη παιδευτική [[σημασία]], [[απαράμιλλος]] [[συνδυασμός]] του ποιητικού λόγου, της μουσικής και της όρχησης, η [[βάση]] και το αρχικό [[πρότυπο]] του νεώτερου ευρωπαϊκού δράματος, που, συνδεδεμένο αρχικά με τη [[λατρεία]] του Διονύσου και τον διθύραμβο τών δωρικών περιοχών, εξελίχθηκε αργότερα σε ένα θεατρικό [[δρώμενο]], σε [[μίμηση]], [[αναπαράσταση]] της ίδιας της ζωής, μια [[σύγκρουση]] της ανθρώπινης βούλησης και της μοίρας, διεγείροντας [[έτσι]] το [[δέος]] [[αλλά]] και τον <i>οίκτο</i> και τον <i>έλεο</i> του θεατή, ο [[οποίος]] ταυτίζεται και συμπάσχει με τον τραγικό ήρωα του δράματος για να βιώσει τελικά [[μέσα]] από αυτήν τη [[διαδικασία]] της ταύτισης την ψυχική [[ανακούφιση]], την [[απαλλαγή]] [[δηλαδή]] από τα [[παραπάνω]] συναισθήματα, την [[κάθαρση]], που επιτυγχάνεται με την τελική [[πτώση]] και την [[τιμωρία]] του τραγικού ήρωα<br /><b>2.</b> θλιβερό [[συμβάν]], τραγικό [[γεγονός]], [[κατάσταση]] που προκαλεί τον οίκτο και τη [[λύπη]], [[συμφορά]] (α. «η [[τραγωδία]] της μικρασιατικής καταστροφής» β. «ἡ τοῦ βίου [[τραγῳδία]] καὶ [[κωμῳδία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «η από της τραγωδίας [[ηδονή]]» — η ψυχική [[συγκίνηση]] και η [[ευχαρίστηση]] που βιώνει ο [[θεατής]] της τραγωδίας, [[κατά]] τον Αριστοτέλη, τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου, [[καθώς]] και η [[διαδικασία]] της κάθαρσης με την τελική [[πτώση]] του τραγικού ήρωα<br /><b>νεοελλ.</b><br />θεατρικό [[έργο]] με θλιβερό [[θέμα]] και μή ευχάριστο [[τέλος]] («[[προτιμώ]] τις κωμωδίες από τις τραγωδίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επίδειξη]], [[κομπασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[είδος]] σοβαρής ποίησης, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κωμωδία]]<br /><b>2.</b> [[ομιλία]] κατηγόρου με πολλές υπερβολές<br /><b>3.</b> [[μύθευμα]], [[μύθος]] («ἦν δ' ὡς ἀληθῶς [[τραγῳδία]] [[μεγάλη]] περὶ τὸν Δημήτριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τραγούδι]], [[άσμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τραγῳδίαν ποιεῖν» — η [[συγγραφή]] τραγωδίας<br />β) «τραγῳδίαν διδάσκειν» — η [[προετοιμασία]] και η [[παρουσίαση]] τραγωδίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρᾰγῳδία:''' ἡ ([[τραγῳδός]])·<br /><b class="num">I.</b> ηρωϊκό [[δράμα]], το οποίο επινόησαν οι Δωριείς, και το οποίο αρχικά είχε λυρικό χαρακτήρα (<i>τραγικοὶ χοροί</i>, σε Ηρόδ.)· [[έπειτα]] υιοθετήθηκε στην Αθήνα, όπου και αναπτύχθηκε και προσέλαβε τέλεια δραματική [[μορφή]], σε Αριστοφ. κ.λπ. Το όνομα σημαίνει [[κυρίως]] «ωδή τράγων», [[καθώς]] στα πρότερα χρόνια ο [[τράγος]] δινόταν ως έπαθλο στον νικητή ή [[γιατί]] οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με [[δέρμα]] τράγου.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] σοβαρή μεγαλόστομη ή σπουδαία [[ποίηση]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρᾰγῳδία, ἡ, [[τραγῳδός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[tragedy]], invented by the Dorians, and at [[first]] of lyric [[character]] (τραγικοὶ χοροί Hdt.); then transplanted to [[Athens]], [[where]] it [[assumed]] its [[dramatic]] [[form]], Ar., etc. Its [[proper]] [[sense]] is [[goat]]-[[song]], [[because]] in [[early]] times a [[goat]] was the [[prize]], or [[because]] the actors were clothed in [[goat]]-skins.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], any [[grave]], [[serious]] [[poetry]], Plat. | |||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=Tragedy (from the Greek: τραγῳδία, tragōidia) is a form of drama based on human suffering that invokes an accompanying catharsis or pleasure in audiences. While many cultures have developed forms that provoke this paradoxical response, the term tragedy often refers to a specific tradition of drama that has played a unique and important role historically in the self-definition of Western civilization. That tradition has been multiple and discontinuous, yet the term has often been used to invoke a powerful effect of cultural identity and historical continuity—"the Greeks and the Elizabethans, in one cultural form; Hellenes and Christians, in a common activity," as Raymond Williams puts it. | |||
The word "tragedy" appears to have been used to describe different phenomena at different times. It derives from Classical Greek τραγῳδία, contracted from trag(o)-aoidiā = "goat song", which comes from tragos = "he-goat" and aeidein = "to sing" (cf. "ode"). Scholars suspect this may be traced to a time when a goat was either the prize in a competition of choral dancing or was what a chorus danced around prior to the animal's ritual sacrifice. In another view on the etymology, Athenaeus of Naucratis (2nd–3rd century CE) says that the original form of the word was trygodia from trygos (grape harvest) and ode (song), because those events were first introduced during grape harvest. | |||
Writing in 335 BCE (long after the Golden Age of 5th-century Athenian tragedy), Aristotle provides the earliest-surviving explanation for the origin of the dramatic art form in his Poetics, in which he argues that tragedy developed from the improvisations of the leader of choral dithyrambs (hymns sung and danced in praise of Dionysos, the god of wine and fertility): | |||
<blockquote class="blockquote1">Anyway, arising from an improvisatory beginning (both tragedy and comedy—tragedy from the leaders of the dithyramb, and comedy from the leaders of the phallic processions which even now continue as a custom in many of our cities), [tragedy] grew little by little, as [the poets] developed whatever [new part] of it had appeared; and, passing through many changes, tragedy came to a halt, since it had attained its own nature.<br>— [[Aristotle]], ''[[Poetics]]'' IV, 1449a 10–15</blockquote> | |||
In the same work, Aristotle attempts to provide a scholastic definition of what tragedy is: | |||
<blockquote class="blockquote1">Tragedy is, then, an enactment of a deed that is important and complete, and of [a certain] magnitude, by means of language enriched [with ornaments], each used separately in the different parts [of the play]: it is enacted, not [merely] recited, and through pity and fear it effects relief (catharsis) to such [and similar] emotions.<br>— [[Aristotle]], ''[[Poetics]]'', VI 1449b 2–3</blockquote> | |||
}} | |||
{{wkpel | |||
|wkeltx=Η τραγωδία είναι δραματικό είδος ποιητικού λόγου που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Η Μούσα που την αντιπροσωπεύει είναι η Μελπομένη. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής (1449b-1450b) δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας: | |||
<blockquote class="blockquote1">ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.</blockquote> | |||
(Μετάφραση ελληνικά: Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος. Ο λόγος της τραγωδίας είναι λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν»· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία, αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε τάδε συγκεκριμένων πράξεων-παθημάτων.) | |||
«μίμησις πράξεως». Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν «μίμηση της μίμησης» η οποία ξέφευγε από την πραγματικότητα. | |||
«μέγεθος ἐχούσης». Η τραγωδία θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, πρέπει το μέγεθός της να είναι κανονικό, ούτε μικρό ώστε να μην μπορεί να αποδώσει όλα τα νοήματα, αλλά ούτε και μεγάλο που να προκαλεί ανία στον θεατή. | |||
«κάθαρσιν» Είναι απαραίτητο ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος. Γι’ αυτό ο ήρωας θα πρέπει να διαλεχτεί με μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να είναι κακός και ανέντιμος, γιατί ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτη την τιμωρία του και δεν συμπάσχει. Δεν πρέπει να είναι αδιάβλητος και εξαίρετος γιατί ο θεατής οργίζεται με τους θεούς, όταν ο ήρωας δεινοπαθεί χωρίς να φταίει. Ο ήρωας, πρέπει να είναι σαν τον «Οιδίποδα», ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με πολλές διακυμάνσεις στον χαρακτήρα του, είναι καλός, δίκαιος, θρασύς, καχύποπτος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx=Arabic: مَأْسَاة, تْرَاجِيدْيَا; Armenian: ողբերգություն; Azerbaijani: faciə; Bulgarian: трагедия; Catalan: tragèdia; Chinese Mandarin: 悲劇, 悲剧; Czech: tragédie; Danish: tragedie; Dutch: [[tragedie]], [[treurspel]]; Esperanto: tragedio; Finnish: tragedia, murhenäytelmä; French: [[tragédie]]; Galician: traxedia; Georgian: ტრაგედია; German: [[Tragödie]]; Greek: [[τραγωδία]]; Ancient Greek: [[τραγῳδία]]; Hebrew: טרגדיה; Hungarian: tragédia, szomorújáték, dráma; Italian: [[tragedia]]; Japanese: 悲劇; Kazakh: трагедия; Korean: 비극; Kyrgyz: трагедия; Latvian: traģēdija; Lithuanian: tragedija; Persian: تراژدی; Polish: tragedia; Portuguese: [[tragédia]]; Romanian: tragedie; Russian: [[трагедия]]; Serbo-Croatian Cyrillic: трагедија; Roman: tragedija; Spanish: [[tragedia]]; Swedish: tragedi; Thai: โศกนาฏกรรม; Ukrainian: трагедія; Volapük: lügadramat | ||
af: tragedie; ar: تراجيديا; arz: تراجيديا; ast: traxedia; azb: تراژدی; az: faciə; bar: tragedie; ba: трагедия; be_x_old: трагедыя; be: трагедыя; bg: трагедия; bn: বিয়োগান্ত নাটক; br: trajedienn; bs: tragedija; ca: tragèdia; cs: tragédie; da: tragedie; de: [[tragödie]]; el: [[τραγωδία]]; en: tragedy; eo: tragedio; es: [[tragedia]]; et: tragöödia; eu: tragedia; fa: تراژدی; fi: tragedia; fr: [[tragédie]]; fy: trageedzje; gan: 悲劇; gcr: trajédi; gl: traxedia; he: טרגדיה; hi: दुखान्त नाटक; hr: tragedija; hu: tragédia; hy: ողբերգություն; hyw: ողբերգութիւն; id: tragedi; io: tragedio; is: harmleikur; it: [[tragedia]]; jam: chrajidi; ja: 悲劇; ka: ტრაგედია; kk: трагедия; kn: ಗಂಭೀರ ನಾಟಕ; ko: 비극; ky: трагедия; la: [[tragoedia]]; lt: tragedija; lv: traģēdija; mk: трагедија; myv: трагедия; nl: tragedie; nn: tragedie; no: tragedie; oc: tragèdia; pa: ਤਰਾਸਦੀ;: tragedia; pt: [[tragédia]]; ro: tragedie; rue: трагедия; ru: [[трагедия]]; scn: traggèdia; sco: tragedy; sd: الميو; sh: tragedija; simple: tragedy; sk: tragédia; sl: tragedija; sr: трагедија; stq: tragödie; su: tragedi; sv: tragedi; ta: துன்பியல் நாடகம்; tg: фоҷиа; th: โศกนาฏกรรม; tl: trahedya; tr: trajedi; uk: трагедія; ur: المیہ; uz: tragediya; vi: bi kịch; war: trahedya; wa: tradjideye; wuu: 悲剧; yi: טראגעדיע; zh_min_nan: pi-kio̍k; zh_yue: 悲劇; zh: 悲劇 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:36, 30 October 2024
English (LSJ)
ἡ, (τραγῳδός)
A tragedy, Ar.Ach.464, al., And.4.23, Arist. Po.1447a13, etc.; τ. ποιεῖν compose a tragedy, Ar.Ach.400, etc.; κωμῳδίαν καὶ τ. ποιοῦντες Pl.R.395a; τραγῳδιῶν ποιηταί OGI51.31 (Egypt, iii B. C.), cf. SIG 1079.3 (Magn. Mae., ii/i B. C.); ποιητὴς τραγῳδιῶν IG22.1132.38 = SIG 399.34 (Decr. Amphict., iii B. C.), OGI352.7 (Athens, ii B. C.), IG7.3197.28 (Orchom. Boeot.); π. τραγῳδίας ib. 416.27 (Oropus, i B. C.); τραγῳδίας διδάσκειν (cf. διδάσκω III) D.L.1.59; τραγῳδίᾳ διδάξαντα τὴν Μιλήτου ἅλωσιν Plu.2.814b; ὀκτὼ τ. διαγωνίσασθαι to act in eight tragedies, ib.785c; τῇ τ. νικᾶν Pl.Smp.173a; expld. as 'goat-song', because a goat was the prize, Marm.Par.58, Sch.Hermog. in Rh.Mus.63.150; other explanations in EM764.1: cf. τρυγῳδία.
2 in a simile, μίμησις τοῦ καλλίστου καὶ ἀρίστου βίου, ὃ δή φαμεν . . ὄντως εἶναι τραγῳδίαν τὴν ἀληθεστάτην Pl.Lg.817b; ἡ τοῦ βίου τ. καὶ κωμῳδία Id.Phlb.50b.
II generally, any grave, serious poetry, opp. κωμῳδία, hence Homer is called a writer of tragedy, Id.Tht.152e; cf. τραγικός, τραγῳδοποιός.
2 an exaggerated speech, Hyp.Lyc.12 (prob.l.), Eux.26: hence of descriptions of horrors, Plb.6.56.11, D.S.19.8, etc.
3 outward grandeur, pomp, Plu.Demetr.41, Arat.15, Ps.-Zaleuc. ap. Stob.4.2.19(pl.), Luc.Gall. 24; τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητήν D.H.6.70.
German (Pape)
[Seite 1133] ἡ, Tragödie, Trauerspiel, eigtl. Bocksgesang, entweder weil die älresten Tragödien bei einem Bocksopfer aufgeführt wurden, oder weil ein Bock der Lohn des Sieges war, oder nach Andern gar, weil die Darsteller sich mit Bocksfellen bekleideten; Ar, Plat. Rep. III, 394 c u. A. – Das Tragödienspielen, Luc. conscr. hist. 1. – Übh. jedes ernste, erhabene Gedicht, wie die homerischen Gesänge, Gegensatz der Comödie, Plat. Theaet. 153 e. – Übertr., eine tragische, bes. pomphafte Erzählung, Darstellung, Pol. 6, 56, 11; gew. mit tadelnder Nebenbedeutung, Luc. Alex. 12; auch von den pomphaften Reden u. Grundsäven der Philosophen, Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. litt. « chant du bouc », càd chant religieux dont on accompagnait le sacrifice d'un bouc aux fêtes de Bacchus ; p. suite :
1 chant ou drame héroïque, particul. tragédie;
2 événement tragique, càd événement malheureux et éclatant;
II. action de jouer la tragédie.
Étymologie: τραγῳδός.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγῳδία: ἡ
1 лит. трагедия Arst.: τραγῳδίαν ποιεῖν Arph. сочинять трагедию; τῇ τραγῳδίᾳ νικᾶν Plat. побеждать на конкурсе трагедий;
2 трагический эпос или героический эпос: τῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι … - κωμῳδίας μὲν Ἐπίχαρμος, τραγῳδίας δὲ Ὃμηρος Plat. величайшие поэты … в комедии - Эпихарм, в трагическом эпосе - Гомер;
3 трагический рассказ Polyb., Diod., Luc.;
4 трагедийный стиль, подражание трагедии: ἦν τ. μεγάλη περὶ τὸν Δημήτριον Plut. Деметрий вел себя, как настоящий трагический актер;
5 перен. трагедия, трагичность (ἡ τοῦ βίου τ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδία: ἡ, (τραγῳδὸς) ἡρωϊκὸν δρᾶμα ὅπερ ἐπενόησαν οἱ Δωριεῖς Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5), καὶ ὅπερ παρ’ αὐτοῖς εἶχε λυρικὸν χαρακτῆρα (τραγικοὶ χοροὶ Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. Bentl. Phal. σελ. 285 κἑξ.)· ἔπειτα μετεφυτεύθη εἰς Ἀθήνας, ἔνθα καὶ βαθμηδὸν ἀναπτυχθὲν προσέλαβε τὴν τελείαν δραματικὴν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14 κἑξ.· ― τρ. ποιεῖν, συνθεῖναι τραγῳδίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, κλπ.· διδάσκειν (ἴδε ἐν λ. διδάσκω)· ὀκτὼ τραγῳδίας διαγωνίσασθαι Πλουτ. 2. 785C· τῇ τρ. νικᾶν Πλάτ. Συμπ. 173Α· ― Ἡ λέξις πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, 564, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀνδοκ. 32. 14. Τὸ ὄνομα κυρίως σημαίνει τράγων ᾠδήν, ἐκ τῶν τράγων εἰς οὓς διεσκευάζοντο οἱ τραγῳδοῦντες, ὡς παριστῶντες τὴν ἀκολουθίαν τοῦ θεοῦ Διονύσου, ἢ ἐκ τοῦ τράγου, ὃς ἐδίδετο ὡς ἔπαθλον εἰς τὸν νικητήν, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2374. 58, Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 209, 292, Christ. Ἑλλην. Λογοτεχν. (Μεταφρ. Κώνστα) τόμ. 1, σελ. 350, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ., πρβλ. καὶ τρυγῳδία. ΙΙ. καθόλου, πᾶσα σοβαρὰ ἢ σπουδαία ποίησις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κωμῳδίαν, ὅθεν ὁ Ὅμηρος καλεῖται ποιητὴς τραγῳδίας, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, πρβλ. Πολ. 605C. 2) παρ’ Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 10 (πιθαν. γραφ.), λόγος ὑπερβολικὸς γινόμενος ἐκ μέρους κατηγόρου, ἴδε Babington ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸν αὐτ. Ὑπὲρ Εὐξενίππου 37, Κικ. d. Orat. 1. 219, 2. 205· οὕτως ἐπὶ τραγικῶν μυθευμάτων καὶ τοιούτων, Πολύβ. 6. 56, 11, Διόδ. 19. 8, Πλουτ. Δημήτρ. 41, Ἄρατ. 15, κλπ.· ― καθόλου, πομπή, ἐπίδειξις, Ψευδοζάλευκ. ἐν Bentl. Φαλάρ. 353, Λουκιανοῦ Ἐνύπν. 24· τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητὴν Διον. Ἁλ. 6. 70. 3) συμβὰν λυπηρόν, τραγικόν, ὃ δή φαμεν... ὄντως εἶναι τραγῳδίαν Πλάτ. Νόμ. 817Β· ἡ τοῦ βίου τρ. καὶ κωμῳδία ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Β. 4) ᾆσμα, Βoiss. Ἀνέκδ. 4. 411, 892.
Greek Monolingual
η / τραγῳδία, ΝΜΑ τραγῳδός
1. το τελειότερο και συνθετότερο είδος ποιητικού λόγου της ελληνικής αρχαιότητας, με ύψιστη παιδευτική σημασία, απαράμιλλος συνδυασμός του ποιητικού λόγου, της μουσικής και της όρχησης, η βάση και το αρχικό πρότυπο του νεώτερου ευρωπαϊκού δράματος, που, συνδεδεμένο αρχικά με τη λατρεία του Διονύσου και τον διθύραμβο τών δωρικών περιοχών, εξελίχθηκε αργότερα σε ένα θεατρικό δρώμενο, σε μίμηση, αναπαράσταση της ίδιας της ζωής, μια σύγκρουση της ανθρώπινης βούλησης και της μοίρας, διεγείροντας έτσι το δέος αλλά και τον οίκτο και τον έλεο του θεατή, ο οποίος ταυτίζεται και συμπάσχει με τον τραγικό ήρωα του δράματος για να βιώσει τελικά μέσα από αυτήν τη διαδικασία της ταύτισης την ψυχική ανακούφιση, την απαλλαγή δηλαδή από τα παραπάνω συναισθήματα, την κάθαρση, που επιτυγχάνεται με την τελική πτώση και την τιμωρία του τραγικού ήρωα
2. θλιβερό συμβάν, τραγικό γεγονός, κατάσταση που προκαλεί τον οίκτο και τη λύπη, συμφορά (α. «η τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής» β. «ἡ τοῦ βίου τραγῳδία καὶ κωμῳδία», Πλάτ.)
3. φρ. «η από της τραγωδίας ηδονή» — η ψυχική συγκίνηση και η ευχαρίστηση που βιώνει ο θεατής της τραγωδίας, κατά τον Αριστοτέλη, τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου, καθώς και η διαδικασία της κάθαρσης με την τελική πτώση του τραγικού ήρωα
νεοελλ.
θεατρικό έργο με θλιβερό θέμα και μή ευχάριστο τέλος («προτιμώ τις κωμωδίες από τις τραγωδίες»)
μσν.-αρχ.
επίδειξη, κομπασμός
αρχ.
1. (γενικά) κάθε είδος σοβαρής ποίησης, σε αντιδιαστολή προς την κωμωδία
2. ομιλία κατηγόρου με πολλές υπερβολές
3. μύθευμα, μύθος («ἦν δ' ὡς ἀληθῶς τραγῳδία μεγάλη περὶ τὸν Δημήτριον», Πλούτ.)
4. τραγούδι, άσμα
5. φρ. α) «τραγῳδίαν ποιεῖν» — η συγγραφή τραγωδίας
β) «τραγῳδίαν διδάσκειν» — η προετοιμασία και η παρουσίαση τραγωδίας.
Greek Monotonic
τρᾰγῳδία: ἡ (τραγῳδός)·
I. ηρωϊκό δράμα, το οποίο επινόησαν οι Δωριείς, και το οποίο αρχικά είχε λυρικό χαρακτήρα (τραγικοὶ χοροί, σε Ηρόδ.)· έπειτα υιοθετήθηκε στην Αθήνα, όπου και αναπτύχθηκε και προσέλαβε τέλεια δραματική μορφή, σε Αριστοφ. κ.λπ. Το όνομα σημαίνει κυρίως «ωδή τράγων», καθώς στα πρότερα χρόνια ο τράγος δινόταν ως έπαθλο στον νικητή ή γιατί οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με δέρμα τράγου.
II. γενικά, κάθε σοβαρή μεγαλόστομη ή σπουδαία ποίηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τρᾰγῳδία, ἡ, τραγῳδός
I. a tragedy, invented by the Dorians, and at first of lyric character (τραγικοὶ χοροί Hdt.); then transplanted to Athens, where it assumed its dramatic form, Ar., etc. Its proper sense is goat-song, because in early times a goat was the prize, or because the actors were clothed in goat-skins.
II. generally, any grave, serious poetry, Plat.
Wikipedia EN
Tragedy (from the Greek: τραγῳδία, tragōidia) is a form of drama based on human suffering that invokes an accompanying catharsis or pleasure in audiences. While many cultures have developed forms that provoke this paradoxical response, the term tragedy often refers to a specific tradition of drama that has played a unique and important role historically in the self-definition of Western civilization. That tradition has been multiple and discontinuous, yet the term has often been used to invoke a powerful effect of cultural identity and historical continuity—"the Greeks and the Elizabethans, in one cultural form; Hellenes and Christians, in a common activity," as Raymond Williams puts it.
The word "tragedy" appears to have been used to describe different phenomena at different times. It derives from Classical Greek τραγῳδία, contracted from trag(o)-aoidiā = "goat song", which comes from tragos = "he-goat" and aeidein = "to sing" (cf. "ode"). Scholars suspect this may be traced to a time when a goat was either the prize in a competition of choral dancing or was what a chorus danced around prior to the animal's ritual sacrifice. In another view on the etymology, Athenaeus of Naucratis (2nd–3rd century CE) says that the original form of the word was trygodia from trygos (grape harvest) and ode (song), because those events were first introduced during grape harvest.
Writing in 335 BCE (long after the Golden Age of 5th-century Athenian tragedy), Aristotle provides the earliest-surviving explanation for the origin of the dramatic art form in his Poetics, in which he argues that tragedy developed from the improvisations of the leader of choral dithyrambs (hymns sung and danced in praise of Dionysos, the god of wine and fertility):
Anyway, arising from an improvisatory beginning (both tragedy and comedy—tragedy from the leaders of the dithyramb, and comedy from the leaders of the phallic processions which even now continue as a custom in many of our cities), [tragedy] grew little by little, as [the poets] developed whatever [new part] of it had appeared; and, passing through many changes, tragedy came to a halt, since it had attained its own nature.
— Aristotle, Poetics IV, 1449a 10–15
In the same work, Aristotle attempts to provide a scholastic definition of what tragedy is:
Tragedy is, then, an enactment of a deed that is important and complete, and of [a certain] magnitude, by means of language enriched [with ornaments], each used separately in the different parts [of the play]: it is enacted, not [merely] recited, and through pity and fear it effects relief (catharsis) to such [and similar] emotions.
— Aristotle, Poetics, VI 1449b 2–3
Wikipedia EL
Η τραγωδία είναι δραματικό είδος ποιητικού λόγου που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Η Μούσα που την αντιπροσωπεύει είναι η Μελπομένη. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής (1449b-1450b) δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας:
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
(Μετάφραση ελληνικά: Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος. Ο λόγος της τραγωδίας είναι λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν»· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία, αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε τάδε συγκεκριμένων πράξεων-παθημάτων.)
«μίμησις πράξεως». Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν το ύψιστο είδος καλλιτεχνίας. Πρόκειται για την μεταφορά στην σκηνή μιας ανθρώπινης πράξεως. Αντίθετα ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε ότι πρόκειται για μίμηση των συναισθημάτων που προέρχονται από την απομίμηση μιας πράξεως, δηλαδή η τραγωδία για τον Πλάτωνα, ήταν «μίμηση της μίμησης» η οποία ξέφευγε από την πραγματικότητα.
«μέγεθος ἐχούσης». Η τραγωδία θα πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, πρέπει το μέγεθός της να είναι κανονικό, ούτε μικρό ώστε να μην μπορεί να αποδώσει όλα τα νοήματα, αλλά ούτε και μεγάλο που να προκαλεί ανία στον θεατή.
«κάθαρσιν» Είναι απαραίτητο ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος. Γι’ αυτό ο ήρωας θα πρέπει να διαλεχτεί με μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να είναι κακός και ανέντιμος, γιατί ο θεατής θεωρεί αναπόφευκτη την τιμωρία του και δεν συμπάσχει. Δεν πρέπει να είναι αδιάβλητος και εξαίρετος γιατί ο θεατής οργίζεται με τους θεούς, όταν ο ήρωας δεινοπαθεί χωρίς να φταίει. Ο ήρωας, πρέπει να είναι σαν τον «Οιδίποδα», ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με πολλές διακυμάνσεις στον χαρακτήρα του, είναι καλός, δίκαιος, θρασύς, καχύποπτος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
Translations
Arabic: مَأْسَاة, تْرَاجِيدْيَا; Armenian: ողբերգություն; Azerbaijani: faciə; Bulgarian: трагедия; Catalan: tragèdia; Chinese Mandarin: 悲劇, 悲剧; Czech: tragédie; Danish: tragedie; Dutch: tragedie, treurspel; Esperanto: tragedio; Finnish: tragedia, murhenäytelmä; French: tragédie; Galician: traxedia; Georgian: ტრაგედია; German: Tragödie; Greek: τραγωδία; Ancient Greek: τραγῳδία; Hebrew: טרגדיה; Hungarian: tragédia, szomorújáték, dráma; Italian: tragedia; Japanese: 悲劇; Kazakh: трагедия; Korean: 비극; Kyrgyz: трагедия; Latvian: traģēdija; Lithuanian: tragedija; Persian: تراژدی; Polish: tragedia; Portuguese: tragédia; Romanian: tragedie; Russian: трагедия; Serbo-Croatian Cyrillic: трагедија; Roman: tragedija; Spanish: tragedia; Swedish: tragedi; Thai: โศกนาฏกรรม; Ukrainian: трагедія; Volapük: lügadramat
af: tragedie; ar: تراجيديا; arz: تراجيديا; ast: traxedia; azb: تراژدی; az: faciə; bar: tragedie; ba: трагедия; be_x_old: трагедыя; be: трагедыя; bg: трагедия; bn: বিয়োগান্ত নাটক; br: trajedienn; bs: tragedija; ca: tragèdia; cs: tragédie; da: tragedie; de: tragödie; el: τραγωδία; en: tragedy; eo: tragedio; es: tragedia; et: tragöödia; eu: tragedia; fa: تراژدی; fi: tragedia; fr: tragédie; fy: trageedzje; gan: 悲劇; gcr: trajédi; gl: traxedia; he: טרגדיה; hi: दुखान्त नाटक; hr: tragedija; hu: tragédia; hy: ողբերգություն; hyw: ողբերգութիւն; id: tragedi; io: tragedio; is: harmleikur; it: tragedia; jam: chrajidi; ja: 悲劇; ka: ტრაგედია; kk: трагедия; kn: ಗಂಭೀರ ನಾಟಕ; ko: 비극; ky: трагедия; la: tragoedia; lt: tragedija; lv: traģēdija; mk: трагедија; myv: трагедия; nl: tragedie; nn: tragedie; no: tragedie; oc: tragèdia; pa: ਤਰਾਸਦੀ;: tragedia; pt: tragédia; ro: tragedie; rue: трагедия; ru: трагедия; scn: traggèdia; sco: tragedy; sd: الميو; sh: tragedija; simple: tragedy; sk: tragédia; sl: tragedija; sr: трагедија; stq: tragödie; su: tragedi; sv: tragedi; ta: துன்பியல் நாடகம்; tg: фоҷиа; th: โศกนาฏกรรม; tl: trahedya; tr: trajedi; uk: трагедія; ur: المیہ; uz: tragediya; vi: bi kịch; war: trahedya; wa: tradjideye; wuu: 悲剧; yi: טראגעדיע; zh_min_nan: pi-kio̍k; zh_yue: 悲劇; zh: 悲劇