μέταλλον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(2)
(CSV import)
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metallon
|Transliteration C=metallon
|Beta Code=me/tallon
|Beta Code=me/tallon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mine, quarry</b>, <b class="b3">ἁλὸς μέταλλον</b> salt-<b class="b2">pit</b>, salt-<b class="b2">mine</b>, <span class="bibl">Hdt.4.185</span>; μ. τετμημένον <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>35</span>; μ. παλαιὸν ἀνασάξιμον <span class="title">IG</span> 22.1582.56: mostly in pl., <b class="b3">χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα</b> gold and silver <b class="b2">mines</b>, <span class="bibl">Hdt.3.57</span>; <b class="b3">τὰ ἀργύρεια μ</b>., at Laurium, <span class="bibl">Th.2.55</span>; <b class="b3">μέταλλα</b> (alone) <b class="b2">silver mines</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.4</span>; <b class="b3">μαρμάρου μ</b>. marble <b class="b2">quarries</b>, <span class="bibl">Str.9.1.23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">mine</b> in siege-operations, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. <span class="bibl">Plb.16.11.2</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">work</b>, οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. <span class="bibl">Alciphr.1.36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later, <b class="b2">mineral, metal</b>, Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.21</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>11.26</span>, <span class="bibl">Agath.5.9</span>, <span class="title">AP</span>7.363. (On the etym. cf. [[μεταλλάω]].)</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[mine]], [[quarry]], [[ἁλὸς μέταλλον]] = [[salt-pit]], [[salt-mine]], [[Herodotus|Hdt.]]4.185; μέταλλον τετμημένον Hyp.''Eux.''35; μέταλλον παλαιὸν ἀνασάξιμον ''IG'' 22.1582.56: mostly in plural, <b class="b3">χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα</b> [[gold]] and [[silver]] [[mine]]s, [[Herodotus|Hdt.]]3.57; <b class="b3">τὰ ἀργύρεια μέταλλα</b>, at [[Laurium]], Th.2.55; [[μέταλλα]] (alone) [[silver mines]], X.''Vect.''4.4; <b class="b3">μαρμάρου μέταλλα</b> [[marble quarries]], Str.9.1.23.<br><span class="bld">2</span> [[mine]] in siege-operations, [[πολιορκεῖν]] διὰ τῶν μετάλλων Plb.16.11.2, al.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[work]], οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Alciphr.1.36.<br><span class="bld">II</span> later, [[mineral]], [[metal]], Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. Orib.5.3.21, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 11.26, Agath.5.9, ''AP''7.363. (On the etym. cf. [[μεταλλάω]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] τό (vgl. [[μεταλλάω]], also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς [[μέταλλον]], Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίθου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] τό (vgl. [[μεταλλάω]], also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς [[μέταλλον]], Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίθου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> mine, <i>càd</i> tranchée pour la recherche de l'eau, des métaux;<br /><b>II.</b> le produit qu'on extrait de cette tranchée, <i>d'où</i><br /><b>1</b> mine (d'or, d'argent, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[gisement de sel]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[μεταλλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μέταλλον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[шахты]], [[копи]] (ἁλὸς μ. Her.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[рудники]] (χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα Her.);<br /><b class="num">3</b> pl. воен. [[земляные работы]], [[подкопы]] (πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.).
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μέταλλον]], Μ και [[μέταλλο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερεό [[ορυκτό]] με ιδιάζουσα [[λάμψη]] και [[αντοχή]], [[καλός]] [[αγωγός]] της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την [[ιδιότητα]] να σχηματίζει οξείδια, [[ιδίως]] βασικά<br /><b>2.</b> (ως χαρακτηριστικό της φωνής ή του ήχου) [[καθαρός]], με καθαρό τόνο και [[δυνατός]] («έχει [[φωνή]] [[μέταλλο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ευγενή μέταλλα» — ο [[χρυσός]], ο [[λευκόχρυσος]] και ο [[άργυρος]], τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν οξειδώνονται<br />β) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br />γ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη [[φύση]] σε [[σχεδόν]] καθαρή [[μορφή]]<br />δ) «[[εποχή]] του μετάλλου» — η [[περίοδος]] της ιστορίας του ανθρώπου στη Γη από την [[αρχή]] της χρήσης τών μετάλλων [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]] [[φόρος]] από [[εκμετάλλευση]] μεταλλείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μεταλλείο]], [[ορυχείο]] («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λατομείο]] («μαρμάρου [[μέταλλον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[πολιορκία]]) [[υπόνομος]] («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εργασία]] («οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι [[μέταλλον]]», Αλκίφρ.)<br /><b>4.</b> [[καθετί]] που εξορύσσεται<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἁλὸς [[μέταλλον]]» — [[αλατωρυχείο]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η [[άποψη]], που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. [[μέταλλον]] [[είναι]] υποχωρητικό παράγωγο του ρήματος <i>μεταλλῶ</i> (πιθ. από τη [[φράση]] <i>μετ</i>' <i>ἄλλα</i> «[[προς]] [[αναζήτηση]] άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. <i>μεταλλῶ</i> [[καθώς]] και η λ. [[μέταλλο]] [[είναι]] δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. [[μέταλλο]] δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. [[metallum]]) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. [[metal]], γαλλ. [[metal]], ιταλ. [[metallo]]). Ο μσν. τ. [[μέταλλο]] «μεταλλικό μουσικό όργανο» [[είναι]] αντιδάνεια λ. (<span style="color: red;"><</span> ιταλ. [[metallo]] <span style="color: red;"><</span> λατ. [[metallum]] <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλον]]). Τέλος, η λ. [[μέταλλο]] εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια [[σειρά]] ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: [[μεταλλοχημεία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. metallochimie), [[μεταλλοχρωμία]] ([[πρβλ]]. γαλλ. metallochromie) κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μεταλλείο]], [[μεταλλεύω]], [[μεταλλικός]], [[μεταλλίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μεταλλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετάλλινος]], [[μετάλλιο]], [[μεταλλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μεταλλουργός]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταλλάρχης]], [[μεταλλόχρυσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταλλαγωγός]], [[μεταλλοβιομηχανία]], [[μεταλλογένεια]], [[μεταλλογένεση]], [[μεταλλογνωσία]], [[μεταλλογράφος]], [[μεταλλοειδής]], [[μεταλλοθεραπεία]], [[μεταλλοκαρβονύλιο]], [[μεταλλοκετύλιο]], [[μεταλλόκραμα]], [[μεταλλομάστευση]], [[μεταλλομιγής]], [[μεταλλοξείδιο]], [[μεταλλόπλυση]], [[μεταλλοποίηση]], [[μεταλλοποιός]], [[μεταλλοργανικός]], [[μεταλλοπρίονο]], [[μεταλλοσκοπία]], [[μεταλλοτεχνία]], [[μεταλλούχος]], [[μεταλλοφάνεια]], [[μεταλλοφανής]], [[μεταλλοφοβία]], [[μεταλλοφόρος]], [[μεταλλοχημεία]], [[μεταλλόχρωμος]]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέταλλον''': τό, [[μεταλλεῖον]] ἢ [[λατομεῖον]], ἁλὸς [[μέταλλον]], ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) [[ὑπόνομος]] ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., [[ἐργασία]], οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ [[μεταλλικός]], καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. ([[μέταλλον]] [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. [[μεταλλάω]], ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[μέταλλον]] πιθανῶς [[εἶναι]]: [[τόπος]] ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.)
|lstext='''μέταλλον''': τό, [[μεταλλεῖον]] ἢ [[λατομεῖον]], ἁλὸς [[μέταλλον]], ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) [[ὑπόνομος]] ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., [[ἐργασία]], οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ [[μεταλλικός]], καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. ([[μέταλλον]] [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. [[μεταλλάω]], ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[μέταλλον]] πιθανῶς [[εἶναι]]: [[τόπος]] ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.)
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> mine, <i>càd</i> tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;<br /><b>II.</b> le produit qu’on extrait de cette tranchée, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mine (d’or, d’argent, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> gisement de sel.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μεταλλάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέταλλον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταλλείο]] ή [[λατομείο]], ἁλὸς [[μέταλλον]], [[ορυχείο]] αλατιού, [[αλατωρυχείο]], σε Ηρόδ.· <i>χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα</i>, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· <i>μέταλλα</i> (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου [[μέταλλον]], λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> η [[έννοια]] του μετάλλου, Λατ. [[metallum]], δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το [[μεταλλάω]], από το <i>μετ' ἄλλα</i>, [[έρευνα]] για άλλα πράγματα).
|lsmtext='''μέταλλον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταλλείο]] ή [[λατομείο]], ἁλὸς [[μέταλλον]], [[ορυχείο]] αλατιού, [[αλατωρυχείο]], σε Ηρόδ.· <i>χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα</i>, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· <i>μέταλλα</i> (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου [[μέταλλον]], λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> η [[έννοια]] του μετάλλου, Λατ. [[metallum]], δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το [[μεταλλάω]], από το <i>μετ' ἄλλα</i>, [[έρευνα]] για άλλα πράγματα).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''μέταλλον:''' τό<b class="num">1)</b> шахты, копи (ἁλὸς μ. Her.);<br /><b class="num">2)</b> pl. рудники (χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα Her.);<br /><b class="num">3)</b> pl. воен. земляные работы, подкопы (πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.).
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[mine]], [[quarry]] (Hdt., Th., X., Att. inscr.), late also [[mineral]], [[metal]] (Nonn., AP, backformation from [[μεταλλεύω]]).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">μεταλλ-ουργός</b> [[miner]] with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-εῖον</b> ([[Diodorus Siculus|D.S.]], Dsc.).<br />Derivatives: 1. [[μεταλλεῖα]] n. pl. [[minerals]], [[metals]] (Pl. Lg. 678 d), substantiv. of <b class="b3">*μεταλλεῖος</b> [[belonging to a mine]]. 2. [[μεταλλικός]] [[belonging to the mines]] (D., Arist.). 3. [[μεταλλεύς]] m. [[miner]] (Lys., Pl. Lg., Att. inscr.; Boßhardt 60f.); from there, or from [[μέταλλον]], 4. [[μεταλλεύω]] [[be miner]], [[work in the mines]], [[dig up from quarries]] (Pl., LXX, Arist.) with <b class="b3">μεταλλ-εία</b> (Pl., Str.), <b class="b3">-ευσις</b> (Ph. Bel.) [[mining]], <b class="b3">-ευτής</b> = [[μεταλλεύς]] (Str.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), <b class="b3">-ευτικός</b> [[belonging to mining]] (Pl. Lg., Arist., pap.). 5. [[μεταλλίζομαι]] [[be condemned to the mines]] (Cod. Just.). 6. <b class="b3">μεταλλῖτις γῆ τις</b> H. (Redard 108). -- On itself stands [[μεταλλάω]] [[investigate]], [[inquire]], [[examine]] (Il., late prose), cf. below.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Technical term for mining and as such suspect to be a loan. The attempt to explain [[μέταλλον]] from [[μεταλλάω]] as backformation (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; rejected by Kretschmer Glotta 6, 299, but accepted by id. Glotta 32, 1 n. 1), does not help, as for the verb no convincing etymology has been found; the explanation from [[μετ]]' [[ἄλλα]], prop. "(inquire) after other (things)", e.g. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (with Eust.), Kretschmer [[l.c.]], is hardly convincing. Much more probable is, to see in the denominative [[μεταλλάω]] an orig. tecnical term, which was by ep. poets used in metaph. sense, but further came out of use. -- For foreign origin a. o. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13; on Pre-Greek <b class="b3">-αλλ-</b> Beekes, FS Kortlandt. Vain IE a. Sem. interpretations in Bq. -- Lat. LW [loanword] [[metallum]] [[mining]], [[metal]], from where NHG [[Metall]] etc.; on further derivv. in western and eastern languages Maidhof Glotta 10, 14 f.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέταλλον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> a [[mine]] or [[quarry]], ἁλὸς [[μέταλλον]] a [[salt]]- pit, [[salt]]- [[mine]], Hdt.; χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα [[gold]] and [[silver]] mines, Hdt.; μέταλλα ([[alone]]) [[silver]] mines, Xen.; μαρμάρου μ. [[marble]] quarries, Strab.<br /><b class="num">II.</b> the [[sense]] of [[metal]], Lat. [[metallum]], does not [[occur]] in classical Greek. [Prob., like [[μεταλλάω]], from μετ' ἄλλα, a [[search]] for [[other]] things.]
}}
{{FriskDe
|ftr='''μέταλλον''': {métallon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Mine]], [[Grube]], [[Bergwerk]] (Hdt., Th., X., att. Inschr. usw.), sp. auch [[Mineral]], [[Metall]] (Nonn., ''AP'' u.a.; aus [[μεταλλεύω]] rückgebildet).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[μεταλλουργός]] [[Bergwerksarbeiter]] mit -έω, -εῖον ([[Diodorus Siculus|D.S.]], Dsk.).<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. μεταλλεῖα n. pl. [[Mineralien]], [[Metalle]] (Pl. ''Lg''. 678 d), wohl Substantivierung von *μεταλλεῖος [[zum Bergwerk gehörig]]. 2. [[μεταλλικός]] [[zu Minen gehörig]] (D., Arist. usw.). 3. [[μεταλλεύς]] m. [[Bergmann]] (Lys., Pl. ''Lg''., att. Inschr. u. a.; Boßhardt 60f.); davon, oder von [[μέταλλον]], 4. [[μεταλλεύω]] [[Bergmann sein]], [[im Bergbau tätig sein]], [[aus Gruben heraufholen]] (Pl., LXX, Arist. usw.) mit [[μεταλλεία]] (Pl., Str. usw.), -ευσις (Ph. ''Bel''.) [[Bergbau]], -ευτής = [[μεταλλεύς]] (Str. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), -ευτικός [[zum Bergbau gehörig]] (Pl. ''Lg''., Arist., Pap.). 5. [[μεταλλίζομαι]] [[zu Minenarbeit verurteilt werden]] (''Cod''. ''Just''.). 6. [[μεταλλῖτις]]· γῆ [[τις]] H. (Redard 108). — Für sich steht [[μεταλλάω]] [[erforschen]], [[sich erkundigen]], [[ausfragen]] (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), vgl. unten.<br />'''Etymology''': Technischer Ausdruck des Bergbaus und schon als solcher der Entlehnung stark verdächtig. Der Versuch, [[μέταλλον]] aus [[μεταλλάω]] als Rückbildung zu erklären (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; ablehnend Kretschmer Glotta 6, 299, aber zustimmend ders. Glotta 32, 1 A. 1), hilft nicht weiter, da für das Verb keine überzeugende Etymologie gefunden ist; die Zurückführung auf μετ’ ἄλλα, eig. "nach anderen (Dingen forschen)", z.B. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (mit Eust.), Kretschmer Glotta 32, 1 A. 1, ist kaum überzeugend. Weit näher liegt, in dem denominativen [[μεταλλάω]] einen urspr. Fachausdruck zu sehen, der von ep. Dichtern in übertragener Bedeutung verwendet wurde, aber sonst außer Gebrauch kaum. — Für fremde Herkunft u. a. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13, v. Windekens Sprache 4, 135ff. (pelasgisch, mit Georgiev). Vergebliche idg. u. sem. Erklärungsversuche sind bei Bq gebucht. — Lat. LW ''metallum'' [[Bergwerk]], [[Metall]], woraus nhd. ''Metall'' usw.; über weitere Ableger in westlichen und östlichen Sprachen Maidhof Glotta 10, 14 f.<br />'''Page''' 2,216-217
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μεταλλεῖο]], [[λατομεῖο]]). Ἀπό τό μετ' ἄλλα (=σ' ἀναζήτηση ἄλλων πραγμάτων). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[ματεύω]] (=[[ζητῶ]]) καί [[τότε]] ἡ λέξη [[μέταλλον]] σημαίνει (=[[τόπος]] γιά ἀναζήτηση, γιά [[ἔρευνα]]). Ὑπάρχει καί τό ὁμηρ. [[μεταλλάω]] (=[[ἐρευνῶ]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μεταλλεύω]] (=σκάβω μεταλλεῖα), [[μεταλλεία]] (=ἡ ἐκμετάλλευση μεταλλείου), [[μεταλλεῖον]], [[μεταλλεύς]], [[μετάλλευσις]], ἐκμετάλλευσις, [[μεταλλευτής]], [[μεταλλευτικός]], [[μεταλλευτός]], [[μεταλλευτήρ]].
}}
}}
{{etym
{{lxth
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[mine]], [[quarry]] (Hdt., Th., X., Att. inscr.), late also [[mineral]], [[metal]] (Nonn., AP, backformation from <b class="b3">μεταλλεύω</b>).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">μεταλλ-ουργός</b> [[miner]] with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-εῖον</b> (D.S., Dsc.).<br />Derivatives: 1. <b class="b3">μεταλλεῖα</b> n. pl. [[minerals]], [[metals]] (Pl. Lg. 678 d), substantiv. of <b class="b3">*μεταλλεῖος</b> <b class="b2">belonging to a mine</b>. 2. <b class="b3">μεταλλικός</b> <b class="b2">belonging to the mines</b> (D., Arist.). 3. <b class="b3">μεταλλεύς</b> m. [[miner]] (Lys., Pl. Lg., Att. inscr.; Boßhardt 60f.); from there, or from <b class="b3">μέταλλον</b>, 4. <b class="b3">μεταλλεύω</b> <b class="b2">be miner, work in the mines, dig up from quarries</b> (Pl., LXX, Arist.) with <b class="b3">μεταλλ-εία</b> (Pl., Str.), <b class="b3">-ευσις</b> (Ph. Bel.) [[mining]], <b class="b3">-ευτής</b> = <b class="b3">μεταλλεύς</b> (Str.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), <b class="b3">-ευτικός</b> <b class="b2">belonging to mining</b> (Pl. Lg., Arist., pap.). 5. <b class="b3">μεταλλίζομαι</b> <b class="b2">be condemned to the mines</b> (Cod. Just.). 6. <b class="b3">μεταλλῖτις γῆ τις</b> H. (Redard 108). -- On itself stands <b class="b3">μεταλλάω</b> [[investigate]], [[inquire]], [[examine]] (Il., late prose), cf. below.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Technical term for mining and as such suspect to be a loan. The attempt to explain <b class="b3">μέταλλον</b> from <b class="b3">μεταλλάω</b> as backformation (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; rejected by Kretschmer Glotta 6, 299, but accepted by id. Glotta 32, 1 n. 1), does not help, as for the verb no convincing etymology has been found; the explanation from <b class="b3">μετ</b>' <b class="b3">ἄλλα</b>, prop. "(inquire) after other (things)", e.g. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (with Eust.), Kretschmer l.c., is hardly convincing. Much more probable is, to see in the denominative <b class="b3">μεταλλάω</b> an orig. tecnical term, which was by ep. poets used in metaph. sense, but further came out of use. -- For foreign origin a. o. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13; on Pre-Greek <b class="b3">-αλλ-</b> Beekes, FS Kortlandt. Vain IE a. Sem. interpretations in Bq. -- Lat. LW [loanword] [[metallum]] [[mining]], [[metal]], from where NHG [[Metall]] etc.; on further derivv. in western and eastern languages Maidhof Glotta 10, 14 f.
|lthtxt=''[[metalli fodina]]'', [[metal mine]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.100.2/ 1.100.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.101.3/ 1.101.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.55.1/ 2.55.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.105.1/ 4.105.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.91.7/ 6.91.7].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέταλλον Medium diacritics: μέταλλον Low diacritics: μέταλλον Capitals: ΜΕΤΑΛΛΟΝ
Transliteration A: métallon Transliteration B: metallon Transliteration C: metallon Beta Code: me/tallon

English (LSJ)

τό,
A mine, quarry, ἁλὸς μέταλλον = salt-pit, salt-mine, Hdt.4.185; μέταλλον τετμημένον Hyp.Eux.35; μέταλλον παλαιὸν ἀνασάξιμον IG 22.1582.56: mostly in plural, χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα gold and silver mines, Hdt.3.57; τὰ ἀργύρεια μέταλλα, at Laurium, Th.2.55; μέταλλα (alone) silver mines, X.Vect.4.4; μαρμάρου μέταλλα marble quarries, Str.9.1.23.
2 mine in siege-operations, πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Plb.16.11.2, al.
3 metaph., work, οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Alciphr.1.36.
II later, mineral, metal, Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. Orib.5.3.21, Nonn. D. 11.26, Agath.5.9, AP7.363. (On the etym. cf. μεταλλάω.)

German (Pape)

[Seite 149] τό (vgl. μεταλλάω, also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς μέταλλον, Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίθου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. mine, càd tranchée pour la recherche de l'eau, des métaux;
II. le produit qu'on extrait de cette tranchée, d'où
1 mine (d'or, d'argent, etc.);
2 gisement de sel.
Étymologie: DELG μεταλλάω.

Russian (Dvoretsky)

μέταλλον: τό
1 шахты, копи (ἁλὸς μ. Her.);
2 pl. рудники (χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα Her.);
3 pl. воен. земляные работы, подкопы (πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.).

Greek Monolingual

το (ΑM μέταλλον, Μ και μέταλλο)
νεοελλ.
1. στερεό ορυκτό με ιδιάζουσα λάμψη και αντοχή, καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, το οποίο έχει την ιδιότητα να σχηματίζει οξείδια, ιδίως βασικά
2. (ως χαρακτηριστικό της φωνής ή του ήχου) καθαρός, με καθαρό τόνο και δυνατός («έχει φωνή μέταλλο»)
3. φρ. α) «ευγενή μέταλλα» — ο χρυσός, ο λευκόχρυσος και ο άργυρος, τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν οξειδώνονται
β) «πολύτιμα μέταλλα» — τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
γ) «αυτοφυή μέταλλα» — κοιτάσματα μετάλλων που απαντούν στη φύση σε σχεδόν καθαρή μορφή
δ) «εποχή του μετάλλου» — η περίοδος της ιστορίας του ανθρώπου στη Γη από την αρχή της χρήσης τών μετάλλων μέχρι σήμερα
μσν.
1. μεταλλικό μουσικό όργανο
2. ετήσιος φόρος από εκμετάλλευση μεταλλείου
μσν.-αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο («χρυσέων καὶ ἀργυρέων μετάλλων», Ηρόδ.)
αρχ.
1. λατομείο («μαρμάρου μέταλλον», Στράβ.)
2. (σε πολιορκία) υπόνομος («ἐτοιμάσας παρασκευὴν ἤρξατο πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων», Πολ.)
3. μτφ. εργασία («οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μέταλλον», Αλκίφρ.)
4. καθετί που εξορύσσεται
5. φρ. «ἁλὸς μέταλλον» — αλατωρυχείο (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, που θεωρείται και η πιθανότερη, ότι η λ. μέταλλον είναι υποχωρητικό παράγωγο του ρήματος μεταλλῶ (πιθ. από τη φράση μετ' ἄλλα «προς αναζήτηση άλλων πραγμάτων»). Κατ' άλλους το ρ. μεταλλῶ καθώς και η λ. μέταλλο είναι δάνειοι τεχνικοί όροι (πιθ. πελασγικοί) που χρησιμοποιήθηκαν από τους επικούς ποιητές. Τη λ. μέταλλο δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. metallum) από αυτήν η λ. πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. metal, γαλλ. metal, ιταλ. metallo). Ο μσν. τ. μέταλλο «μεταλλικό μουσικό όργανο» είναι αντιδάνεια λ. (< ιταλ. metallo < λατ. metallum < μέταλλον). Τέλος, η λ. μέταλλο εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μια σειρά ξένων επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι: μεταλλοχημεία (πρβλ. γαλλ. metallochimie), μεταλλοχρωμία (πρβλ. γαλλ. metallochromie) κ.ά.
ΠΑΡ. μεταλλείο, μεταλλεύω, μεταλλικός, μεταλλίτης
αρχ.
μεταλλεύς
αρχ.-μσν.
μεταλλίζω
νεοελλ.
μετάλλινος, μετάλλιο, μεταλλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μεταλλουργός, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλάρχης, μεταλλόχρυσος
νεοελλ.
μεταλλαγωγός, μεταλλοβιομηχανία, μεταλλογένεια, μεταλλογένεση, μεταλλογνωσία, μεταλλογράφος, μεταλλοειδής, μεταλλοθεραπεία, μεταλλοκαρβονύλιο, μεταλλοκετύλιο, μεταλλόκραμα, μεταλλομάστευση, μεταλλομιγής, μεταλλοξείδιο, μεταλλόπλυση, μεταλλοποίηση, μεταλλοποιός, μεταλλοργανικός, μεταλλοπρίονο, μεταλλοσκοπία, μεταλλοτεχνία, μεταλλούχος, μεταλλοφάνεια, μεταλλοφανής, μεταλλοφοβία, μεταλλοφόρος, μεταλλοχημεία, μεταλλόχρωμος].

Greek (Liddell-Scott)

μέταλλον: τό, μεταλλεῖονλατομεῖον, ἁλὸς μέταλλον, ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) ὑπόνομος ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., ἐργασία, οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ ἔννοια τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ μεταλλικός, καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. (μέταλλον οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. μεταλλάω, ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως μέταλλον πιθανῶς εἶναι: τόπος ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.)

Greek Monotonic

μέταλλον: τό,
I. μεταλλείο ή λατομείο, ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού, αλατωρυχείο, σε Ηρόδ.· χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· μέταλλα (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου μέταλλον, λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.
II. η έννοια του μετάλλου, Λατ. metallum, δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το μεταλλάω, από το μετ' ἄλλα, έρευνα για άλλα πράγματα).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mine, quarry (Hdt., Th., X., Att. inscr.), late also mineral, metal (Nonn., AP, backformation from μεταλλεύω).
Compounds: As 1. member in μεταλλ-ουργός miner with -έω, -εῖον (D.S., Dsc.).
Derivatives: 1. μεταλλεῖα n. pl. minerals, metals (Pl. Lg. 678 d), substantiv. of *μεταλλεῖος belonging to a mine. 2. μεταλλικός belonging to the mines (D., Arist.). 3. μεταλλεύς m. miner (Lys., Pl. Lg., Att. inscr.; Boßhardt 60f.); from there, or from μέταλλον, 4. μεταλλεύω be miner, work in the mines, dig up from quarries (Pl., LXX, Arist.) with μεταλλ-εία (Pl., Str.), -ευσις (Ph. Bel.) mining, -ευτής = μεταλλεύς (Str.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), -ευτικός belonging to mining (Pl. Lg., Arist., pap.). 5. μεταλλίζομαι be condemned to the mines (Cod. Just.). 6. μεταλλῖτις γῆ τις H. (Redard 108). -- On itself stands μεταλλάω investigate, inquire, examine (Il., late prose), cf. below.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical term for mining and as such suspect to be a loan. The attempt to explain μέταλλον from μεταλλάω as backformation (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; rejected by Kretschmer Glotta 6, 299, but accepted by id. Glotta 32, 1 n. 1), does not help, as for the verb no convincing etymology has been found; the explanation from μετ' ἄλλα, prop. "(inquire) after other (things)", e.g. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (with Eust.), Kretschmer l.c., is hardly convincing. Much more probable is, to see in the denominative μεταλλάω an orig. tecnical term, which was by ep. poets used in metaph. sense, but further came out of use. -- For foreign origin a. o. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13; on Pre-Greek -αλλ- Beekes, FS Kortlandt. Vain IE a. Sem. interpretations in Bq. -- Lat. LW [loanword] metallum mining, metal, from where NHG Metall etc.; on further derivv. in western and eastern languages Maidhof Glotta 10, 14 f.

Middle Liddell

μέταλλον, ου, τό,
I. a mine or quarry, ἁλὸς μέταλλον a salt- pit, salt- mine, Hdt.; χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα gold and silver mines, Hdt.; μέταλλα (alone) silver mines, Xen.; μαρμάρου μ. marble quarries, Strab.
II. the sense of metal, Lat. metallum, does not occur in classical Greek. [Prob., like μεταλλάω, from μετ' ἄλλα, a search for other things.]

Frisk Etymology German

μέταλλον: {métallon}
Grammar: n.
Meaning: Mine, Grube, Bergwerk (Hdt., Th., X., att. Inschr. usw.), sp. auch Mineral, Metall (Nonn., AP u.a.; aus μεταλλεύω rückgebildet).
Composita: Als Vorderglied in μεταλλουργός Bergwerksarbeiter mit -έω, -εῖον (D.S., Dsk.).
Derivative: Ableitungen. 1. μεταλλεῖα n. pl. Mineralien, Metalle (Pl. Lg. 678 d), wohl Substantivierung von *μεταλλεῖος zum Bergwerk gehörig. 2. μεταλλικός zu Minen gehörig (D., Arist. usw.). 3. μεταλλεύς m. Bergmann (Lys., Pl. Lg., att. Inschr. u. a.; Boßhardt 60f.); davon, oder von μέταλλον, 4. μεταλλεύω Bergmann sein, im Bergbau tätig sein, aus Gruben heraufholen (Pl., LXX, Arist. usw.) mit μεταλλεία (Pl., Str. usw.), -ευσις (Ph. Bel.) Bergbau, -ευτής = μεταλλεύς (Str. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), -ευτικός zum Bergbau gehörig (Pl. Lg., Arist., Pap.). 5. μεταλλίζομαι zu Minenarbeit verurteilt werden (Cod. Just.). 6. μεταλλῖτις· γῆ τις H. (Redard 108). — Für sich steht μεταλλάω erforschen, sich erkundigen, ausfragen (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), vgl. unten.
Etymology: Technischer Ausdruck des Bergbaus und schon als solcher der Entlehnung stark verdächtig. Der Versuch, μέταλλον aus μεταλλάω als Rückbildung zu erklären (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; ablehnend Kretschmer Glotta 6, 299, aber zustimmend ders. Glotta 32, 1 A. 1), hilft nicht weiter, da für das Verb keine überzeugende Etymologie gefunden ist; die Zurückführung auf μετ’ ἄλλα, eig. "nach anderen (Dingen forschen)", z.B. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (mit Eust.), Kretschmer Glotta 32, 1 A. 1, ist kaum überzeugend. Weit näher liegt, in dem denominativen μεταλλάω einen urspr. Fachausdruck zu sehen, der von ep. Dichtern in übertragener Bedeutung verwendet wurde, aber sonst außer Gebrauch kaum. — Für fremde Herkunft u. a. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13, v. Windekens Sprache 4, 135ff. (pelasgisch, mit Georgiev). Vergebliche idg. u. sem. Erklärungsversuche sind bei Bq gebucht. — Lat. LW metallum Bergwerk, Metall, woraus nhd. Metall usw.; über weitere Ableger in westlichen und östlichen Sprachen Maidhof Glotta 10, 14 f.
Page 2,216-217

Mantoulidis Etymological

(=μεταλλεῖο, λατομεῖο). Ἀπό τό μετ' ἄλλα (=σ' ἀναζήτηση ἄλλων πραγμάτων). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό ματεύω (=ζητῶ) καί τότε ἡ λέξη μέταλλον σημαίνει (=τόπος γιά ἀναζήτηση, γιά ἔρευνα). Ὑπάρχει καί τό ὁμηρ. μεταλλάω (=ἐρευνῶ).
Παράγωγα: μεταλλεύω (=σκάβω μεταλλεῖα), μεταλλεία (=ἡ ἐκμετάλλευση μεταλλείου), μεταλλεῖον, μεταλλεύς, μετάλλευσις, ἐκμετάλλευσις, μεταλλευτής, μεταλλευτικός, μεταλλευτός, μεταλλευτήρ.

Lexicon Thucydideum

metalli fodina, metal mine, 1.100.2, 1.101.3, 2.55.1, 4.105.1, 6.91.7.