λῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lyma
|Transliteration C=lyma
|Beta Code=lu=ma
|Beta Code=lu=ma
|Definition=(A), ατος, τό, mostly in pl. (sg. in <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.159 (Cyrene)), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[water used in washing]], or [[dirt removed by washing]], [[offscourings]], οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον <span class="bibl">Il.1.314</span>; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς… λύματα πάντα κάθηρεν <span class="bibl">14.171</span>; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.25</span>; of catarrhal discharges, [[purgations]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Gland.</span>12</span>; <b class="b3">λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</b>, of the blood on his hands, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>655</span>; <b class="b3">τόκοιο λύματα</b>, = [[τὰ λόχια]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>17</span>: generally, [[offscourings]], [[refuse]], γῆς <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>109</span>; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν <span class="bibl">A.R.4.710</span>; of ordure, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>216</span>; ἔκβολα λ. δαιτός <span class="bibl">Id.<span class="title">Cer.</span>116</span>; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν <span class="bibl">Str.5.3.8</span>, cf. Plu.2.518b. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[moral filth]], [[defilement]], in sg., <b class="b3">λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>805</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[λύμη]], [[ruin]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>692</span> (pl., lyr.): in sg., of a person, <b class="b3">σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν</b>, i. e. Hector, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>591</span> (lyr.).</span><br /><span class="bld">λῦμα</span> (B), ατος, τό<b class="b3">, (λύω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐνέχυρον]], Suid. (pl.).</span>
|Definition=(A), -ατος, τό, mostly in plural (sg. in ''Berl.Sitzb.''1927.159 (Cyrene)),<br><span class="bld">A</span> [[water used in washing]], or [[dirt removed by washing]], [[offscourings]], οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς… λύματα πάντα κάθηρεν 14.171; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.''Aet.''3.1.25; of [[catarrhal]] [[discharge]]s, [[purgation]]s, Hp.''Gland.''12; <b class="b3">λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</b>, of the ''blood'' on his hands, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''655; <b class="b3">τόκοιο λύματα</b>, = [[τὰ λόχια]], Call.''Jov.''17: generally, [[offscouring]]s, [[refuse]], γῆς Id.''Ap.''109; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710; of [[ordure]], Call.''Fr.''216; ἔκβολα λ. δαιτός Id.''Cer.''116; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8, cf. Plu.2.518b.<br><span class="bld">II</span> [[moral filth]], [[defilement]], in sg., <b class="b3">λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ</b>; [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''805.<br><span class="bld">III</span> = [[λύμη]], [[ruin]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''692 (pl., lyr.): in sg., of a person, <b class="b3">σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν</b>, i.e. Hector, E.''Tr.''591 (lyr.).<br /><br />(B), -ατος, τό, ([[λύω]]) = [[ἐνέχυρον]], Suid. (pl.).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[souillure]], [[impureté]], [[ordure]] :<br /><b>1</b> <i>au propre, d'ord. au pl.</i> impuretés enlevées par un lavage;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> souillure, tache, sujet de honte <i>ou</i> de déshonneur;<br /><b>II.</b> [[fléau]], [[mal]], [[malheur]].<br />'''Étymologie:''' R. Λυ, laver ; v. [[λούω]].
}}
{{pape
|ptext=τό (mit [[λύω]] und [[λούω]] zshgd, vgl. lues), <i>die [[Besudelung]], [[Verunreinigung]], der [[Schmutz]]</i>, ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς – λύματα πάντα κάθηρεν, <i>Il</i>. 14.171; <i>der abgewaschene [[Schmutz]], den man wegwirft</i>, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, 1.314; τόκου, <i>die [[Reinigung]] der [[Wöchnerinnen]]</i>, Callim. <i>Iov</i>. 15; vgl. Paus. 8.41.2; – δόμων, <i>[[Kehricht]]</i>, Ap.Rh. 4.710; πόλεως, Strab. V p. 235 und A. – Soph. <i>Aj</i>. 655, [[εἶμι]] πρός τε λουτρά – ὡς ἂν λύμαθ' ἁγνίσας ἐμὰ μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς, bildet den [[Übergang]] zur <i>sittlichen [[Befleckung]], [[Schmach]]</i>, λῦματῷ γήρᾳ τρέφει, <i>O.C</i>. 809. – Auch = λυμη, <i>[[Verderben]]</i>, wie Aesch. <i>Prom</i>. 694 πήματα, λύματα, δείματα vrbdt, Eur. <i>[[Troad]]</i>. 608.<br>Bei Suid. auch <i>das Einzulösende, das [[Pfand]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''λῦμα:''' ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1</b> [[нечистота]], [[грязь]] (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[нечестие]], [[позор]] (τῷ γήρᾳ Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[несчастье]], [[пагуба]], [[гибель]] (Ἀχαιῶν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῦμα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[λούω]])· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕδωρ]] τὸ χρησιμεῦον εἰς [[νίψιμον]] ἢ πλύσιν, ἢ ὁ [[ῥύπος]] ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ [[χροός]]... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]] αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ [[λόχια]], Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν [[μάλιστα]] ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς [[ῥύπος]], [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[λῦμα]] τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = [[λύμη]], [[ὄλεθρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.
|lstext='''λῦμα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[λούω]])· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕδωρ]] τὸ χρησιμεῦον εἰς [[νίψιμον]] ἢ πλύσιν, ἢ ὁ [[ῥύπος]] ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ [[χροός]]... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]] αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ [[λόχια]], Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν [[μάλιστα]] ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς [[ῥύπος]], [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[λῦμα]] τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = [[λύμη]], [[ὄλεθρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> souillure, impureté, ordure :<br /><b>1</b> <i>au propre, d’ord. au pl.</i> impuretés enlevées par un lavage;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> souillure, tache, sujet de honte <i>ou</i> de déshonneur;<br /><b>II.</b> fléau, mal, malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Λυ, laver ; v. [[λούω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM λῡμα)<br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]] του σώματος, [[ρύπος]] που ξεπλύθηκε, [[ξέπλυμα]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το [[πλύσιμο]] («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή [[κατάσταση]] με αποχετευτικό [[σύστημα]] από [[δίκτυο]] υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βδελυρός]], [[αχρείος]] [[άνθρωπος]], [[λέρα]], [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]] από [[αίμα]] («λύμαθ' ἁγνίσας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νερό]] που χρησιμεύει για [[πλύσιμο]], για [[νίψιμο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μίασμα]], ηθικό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τόκοιο λύματα» — τα [[λόχια]], τα υγρά της λοχείας<br />β) «λύματα [[δαιτός]]» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lu</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leu</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με αλβ. <i>lum</i> «[[λάσπη]], [[βούρκος]]», λατ. <i>po</i>-<i>lluo</i> «[[μολύνω]], [[ρυπαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τον όρο <i>pollution</i> «[[ρύπανση]]» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και <i>lutum</i> «[[μιαρός]]», αρχ. ιρλδ. <i>loth</i> «[[λέρα]], [[ακαθαρσία]]». Παρ' όλη τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του <i>λύω</i> ή του [[λούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λυμαίνομαι]] (I), [[λύμαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απόλυμα]]].<br /> <b>(II)</b><br />λῡμα, τὸ (AM) [[λύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλλαγή]], [[λύσιμο]] από [[μάγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἐνέχυρον]]».
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM λῡμα)<br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]] του σώματος, [[ρύπος]] που ξεπλύθηκε, [[ξέπλυμα]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το [[πλύσιμο]] («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή [[κατάσταση]] με αποχετευτικό [[σύστημα]] από [[δίκτυο]] υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βδελυρός]], [[αχρείος]] [[άνθρωπος]], [[λέρα]], [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]] από [[αίμα]] («λύμαθ' ἁγνίσας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νερό]] που χρησιμεύει για [[πλύσιμο]], για [[νίψιμο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μίασμα]], ηθικό [[στίγμα]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τόκοιο λύματα» — τα [[λόχια]], τα υγρά της λοχείας<br />β) «λύματα [[δαιτός]]» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lu</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leu</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με αλβ. <i>lum</i> «[[λάσπη]], [[βούρκος]]», λατ. <i>po</i>-<i>lluo</i> «[[μολύνω]], [[ρυπαίνω]]» ([[πρβλ]]. τον όρο <i>pollution</i> «[[ρύπανση]]» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και <i>lutum</i> «[[μιαρός]]», αρχ. ιρλδ. <i>loth</i> «[[λέρα]], [[ακαθαρσία]]». Παρ' όλη τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του <i>λύω</i> ή του [[λούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λυμαίνομαι]] (I), [[λύμαξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απόλυμα]]].<br /> <b>(II)</b><br />λῡμα, τὸ (AM) [[λύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαλλαγή]], [[λύσιμο]] από [[μάγια]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ἐνέχυρον]]».
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
|lsmtext='''λῦμα:''' -ατος, τό ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., [[νερό]] που χρησιμεύει στο [[νίψιμο]] ή στο [[πλύσιμο]], [[απόνερα]], ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά</i>, λέγεται για το [[αίμα]] στα χέρια του, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ηθικός]] [[ρύπος]], [[ηθική]] [[σπίλωση]], [[κυρίως]] στον ενικ., στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[καταστροφή]], όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῦμα:''' ατος τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> нечистота, грязь (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> нечестие, позор (τῷ γήρᾳ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> несчастье, пагуба, гибель (Ἀχαιῶν Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[dirt]], [[offscourings]], [[purgation]], metaph. [[contamination]], [[revilement]] (A 314 a. Ξ 371, Hdt.); on the meaning Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (with wrong connection with <b class="b3">λύω</b>). - <b class="b3">λύμη</b> f., often pl. <b class="b3">-αι</b>, <b class="b2">maltreatment (e.g. mutilation, flagellation), damage, violation, revilement</b>.<br />Other forms: <b class="b3">-ατος</b> n., mostly pl. <b class="b3">-ατα</b>,<br />Derivatives: 1. From <b class="b3">λῦμα</b>: <b class="b3">λύμακες πέτραι</b> H. (on alphab. wrong position); cf. <b class="b3">βῶλαξ</b>, <b class="b3">λίθαξ</b> a.o. (Chantraine Form. 379); <b class="b3">κατα-λυμακόομαι</b> <b class="b2">be covered with λύμακες `</b>(i.e. [[dirt]])' (Tab. Heracl. 1, 56); also <b class="b3">Λύμαξ</b>, <b class="b3">-κος</b> m. Arcad. rivername (cf. <b class="b3">ῥύαξ</b>, <b class="b3">σύρφαξ</b> a.o.; Chantraine 381 f.), after Paus. 8, 41, 2 because of the Nachgeburt (<b class="b3">λύματα</b>) of Rhea, in fact prob. because of the ooze (cf. Schulze Kl. Schr. 663, also Schwyzer RhM 77, 225ff. and Bechtel Dial. 1, 393; in detail deviat.). 2. From <b class="b3">λύμη</b>: <b class="b3">λυμεών</b>, <b class="b3">-ωνος</b> m. [[destroyer]] (S., E., Tim. Pers., Isoc., as <b class="b3">ἀπατεών</b>; Chantraine 163) with <b class="b3">λυμεων -εύομαι</b> <b class="b2">play the λ.</b> (Plb.); <b class="b3">λυμάχη</b> (<b class="b3">-χή</b>?) <b class="b3">ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη</b> H. (after <b class="b3">ταραχή</b>? <b class="b3">στοναχή</b>?). Transformation of <b class="b3">λῦμα</b>, <b class="b3">λύμη</b> : <b class="b3">λῦμαρ</b> (Max. Astrol.; cf. Schwyzer 519). -- Denomin. <b class="b3">λυμαί-νομαι</b>, aor. <b class="b3">λυμήνασθαι</b> (rare <b class="b3">λυμῆναι</b>, <b class="b3">-ᾶναι</b>) 1. from ?<b class="b3">λῦμα</b> <b class="b2">purify (of dirt)</b> (Hp.), usu. <b class="b3">ἀπο-λυμαίνομαι</b> [[wash]], [[purify]] (A 313f., A. R., Agath., Paus.) with <b class="b3">ἀπολυμαν-τήρ</b> (tablecleaner' (ρ 220, 377); 2. more often from <b class="b3">λύμη</b> <b class="b2">corporally maltreat, damage, destroy,violate</b>, also with <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">κατα-</b> (Ion. Att. Arc.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 169, Fraenkel Denom. 49); <b class="b3">λυμαντήρ</b> [[destroyer]], [[violater]] (X.), <b class="b3">λυμάντωρ</b> (Timo, Epigr. Cyrene), <b class="b3">-τής</b> (S.) <b class="b2">id.</b> (cf. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) with <b class="b3">λυμαν-τήριος</b> (A.), <b class="b3">-τικός</b> (Ph., Arr.) [[destroying]], [[violating]]. - <b class="b3">λύθρος</b> m. (after <b class="b3">βρότος</b>, <b class="b3">βόρβορος</b>, <b class="b3">πηλός</b>?), also <b class="b3">-ον</b> n. [[clotted]], [[thick blood]] (Hom. [only dat. <b class="b3">-ρῳ</b>], Hp. Ep.) with <b class="b3">λυθρώδης</b> [[bloodstained]] (LXX, AP). With <b class="b3">λῦμα</b> : <b class="b3">λύμη</b> cf. <b class="b3">γνῶμα</b> : <b class="b3">γνώμη</b>, <b class="b3">χάρμα</b> : <b class="b3">-μη</b>, <b class="b3">βρῶμα</b> : <b class="b3">-μη</b> etc.<br />Origin: IE [Indo-European] [681] <b class="b2">*luH-</b> [[dirt]], [[pollute]]<br />Etymology: With <b class="b3">λῦμα</b>, <b class="b3">-μη</b> agrees Alb. [[lum]] [[slime]], [[mud]] (IE <b class="b2">*lum-</b>); an agreement with <b class="b3">λύθρος</b> perh. in the Illyr. GN [[Ludrum]] (with IE [[dh]] or [[d]]); close comes also Alb. [[ler]] [[mud]] (IE <b class="b2">*leu-d(h)r-</b>). The nouns mentioned go back on a in Greek lost (and by <b class="b3">λυμαίνομαι</b> replaced?) verb meaning [[pollute]], [[contaminate]], which lives on in Lat. <b class="b2">pol-luō</b> (from <b class="b2">*por-luō</b>) and led to the verbal noun Lat. [[lutum]] = OIr. [[loth]] [[muck]], [[excrements]], [[dirt]]. Other survivals are Lat. [[lustrum]] [[puddle]], [[marsh]] and German rivernames like [[Lune]] and [[Lienz]] (from <b class="b2">*Luantia</b>); cf.<b class="b3">Λύμαξ</b>. - WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. [[lutum]]. Fraenkel Wb. s. <b class="b2">laũre</b>. On the GN esp. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. a. 242ff., Eisenstuck ibd. 7. 53ff. - (Wrong Specht KZ 68, 124. <b class="b3">λύ-μη</b> to <b class="b3">λύ-πη</b> with old variation <b class="b3">μ</b> : <b class="b3">π</b>.)
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[dirt]], [[offscourings]], [[purgation]], metaph. [[contamination]], [[revilement]] (A 314 a. Ξ 371, Hdt.); on the meaning Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (with wrong connection with [[λύω]]). - [[λύμη]] f., often pl. <b class="b3">-αι</b>, [[maltreatment (e.g. mutilation]], [[flagellation)]], [[damage, violation, revilement]].<br />Other forms: <b class="b3">-ατος</b> n., mostly pl. <b class="b3">-ατα</b>,<br />Derivatives: 1. From [[λῦμα]]: <b class="b3">λύμακες πέτραι</b> H. (on alphab. wrong position); cf. [[βῶλαξ]], [[λίθαξ]] a.o. (Chantraine Form. 379); <b class="b3">κατα-λυμακόομαι</b> <b class="b2">be covered with λύμακες `</b>(i.e. [[dirt]])' (Tab. Heracl. 1, 56); also [[Λύμαξ]], <b class="b3">-κος</b> m. Arcad. rivername (cf. [[ῥύαξ]], [[σύρφαξ]] a.o.; Chantraine 381 f.), after Paus. 8, 41, 2 because of the Nachgeburt ([[λύματα]]) of Rhea, in fact prob. because of the ooze (cf. Schulze Kl. Schr. 663, also Schwyzer RhM 77, 225ff. and Bechtel Dial. 1, 393; in detail deviat.). 2. From [[λύμη]]: [[λυμεών]], <b class="b3">-ωνος</b> m. [[destroyer]] (S., E., Tim. Pers., Isoc., as [[ἀπατεών]]; Chantraine 163) with <b class="b3">λυμεων -εύομαι</b> <b class="b2">play the λ.</b> (Plb.); [[λυμάχη]] (<b class="b3">-χή</b>?) <b class="b3">ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη</b> H. (after [[ταραχή]]? [[στοναχή]]?). Transformation of [[λῦμα]], [[λύμη]]: [[λῦμαρ]] (Max. Astrol.; cf. Schwyzer 519). -- Denomin. <b class="b3">λυμαί-νομαι</b>, aor. [[λυμήνασθαι]] (rare [[λυμῆναι]], <b class="b3">-ᾶναι</b>) 1. from ?[[λῦμα]] <b class="b2">purify (of dirt)</b> (Hp.), usually <b class="b3">ἀπο-λυμαίνομαι</b> [[wash]], [[purify]] (A 313f., A. R., Agath., Paus.) with <b class="b3">ἀπολυμαν-τήρ</b> (tablecleaner' (ρ 220, 377); 2. more often from [[λύμη]] [[corporally maltreat]], [[damage]], [[destroy,violate]], also with <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">κατα-</b> (Ion. Att. Arc.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 169, Fraenkel Denom. 49); [[λυμαντήρ]] [[destroyer]], [[violater]] (X.), [[λυμάντωρ]] (Timo, Epigr. Cyrene), <b class="b3">-τής</b> (S.) <b class="b2">id.</b> (cf. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) with <b class="b3">λυμαν-τήριος</b> (A.), <b class="b3">-τικός</b> (Ph., Arr.) [[destroying]], [[violating]]. - [[λύθρος]] m. (after [[βρότος]], [[βόρβορος]], [[πηλός]]?), also <b class="b3">-ον</b> n. [[clotted]], [[thick blood]] (Hom. [only dat. <b class="b3">-ρῳ</b>], Hp. Ep.) with [[λυθρώδης]] [[bloodstained]] (LXX, AP). With [[λῦμα]]: [[λύμη]] cf. [[γνῶμα]]: [[γνώμη]], [[χάρμα]]: <b class="b3">-μη</b>, [[βρῶμα]]: <b class="b3">-μη</b> [[etc]].<br />Origin: IE [Indo-European] [681] <b class="b2">*luH-</b> [[dirt]], [[pollute]]<br />Etymology: With [[λῦμα]], <b class="b3">-μη</b> agrees Alb. [[lum]] [[slime]], [[mud]] (IE <b class="b2">*lum-</b>); an agreement with [[λύθρος]] perhaps in the Illyr. GN [[Ludrum]] (with IE [[dh]] or [[d]]); close comes also Alb. [[ler]] [[mud]] (IE <b class="b2">*leu-d(h)r-</b>). The nouns mentioned go back on a in Greek lost (and by [[λυμαίνομαι]] replaced?) verb meaning [[pollute]], [[contaminate]], which lives on in Lat. <b class="b2">pol-luō</b> (from <b class="b2">*por-luō</b>) and led to the verbal noun Lat. [[lutum]] = OIr. [[loth]] [[muck]], [[excrements]], [[dirt]]. Other survivals are Lat. [[lustrum]] [[puddle]], [[marsh]] and German rivernames like [[Lune]] and [[Lienz]] (from <b class="b2">*Luantia</b>); cf. [[Λύμαξ]]. - WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. [[lutum]]. Fraenkel Wb. s. <b class="b2">laũre</b>. On the GN esp. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. a. 242ff., Eisenstuck ibd. 7. 53ff. - (Wrong Specht KZ 68, 124. <b class="b3">λύ-μη</b> to <b class="b3">λύ-πη</b> with old variation [[μ]]: [[π]].)
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λῦμα]], ατος, εος, [[λούω]]<br /><b class="num">I.</b> [[mostly]] in pl. the [[water]] used in [[washing]], washings, off-scourings, [[filth]], Il.; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of [[blood]] on the hands, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[moral]] [[filth]], [[defilement]], in sg., Soph.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[ruin]], [[bane]], Aesch.; of a [[person]], [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, i. e. [[Hector]], Eur.
|mdlsjtxt=[[λῦμα]], ατος, εος, [[λούω]]<br /><b class="num">I.</b> [[mostly]] in plural the [[water]] used in [[washing]], washings, off-scourings, [[filth]], Il.; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of [[blood]] on the hands, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[moral]] [[filth]], [[defilement]], in sg., Soph.<br /><b class="num">III.</b> = [[λύμη]], [[ruin]], [[bane]], Aesch.; of a [[person]], [[λῦμα]] Ἀχαιῶν, i. e. [[Hector]], Eur.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''λῦμα''': -ατος<br />{lũma}<br />'''Forms''': meist pl. -ατα,<br />'''Grammar''': n.,<br />'''Meaning''': [[Schmutz]], [[Abfall]], [[Kehricht]], [[Unrat]], übertr. ‘Besudelung, Schmach o. ä.’ (ep. poet. seit Α 314 u. Ξ 371, auch Hdt. u. sp. Prosa); zur Bed. Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (mit falscher Anknüpfung an [[λύω]]). —[[λύμη]] f., oft pl. -αι, ‘Mißhandlung (z.B. Verstümmelung, Geißelung), Schädigung, Schändung, Beschimpfung’ (vorw. ion. poet., auch hell. u. sp.).<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. Von [[λῦμα]]: λύμακες· πέτραι H. (an alphab. unrichtiger Stelle); vgl. [[βῶλαξ]], [[λίθαξ]] u.a. (Chantraine Form. 379); davon [[καταλυμακόομαι]] ‘von λύμακες ‘(d.h. [[Unrat]], [[Schutt]]) überdeckt werden’ (''Tab''. ''Heracl''. 1, 56); auch [[Λύμαξ]], -κος m. arkad. Flußname (vgl. [[ῥύαξ]], [[σύρφαξ]] u.a.; Chantraine 381 f.), nach Paus. 8, 41, 2 wegen der in den Fluß geworfenen Nachgeburt (λύματα) der Rhea, in der Tat wohl wegen der Schlammbildung (vgl. Schulze Kl. Schr. 663, auch Schwyzer RhM 77, 225ff. und Bechtel Dial. 1, 393; im einzelnen abweichend). 2. Von [[λύμη]]: [[λυμεών]], -ῶνος m. [[Zerstörer]], [[Verderber]] (S., E., Tim. ''Pers''., anch X., Isok. u.a., wie [[ἀπατεών]]; Chantraine 163) mit [[λυμεωνεύομαι]] [[Unheil stiften]] (Plb.); [[λυμάχη]] (-χή?)· [[εἰς]] διαφθορὰν [[λύπη]] H. (nach [[ταραχή]]? [[στοναχή]]?). Umbildung von [[λῦμα]], [[λύμη]] : [[λῦμαρ]] (Max. Astrol.; vgl. Schwyzer 519). — Denominativum [[λυμαίνομαι]], Aor. λυμήνασθαι (vereinzelt u. sp. λυμῆναι, -ᾶναι) 1. von [[λῦμα]] ‘(von Schmutz) reinigen’ (Hp.), gewöhnlicher [[ἀπολυμαίνομαι]] [[sich abwaschen]], [[reinigen]] (''A'' 313f., A. R., Agath., Paus.) mit [[ἀπολυμαντήρ]] (Tafelsäuberer’ (ρ 220, 377); 2. weit häufiger von [[λύμη]] [[körperlich mißhandeln]], [[schädigen]], [[verwüsten]], [[schänden]], auch mit δια-, κατα- u. a. (ion. att. ark.; zur Bed. Schulze Kl. Schr. 169 m. A. 8, Fraenkel Denom. 49); davon [[λυμαντήρ]] [[Zerstörer]], [[Schänder]] (X.), [[λυμάντωρ]] (Timo, Epigr. Kyrene), -τής (S.) ib. (vgl. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) mit [[λυμαντήριος]] (A.), -τικός (Ph., Arr. u. a.) [[zerstörend]], [[schändend]]. — λύθρος m. (nach [[βρότος]], [[βόρβορος]], [[πηλός]] u. a. ?), auch -ον n. [[geronnenes]], [[dickes Blut]] (Hom. [nur Dat. -ρῳ], Hp. ''Ep''., spät) mit [[λυθρώδης]] [[blutbefieckt]] (LXX, ''AP'').<br />'''Etymology''' : Zu [[λῦμα]] : [[λύμη]] vgl. [[γνῶμα]] : [[γνώμη]], [[χάρμα]] : -μη, [[βρῶμα]] : -μη u. a. m. — Zu [[λῦμα]], -μη stimmt alb. ''lum'' [[Schlamm]] (idg. ''lum''-); ein Seitenstück zu λύθρος kann in dem illyr. ON ''Ludrum'' (mit idg. ''dh'' od. ''d'') vorliegen; nahe kommt auch alb. ''ler'' [[Schlamm]] (idg. ''leu''-''d''(''h'')''r''-). Die genannten Nomina gehen auf ein im Griechischen verschwundenes (und von [[λυμαίνομαι]] ersetztes?) Verb der Bed. ‘verunreinigen, besudeln o. ä.’ zurück, das noch in lat. ''pol''-''luō'' (aus *''por''-''luō'') lebt und u. a. noch zum Verbalnomen lat. ''lutum'' = air. ''loth'' [[Dreck]], [[Kot]], [[Schmntz]] Anlaß gegeben hat. Andere Ableger sind lat. ''lustrum'' [[Pfütze]], [[Morast]] und deutsche Flußnamen wie ''Lune'' und ''Lienz'' (aus *''Luantia''); vgl. [[Λύμαξ]]. — WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. ''lutum''. Fraenkel Wb. s. ''laũrė''. Zu den ON bes. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. u. 242ff., Eisenstuck ebd. 7. 53ff. — Abzulehnen Specht KZ 68, 124. [[λύμη]] zu [[λύπη]] mit altem Wechsel μ : π.<br />'''Page''' 2,144-145
|ftr='''λῦμα''': -ατος<br />{lũma}<br />'''Forms''': meist pl. -ατα,<br />'''Grammar''': n.,<br />'''Meaning''': [[Schmutz]], [[Abfall]], [[Kehricht]], [[Unrat]], übertr. ‘Besudelung, Schmach o. ä.’ (ep. poet. seit Α 314 u. Ξ 371, auch Hdt. u. sp. Prosa); zur Bed. Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (mit falscher Anknüpfung an [[λύω]]). —[[λύμη]] f., oft pl. -αι, ‘Mißhandlung (z.B. Verstümmelung, Geißelung), Schädigung, Schändung, Beschimpfung’ (vorw. ion. poet., auch hell. u. sp.).<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. Von [[λῦμα]]: λύμακες· πέτραι H. (an alphab. unrichtiger Stelle); vgl. [[βῶλαξ]], [[λίθαξ]] u.a. (Chantraine Form. 379); davon [[καταλυμακόομαι]] ‘von λύμακες ‘(d.h. [[Unrat]], [[Schutt]]) überdeckt werden’ (''Tab''. ''Heracl''. 1, 56); auch [[Λύμαξ]], -κος m. arkad. Flußname (vgl. [[ῥύαξ]], [[σύρφαξ]] u.a.; Chantraine 381 f.), nach Paus. 8, 41, 2 wegen der in den Fluß geworfenen Nachgeburt (λύματα) der Rhea, in der Tat wohl wegen der Schlammbildung (vgl. Schulze Kl. Schr. 663, auch Schwyzer RhM 77, 225ff. und Bechtel Dial. 1, 393; im einzelnen abweichend). 2. Von [[λύμη]]: [[λυμεών]], -ῶνος m. [[Zerstörer]], [[Verderber]] (S., E., Tim. ''Pers''., anch X., Isok. u.a., wie [[ἀπατεών]]; Chantraine 163) mit [[λυμεωνεύομαι]] [[Unheil stiften]] (Plb.); [[λυμάχη]] (-χή?)· ἡ εἰς διαφθορὰν [[λύπη]] H. (nach [[ταραχή]]? [[στοναχή]]?). Umbildung von [[λῦμα]], [[λύμη]]: [[λῦμαρ]] (Max. Astrol.; vgl. Schwyzer 519). — Denominativum [[λυμαίνομαι]], Aor. λυμήνασθαι (vereinzelt u. sp. λυμῆναι, -ᾶναι) 1. von [[λῦμα]] ‘(von Schmutz) reinigen’ (Hp.), gewöhnlicher [[ἀπολυμαίνομαι]] [[sich abwaschen]], [[reinigen]] (''A'' 313f., A. R., Agath., Paus.) mit [[ἀπολυμαντήρ]] (Tafelsäuberer’ (ρ 220, 377); 2. weit häufiger von [[λύμη]] [[körperlich mißhandeln]], [[schädigen]], [[verwüsten]], [[schänden]], auch mit δια-, κατα- u. a. (ion. att. ark.; zur Bed. Schulze Kl. Schr. 169 m. A. 8, Fraenkel Denom. 49); davon [[λυμαντήρ]] [[Zerstörer]], [[Schänder]] (X.), [[λυμάντωρ]] (Timo, Epigr. Kyrene), -τής (S.) ib. (vgl. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) mit [[λυμαντήριος]] (A.), -τικός (Ph., Arr. u. a.) [[zerstörend]], [[schändend]]. — λύθρος m. (nach [[βρότος]], [[βόρβορος]], [[πηλός]] u. a. ?), auch -ον n. [[geronnenes]], [[dickes Blut]] (Hom. [nur Dat. -ρῳ], Hp. ''Ep''., spät) mit [[λυθρώδης]] [[blutbefieckt]] (LXX, ''AP'').<br />'''Etymology''': Zu [[λῦμα]]: [[λύμη]] vgl. [[γνῶμα]]: [[γνώμη]], [[χάρμα]]: -μη, [[βρῶμα]]: -μη u. a. m. — Zu [[λῦμα]], -μη stimmt alb. ''lum'' [[Schlamm]] (idg. ''lum''-); ein Seitenstück zu λύθρος kann in dem illyr. ON ''Ludrum'' (mit idg. ''dh'' od. ''d'') vorliegen; nahe kommt auch alb. ''ler'' [[Schlamm]] (idg. ''leu''-''d''(''h'')''r''-). Die genannten Nomina gehen auf ein im Griechischen verschwundenes (und von [[λυμαίνομαι]] ersetztes?) Verb der Bed. ‘verunreinigen, besudeln o. ä.’ zurück, das noch in lat. ''pol''-''luō'' (aus *''por''-''luō'') lebt und u. a. noch zum Verbalnomen lat. ''lutum'' = air. ''loth'' [[Dreck]], [[Kot]], [[Schmntz]] Anlaß gegeben hat. Andere Ableger sind lat. ''lustrum'' [[Pfütze]], [[Morast]] und deutsche Flußnamen wie ''Lune'' und ''Lienz'' (aus *''Luantia''); vgl. [[Λύμαξ]]. — WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. ''lutum''. Fraenkel Wb. s. ''laũrė''. Zu den ON bes. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. u. 242ff., Eisenstuck ebd. 7. 53ff. — Abzulehnen Specht KZ 68, 124. [[λύμη]] zu [[λύπη]] mit altem Wechsel μ: π.<br />'''Page''' 2,144-145
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[defilement]], [[taint]], [[of guilt]]
|woodrun=[[defilement]], [[taint]], [[of guilt]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[ξέπλυμα]], [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[λούω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό plu. [[desperdicios]] como ofrenda ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἔμβρυον γυναικὸς καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν πυρῶν καὶ λύματα ὀξυόεντα <b class="b3">fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda: un feto de mujer, cáscaras limpias de granos de trigo y desperdicios ácidos</b> P IV 2580
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῦμα Medium diacritics: λῦμα Low diacritics: λύμα Capitals: ΛΥΜΑ
Transliteration A: lŷma Transliteration B: lyma Transliteration C: lyma Beta Code: lu=ma

English (LSJ)

(A), -ατος, τό, mostly in plural (sg. in Berl.Sitzb.1927.159 (Cyrene)),
A water used in washing, or dirt removed by washing, offscourings, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314; ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς… λύματα πάντα κάθηρεν 14.171; ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα Call.Aet.3.1.25; of catarrhal discharges, purgations, Hp.Gland.12; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of the blood on his hands, S.Aj.655; τόκοιο λύματα, = τὰ λόχια, Call.Jov.17: generally, offscourings, refuse, γῆς Id.Ap.109; δόμων ἐκ λύματ' ἔνεικαν A.R.4.710; of ordure, Call.Fr.216; ἔκβολα λ. δαιτός Id.Cer.116; ἐκκλύζειν τὰ λ. τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8, cf. Plu.2.518b.
II moral filth, defilement, in sg., λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφῃ; S.OC805.
III = λύμη, ruin, A.Pr.692 (pl., lyr.): in sg., of a person, σύ τ', ὦ λῦμ' Ἀχαιῶν, i.e. Hector, E.Tr.591 (lyr.).

(B), -ατος, τό, (λύω) = ἐνέχυρον, Suid. (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. souillure, impureté, ordure :
1 au propre, d'ord. au pl. impuretés enlevées par un lavage;
2 au sens mor. souillure, tache, sujet de honte ou de déshonneur;
II. fléau, mal, malheur.
Étymologie: R. Λυ, laver ; v. λούω.

German (Pape)

τό (mit λύω und λούω zshgd, vgl. lues), die Besudelung, Verunreinigung, der Schmutz, ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς – λύματα πάντα κάθηρεν, Il. 14.171; der abgewaschene Schmutz, den man wegwirft, οἱ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, 1.314; τόκου, die Reinigung der Wöchnerinnen, Callim. Iov. 15; vgl. Paus. 8.41.2; – δόμων, Kehricht, Ap.Rh. 4.710; πόλεως, Strab. V p. 235 und A. – Soph. Aj. 655, εἶμι πρός τε λουτρά – ὡς ἂν λύμαθ' ἁγνίσας ἐμὰ μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς, bildet den Übergang zur sittlichen Befleckung, Schmach, λῦματῷ γήρᾳ τρέφει, O.C. 809. – Auch = λυμη, Verderben, wie Aesch. Prom. 694 πήματα, λύματα, δείματα vrbdt, Eur. Troad. 608.
Bei Suid. auch das Einzulösende, das Pfand.

Russian (Dvoretsky)

λῦμα: ατος τό (преимущ. pl.)
1 нечистота, грязь (ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα καθαίρειν Hom.);
2 нечестие, позор (τῷ γήρᾳ Soph.);
3 несчастье, пагуба, гибель (Ἀχαιῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῦμα: τό, (ἴδε ἐν λ. λούω)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ ὕδωρ τὸ χρησιμεῦον εἰς νίψιμον ἢ πλύσιν, ἢ ὁ ῥύπος ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροός... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν αὐτοῦ αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ λόχια, Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν μάλιστα ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς ῥύπος, μάλιστα ἐν τῷ ἑνικῷ, λῦμα τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = λύμη, ὄλεθρος, Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.

English (Autenrieth)

pl. λύματα: anything washed away, defilement, Il. 14.171; in symbolical and ritualistic sense, offerings of purification, Il. 1.314.

Spanish

desperdicios

Greek Monolingual

(I)
το (AM λῡμα)
συν. στον πληθ.
1. ακαθαρσία του σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα
2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.)
3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες μαζεύονται σε βόθρους ή μεταφέρονται σε ρευστή κατάσταση με αποχετευτικό σύστημα από δίκτυο υπονόμων και καταλήγουν σε συλλεκτήριο οχετό που εκκενώνεται έξω από την πόλη
νεοελλ.
μτφ. βδελυρός, αχρείος άνθρωπος, λέρα, κάθαρμα
αρχ.
1. κηλίδα από αίμα («λύμαθ' ἁγνίσας», Σοφ.)
2. νερό που χρησιμεύει για πλύσιμο, για νίψιμο
3. μτφ. μίασμα, ηθικό στίγμα
4. καταστροφή, όλεθρος («σύ τ', ὦ λῡμ' Ἀχαιῶν», Ευρ.)
5. φρ. α) «τόκοιο λύματα» — τα λόχια, τα υγρά της λοχείας
β) «λύματα δαιτός» — τα κατάλοιπα του φαγητού, τα αποφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lu- της ΙΕ ρίζας leu- «κόβω, χωρίζω» και συνδέεται με αλβ. lum «λάσπη, βούρκος», λατ. po-lluo «μολύνω, ρυπαίνω» (πρβλ. τον όρο pollution «ρύπανση» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες), και lutum «μιαρός», αρχ. ιρλδ. loth «λέρα, ακαθαρσία». Παρ' όλη τη σημασιολογική συγγένεια, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί ο τ. ετυμολογικά με τις οικογένειες του λύω ή του λούω.
ΠΑΡ. αρχ. λυμαίνομαι (I), λύμαξ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απόλυμα].
(II)
λῡμα, τὸ (AM) λύω
μσν.
απαλλαγή, λύσιμο από μάγια
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐνέχυρον».

Greek Monotonic

λῦμα: -ατος, τό (λούω
I. κυρίως στον πληθ., νερό που χρησιμεύει στο νίψιμο ή στο πλύσιμο, απόνερα, ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, λέγεται για το αίμα στα χέρια του, σε Σοφ.
II. ηθικός ρύπος, ηθική σπίλωση, κυρίως στον ενικ., στον ίδ.
III. = λύμη, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, λῦμα Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: dirt, offscourings, purgation, metaph. contamination, revilement (A 314 a. Ξ 371, Hdt.); on the meaning Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (with wrong connection with λύω). - λύμη f., often pl. -αι, maltreatment (e.g. mutilation, flagellation), damage, violation, revilement.
Other forms: -ατος n., mostly pl. -ατα,
Derivatives: 1. From λῦμα: λύμακες πέτραι H. (on alphab. wrong position); cf. βῶλαξ, λίθαξ a.o. (Chantraine Form. 379); κατα-λυμακόομαι be covered with λύμακες `(i.e. dirt)' (Tab. Heracl. 1, 56); also Λύμαξ, -κος m. Arcad. rivername (cf. ῥύαξ, σύρφαξ a.o.; Chantraine 381 f.), after Paus. 8, 41, 2 because of the Nachgeburt (λύματα) of Rhea, in fact prob. because of the ooze (cf. Schulze Kl. Schr. 663, also Schwyzer RhM 77, 225ff. and Bechtel Dial. 1, 393; in detail deviat.). 2. From λύμη: λυμεών, -ωνος m. destroyer (S., E., Tim. Pers., Isoc., as ἀπατεών; Chantraine 163) with λυμεων -εύομαι play the λ. (Plb.); λυμάχη (-χή?) ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη H. (after ταραχή? στοναχή?). Transformation of λῦμα, λύμη: λῦμαρ (Max. Astrol.; cf. Schwyzer 519). -- Denomin. λυμαί-νομαι, aor. λυμήνασθαι (rare λυμῆναι, -ᾶναι) 1. from ?λῦμα purify (of dirt) (Hp.), usually ἀπο-λυμαίνομαι wash, purify (A 313f., A. R., Agath., Paus.) with ἀπολυμαν-τήρ (tablecleaner' (ρ 220, 377); 2. more often from λύμη corporally maltreat, damage, destroy,violate, also with δια-, κατα- (Ion. Att. Arc.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 169, Fraenkel Denom. 49); λυμαντήρ destroyer, violater (X.), λυμάντωρ (Timo, Epigr. Cyrene), -τής (S.) id. (cf. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) with λυμαν-τήριος (A.), -τικός (Ph., Arr.) destroying, violating. - λύθρος m. (after βρότος, βόρβορος, πηλός?), also -ον n. clotted, thick blood (Hom. [only dat. -ρῳ], Hp. Ep.) with λυθρώδης bloodstained (LXX, AP). With λῦμα: λύμη cf. γνῶμα: γνώμη, χάρμα: -μη, βρῶμα: -μη etc.
Origin: IE [Indo-European] [681] *luH- dirt, pollute
Etymology: With λῦμα, -μη agrees Alb. lum slime, mud (IE *lum-); an agreement with λύθρος perhaps in the Illyr. GN Ludrum (with IE dh or d); close comes also Alb. ler mud (IE *leu-d(h)r-). The nouns mentioned go back on a in Greek lost (and by λυμαίνομαι replaced?) verb meaning pollute, contaminate, which lives on in Lat. pol-luō (from *por-luō) and led to the verbal noun Lat. lutum = OIr. loth muck, excrements, dirt. Other survivals are Lat. lustrum puddle, marsh and German rivernames like Lune and Lienz (from *Luantia); cf. Λύμαξ. - WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. lutum. Fraenkel Wb. s. laũre. On the GN esp. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. a. 242ff., Eisenstuck ibd. 7. 53ff. - (Wrong Specht KZ 68, 124. λύ-μη to λύ-πη with old variation μ: π.)

Middle Liddell

λῦμα, ατος, εος, λούω
I. mostly in plural the water used in washing, washings, off-scourings, filth, Il.; λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, of blood on the hands, Soph.
II. moral filth, defilement, in sg., Soph.
III. = λύμη, ruin, bane, Aesch.; of a person, λῦμα Ἀχαιῶν, i. e. Hector, Eur.

Frisk Etymology German

λῦμα: -ατος
{lũma}
Forms: meist pl. -ατα,
Grammar: n.,
Meaning: Schmutz, Abfall, Kehricht, Unrat, übertr. ‘Besudelung, Schmach o. ä.’ (ep. poet. seit Α 314 u. Ξ 371, auch Hdt. u. sp. Prosa); zur Bed. Sinclair Festschr. Dornseiff 330ff. (mit falscher Anknüpfung an λύω). —λύμη f., oft pl. -αι, ‘Mißhandlung (z.B. Verstümmelung, Geißelung), Schädigung, Schändung, Beschimpfung’ (vorw. ion. poet., auch hell. u. sp.).
Derivative: Ableitungen. 1. Von λῦμα: λύμακες· πέτραι H. (an alphab. unrichtiger Stelle); vgl. βῶλαξ, λίθαξ u.a. (Chantraine Form. 379); davon καταλυμακόομαι ‘von λύμακες ‘(d.h. Unrat, Schutt) überdeckt werden’ (Tab. Heracl. 1, 56); auch Λύμαξ, -κος m. arkad. Flußname (vgl. ῥύαξ, σύρφαξ u.a.; Chantraine 381 f.), nach Paus. 8, 41, 2 wegen der in den Fluß geworfenen Nachgeburt (λύματα) der Rhea, in der Tat wohl wegen der Schlammbildung (vgl. Schulze Kl. Schr. 663, auch Schwyzer RhM 77, 225ff. und Bechtel Dial. 1, 393; im einzelnen abweichend). 2. Von λύμη: λυμεών, -ῶνος m. Zerstörer, Verderber (S., E., Tim. Pers., anch X., Isok. u.a., wie ἀπατεών; Chantraine 163) mit λυμεωνεύομαι Unheil stiften (Plb.); λυμάχη (-χή?)· ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη H. (nach ταραχή? στοναχή?). Umbildung von λῦμα, λύμη: λῦμαρ (Max. Astrol.; vgl. Schwyzer 519). — Denominativum λυμαίνομαι, Aor. λυμήνασθαι (vereinzelt u. sp. λυμῆναι, -ᾶναι) 1. von λῦμα ‘(von Schmutz) reinigen’ (Hp.), gewöhnlicher ἀπολυμαίνομαι sich abwaschen, reinigen (A 313f., A. R., Agath., Paus.) mit ἀπολυμαντήρ (Tafelsäuberer’ (ρ 220, 377); 2. weit häufiger von λύμη körperlich mißhandeln, schädigen, verwüsten, schänden, auch mit δια-, κατα- u. a. (ion. att. ark.; zur Bed. Schulze Kl. Schr. 169 m. A. 8, Fraenkel Denom. 49); davon λυμαντήρ Zerstörer, Schänder (X.), λυμάντωρ (Timo, Epigr. Kyrene), -τής (S.) ib. (vgl. Fraenkel Nom. sg. 2, 55) mit λυμαντήριος (A.), -τικός (Ph., Arr. u. a.) zerstörend, schändend. — λύθρος m. (nach βρότος, βόρβορος, πηλός u. a. ?), auch -ον n. geronnenes, dickes Blut (Hom. [nur Dat. -ρῳ], Hp. Ep., spät) mit λυθρώδης blutbefieckt (LXX, AP).
Etymology: Zu λῦμα: λύμη vgl. γνῶμα: γνώμη, χάρμα: -μη, βρῶμα: -μη u. a. m. — Zu λῦμα, -μη stimmt alb. lum Schlamm (idg. lum-); ein Seitenstück zu λύθρος kann in dem illyr. ON Ludrum (mit idg. dh od. d) vorliegen; nahe kommt auch alb. ler Schlamm (idg. leu-d(h)r-). Die genannten Nomina gehen auf ein im Griechischen verschwundenes (und von λυμαίνομαι ersetztes?) Verb der Bed. ‘verunreinigen, besudeln o. ä.’ zurück, das noch in lat. pol-luō (aus *por-luō) lebt und u. a. noch zum Verbalnomen lat. lutum = air. loth Dreck, Kot, Schmntz Anlaß gegeben hat. Andere Ableger sind lat. lustrum Pfütze, Morast und deutsche Flußnamen wie Lune und Lienz (aus *Luantia); vgl. Λύμαξ. — WP. 2, 406, Pok. 681, W.-Hofmann s. 1. lutum. Fraenkel Wb. s. laũrė. Zu den ON bes. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 6, 106ff. u. 242ff., Eisenstuck ebd. 7. 53ff. — Abzulehnen Specht KZ 68, 124. λύμη zu λύπη mit altem Wechsel μ: π.
Page 2,144-145

English (Woodhouse)

defilement, taint, of guilt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό (=ξέπλυμα, ἀκαθαρσία). Ἀπό τό λούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό plu. desperdicios como ofrenda ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἔμβρυον γυναικὸς καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν πυρῶν καὶ λύματα ὀξυόεντα fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda: un feto de mujer, cáscaras limpias de granos de trigo y desperdicios ácidos P IV 2580