ψυχαγωγία: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychagogia | |Transliteration C=psychagogia | ||
|Beta Code=yuxagwgi/a | |Beta Code=yuxagwgi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[evocation of souls from the nether world]], Philostr.''Her.''18.3, Eust.1614.59.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[winning of men's souls]], [[persuasion]], whence Rhetoric is called a [[ψυχαγωγία]] by [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''261a, cf. 271c, ''Com.Adesp.''199, Phld.''Rh.''1.148S.; also of [[poetry]], Id.''Po.''2.61, al.:generally, [[gratification]], [[pastime]], Plb.31.29.5, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.91, Aristeas 78, [[LXX]] ''2 Ma.''2.25, J.''AJ''15.7.7, Luc.''Nigr.''18; [[amusement]], Sor.1.117 (pl.); opp. [[διδασκαλία]], as the aim of a poet, Eratosth. ap. Str.1.1.10: pl., μουσικαὶ ψ. Phld.''Mus.''p.86K., cf. Aristid.''Or.''29(40).21.<br><span class="bld">III</span> ([[ψυχρός]], [[ψῦχος]]) [[cooling]] [[treatment]] in [[acute]] [[fever]], Philum. ap. Aët.5.78 (but, [[animi oblectamenta procurentur]], in Lat. version): in [[heart]] [[disease]], Paul.Aeg.3.34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ [[ψυχαγωγία]] τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ [[γέλως]] bis accus. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, [[Ergötzung]]; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ [[ψυχαγωγία]] τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς [[ἕνεκα]] καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ [[γέλως]] bis accus. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[attrait]], [[séduction]] ; [[joie]], [[plaisir]], [[divertissement]].<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψυχαγωγία -ας, ἡ [ψυχαγωγός] [[geestesvervoering]], het in vervoering brengen van de ziel, [[psychagogie]]:; ἡ ῥητορικὴ ἂν εἴη... ψυχαγωγία τις διὰ λόγων de retorica is een soort betovering van de ziel door middel van woorden Plat. Phaedr. 261a; [[vermaak]]:. πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν veel vermaak en gelach produceren Luc. 8.18. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψῡχᾰγωγία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[духовное руководительство]]: [[τέχνη]] ψ. τις Plat. некое искусство руководства душами;<br /><b class="num">2</b> [[удовольствие]], тж. [[развлечение]] или [[наслаждение]]: ἡ ψυχαγωγία ἡ περὶ τὰ κυνηγέσια Polyb. развлечение доставляемое охотой; παράδοξον ψυχαγωγίαν παρέχεσθαι Diod. доставлять исключительное удовольствие. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῡχᾰγωγία''': ἡ, [[ἀνάκλησις]] ψυχῶν ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - [[ὅθεν]] ἡ Ρητορικὴ [[τέχνη]] καλεῖται [[ψυχαγωγία]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· [[καθόλου]], διασκέδασις, [[εὐαρέστησις]], [[τέρψις]], Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. [[εἶδος]] ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «[[ψυχαγωγία]] ... ὀνομάζεται [[σήμερον]] εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ [[μεταξύ]] τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη [[ἐξήγησις]], ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει. | |lstext='''ψῡχᾰγωγία''': ἡ, [[ἀνάκλησις]] ψυχῶν ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - [[ὅθεν]] ἡ Ρητορικὴ [[τέχνη]] καλεῖται [[ψυχαγωγία]] παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· [[καθόλου]], διασκέδασις, [[εὐαρέστησις]], [[τέρψις]], Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. [[εἶδος]] ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «[[ψυχαγωγία]] ... ὀνομάζεται [[σήμερον]] εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ [[μεταξύ]] τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη [[ἐξήγησις]], ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br />[[τέρψη]] της ψυχής και του πνεύματος, [[αναψυχή]] (α. «[[μέσο]] ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(σε [[λόγια]] [[κείμενα]]) [[είδος]] ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την [[παράθεση]] συνωνύμων ή άλλων λέξεων συγγενούς σημασίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ανάκληση]] τών ψυχών από τον 'Αδη με μαγικά [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρηγοριά]], [[παραμυθία]]<br /><b>2.</b> [[εξαπάτηση]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος<br /><b>3.</b> α) (στη ρητ.) [[πειθώ]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) (στον <b>Πλάτ.</b>) η [[ρητορική]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ.-μσν. σημ. «[[ανάκληση]] τών ψυχών από τον Άδη» και «[[παρηγοριά]], [[παραπλάνηση]] του πνεύματος» έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ψυχαγωγός]]. Εκ τών υστέρων, [[ωστόσο]], η λ. παρουσίασε σημαντική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] της ερμηνείας αρχαίων κειμένων με την [[παράθεση]] εξηγητικών λέξεων που σημειώνονταν ακριβώς [[πάνω]] από τις αρχαίες λέξεις του κειμένου. Με αυτήν την σημ. αναφέρει στα <i>Ἄτακτα</i> τη λ. ο Κοραής το 1805, όπως τήν κατέγραψε από το [[λεξικό]] του Δουκαγγείου, το οποίο εκδόθηκε το 1688. Η λ., [[τέλος]], [[ψυχαγωγία]] χρησιμοποιείται στην Νέα Ελληνική ήδη από την Ελληνιστική [[εποχή]] και κατ' εξοχήν με σημ. «ψυχική [[ευχαρίστηση]], [[αναψυχή]], [[διασκέδαση]]» ([[πρβλ]]. [[ψυχαγωγώ]]). Κατά μία [[άποψη]] [[μάλιστα]], η λ. με την τελευταία της σημ., έχει προέλθει από τα αρχ. [[ψυχαγωγία]] / <i>ψυχαγωγεῖα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]) «οπές μέσω τών οποίων εισερχόταν [[κρύος]] [[αέρας]] στα [[μεταλλεία]] για να δροσίζονται οι μεταλλωρύχοι»].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />[[θεραπεία]] που παρέχεται με ψυκτικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψῡχᾰγωγία:''' ἡ, [[ανάκληση]] των ψυχών των [[νεκρών]]· μεταφ., η [[πειθώ]], με την [[έννοια]] της προσέλκυσης των ψυχών των ζωντανών, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψῡχᾰγωγία, ἡ, [from ψῡχᾰγωγέω]<br />a [[winning]] of souls, [[persuasion]], Plat. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[pastime]]=== | |||
Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂/娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: [[hobby]], [[tijdverdrijf]], [[ontspanning]]; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: [[passe-temps]]; German: [[Zeitvertreib]]; Greek: [[διασκέδαση]], [[αναψυχή]]; Ancient Greek: [[ἀπάτα]], [[ἀπάτη]], [[δάμωμα]], [[δήμωμα]], [[διαγωγή]], [[διατριβή]], [[ἑορτή]], [[ὁρτή]], [[παιδιά]], [[παιδιή]], [[ψυχαγωγία]]; Hebrew: בילוי; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: [[passatempo]]; Japanese: 娯楽; Latin: [[ludus]], [[oblectamen]], [[oblectamentum]]; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی; Polish: rozrywka; Portuguese: [[passatempo]]; Russian: [[времяпрепровождение]], [[развлечение]], [[увеселение]], [[забава]]; Sanskrit: देवना; Scottish Gaelic: cur-seachad, caitheamh-aimsire; Spanish: [[pasatiempo]]; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A evocation of souls from the nether world, Philostr.Her.18.3, Eust.1614.59.
II metaph., winning of men's souls, persuasion, whence Rhetoric is called a ψυχαγωγία by Pl.Phdr.261a, cf. 271c, Com.Adesp.199, Phld.Rh.1.148S.; also of poetry, Id.Po.2.61, al.:generally, gratification, pastime, Plb.31.29.5, D.S.1.91, Aristeas 78, LXX 2 Ma.2.25, J.AJ15.7.7, Luc.Nigr.18; amusement, Sor.1.117 (pl.); opp. διδασκαλία, as the aim of a poet, Eratosth. ap. Str.1.1.10: pl., μουσικαὶ ψ. Phld.Mus.p.86K., cf. Aristid.Or.29(40).21.
III (ψυχρός, ψῦχος) cooling treatment in acute fever, Philum. ap. Aët.5.78 (but, animi oblectamenta procurentur, in Lat. version): in heart disease, Paul.Aeg.3.34.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς ἕνεκα καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ γέλως bis accus. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
attrait, séduction ; joie, plaisir, divertissement.
Étymologie: ψυχαγωγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχαγωγία -ας, ἡ [ψυχαγωγός] geestesvervoering, het in vervoering brengen van de ziel, psychagogie:; ἡ ῥητορικὴ ἂν εἴη... ψυχαγωγία τις διὰ λόγων de retorica is een soort betovering van de ziel door middel van woorden Plat. Phaedr. 261a; vermaak:. πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν veel vermaak en gelach produceren Luc. 8.18.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχᾰγωγία: ἡ
1 духовное руководительство: τέχνη ψ. τις Plat. некое искусство руководства душами;
2 удовольствие, тж. развлечение или наслаждение: ἡ ψυχαγωγία ἡ περὶ τὰ κυνηγέσια Polyb. развлечение доставляемое охотой; παράδοξον ψυχαγωγίαν παρέχεσθαι Diod. доставлять исключительное удовольствие.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰγωγία: ἡ, ἀνάκλησις ψυχῶν ἐκ τοῦ κάτω κόσμου διὰ μαγικῶν μέσων, Φιλόστρ. 727, πρβλ. Εὐστ. 1614. 60. ΙΙ. μεταφορ., τὸ θέλγειν καὶ προσελκύειν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πειθὼ, - ὅθεν ἡ Ρητορικὴ τέχνη καλεῖται ψυχαγωγία παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 261Α, 271C· καθόλου, διασκέδασις, εὐαρέστησις, τέρψις, Πολύβ 32. 15, 5, Διόδ. 1. 91, Λουκ. Νιγρ. 18· ἐν τῷ πληθ., Εὐσ. περὶ τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρησάντων 6. - Παρὰ τοῖς μεταγεν. εἶδος ἑρμηνείας τῶν ἀρχαίων λέξεων δι’ ἄλλων συνωνύμων, «ψυχαγωγία ... ὀνομάζεται σήμερον εἰς τὰ σχολεῖά μας ἡ μεταξύ τῶν στίχων τοῦ κειμένου γραφομένη ἐξήγησις, ἀπὸ τὴν παλαιὰν σημασίαν τῆς λέξεως» Κοραῆ Ἄτακτα τ. 4Β. τ. 704, Κουμανούδης ἐν Συναγωγῇ Νέων Λέξ. σ. 1138, ἴδε Δουκάγγιον ἐν λέξει.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
τέρψη της ψυχής και του πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.)
νεοελλ.-μσν.
(σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων συγγενούς σημασίας
μσν.-αρχ.
η ανάκληση τών ψυχών από τον 'Αδη με μαγικά μέσα
αρχ.
1. παρηγοριά, παραμυθία
2. εξαπάτηση, παραπλάνηση του πνεύματος
3. α) (στη ρητ.) πειθώ
β) (κατ' επέκτ.) (στον Πλάτ.) η ρητορική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ.-μσν. σημ. «ανάκληση τών ψυχών από τον Άδη» και «παρηγοριά, παραπλάνηση του πνεύματος» έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψυχαγωγός. Εκ τών υστέρων, ωστόσο, η λ. παρουσίασε σημαντική σημασιολογική εξέλιξη. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος της ερμηνείας αρχαίων κειμένων με την παράθεση εξηγητικών λέξεων που σημειώνονταν ακριβώς πάνω από τις αρχαίες λέξεις του κειμένου. Με αυτήν την σημ. αναφέρει στα Ἄτακτα τη λ. ο Κοραής το 1805, όπως τήν κατέγραψε από το λεξικό του Δουκαγγείου, το οποίο εκδόθηκε το 1688. Η λ., τέλος, ψυχαγωγία χρησιμοποιείται στην Νέα Ελληνική ήδη από την Ελληνιστική εποχή και κατ' εξοχήν με σημ. «ψυχική ευχαρίστηση, αναψυχή, διασκέδαση» (πρβλ. ψυχαγωγώ). Κατά μία άποψη μάλιστα, η λ. με την τελευταία της σημ., έχει προέλθει από τα αρχ. ψυχαγωγία / ψυχαγωγεῖα (< ψῦχος + ἀγωγός) «οπές μέσω τών οποίων εισερχόταν κρύος αέρας στα μεταλλεία για να δροσίζονται οι μεταλλωρύχοι»].
(II)
ἡ, Α
θεραπεία που παρέχεται με ψυκτικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + ἀγωγή + κατάλ. -ία].
Greek Monotonic
ψῡχᾰγωγία: ἡ, ανάκληση των ψυχών των νεκρών· μεταφ., η πειθώ, με την έννοια της προσέλκυσης των ψυχών των ζωντανών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ψῡχᾰγωγία, ἡ, [from ψῡχᾰγωγέω]
a winning of souls, persuasion, Plat.
Translations
pastime
Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂/娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: hobby, tijdverdrijf, ontspanning; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: passe-temps; German: Zeitvertreib; Greek: διασκέδαση, αναψυχή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, δάμωμα, δήμωμα, διαγωγή, διατριβή, ἑορτή, ὁρτή, παιδιά, παιδιή, ψυχαγωγία; Hebrew: בילוי; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: passatempo; Japanese: 娯楽; Latin: ludus, oblectamen, oblectamentum; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی; Polish: rozrywka; Portuguese: passatempo; Russian: времяпрепровождение, развлечение, увеселение, забава; Sanskrit: देवना; Scottish Gaelic: cur-seachad, caitheamh-aimsire; Spanish: pasatiempo; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale