προσφορά: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(35) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσφέρω]]<br /><b>1.</b> το να παρέχει [[κανείς]] [[κάτι]], [[παροχή]]<br /><b>2.</b> [[εισφορά]], [[δωρεά]]<br /><b>3.</b> το προσφερόμενο [[δώρο]] ή η προσφερόμενη [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[μικρός]] [[άρτος]] που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί με αυτόν το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας και [[πάνω]] στον οποίο [[είναι]] αποτυπωμένη [[σφραγίδα]] που εικονίζει στο [[κέντρο]] της [[τετράγωνο]] με σταυρό και [[εκατέρωθεν]] τών κεραιών του την [[επιγραφή]] ΙΣ-ΧΣ-ΝΙ-ΚΑ, [[δηλαδή]] Ιησούς [[Χριστός]] Νικά, αλλ. [[πρόσφορο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παροχή]] εργασίας με [[μισθό]] ή εμπορευμάτων [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>2.</b> η προσφερόμενη [[τιμή]] αγοράς ή πώλησης ενός εμπορεύματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσφορά]] και [[ζήτηση]]» — η [[σχέση]] [[μεταξύ]] της ποσότητας που οι παραγωγοί επιθυμούν να πωλήσουν στις διάφορες τιμές και της ποσότητας του προϊόντος που οι καταναλωτές επιθυμούν να αγοράσουν<br />β) «[[καμπύλη]] προσφοράς» — η γραφική [[απεικόνιση]] της σχέσης [[μεταξύ]] της [[τιμής]] ενός προϊόντος και της ποσότητάς του, την οποία ο [[πωλητής]] επιθυμεί και μπορεί να προσφέρει σε αυτή την [[τιμή]]<br />γ) «[[προσφορά]] χρήματος» — [[σύνολο]] τών χρηματικών πόρων που βρίσκονται [[εκτός]] της κεντρικής εκδοτικής τράπεζας και κυκλοφορούν στην [[οικονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να φέρνει ή το να επιθέτει [[κάποιος]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[εφαρμογή]], [[χρήση]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]] («τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ευεργεσία]] («ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πρόσοδος]], [[εισόδημα]]<br /><b>6.</b> η [[λήψη]] τροφής<br /><b>7.</b> [[τροφή]] («κουφοτέραν ποιοῡσι καὶ τὴν προσφοράν», Θεόφρ.)<br /><b>8.</b> [[γεύση]] («ἑψόμενον δὲ γίνεσθαι... ἡδὺ ἐν τῇ προσφορᾷ», Θεόφρ.)<br /><b>9.</b> [[ανθοδέσμη]]<br /><b>10.</b> <b>εκκλ.</b> α) [[αφιέρωμα]], [[ανάθημα]] («θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας», ΠΔ)<br />β) η [[τέλεση]] του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας<br />γ) τα στοιχεία της Θείας Μεταλήψεως<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾱς»<br /><b>εκκλ.</b> οι προσφερόμενοι άρτοι, οι άρτοι της προθέσεως (ΠΔ). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[προσφέρω]]<br /><b>1.</b> το να παρέχει [[κανείς]] [[κάτι]], [[παροχή]]<br /><b>2.</b> [[εισφορά]], [[δωρεά]]<br /><b>3.</b> το προσφερόμενο [[δώρο]] ή η προσφερόμενη [[εξυπηρέτηση]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[μικρός]] [[άρτος]] που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί με αυτόν το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας και [[πάνω]] στον οποίο [[είναι]] αποτυπωμένη [[σφραγίδα]] που εικονίζει στο [[κέντρο]] της [[τετράγωνο]] με σταυρό και [[εκατέρωθεν]] τών κεραιών του την [[επιγραφή]] ΙΣ-ΧΣ-ΝΙ-ΚΑ, [[δηλαδή]] Ιησούς [[Χριστός]] Νικά, αλλ. [[πρόσφορο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παροχή]] εργασίας με [[μισθό]] ή εμπορευμάτων [[προς]] [[πώληση]]<br /><b>2.</b> η προσφερόμενη [[τιμή]] αγοράς ή πώλησης ενός εμπορεύματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσφορά]] και [[ζήτηση]]» — η [[σχέση]] [[μεταξύ]] της ποσότητας που οι παραγωγοί επιθυμούν να πωλήσουν στις διάφορες τιμές και της ποσότητας του προϊόντος που οι καταναλωτές επιθυμούν να αγοράσουν<br />β) «[[καμπύλη]] προσφοράς» — η γραφική [[απεικόνιση]] της σχέσης [[μεταξύ]] της [[τιμής]] ενός προϊόντος και της ποσότητάς του, την οποία ο [[πωλητής]] επιθυμεί και μπορεί να προσφέρει σε αυτή την [[τιμή]]<br />γ) «[[προσφορά]] χρήματος» — [[σύνολο]] τών χρηματικών πόρων που βρίσκονται [[εκτός]] της κεντρικής εκδοτικής τράπεζας και κυκλοφορούν στην [[οικονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να φέρνει ή το να επιθέτει [[κάποιος]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[εφαρμογή]], [[χρήση]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]] («τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ευεργεσία]] («ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πρόσοδος]], [[εισόδημα]]<br /><b>6.</b> η [[λήψη]] τροφής<br /><b>7.</b> [[τροφή]] («κουφοτέραν ποιοῡσι καὶ τὴν προσφοράν», Θεόφρ.)<br /><b>8.</b> [[γεύση]] («ἑψόμενον δὲ γίνεσθαι... ἡδὺ ἐν τῇ προσφορᾷ», Θεόφρ.)<br /><b>9.</b> [[ανθοδέσμη]]<br /><b>10.</b> <b>εκκλ.</b> α) [[αφιέρωμα]], [[ανάθημα]] («θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας», ΠΔ)<br />β) η [[τέλεση]] του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας<br />γ) τα στοιχεία της Θείας Μεταλήψεως<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾱς»<br /><b>εκκλ.</b> οι προσφερόμενοι άρτοι, οι άρτοι της προθέσεως (ΠΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσφορά:''' ἡ ([[προσφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[προσκόμιση]], [[προσαγωγή]], [[χρήση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή [[κάτι]], [[προσθήκη]], [[αύξηση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσθήκη]], όφελος, [[πλεονέκτημα]], στον ίδ.· [[δώρο]], σε Θεόκρ.· [[προσφορά]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (προσφέρω)
A bringing to, applying, τῶν κλιμάκων Plb. 5.16.7; application, use, Pl.Lg.638c. 2 presenting, offering, ib. 792a; οἱ ἄρτοι τῆς π. shewbread, LXX 3 Ki.7.48. II (from Pass.) that which is added, increase, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μέν ἐστι π. δ' οὐκ ἔστ' ἔτι S.OC1270; bounty, benefit, ib.581; wedding present, Thphr. Char.30.19; offering, LXXPs.39(40).7, al., Act.Ap.21.26: pl., ib.24.17, J.AJ11.4.1, Stud.Pal.1.7.27 (v A.D.), etc.; offerings for the dead, PMonac.8.5,23 (vi A.D.), PLond.5.1708.62 (vi A.D.); deed of gift, esp. of donatio propter nuptias, Mitteis Chr.288.8 (ii A.D.), PTeb.351.1 (ii A.D.), PRyl.155.20 (ii A.D.). 2 income, revenue, Antipho Fr. 31, J.AJ19.8.2. III (from Med.) taking of food, Arist.Somn.Vig. 458a22, Metaph.1000a14, Thphr.HP7.9.4, 8.4.4, Od.5; ἡ τοῦ ὑγροῦ π. Arist.PA671a13; πόσεις καὶ -φοραί Plu.2.129e. 2 food, victuals, Hp.Aph.2.33 (pl.), Thphr.CP4.9.6, Orph.Fr.49.87. 3 flavour, Thphr.HP4.8.11, Ath.1.33f; bouquet, Thphr.HP9.19.1.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, das Darbringen, Darreichen, auch die Gabe, Soph. O. C. 587; Vergrößerung, Vermehrung, τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι, ib. 1272; – κλιμάκων, das. Ansetzen, Pol. 5, 16, 7; – Anwendung, Gebrauch, διαπυθόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν, μήτε τὴν προσφοράν, ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ, Plat. Legg. I, 638 c; – das was man zu sich nimmt, das Essen, Arist. probl. 11, 20; πόσεις καὶ πρ., Plut. de san. tu. p. 390; vom Weine bei Ath. I, 33 f bedeutet es den Geruch, wie Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
προσφορά: ἡ, (προσφέρω) τὸ φέρειν πλησίον, προσαρμόζειν, τῶν κλιμάκων Πολύβ. 5. 16, 7· προσαγωγή, χρῆσις, Πλάτ. Νόμ. 638C· τῶν αἰτιῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. 2) τὸ προσφέρειν, δωρεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 792Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ φερόμενον πρός τι πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, προσθήκη, αὔξησις, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, πρ. δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι Σοφ. Ο. Κ. 1270· εὐεργεσία, Λατ. beneficium, αὐτόθι 581· δῶρον, Θεοφρ. Χαρ. 30· προσφορὰ θρησκευτικὴ εἰς τὸν θεόν, Πράξ. Ἀποστ. κα´, 26., κδ´, 17. - Ἐν τῇ Παλ. Διαθ. οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾶς = οἱ προσφερόμενοι ἄρτοι = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, Ἑβδ. (Βασιλ. Τρίτ. Ζ´, 34). 2) ἀνάθημα, ἀφιέρωμα, τὸ προσφερόμενον πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΘ', Σειράχ. ΙΔ´, 11, κλπ.). - Ἐν ταῖς Ἐκκλ. τελετ. α) ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, Εὐσ. ΙΙ, 625Α, Ἀθαν. Ι, 296C, Βασίλ. IV, 724Β, κλπ. β) τὰ τῆς μεταλήψεως στοιχεῖα, Ἀποστ. Διαταγ. 8. 13. γ) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσφερόμενος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὸ τῶν πιστῶν ἄρτος, ἐξ οὗ λαμβάνεται καὶ ὁ ἄρτος τῆς μεταλήψεως καὶ τὰ διανεμόμενα τοῖς λειτουργουμένοις ἀντίδωρα καὶ ὑψώματα· ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι πάντοτε ἐσφραγισμένος διὰ τοῦ σημείου τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 777Ε, Παλλαδ. Λαυσ. 1042C, Ἰω. Μόσχ. 2896Β, κλπ. 3) εἰσόδημα, πρόσοδος, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 8, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.), λῆψις τροφῆς, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου 3. 39, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 13· ἡ τοῦ ὑγροῦ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 8, 3. 2) τροφή, τρόφιμα, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 6, κτλ.· ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 129Ε. 3) γεῦσις, Ἀθήν. 33F. - Κατὰ Σουΐδ.: «προσφορά, προσθήκη, πρόσδοσις· «ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;» (Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ.), καὶ: «προσφορά, πρόσοδος, Ἀντιφῶν», ἴδε Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. accroissement;
II. 1 ce qu’on apporte ; bienfait, gain, profit ; présent;
2 ce qu’on porte (à sa bouche), nourriture, particul. aliment solide.
Étymologie: προσφέρω.
English (Strong)
from προσφέρω; presentation; concretely, an oblation (bloodless) or sacrifice: offering (up).
English (Thayer)
προσφοράς, ἡ (προσφέρω), offering; i. e. 1. the act of offering, a bringing to (Plato, Aristotle, Polybius). 2. that which is offered, a gift, a present (Sophocles O. C. 1270; Theophrastus, char. 30 under the end). In the N. T. a sacrifice (A. V. offering), whether bloody or not: מִנְחָה, περί ἁμαρτίας, offering for sin, expiatory sacrifice, τοῦ σώματος Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶν ἐθνῶν, the sacrifice which I offer in turning the Gentiles to God, Romans 15:16.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσφέρω
1. το να παρέχει κανείς κάτι, παροχή
2. εισφορά, δωρεά
3. το προσφερόμενο δώρο ή η προσφερόμενη εξυπηρέτηση
4. εκκλ. μικρός άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί με αυτόν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και πάνω στον οποίο είναι αποτυπωμένη σφραγίδα που εικονίζει στο κέντρο της τετράγωνο με σταυρό και εκατέρωθεν τών κεραιών του την επιγραφή ΙΣ-ΧΣ-ΝΙ-ΚΑ, δηλαδή Ιησούς Χριστός Νικά, αλλ. πρόσφορο
νεοελλ.
1. η παροχή εργασίας με μισθό ή εμπορευμάτων προς πώληση
2. η προσφερόμενη τιμή αγοράς ή πώλησης ενός εμπορεύματος
3. φρ. α) «προσφορά και ζήτηση» — η σχέση μεταξύ της ποσότητας που οι παραγωγοί επιθυμούν να πωλήσουν στις διάφορες τιμές και της ποσότητας του προϊόντος που οι καταναλωτές επιθυμούν να αγοράσουν
β) «καμπύλη προσφοράς» — η γραφική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ της τιμής ενός προϊόντος και της ποσότητάς του, την οποία ο πωλητής επιθυμεί και μπορεί να προσφέρει σε αυτή την τιμή
γ) «προσφορά χρήματος» — σύνολο τών χρηματικών πόρων που βρίσκονται εκτός της κεντρικής εκδοτικής τράπεζας και κυκλοφορούν στην οικονομία
αρχ.
1. το να φέρνει ή το να επιθέτει κάποιος κάτι κοντά σε κάτι άλλο
2. εφαρμογή, χρήση
3. καθετί που προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση («τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι», Σοφ.)
4. ευεργεσία («ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;», Σοφ.)
5. πρόσοδος, εισόδημα
6. η λήψη τροφής
7. τροφή («κουφοτέραν ποιοῡσι καὶ τὴν προσφοράν», Θεόφρ.)
8. γεύση («ἑψόμενον δὲ γίνεσθαι... ἡδὺ ἐν τῇ προσφορᾷ», Θεόφρ.)
9. ανθοδέσμη
10. εκκλ. α) αφιέρωμα, ανάθημα («θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας», ΠΔ)
β) η τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
γ) τα στοιχεία της Θείας Μεταλήψεως
11. φρ. «οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾱς»
εκκλ. οι προσφερόμενοι άρτοι, οι άρτοι της προθέσεως (ΠΔ).
Greek Monotonic
προσφορά: ἡ (προσφέρω),·
I. προσκόμιση, προσαγωγή, χρήση, σε Πλάτ.
II. 1. (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή κάτι, προσθήκη, αύξηση, σε Σοφ.
2. προσθήκη, όφελος, πλεονέκτημα, στον ίδ.· δώρο, σε Θεόκρ.· προσφορά, σε Καινή Διαθήκη