εἴσω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''εἴσω''': [[ἔσω]]<br />{eísō}<br />'''See also''': s. [[εἰς]].<br />'''Page''' 1,472 | |ftr='''εἴσω''': [[ἔσω]]<br />{eísō}<br />'''See also''': s. [[εἰς]].<br />'''Page''' 1,472 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[indoors]], [[inside of]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
ἔσω, used by Ep., Lyr., and Trag. Poets acc. as a spondee or iambus is required ; ἔσω (as ἐς for εἰς) prevailed in Ion. and old Att. Prose ; but in other Prose and in Com. εἴσω was the only form admitted, whereas ἔσωθεν with the Comp. and Sup. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω, seem to have been the only forms in use :— Adv. of εἰς, ἐς,
A to within, into : abs., μή πού τις ἐπαγγείιῃσι καὶ εἴσω lest some one may carry the news into the house, Od.4.775, cf. Hdt.1. III, al. ; so εἴπατε δ' εἴσω Od.3.427 ; also εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε he brake it through to the inside, Il. 7.270 ; so ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.96 ; εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Il.13.553 ; ἐσσύμενοι εἴσω Pi.P.4.135 ; εἴσω κομίζου A.Ag.1035 ; πέπληγμαι..ἔσω ib.1343 ; εἴσω.. δεῦρ' εἴσιθ' Ar. Pl.231 ; ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω, X.Cyr.2.3.21, 7.5.26 ; παρακαλέσαι εἴσω Id.An.1.6.5. b when a case follows, Hom. prefers the acc., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322 ; πέρησε δ' ἄρ' ὀστέον εἴσω αἰχμή 6.10, etc. ; ἡγήσατο.. Ἴλιον εἴσω 1.71, etc. ; more rarely with gen., κατελθόντ' Ἄϊδος εἴσω 6.284, cf. 22.425 ; ἐβήσετο δώματος εἴσω Od.7.135, cf. 8.290 ; so in Prose and Trag., Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας E. Cyc.485 ; it generally follows its case, but precedes in Il.21.125, 24.155, Od.8.290. 2 with Verbs of Rest, = ἔνδον, inside, within, εἴσω δόρπον ἐκόσμει 7.13 ; ἄντρον ἔσω ναίουσα h.Merc.6 ; ἔσω καθῆσθαι A.Ch.919 ; θακεῖν S.Aj.105 ; οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Id.OT57 ; τὸ ἔσω μέτωπον the inner front, Th.3.21 ; τὰ εἴσω νενοσηκότα σώματα Pl.R.407d ; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον D.19.251. b c. gen., μένειν εἴσω δόμων A. Th.232 ; γλῶσσαν εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ib.557 ; εἴσω στέγης S.Tr.202 ; εἴσω ξίφους within reach of sword, E.Or.1531 ; εἴσω τῶν ὅπλων within the heavy-armed troops, i.e. encircled by them, X.An.3.3.7, 3.4.26 ; εἴσω τῶν ὀρέων within, i.e. on this side of, the mountains, ib. 1.2.21 ; ἔσω τούτων inside of these people, i.e. farther inland, Th.2.100 ; εἴσω βέλους within bow-shot, Arr.An.1.6.8 ; τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, i.e. inside, i.e. by the side of, the road, D.55.22 ; εἴσω τῆς εἰρωνείας ἀφικνεῖσθαι Id.Prooem.14 ; πάντα εἴσω τῆς συμφορᾶς Lib.Or.61.18. II later of Time, within, εἴσω ἡμερῶν εἴκοσι PGiss.34.6 (iii A.D.), Hermog.Stat.8,Arg.2 Ar.Eq. III for Comp. and Sup., v. ἔσω.
German (Pape)
[Seite 747] verwandt mit εἰς, seltener poet. ἔσω, bei den Tragg. nur wo es der Vers erfordert; die Komiker haben gar nicht ἔσω. – 1) hinein, bei Verbis der Bewegung, bei Hom. oft mit accus., dem acc. gew. nachgesetzt, δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il. 3, 322, u. so auch Ἄϊδος εἴσω, 6, 284; Ἴλιον εἴσω u. ähnl.; voran steht εἴσω 21, 125, wie ἔσω κλισίην, στρατόν Od. 24, 155. 199; – cum gen., ἐβήσατο δώματος εἴσω 7, 135, wo freilich ὑπὲρ οὐδόν vorangeht, u. ὁ δ' εἴσω δώματος ᾔει 8, 290, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 137; so oft bei Folgdn, ἔσω πυλῶν ῥέειν Aesch. Spt. 539; εἴσω στέγης χωροῦμεν Soph. Tr. 492; εἴσω τοῦ τείχους ἀπῄεις Xen. An. 7, 1, 40; – absolut, πέσε δὲ λίθος εἴσω Il. 12, 459; πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος 16, 340; ἔςφερον εἴσω Od. 7, 6; εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε, nach innen hin, Il. 7, 270; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν 18, 96; ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pind. P. 4, 135; Tragg., z. B. ἔξωθεν εἴσω φέρειν Aesch. Spt. 542; στείχειν ἔσω Soph. O. R. 92; in Prosa, στρέφειν εἴσω Plat. Rep. II, 360 a; ἡγεῖσθαι εἴσω, hineinführen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; εἴσω παρακαλεῖν An. 1, 6, 5; εἴσω εἰς Φᾶσιν 5, 7, 7; τὴν χεῖρα εἴσω ἔχειν Dem. 19, 255, die Hand nach innen halten, in den κόλπος, um Nichts anzunehmen. – 2) bei Verbis der Ruhe, innerhalb, drinnen; dieser Sprachgebrauch, dem Homer fremd, entwickelte sich bei den Folgenden vielleicht aus Odyss. 7, 13 εἴσω δόρπον ἐκόσμει, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 134; ἄντρον ἔσω ναίουσα H. h. Merc. 6; ἔσω καθημένη Aesch. Ch. 906; ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω Soph. O. R. 57, τὰ εἴσω νενοσηκότα σώματα Plat. Rep. III, 407 d; εἴσω νῶν ὀρέων εἶναι, innerhalb, d. i. diesseits, Xen. An. 1, 2, 21; so mit dem gen. bei den Tragg., μένειν εἴσω δόμων Aesch. Spt. 214; αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς Soph. Tr. 201; εἴσω ξίφους, so weit man mit dem Schwerte reicht, Eur. Or. 1531; vgl. εἴσω βέλους Arr. An. 1, 6, 8; – εἴσω τῶν ὅπλων κατακεκλεῖσθαι, innerhalb der Schwerbewaffneten eingeschlossen sein, Xen. An. 3, 3, 7. Bei Plat. mit dem Artikel, δῦσα εἰς τὸ εἴσω τοῦ οὐρανοῦ Phaedr. 247 e, öfter; διήκειν ἐς τὸ ἔσω μέτωπον. Thuc. 3, 21. Bei Sp. εἴσω λογισμοῦ εἶναι, verständig sein, Philostr. u. A. – 3) von der Zeit, innerhalb, Hermogen. – Vgl. unten ἐσώτερος, ἐσώτατος.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσω: ἔσω, ἐν χρήσει παρ’ Ἐπ., Λυρ. καὶ Τραγ. ποιηταῖς κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, ἐὰν ἀπαιτῆται σπονδεῖος ἢ ἴαμβος· τὸ δὲ ἔσω (ὅπως ἡ ἐς πρόθ. ἀντὶ τῆς εἰς) ἐπεκράτησε παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ παλ. Ἀττ. πεζογράφοις· ἀλλὰ παρὰ τοῖς λοιποῖς πεζοῖς καὶ παρὰ τοῖς κωμ. ὁ μόνος ἐν χρήσει τύπος ἦτο τὸ εἴσω, ἐνῷ τὸ ἐπίρρ. ἔσωθεν καὶ τὰ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐσώτερος, ἐσώτατος, ἐσωτέρω, ἐσωτάτω φαίνεται ὅτι ἦσαν οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι: - Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. εἰς ἢ ἐς, μέσα εἰς, εἰς τὰ ἐντός, Λατ. intro· ἀπολ., μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ εἴσω, μήπως τις φέρῃ τὰ νέα καὶ εἰς τὴν οἰκίαν, Ὀδ. Δ. 775· οὕτω, εἴπατε δ’ εἴσω Γ. 427· ὡσαύτως, εἴσω δ’ ἀσπίδ’ ἔαξε βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, «ἐντὸς δὲ τὴν ἀσπίδα κατέαξε πλήξας πέτρᾳ μυλοειδεῖ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 270· οὕτως, ὀστέα δ’ εἴσω ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 96· εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα Ἰλ. Ν. 553· - οὕτω βραδύτερον, ἐσσύμενοι δ’ εἴσω κατέσταν Πίνδ. Π. 4. 240· εἴσω κομίζου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· πέπληγμαι... ἔσω αὐτόθι 1343· εἴσω μετ’ ἐμοῦ δεῦρ’ εἴσιθ’ Ἀριστοφ. Πλ. 231· ἡγεῖσθαι εἴσω, φεύγειν εἴσω Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21., 7. 5, 26· παρακαλεῖν εἴσω ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 6, 5. β) ὅταν ἀκολουθῇ πτῶσις, ὁ Ὅμηρος προτιμᾷ τὴν αἰτιατ., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Ἰλ. Γ. 322· πέρησε δὲ ὀστέον εἴσω αἰχμὴ Ζ. 10, Δ. 460, κτλ.· ἡγήσατο... Ἴλιον εἴσω Α. 71· τὸν δ’ οὐχ ὑποδέξομαι... δόμον Πηλήϊον εἴσω Σ. 441· ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ω. 155· ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν αὐτόθι 198· σπανιώτερον μετὰ γεν., κατελθόντ’ Ἄϊδος εἴσω Ζ. 284, πρβλ. Χ. 425· ἐβήσετο δώματος εἴσω Ὀδ. Η 135, πρβλ. Θ. 290 (ἀείποτε ἕπεται τῇ ἑαυτοῦ πτώσει, πλὴν ἐν Ἰλ. Φ. 125, εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον)· - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ἡ παρακολουθοῦσα τὸ εἴσω πτῶσις εἶναι γεν., οἷον, Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας Εὐρ. Κύκλ. 485. 2) τὸ εἴσω πολλάκις εἶναι ἐν χρήσει μετὰ ῥημάτων στάσεως σημαντικῶν (ὡς ἡ πρόθ. εἰς Ι. 2), ἔνθα ἔπρεπε νὰ περιμένωμεν τὸ ἔνδον, Λατ. intus, εἴσω δόρπον ἐκόσμει Ὀδ. Η. 13· ἄντρον ἔσω ναίουσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 6· ἔσω καθῆσθαι Αἰσχύλ. Χο. 919· θακεῖν Σοφ. Αἴ. 105· τὸ ἔσω μέτωπον, τὸ ἐσωτερικόν, Θουκ. 3. 21· εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν ἀναβεβλημένον Δημ. 420. 10. β) μετὰ γεν., μένειν εἴσω δόμων Αἰσχύλ. Θήβ. 232· ἔσω πυλῶν αὐτόθι 557· εἴσω στέγης Σοφ. Τρ. 202· εἴσω ξίφους, ἐντὸς ἀποστάσεως ξίφους, Εὐρ. Ὀρ. 1531· εἴσω τῶν ὅπλων, ἐντὸς τῶν βαρέως ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7., 3. 4, 26· εἴσω τῶν ὀρέων, ἐντὸς τῶν ὀρέων, αὐτόθι 1. 2, 21· ἔσω δὲ τούτων ἐς τὴν Βοττιαίαν καὶ Πιερίαν οὐκ ἀφίκοντο Θουκ. 2. 100· εἴσω βέλους, ἐντὸς τοξεύματος. Ἀρρ. Ἀν. 1. 6· - ὡσαύτως ἐνίοτε ὅπου ἦτο δυνατὸν νὰ τεθῇ ἔξω, ὡς, τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιεῖν εἴσω, ἀπὸ τὸ μέσα μέρος, δηλ. παρὰ τὴν ὁδόν, Δημ. 1278. 4· εἴσω τῆς εἰρωνείας ὁ αὐτ. 1428. 4. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐπὶ χρόνου, ἐντός, Ἑρμογέν., Ὑπόθεσις εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ΙΙΙ. περὶ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἴδε ἐν λ. ἔσω.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
à l’intérieur, au dedans :
1 avec mouv. ὀτρῦναι πόλιν εἴσω OD envoie-le à la ville ; ἡγήσατο Ἴλιον εἴσω IL il conduisit (les vaisseaux) jusqu’à Ilion ; δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω IL descendre au fond de la demeure d’Hadès ; avec le gén. : ἐβήσετο δώματος εἴσω OD il entra dans l’intérieur de la maison ; παρῆλθον εἴσω αὐτοῦ XÉN ils s’avancèrent dans l’intérieur, càd au delà (du retranchement) ; abs. φεύγειν εἴσω XÉN se réfugier à l’intérieur ; τὸ εἴσω, τὰ εἴσω (ou ἔσω) ATT à l’intérieur;
2 sans mouv. avec le gén. μένειν εἴσω δόμων ESCHL rester à l’intérieur de la maison ; αἱ εἴσω στέγης SOPH celles qui sont dans la maison ; abs. εἴσω δόρπον ἐκόσμει OD elle préparait le repas à l’intérieur (de la chambre) ; ἔσω καθῆσθαι ESCHL être à l’intérieur ; τὸ ἔσω μέτωπον THC le front (de l’armée) au centre;
Cp. ἐσώτερον.
Étymologie: εἰς.
English (Autenrieth)
and ἔσω (εἰς): towards within, into; often following an acc. of end of motion, -Ἴλιον εἴσω, οὐρανὸν εἴσω, etc.; w. gen., Od. 7.135, Od. 8.290.
English (Slater)
εἴσω v. ἐσω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): frec. ἔσω Il.24.155, Emp.B 100.18, A.Ch.919; compar. ἐσωτέρω Hdt.8.66; sup. ἐσωτάτω Hp.Art.7
I adv. local
1 dentro, adentro
a) c. verb. de mov. hacia, real o fig. Τρῶες ... οὐδὲ δύναντο εἴσω ἐπιγράψαι τέρενα χρόα νηλέϊ χαλκῷ Ἀντιλόχου y los troyanos ni siquiera podían arañar por dentro la tierna piel de Antíloco con el despiadado bronce, Il.13.552, μή πού τις ἐπαγγείλῃσι καὶ εἴσω que nadie lleve recado adentro, Od.4.775, cf. 3.427, ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.96, ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν Pi.P.4.135, αἰθὴρ δ' ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκει el éter exterior, ansioso por entrar, pone impedimento a la lluvia Emp.B 100.18, ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω Hdt.1.111, εἴσω κομίζου καὶ σύ A.A.1035, αὗται (φλέβες) τείνουσι διὰ τῶν σφαγῶν εἴσω éstas (venas) se dirigen hacia el interior a través de la garganta Diog.Apoll.B 6, ἡγεῖσθαι ἔσω X.Cyr.2.3.21, cf. 7.5.26, παρακαλέσαι εἴσω X.An.1.6.5, en el drama, indic. lo que está fuera de la orquestra εἴσω μετ' ἐμοῦ ... εἴσιθ' entra conmigo adentro Ar.Pl.231, εἴσω πρὸς ἡμᾶς εἰσάγει τὴν μείρακα mete a la muchacha en nuestra casa Men.Pc.263, cf. Epit.556, en sup. προσθέτω ὡς ἐσωτάτω aplícalo (un pesario) lo más adentro posible Hp.Mul.1.75;
b) c. verb. de estado o sin mov. dentro, en el interior εἴσω δόρπον ἐκόσμει preparaba la cena dentro, Od.7.13, ἔσω καθημένη A.Ch.919, cf. S.Ai.105, οὐδέν ἐστιν οὔτε πύργος οὔτε ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω S.OT 57, τὰ εἴσω ... νενοσηκότα σώματα los cuerpos que sufren enfermedades internas Pl.R.407d, cf. Arist.Pr.889a20, εἴσω τὴν χεῖρ' ἔχων con la mano dentro del manto, D.19.251, καθῆσθαι εἴσω τὰς χείρας ἔχοντας estar sentado con las manos dentro, e.e., sin trabajar, Thdt.H.Rel.10.3, ἵνα τὰ δένδρα τῆς ὁδοῦ ποιήσειεν εἴσω para poner dentro (de su finca) los árboles del camino D.55.22, σὺν τῇ κειμένῃ σορῷ ἔσω μυλίνῃ ISmyrna 219.4 (imper.), διὰ τὸ ταύτην (Ἑστίαν) ... ἐσωτάτω τεθεῖσθαι Corn.ND 28, τάδε λέγει ἡ Μήδεια ἔσω οὖσα fuera del escenario, Sch.E.Med.96.
2 subst. c. art. el interior, sup. τὰ ἐσωτάτω las partes internas op. τὰ ἐξωτάτω del cuerpo, Hp.Oss.9
•como adj. entre el art. y el subst. interior, interno ἡ εἴσω φλέψ Hp.Aph.6.36, cf. 7.48, Fract.14, τὸ ἔσω μέτωπον el lado interior op. τὸ ἔξω Th.3.21, ὁ ἔσω ἄνθρωπος Ep.Rom.7.22, cf. 2Ep.Cor.4.16, Epiph.Const.Haer.36.2.8, cf. Clem.Al.Paed.2.12.121, Didym.in Ps.28.9, 198.1, pero tb. ὁ κλυσμὸς ἔσω Mnesith.Ath.51.52.
II prep.
1 local dentro de c. gen.:
a) c. mov. κατελθόντ' Ἄϊδος εἴσω descendiendo al interior del Hades, Il.6.284, cf. 22.425, καρπαλίμως ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω cruzó el umbral con rapidez hacia el interior de la casa, Od.7.135, cf. 8.290, ὅσῳ ... προσέβαινε ἐσωτέρω τῆς Ἑλλάδος Hdt.l.c., χρὴ ... ὅπως τὸ ἄκρον τοῦ ξύλου ὡς ἐσωτάτω τῆς μασχάλης ἔσται es preciso que el extremo del instrumento penetre lo más adentro posible de la axila Hp.Art.7, οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ εἴσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά A.Th.557, ἔσω τούτων ... οὐκ ἀφίκοντο Th.2.100, Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας empujando (el tizón) dentro de los párpados del cíclope E.Cyc.485, c. gen. de abstr. (ἡ ἀνθρώπου φύσις) φθορᾶς δὲ εἴσω πεσοῦσα (la naturaleza humana) sujeta a destrucción Cyr.Al.M.68.149A;
b) sin mov. μένειν εἴσω δόμων A.Th.232, ὦ γυναῖκες, αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς mujeres, las de dentro del palacio y las de fuera S.Tr.202, εἴσω τῶν ὅπλων κατεκέκλειντο X.An.3.3.7, cf. 4.26, τὸ ... στράτευμα ... ἦν εἴσω τῶν ὀρέων X.An.1.2.21, ἔστι ... ἔσω τοῦ ἀρκτικοῦ πόλου Vett.Val.13.13
•c. gen. de armas arrojadizas al alcance de Μενελέων δ' οὐ τάρβος ἡμῖν ἀναλαβεῖν ἔσω ξίφους y no me daba miedo tener a Menelao al alcance de la espada E.Or.1531, εἴσω βέλους a tiro Arr.An.1.6.8.
2 local c. ac., gener. en anástr. hasta dentro, hasta
a) c. mov. δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.3.322, πέρησε δ' ἄρ' ὀστέον εἴσω αἰχμή la punta de la lanza penetró hasta dentro del hueso, Il.6.10, νήεσσ' ἡγήσατο Ἀχαιῶν Ἴλιον εἴσω había guiado a los aqueos con sus naves hasta el mismo Ilio, Il.1.71, tb. precediendo al subst. Σκάμανδρος οἴσει δινήεις εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον el Escamandro te llevará en remolinos hasta dentro del ancho seno del mar, Il.21.125, αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος una vez que lo haya llevado hasta dentro de la tienda de Aquiles, Il.24.155;
b) sin mov. ἄντρον ἔσω ναίουσα viviendo dentro de una cueva, h.Merc.6.
3 temp. c. gen. dentro de, en el plazo de ὅ τι γὰρ ἂν ἔσω δέκα ἡμερέων ἐμβάλλῃς, σπᾷν καταληπτέον pues lo que se reduce en el plazo de diez días, está expuesto al espasmo Hp.Art.67, εἴσω ἡμερῶν εἴκοσιν PGiss.34.6 (III d.C.), cf. Hermog.Stat.55, argumen.Ar.Eq.2.2, c. gen. de abstr. εἴσω τῆς εἰρωνείας en tanto dura la hipocresía D.Prooem.14.
• Etimología: Formado sobre εἰς, c. conservación analóg. de -σ-.
Greek Monolingual
εἴσω και ἔσω (Α) επίρρ.
1. (με ρήμ. που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα, μέσα σε («εἴσω κομίζου», Αισχ.)
2. (με ρήμ. που δηλώνουν στάση, ακινησία) μέσα, στο εσωτερικό («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)
3. (για χρόνο) μέσα σε χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις + επιρρ. κατάλ. -ω (πρβλ. άνω, έξω κ.ά.)].
Greek Monotonic
εἴσω: ἔσω, επίρρ. αντί εἰς, ἐς·
I. 1. μέσα σε, εντός, απόλ., μήπού τις ἐπαγγείλῃσι καὶ εἴσω, μήπως κάποιος μπορέσει και μεταφέρει τα νέα και μέσα στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.· εἴσω ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε ακόμη και στο εσωτερικό, ακόμη κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἄϊδος εἴσω (ενν. δόμον), στο ίδ.
II. 1. = ἔνδον, εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. με γεν., μένειν εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· εἴσω τῶν ὅπλων, ανάμεσα στους βαριά οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εἴσω:
I ион. и староатт. ἔσω adv.
1) внутрь (πεσεῖν Hom.; ἔξωθεν εἴ. φέρειν Aesch.; στείχειν Soph.; ἡγεῖσθαι Xen.; στρέφειν Plat.; ῥεῖν Arst.);
2) внутри (ξυνοικεῖν Soph.; τὰ εἴ. νενοσηκότα σώματα Plat.): ὁ εἴ. (ἔ.) Thuc., Arst.; внутренний.
II ион. и староатт. ἔσω в знач. praep. cum gen. et acc.
1) в, внутрь (ἡγεῖσθαι πόλιν εἴ. и βήμεναι δώματος εἴ. Hom.);
2) в, внутри (μένειν εἴ. δόμων Aesch.): εἴ. ξίφους Eur. в пределах досягаемости меча.
III τό и τά indecl. внутренняя часть, глубина (τὸ εἴ. τοῦ οὐρανοῦ Plat.; τὰ εἴ. τῶν ὅρων Arst.).
Frisk Etymological English
ἔσω See also: s. εἰς.
Middle Liddell
[adverb of εἰς, ἐς]
I. to within, into, absol., μή πού τις ἐπαγγείλῃσι καὶ εἴσω lest some one may carry the news into the house, Od.; εἴσω ἀσπίδ' ἔαξε he brake it even to the inside, Il.
2. c. acc., δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω Il., etc.; Ἄϊδος εἴσω (sc. δόμον) Il.
II. = ἔνδον, inside, within, Od., etc.
2. c. gen., μένειν εἴσω δόμων Aesch.; εἴσω τῶν ὅπλων within the heavy-armed troops, i. e. encircled by them, Xen.
Frisk Etymology German
εἴσω: ἔσω
{eísō}
See also: s. εἰς.
Page 1,472