ἰσχνός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰσχνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[λιπόσαρκος]], [[αδύνατος]], [[λεπτός]] («ισχνά [[μέλη]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[σιγανός]], [[άτονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[πενιχρός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[ισχνός]] [[μισθός]]» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]] («ισχνά επιχειρήματα»)<br /><b>3.</b> [[άπαχος]]<br /><b>4.</b> [[φτωχός]], [[ενδεής]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[περίοδος]] ισχνών αγελάδων» — [[περίοδος]] με στερήσεις και [[ανέχεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) [[λεπτός]], [[προσεγμένος]]<br /><b>2.</b> [[διεξοδικός]], [[λεπτομερής]]<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φύλλα) [[ξηρός]], μαραμένος<br /><b>2.</b> (για σφυγμό) αυτός που [[μόλις]] ακούγεται, ο [[ασθενής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισχνώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰσχνῶς) [[καθαρά]], απλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χωρίς]] εξωτερικό [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. [[ισχνός]] συνδέεται με τη λ. [[ἰσχαλέος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σμερδνός]]: [[σμερδαλέος]]), η οποία [[πρέπει]] να προέρχεται από το ρ. [[ἰσχαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κερδαλέος]]<span style="color: red;"><</span> [[κερδαίνω]]), για το οποίο όμως δεν υπάρχει [[σαφής]] [[μαρτυρία]]. Η λ. [[ἰσχνός]] μπορεί να συνδέεται με αβεστ. <i>hišku</i>- «[[ξηρός]]», μσν. ιρλ. <i>sesc</i>, με την [[ίδια]] σημ., [[οπότε]] να ανάγεται σε ΙE <i>si</i>-<i>squ</i>- «αποξηραμένος». Το δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- της λ. [[ισχνός]] παραμένει ανερμήνευτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισχναίνω]], [[ισχνότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχνώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισχναλέος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ισχνεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ισχνόφωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχνογάστωρ]], [[ισχνοκαλαμώδης]], [[ισχνόκωλος]], [[ισχνολόγος]], [[ισχνομυθώ]], [[ισχνοπάρειος]], [[ισχνόπους]], [[ισχνοσκελής]], [[ισχνουργής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισχνομυθία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισχνοεπής]], [[ισχνολέσχης]], [[ισχνοποιός]], [[ισχνοσύνθετος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ισχνόσαρκος]]. (Β συνθετικό) [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένισχνος]], [[υπέρισχνος]], <i>ύπισχνος</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰσχνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[λιπόσαρκος]], [[αδύνατος]], [[λεπτός]] («ισχνά [[μέλη]]»)<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[σιγανός]], [[άτονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[πενιχρός]], [[ανεπαρκής]] (α. «[[ισχνός]] [[μισθός]]» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά [[μέσα]]»)<br /><b>2.</b> [[αδύναμος]], [[ανίσχυρος]] («ισχνά επιχειρήματα»)<br /><b>3.</b> [[άπαχος]]<br /><b>4.</b> [[φτωχός]], [[ενδεής]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[περίοδος]] ισχνών αγελάδων» — [[περίοδος]] με στερήσεις και [[ανέχεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) [[λεπτός]], [[προσεγμένος]]<br /><b>2.</b> [[διεξοδικός]], [[λεπτομερής]]<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φύλλα) [[ξηρός]], μαραμένος<br /><b>2.</b> (για σφυγμό) αυτός που [[μόλις]] ακούγεται, ο [[ασθενής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισχνώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰσχνῶς) [[καθαρά]], απλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[χωρίς]] εξωτερικό [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. [[ισχνός]] συνδέεται με τη λ. [[ἰσχαλέος]] ([[πρβλ]]. [[σμερδνός]]: [[σμερδαλέος]]), η οποία [[πρέπει]] να προέρχεται από το ρ. [[ἰσχαίνω]] ([[πρβλ]]. [[κερδαλέος]]<span style="color: red;"><</span> [[κερδαίνω]]), για το οποίο όμως δεν υπάρχει [[σαφής]] [[μαρτυρία]]. Η λ. [[ἰσχνός]] μπορεί να συνδέεται με αβεστ. <i>hišku</i>- «[[ξηρός]]», μσν. ιρλ. <i>sesc</i>, με την [[ίδια]] σημ., [[οπότε]] να ανάγεται σε ΙE <i>si</i>-<i>squ</i>- «αποξηραμένος». Το δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- της λ. [[ισχνός]] παραμένει ανερμήνευτο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισχναίνω]], [[ισχνότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχνώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισχναλέος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ισχνεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ισχνόφωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχνογάστωρ]], [[ισχνοκαλαμώδης]], [[ισχνόκωλος]], [[ισχνολόγος]], [[ισχνομυθώ]], [[ισχνοπάρειος]], [[ισχνόπους]], [[ισχνοσκελής]], [[ισχνουργής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ισχνομυθία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισχνοεπής]], [[ισχνολέσχης]], [[ισχνοποιός]], [[ισχνοσύνθετος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ισχνόσαρκος]]. (Β συνθετικό) [[κάτισχνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένισχνος]], [[υπέρισχνος]], <i>ύπισχνος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm