σύρω
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ῡ], Batr.75, etc.: fut.
A σῠρῶ LXX 2 Ki.17.13: aor. ἔσῡρα (κατ-) Hdt.5.81, (παρ-) A.Pr.1065 (anap.), (δι-) D.19.313: pf. σέσυρκα (δια-) Diph.75, (ἐπι-) D.H.1.7:—Med., aor. ἐσῡράμην (περι-) Hyp. Fr.264, (ἀν-) D.S.1.85:—Pass., aor. ἐσύρην [ῠ] Paus.2.32.1: pf. σέσυρμαι (ἐπι-) Plb.12.4c.3, Luc.Nav.2:—draw, drag, trail along, χιτῶνα Theoc.2.73; μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σ. D.C.46.18; βλαύτας σύρων trailing his torn slippers, Anaxil.18.2 (anap.); cf. σύρμα 1.1.; drag a net, Ev.Jo.21.8, Plu.2.977f; σ. πηκτίδα, v. πηκτίς 1.2; of oxen, ἵνα σύρῃ τὰ ξύλα PFlor.158.7 (iii A.D.); drag about, τι Luc.Asin.56, Orph.H.81.4:—Pass., hang trailing, trail along, οὐρή, νηδύς, Tryph. 82, AP9.310 (Antiphil.); of a person, crawl, σύρεσθαι γαστέρι ib.5.293.12 (Agath.):—also intr. in Act., of a column of ships compared to a serpent, Lyc.217; crawl, συρόντων ἐπὶ γῆν LXX De.32.24. 2 drag by force, hale, αἰχμάλωτον Theoc.Adon. 12; Πριαμίδην AP7.152 (Pass.); ἄνδρας καὶ γυναῖκας Act.Ap.8.3; of waves or rivers, sweep, sweep away, κλύδων ἐπὶ χέρσον ἔσυρεν δελφῖνα AP7.216 (Antip. Thess.), cf. 9.84 (Antiphan., Pass.); πόλεμος χειμάρρου δίκην πάντα σ. Plu.2.5f: metaph., φάραγγα σ. the dough has a cleft made in it, Eub.75.12:— Pass., σύρεσθαι κατὰ ῥοῦν Plu.Mar.23; χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται, of gold-dust (cf. συρτός), Str.3.2.8: abs. in Pass., of a stream, flow or run down, D.P.46, cf. Orac.Chald. ap. Dam.Pr.262: metaph. in AP10.62 (Pall.). 3 metaph. in Pass., to be dragged, drawn, εἰς οὐκ ἀναγκαῖα πράγματα Diog.Oen.1, cf. Iamb.VP3.16. 4 Pass., of taxes, to be attached to land, pf. part. σεσυρομένης (sic) PLond.5.1686.33 (vi A.D.), cf. ἐπισεσυρομένα in PFlor.294.41 (vi A.D.), and ἐπισύρεσθαι in PMasp.151.135 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σύρω: [ῡ]· μέλλ. σῠρῶ Ἑβδομ. (Β΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 13)· ― ἀόριστ. ἔσῡρα (κατ-) Ἡρόδ. 5. 81, (παρ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1065, (δι-) Δημ. 442. 6· ― πρκμ. σέσυρκα Δίφιλος ἐν «Ξυνωρίδι» 3, (ὑπο-) Διον. Ἁλ. 1. 7. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσῡράμην (ἀν-) Διόδ. 1. 85, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐσύρην [ῠ] Παυσ. 2. 32, 1, κτλ.· πρκμ. σέσυρμαι Πολύβ. 12. 4 (Βεκκῆρ.), Λουκ., κλπ. Ὡς καὶ νῦν, σύρω, κοινῶς «σέρνω», χιτῶνα Θεόκρ. 2. 73· μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σ. Δίων Κ. 46. 18· βλαύτας σύρων Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1. 2, πρβλ. σύρμα Ι. 1· ― σύρω δίκτυον, Πλούτ. 2. 977F· σ. πηκτίδα, ἴδε πηκτὶς Ι. 2· ― σύρω ἐμπρός, αὖραι ποντογενεῖς... σύρουσαι ναυσὶν τρυφερὸν πόρον Ὀρφ. Ὕμν. 81. 4. ― Παθ., σύρομαι, οὐρή, νηδὺς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 82, Ἀνθ. Π. 9. 310· ἐπὶ προσώπου, σύρεσθαι γαστέρι αὐτόθι 5. 294, 12. 2) σύρω διὰ τῆς βίας, αἰχμάλωτον Θεόκρ. 30. 12· Ἕκτορα Ἀνθ. Π. 7. 152, κτλ.· ― ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ ποταμοῦ, κύματα καὶ τρηχύς με κλύδων ἐπὶ χέρσον ἔσυρεν Ἀνθ. Π. 7. 216, πρβλ. 9. 84· οὕτω, πόλεμος, χειμάρρου δίκην πάντα σ. Πλούτ. 2. 5F· μεταφορ., κοίλην φάραγγα δακτύλου πιάσματι σύρει Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 12. ― Παθ., σύρεσθαι κατὰ ῥοῦν Πλουτ. Μάρ. 23· χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται, ἐπὶ χρυσῆς κόνεως (πρβλ. συρτός), Στράβ. 146· ― ἀπολ., ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ ποταμοῦ ῥέω, Διον. Π. 16. 46, πρβλ. Ἀνθ. 10. 62· ― οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., πλησιάζω, Λυκόφρ. 217, Πισίδ. παρὰ Σουΐδ. 3) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, ἐπιμηκύνομαι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3.
French (Bailly abrégé)
f. συρῶ, ao. ἔσυρα, pf. σέσυρκα;
Pass. ao. ἐσύρην, pf. σέσυρμαι;
1 tirer (un filet, un vêtement, etc.) acc.;
2 traîner de force, charrier, entraîner, acc..
Étymologie: DELG rien de définitif.
English (Strong)
probably akin to αἱρέομαι; to trail: drag, draw, hale.
English (Thayer)
imperfect ἔσυρον; from (Aeschylus and Herodotus (in compound), Aristotle), Theocritus down; (the Sept. to draw, to drag: τί, τινα, one (before the Judges , to prison, to punishment; ἐπί τά βασανιστήρια, εἰς τό δεσμωτήριον, Epictetus diss. 1,29, 22; others), ἔξω τῆς πόλεως, ἐπί τούς πολιτάρχας, κατασύρω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν
1. έλκω, τραβώ (α. «τον έπιασε και τον έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.)
2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της»)
3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω
νεοελλ.
1. πορεύομαι, πηγαίνω («σύρε στο καλό»)
2. κακολογώ, συκοφαντώ («το τί του σέρνει πίσω από την πλάτη του, δεν λέγεται»)
3. εξυβρίζω («τον συνάντησε και του έσυρε όσα δεν φαντάζεσαι»)
4. μέσ. σέρνομαι
α) (στο τρίτο εν. πρόσ.) σέρνεται
(για μεταδοτική ασθένεια) υπάρχει επιδημία («σέρνεται γρίππη»)
β) ζω άθλια ζωή, είμαι δυστυχής («σέρνεται από το πρωί ώς το βράδυ χωρίς βοήθεια από κανέναν»)
5. φρ. α) «τον [ή τήν] σέρνει από τη μύτη» — έχει απόλυτη εξουσία πάνω του [ή της], τον [ή τήν] κάνει ό,τι θέλει
β) «σέρνω τον χορό» — είμαι ο πρώτος του κύκλου τών χορευτών
γ) «ζει και σέρνεται» — λέγεται για κάποιον που είναι άρρωστος πολύ καιρό και έχει εξαντληθεί σωματικά
δ) «του 'σούρε (ή του 'συρε) όσα σέρνει η σκούπα» — τον έβρισε πολύ
ε) «σέρνει τα πόδια του» — λέγεται για κάποιον που είναι είτε πολύ μεγάλης ηλικίας, είτε πολύ καταπονημένος
στ) «σύρω την άγκυρα»
(για αγκυροβολημένο πλοίο) η άγκυρά μου παρασύρεται στον πυθμένα λόγω της σφοδρότητας του ανέμου ή του ρεύματος
ζ) «το [ή τα] σύρε κι έλα» ή «το [ή τα] σύρ' τα [ή σούρ' τα] φέρτα» — οι συχνές επισκέψεις προς κάποιον, το πηγαινέλα
η) «σύρε-σύρε» — είδος παραδοσιακού χορού
νεοελλ.-μσν.
τραβώ έξω, βγάζω («σύρω το ξίφος»)
μσν.
παθ. (για φορολογία) επισυνάπτομαι
μσν.-αρχ.
1. σπεύδω, τρέχω
2. τραβώ δια της βίας
3. παθ. σύρομαι
(για ποταμό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. τραβώ εμπρός («τὸ μέγα τοῡ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν», Λουκιαν.)
2. συμπαρασύρω («πόλεμος χειμάρρου δίκη ν πάντα σύρων καὶ πάντα παραφέρων», Πλούτ.)
3. πλένω, καθαρίζω κάτι αφαιρώντας μερικές ουσίες («χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται», Στράβ.)
4. πλησιάζω
5. παθ. επιμηκύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σῡρω (< συρ-jω) έχει προέλθει από την ίδια ρίζα twr-jω του ρ. σαίρω (ΙΙ) (το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- συριστικοποιήθηκε στην Ελληνική: tw- > σσ- > σ-, πρβλ. σάρξ, σείω) με διαφορετική αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -υρ-, πρβλ. σπυρίς (βλ. λ. σαίρω). Η αναγωγή του ρ. σύρω και τών παρ. που εμφανίζουν δασύ σύμφωνο -φ- (πρβλ. συρφετός) σε ΙΕ ρίζα swer-bh- «γυρίζω, σκουπίζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swerban «περιφέρομαι, ξύνω, τρίβω») δεν θεωρείται πιθανή, λόγω της διατήρησης στον ελλ. τ. του αρκτικού σ- (βλ. και λ. σέλας). Ο νεοελλ. τ. σέρνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα πήρα: παίρνω, έφερα: φέρνω, ο τ. σύρνω, επίσης από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα έφθασα: φθάνω, ενώ ο τ. σούρνω διατήρησε την αρχ. προφορά του -υ- ως /u/ (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι).
ΠΑΡ. σύρμα, συρμή, συρμός, σύρτης, συρτός, συρφετός
αρχ.
σύρφαξ, σύρφη
αρχ.-μσν.
σύρδην, σύρσις
μσν.
σύρτη, συρτικός
νεοελλ.
σύρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανασύρω, αποσύρω, διασύρω, επισύρω, παρασύρω(-σέρνω), συμπαρασύρω
αρχ.
εκσύρω, κατασύρω, μετασύρω, περισύρω, προσσύρω, συσσύρω, υποσύρω
νεοελλ.
αλαφροσέρνω, αλογοσέρνω, κωλοσέρνω, ξεσέρνω, πισωσέρνω, ποδοσέρνω, χαμοσέρνω].
Greek Monotonic
σύρω: [ῡ], μέλ. σῠρῶ, αόρ. αʹ ἔσῡρα, παρακ. σέσυρκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐσύρην [ῠ], παρακ. σέσυρμαι·
1. σύρω, σέρνω, έλκω ή σέρνω καταγής, σε Θεόκρ. — Παθ., σέρνομαι καταγής, έρπω, σε Ανθ.
2. σύρω, εξάγω δια της βίας, σε Θεόκρ.· λέγεται για ποταμούς, παρασύρω και μεταφέρω με τη ροή μου, σε Ανθ. — Παθ. παρασύρομαι από τη ροή του ποταμού, σε Πλούτ.