κύανος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ (later ἡ, v. infr. 1.3, 7),
A dark-blue enamel, esp. used to adorn armour, δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο Il.11.24, cf. 35; πτύχες κυάνου Hes.Sc.143; also θριγκὸς κυάνοιο, of a cornice, Od.7.87; so perh. in IG12.367.7, 42(1).102.244 (Epid.). 2 lapis lazuli, κ. αὐτοφυής (opp. σκευαστός) Thphr.Lap.39, al., Dsc.5.91, etc. (perh. also in Pl.Phd.113c); κ. ἄρρην, θῆλυς, Thphr.Lap.31: also an imitation made in Egypt, ib.55. 3 blue copper carbonate, Hp.Cord.2, Gal.12.233 (ὁ and ἡ), Luc.Lex.22; βαπτὴ κ. AP6.229 (Crin.). 4 blue cornflower, Plin.HN21.68. 5 a bird, perh. blue thrush, Turdus cyanus, Arist.HA617a23, Ael.NA4.59. 6 sea-water, Hsch. 7 fem., the colour blue, Alex.Aphr.in Mete.162.4. II as Adj., = κυάνεος, Nic.Th.438 (unless κυανός as in Phlp.in GC23.11, codd. Pl.l.c.): Comp. -ώτερος Anacreont.16.11: Sup. -ώτατος Philostr. Im.1.6. [ῡ in dactylic verses, metri gr., cf. κυάνεος, etc.]
German (Pape)
[Seite 1521] ὁ, dunkelblau angelaufener Stahl, zur Verzierung bei Metallarbeiten, bes. bei Waffen u. Rüstungen angewendet; so laufen über Agamemnons Brustpanzer δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο, zehn Streifen dunkles, blaues Stahls, Il. 11, 24, wie auf Herakles' Schilde πτύχες κυάνου Hes. Sc. 143; auch an der Wand kommt ein solcher Fries vor, θριγκὸς κυάνοιο, Od. 7, 87; obwohl schon alte Erkl. in den homerischen Stellen nur die dunkelblaue Farbe ohne Bezeichnung des Stoffes verstanden. – Von der Farbe heißen so – a) die blaue Kornblume, gew. ἡ κύανος, Mel. 1 (IV, 1, 40) u. a. Sp. – b) der Lazurstein, Plat. Phaed. 113 b, wo κυανός accentuirt ist, eine Accentuation, die sich auch sonst findet; Luc. Lexiph. 22; Diosc. u. A.; auch blauer Kupferocker; blaue Farbe zum Anstreichen, Paus. 5, 11, 2. – c) die blaue Amsel; Arist. H. A. 9, 21; Ael. N. A. 4, 59. – Ein compar., κυανώτερος θανάτου πτύελος, Luc. philopatr. 21; κυανώτατον νᾶμα Philostr. – [Υ, welches an sich kurz ist, wird in Zusammensetzungen von Dichtern zuweilen lang gebraucht, wenn noch zwei Kürzen darauf folgen.]
Greek (Liddell-Scott)
κύανος: -ου, ὁ, ὕλη τις ἔχουσα χρῶμα βαθὺ κυανοῦν, ἣν κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους μετεχειρίζοντο πρὸς καλλωπισμὸν ἔργων ἐκ μετάλλου, ἰδίως ὅπλων καὶ πανοπλιῶν· οὕτως ἐπὶ τοῦ θώρακος τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑπῆρχον δέκα οἶμοι μέλανος κυάνοιο… κυάνεοι δὲ δράκοντες, ἴρισσιν ἐοικότες, ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, ἐξετείνοντο πρὸς τὸν λαιμὸν (ἴδε κατωτ.), Ἰλ. Λ. 24 κἑξ.· οὕτως ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἡρακλέους ὑπῆρχον πτύχες κυάνου, Ἀσπ. Ἡρ. 143· καὶ ἐν Ὀδ. Η. 87, θριγκὸς κυάνοιο ἦτο ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας. Τὸ χρῶμα τῆς ὕλης ταύτης ἦτο ἀναμφιβόλως βαθὺ κυανοῦν (κυανοῦ χρώματος λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Πλάτ. Τίμ. 68C), ἀπαστράπτον ἐν τῷ φωτὶ καὶ ποικιλλόμενον (ἴρισσιν ἐοικώς, ἴδε κατωτ.)· πρβλ. κυάνεος, κυανοχαίτης, κτλ. Τί ἦτο ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ἀμφίβολον. Γενικῶς νομίζεται ὅτι ἦτο κυανοῦς χάλυψ καί, εἰ καὶ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ σίδηρος ἦτο σχετικῶς ἐν ὀλίγῃ χρήσει, ἡ τέχνη ὅμως τοῦ σκληρύνειν αὐτὸν δὲν ἦτο ἄγνωστος, ἴδε σίδηρος. Παρὰ Θεοφρ. εἶναι τὸ lapis lazuli, ἴσως ἡ «γαλαζόπετρα», Θεοφρ. π. Λίθ. 31, κτλ., καὶ ἴσως τὸ αὐτὸ ἐν Πλάτ. Φαίδωνι 113C. Κατὰ τὸν Θεόφρ.: καλεῖται δὲ κύανος ὁ μὲν ἄρρην ὁ δὲ θῆλυς· μελάντερος δὲ ὁ ἄρρην π. Λιθ. 31· παραβάλλει τὸν σάπφειρον πρὸς τὸν ἄρρενα κύανον, 37· λέγει ὅτι εἶναι ἐξ ἄμμου, τὰ δὲ οἷον ἄμμου καθάπερ χρυσόκολλα καὶ κύανος 40· καὶ ὅτι ὁ κύανος ἦτο ὁ μὲν αὐτοφυὴς ὁ δὲ σκευαστὸς ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ 55· ἦτο ὡσαύτως καὶ εἶδος βερνικίου παρασκευαζομένου ἐξ ἀνθρακικοῦ χαλκοῦ, Ἱππ. 268. 31, Λουκ. Λεξιφ. 22, Παυσ. 5. 11, 12, Ἀνθ. Π. 6. 229 (ἔνθα εἶναι θηλ.). 2) ὡς θηλ. κυανοῦν τι ἄνθος φυόμενον ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῷ σίτῳ ἢ ταῖς ζειαῖς, αὐτόθι 4. 1, 40, Πλίν. 21. 39. 3) εἶδος πτηνοῦ, Tichodroma muraria, καλουμένου οὕτως ἐκ τοῦ χρώματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59. 4) θαλάσσιον ὕδωρ, Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = κυάνεος, Νικ. Θηρ. 438· συγκριτικόν τι καὶ ὑπερθ. κυανώτερος, -ώτατος, ἀπαντῶσι παρὰ Φιλοστρ. 772, Ἀνακρεοντ. 29, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπάτρ. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσαρ. ←yan-as (smoke), ←yâmas (dark)· Λιθ. szemas (φαιός), καὶ ἴσως ὡσαύτως τῷ κύαμος (κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589).) Τὸ ῠ μηκύνεται ἐν δακτυλικοῖς στίχοις χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. κυάνεος, κυανόπρῳρος, κυανοχαίτης, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 substance d’un bleu sombre employée pour colorer les ouvrages en métaux (armes, boucliers, etc.);
2 sorte de minerai bleu employé en teinture;
3 oiseau à plumage bleu.
Étymologie: cf. skr. çjâmas « obscur », çjânas « fumée ».
English (Autenrieth)
probably blue steel, Il. 11.24, 35, and Od. 7.87.
Greek Monolingual
ο (AM κύανος, ο, η
Α και κυανός)
βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα του λαζουρίτη
μσν.-αρχ.
το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα
αρχ.
1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη του οποίου κατασκεύαζαν χρωστική ουσία για επίχριση τμημάτων όπλων και πανοπλιών και αντικειμένων από λίθο ή πλίνθο
2. η γαλαζόπετρα («κυανῴ ἢ μίλτῷ φορύξας ὕδωρ», Ιπποκρ.)
3. είδος πτηνού, πιθ. ο πετροκότσυφας («ἔστι δέ τις πετραῑος ᾧ ὄνομα κύανος... ποιεῑται δ' ἐπὶ τῶν πετρῶν τὰς διατριβάς», Αριστοτ.)
4. το φυτό κενταύριο
5. (κατά τον Ησύχ.) το νερό της θάλασσας
6. φρ. «σκευαστὸς κύανος»
(σε αντιδιαστολή προς τον «αυτοφυή κύανο») κράμα κονιορτοποιημένου αζουρίτη και χυτής υάλου
7. ως επίθ. κυανός, κυάνεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. μικρασιατικής προελεύσεως, που συνδέεται με χεττιτ. kuwanna(n)- «χαλκός, πολύτιμος λίθος». Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (kuwano =κύανος ή κυανός).
ΠΑΡ. κυανίζω
αρχ.
κυάνεος, κυανίτις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυανόχρους, κυανωπός
αρχ.
κυάναιγις, κυανάμπυξ, κυανανθής, κυανάντυξ, κυαναυγής, κυαναύλαξ, κυανέμβολος, κυανοβαφής, κυανοβενθής, κυανοβλέφαρος, κυανοβόστρυχος, κυανοειδής, κυανόθριξ, κυανοκρήδεμνος, κυανόπεζα, κυανόπεπλος, κυανοπλόκαμος, κυανοπλόκος, κυανοπρώρειος, κυανόπρωρος, κυανόπτερος, κυανοπτέρυξ, κυανόστολος, κυανόφρυς, κυανοχαίτης, κυανοχίτων, κυανόχρως, κυανώπης.