ὑπολείπω
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
also ὑπολειπ-λιμπάνω (q. v.), A leave remaining, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50; ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς . . οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2 (cf. infr. 111); πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17; τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-) ; τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11. 2 of things, fail one, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1 (ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 (ἐπι- Ellendt); ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17; ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol.1330b7. 3 intr., fail, fall short, θεοὶ . . ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1; ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA615b22; ὑ. τὸ μέλι ib.626b6; αἱ τρίχες Id.GA745a15, cf. PA 650a36 (c. dat.); ἡ φωνὴ ὑπολελοίπει had ceased, Hp.Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 (ὑπολίπωμαι codd.). II Pass., c. fut. Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind... Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86; ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276, 282, etc.; ὑπολειφθείς Hdt.5.61, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70. 2 of things, πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615; ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε . . so that they do not remain in force, in case that... Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ . . Pl.Phdr.231b; μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29 (Crete, ii B. C.). 3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.). 4 to be left behind in a race, Ar.Ra.1092; lag behind, κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp.174d; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete.343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H. 5 metaph., to be inferior, ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol.1334b39, cf. 1254b35. 6 abs., fail, come to an end, ὁπόταν . . νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91 (anap.), cf. Arist.Mete.356b5, al. III Med., leave behind one, τὰ πρόβατα Hdt.4.121; μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς . . to leave cause for reproach against oneself, in thinking that... Th.1.140 (v. sub init.); πόνους Isoc.9.45. 2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25; δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6, cf. 39.1; reserve, ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4; σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4 (iii B. C.); τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6 (iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the Act. ὑπέλειπε . . ἑαυτῷ . . ἀναφοράν (left himself a means of escape) is the best reading. 3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—Pass., ib.58; ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204 (Euboea, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1223] übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεθλον Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι αὐτοῦ 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. Ag. 73; ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολείπω: μέλλ. -ψω, ἀφίνω ὀπίσω, ἀφίνω ὡς ὑπόλοιπον, ἀφίνω τι περίσσευμα, κρειῶν πίνακας..., ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Ὀδ. Π. 50· τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολειπόντας ἂν ἡμᾶς πλεῖν, οὓς νῦν λέγουσιν οἱ περὶ τὸν Νικίαν, ἠθέλομεν ἀφήσῃ ὀπίσω ἂν ἐκπλεύσωμεν, Θουκ. 6. 17· τὸν πόλεμον τοῖς παισὶ ὁ αὐτ. 1. 81· οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑπ. τινί, δὲν ἀφίνω εὐκαιρίαν ὑπερβολῆς, Ἰσοκρ. 137Β ὑπ. τινὶ τιμωρεῖσθαι Ἀντιφῶν 129. 14 (περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 8, 2 χωρίου: μηδ’ ὑπολείπειν λόγον αὐτοῖς, ὡς κτλ. ὅρα σημ. Arnold καὶ S. T. Blomfield ἐν τόπῳ, ἴδε προσέτι καὶ τὸν ἡμέτερον Δούκαν). 2) ἐπὶ πραγμάτων, δείκνυμαι ὀλίγος, δὲν εἶμαι ἀρκετός, δὲν ἀρκῶ, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορὰ Λυσ. 177, κλπ.· ὑπ. τινὰ ὁ λόγος Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ― οὕτως ἀπολ. ὡς εἰ ἀμετάβ., ἐκλείπω, ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1· ὑπ. μέλι αὐτόθι 40. 43· αἱ τρίχες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 48, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 13. ΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., ἀφίνομαι ὑπόλοιπος, μένω ὀπίσω, πέμπτον δ’ ὑπελείπετ’ ἄεθλον Ἰλ. Ψ. 615· ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Ὀδ. Η. 230, πρβλ. Τ. 1, Ἡρόδ. 1. 105., 2. 15, 86· ἐγὼ δ’ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Ὀδ. Ρ. 276, πρβλ. 282, κλπ.· ὑπολειφθεὶς Ἡρόδ. 5. 61., 8. 67, καὶ Ἀττ. 2) ἐπὶ πράγμ., μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε..., νὰ μὴ μένωσιν ἰσχύοντες, ἐάν..., Θουκ. 3. 44· οὐδὲν ὑπολείπεται, ἀλλ’ ἤ... Πλάτ. Φαῖδρος 321Β. 3) μετὰ γεν., ὑπολείπομαι τοῦ στόλου, μένω ὀπίσω ὡς πρὸς τὴν ἐκστρατείαν, δὲν λαμβάνω μέρος εἰς αὐτήν, Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 73. 4) μένω ὀπίσω, ἀφίνομαι ὀπίσω ἐν ἀγῶνι δρόμου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1092· ἐπὶ στρατιωτῶν οἵτινες ἐν τῇ πορείᾳ τοῦ στρατοῦ μένουσιν ὀπίσω, ὑπολειφθέντας καὶ οὐ δυναμένους εὑρεῖν τὸ ἄλλο στράτευμα οὐδὲ τὰς ὁδοὺς κτλ. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 25· καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, τὸν οὖν Σωκράτη ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Πλάτ. Συμπ. 174D κλπ.· ὑπολειπομένους δὲ μικρὸν τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν, ὄντας δὲ ὀλίγον τι ὀπίσω τῆς κατὰ μέτωπον γραμμῆς, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22. 5) μεταφορ., εἶμαι κατώτερός τινος, τινός τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 5, 10. 6) ἀπολ., φθάνω εἰς τὸ τέλος μου, ἐκλείπω, «τελειώνω», ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Σοφ. Ἠλ. 91· ὅταν ὑπολίπῃ τὸ μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 43· ὑπ. τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 9. 11, 3, κλπ. β) ὡσαύτως φαίνομαι κατώτερος ἢ ὅσον ἠλπίζετο ἐξ ἐμοῦ, μένω ὀπίσω, Λυσί. 187. 10. γ) ὑπ. τινα ὁ λόγος, δὲν ἀρκεῖ, ἐκλείπει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα ὁ αὐτ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. Μέσ., ἀφίνω ὀπίσω μου, τὰ πρόβατα Ἡρόδ. 4. 121· μηδεμίαν τῶν νέων Ἡρόδ. 6. 7· ὑπ. [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑαυτόν, κρατῶ ὀλίγον ὕδωρ ὀπίσω, Ἡρόδ. 2. 25· ὑπ. τούτων ὡς χιλίους, ἀφίνω ἀτάφους, Ἡρόδ. 8. 24· ὑπολείπεσθαι αἰτίαν ὡς..., ἀφίνω αἰτίαν κατηγορίας ὀπίσω ἐναντίον ἐμαυτοῦ μὲ τὸ νὰ νομίζω ὅτι..., Θουκ. 1. 140 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· οὕτως, ὑπολείπεσθαι ἀναφοράν, ἀφίνω εἰς ἐμαυτὸν μέσα ἐκφυγῆς, Δημ. 301. 23.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπολείψω, ao. ὑπέλιπον, etc.
I. tr. 1 laisser dessous ou au fond, laisser de reste : ἃ ὑπέλειπον ἔδοντες OD ce qu’ils avaient laissé (la veille) de nourriture ; Pass. être laissé, rester;
2 laisser derrière soi : τινα πολέμιον THC qqe ennemi ; Pass. être laissé en arrière, rester en arrière : τοῦ στόλου HDT de l’expédition, càd ne pas y prendre part ; en gén. être placé en arrière : τοῦ στόματος XÉN du front de l’armée ; avec idée de temps ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθῇ SOPH lorsque la nuit s’est écoulée litt. a été laissée en arrière ; abs. rester en arrière, rester seul : ἐν μεγάρῳ OD dans son palais ; fig. ἀρωγῆς ὑπολειφθῆναι ESCHL être privé d’un secours litt. rester en arrière d’un secours ; fig. être en arrière de, être inférieur à, gén. ; avec idée de temps πόλεμον τοῖς παισί THC laisser ou léguer une guerre à ses enfants;
II. intr. venir à manquer à, acc.;
Moy. ὑπολείπομαι;
1 laisser de reste, réserver pour soi : ὑπ. περὶ ἑαυτόν HDT garder (une certaine quantité d’eau) ; ὑπ. ἀναφοράν DÉM se réserver un moyen d’échapper;
2 laisser derrière soi : μηδεμίην τῶν νεῶν HDT ne laisser aucun navire en arrière.
Étymologie: ὑπό, λείπω.
English (Autenrieth)
mid. fut. ὑπολείψομαι: leave over, mid., remain.
English (Strong)
from ὑποτρέχω and λείπω; to leave under (behind), i.e. (passively) to remain (survive): be left.
English (Thayer)
1st aorist passive ὑπελείφθην; from Homer down; the Sept. for הִשְׁאִיר and הותִיר; to leave behind (see ὑπό, III:1); passive, to be left behind, left remaining, the Sept. for נִשְׁאַר and נותַר: used of a survivor, Romans 11:3.
Greek Monolingual
ὑπολείπω ΝΜΑ λείπω
1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα
2. (το μεσ.) υπολείπομαι
α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον», Ομ. Ιλ.)
β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω, υστερώ, είμαι κατώτερος
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπολειπόμενος
βιολ. ο υποτελής
αρχ.
1. αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», Θουκ.)
2. παραλείπω
3. (για πράγμ.) είμαι λίγος, δεν επαρκώ («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ μισθοφορά», Λυσ.)
4. τελειώνω, σώνομαι («ὅταν ὑπολίπῃ το μέλι», Αριστοτ.)
5. μέσ. α) φθάνω στο τέλος μου, τελειώνω («ὅταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», Σοφ.)
β) αφήνω πίσω μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
γ) αφήνω πίσω μου, κρατώ για τον εαυτό μου
δ) (για ποσό) εκπίπτω από πληρωμή
ε) (για πρόσ.) παραμένω κάπου («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με πορεία) καθυστερώ («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑπολείπω: μέλ. -ψω,
I. αφήνω κάτι ως υπόλοιπο, περίσσευμα, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αποδεικνύομαι λίγος, δεν είμαι αρκετός, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά, σε Λυσ.
II. 1. Παθ., με Μέσ. μέλ. υπολείπομαι, μένω πίσω, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. λέγεται για πράγματα, παραμένω σε ισχύ, σε Θουκ.
3. μένω πίσω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου, μένω πίσω στην εκστρατεία, δηλ. δεν παίρνω μέρος, δεν συμμετέχω σ' αυτήν, σε Ηρόδ.
4. μένω πίσω σ' έναν αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες που βραδυπορούν στην πορεία ενός στρατεύματος, αργοπορώ, καθυστερώ, χρονοτριβώ, βραδυπορώ, σε Ξεν.· ὑπολείπω μικρὸν τοῦ στόματος, μένω λίγο πιο πίσω από τη γραμμή του μετώπου, στον ίδ.
5. μεταφ., είμαι κατώτερος από κάποιον, τινός, σε Αριστ.
6. απόλ., αποτυγχάνω, φθάνω στο τέλος μου, τελειώνω, σε Σοφ.·ὁπόταν..νὺξ ὑπολειφθῇ, όταν η νύχτα φύγει, σε Αριστ.
III. Μέσ., αφήνω πίσω μου, σε Ηρόδ.· ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, αφήνω αιτία κατηγορίας πίσω εναντίον μου με το να νομίζω ότι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολείπω:
1) тж. med. оставлять, pass. оставаться: ἃ ὑπέλειπον ἔδοντες Hom. то, что оставили обедающие, т. е. остатки обеда; ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες Her. те немногие, которые остались из них; ἐγὼ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Hom. я останусь здесь; οὐδὲν ὑπολείπεται, ἄλλ᾽ ἢ ποιεῖν τι Plat. не остается ничего, как сделать что-л.; ὑ. ἑαυτῷ ἀναφοράν Dem. оставлять себе лазейку; ὑπολιπεῖν τι τοῖς παισί Thuc. оставить что-л. детям (в наследство); ὑπολιπέσθαι τι εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. приберечь что-л. к концу речи;
2) оставлять без внимания, обходить, пропускать: ἐξ ὧν ἂν ἐγὼ ὑπολίπω Lys. на основании каких-л. упущенных мною фактов;
3) pass. оставаться позади, отставать: ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου Her. отстать от похода, т. е. дезертировать; οἱ ὑπολειφθέντες Xen. отставшие (от своих отрядов); ὑπολείπεσθαι τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν Xen. быть позади головной колонны гоплитов; ὑπολείπεσθαι τῇ ἡλικίᾳ Arst. быть моложе годами; τῆς ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. не принявшие участие в ратном деле;
4) тж. pass. приходить к концу, кончаться (ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθῇ Soph.): ἔλεγε Γοργίας, ὅτι οὐχ ὑπολείπει αὐτὸν ὁ λόγος Arst. Горгий говорил, что (никогда) не ощущает недостатка в словах; τρίχες ὑπολείπουσιν Arst. волосы выпадают.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to leave remaining, Od., Thuc., etc.
2. of things, to fail one, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.
II. Pass., c. fut. mid., to be left remaining, Hom., Hdt.
2. of things, to remain in force, Thuc.
3. to stay behind, Od.: c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου to stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.
4. to be left behind in a race, Ar.: of stragglers in an army, to lag behind, Xen.; ὑπ. μικρὸν τοῦ στόματος to fall behind the front rank, Xen.
5. metaph. to be inferior to, τινός Arist.
6. absol. to fail, come to an end, Soph.:— ὑπ. τινά ὁ λόγος fails him, Arist.
III. Mid. to leave behind one, Hdt.; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν to leave cause for reproach against oneself, Thuc.
Chinese
原文音譯:Øpole⋯pw 虛坡-累坡
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:剩下,留置,剩餘,餘留;由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 剩下(1) 羅11:3