ἀποτρέπω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
A turn away from, εἰ δὲ σὺ . . τιν' ἄλλον . . ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. 20.256; ὅθεν . . ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη 11.758; deter or dissuade from, τινός τινα Th.3.39; τινὰ τῆς κακουργίας Id.6.38; τῆς γνώμης And.3.21, etc.: c. inf., ἀ. προσωτέρω τὸ μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105; ἀ. βοᾶν A.Supp..900 (lyr.); δηλοῦν D.60.26, cf. X.Mem.4.7.5,6: c. part., ἀ. τινὰ ὑβρίζοντα A.Supp.880:—Pass., ὁ παραβαίνειν τι βουλόμενος τῷ μὴ προὔχων ἂν ἐπελθεῖν -τρέπεται Th. 3.11, cf. Plu.Fab.19. 2 c. acc. pers. only, turn away or back, πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276: c. dat. modi, οὔ μ' ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα 20.256, cf. 109; τοὺς ἀλαζόνας ἀ. deter them, Pl.Chrm.173c; opp. παροξῦναι, D.21.37; opp. συμβουλεύω, Arist.Rh.1391b33, etc. 3 c. acc. rei, turn back again, ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός Pi.N.4.69. 4 turn aside, avert, ἀπὸ δὲ . . ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes.Sc.455; pervert, δίκας κέλευθον ὀρθᾶς B.10.27; τὸ σφάλμα ἀ. prevent, avert it, Hdt.1.207; τὸ μέλλον γενέσθαι Id.3.65, cf. 8.29, al.; ἀ. βλάβην, συμφοράν, Pl.Grg.509b, Phdr. 231d; ἀ. τὴν εἰρήνην prevent its being made, X.HG6.3.12. 5 turn from others against one, ἐπὶ τῷδε . . οὐκ ἔγχος τις . . ἀποτρέψει; v.l. in S. Tr.1013 (lyr.):—Pass., ἀποτετράφθαι πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19:—Med., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, i.e. turning away from other objects to this one, Id.Rom.7; εἰς τὴν μεσογείαν -τραπόμενος Luc.Tox.52. II Med. and (later) Pass., turn from, desist from, c. part., ἀπετράπετ' ὄβριμος Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους Il.10.200: c. inf., λέγειν E.Or.410, cf. Antipho 5.32, D.Prooem.23 (b); ἀ. ἐκ κινδύνων Th.2.40; ἀ. τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13. 2 turn away, turn a deaf ear, οὐδέ . . ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίθησεν Il.12.329: abs., Pl. Smp.206d. 3 c. acc. rei, turn away from, shrink from, δεῖμα πολιτῶν A.Th.1065 (anap.); τἀληθές E.IA336 (lyr.), cf. Th.3.68, and late Prose, Plu.Cleom.9, etc. 4 turn back, return, ἐπ' ὄκου Th.5.13; ἐς τὴν πόλιν Id.3.24; ἀποτρεπόμενοι ἵεντο X.HG7.2.13. 5 dissuade, deter, τινά Plb.7.13.1. 6 beat off, repulse, Plu.Brut.42.
German (Pape)
[Seite 332] abwenden, von Hom. an überall; λαόν Il. 11, 758, machen, daß das Volk umkehrt; τινά τινος, von etwas abwenden, abhalten, 12, 249; τὰ ἐπιόντα Her. 8, 29 u. öfter; ein Unglück abwenden, verhüten, συμφοράν, βλάβην, ἀλαζόνας Plat. Phaedr. 231 d Gorg. 509 b Charm. 173 c; καὶ οὐκ ἐᾷ πράττειν Theag. 128 d; τινός Apol. 31 b; τῆς κακουργίας Thuc. 6, 38; τῶν ἁμαρτημάτων Isocr. 4, 130; τῆς ἀλαζονείας Xen. Mem. 1, 7, 1; τῶν χειρίστων Pol. 11, 10, 1; abwehren, Ggstz προτρέπω, Arist. rhet. 1, 3; ἀπ' ὠφελίμων ibd.; c. inf., τὸ μὴ πορεύεσθαι Her. 1, 105; ἀποτρέψαι τἀληθὲς δηλοῦν Dem. 60, 26. – Med. von sich abwenden, zurückschlagen, Plut. Brut. 42. – Pass. mit aor. II. med., sich abwenden, bes. umkehren, zurückweichen, οὐδὲ ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίθησεν Iliad. 12, 329; ὅθεν αὖτις ἀπετράπετο 10, 200; Thuc. 6, 65; Xen. Cyr. 8, 6, 16 Hell. 6, 5, 23; ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. 2, 40; vgl. 3, 68; πρὸς θυσίαν Plut. Rom. 7; οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν τι, ich werde mich nicht abhalten lassen, Dem. prooem. 23; vgl. Eur. Or. 410; τί, etwas verabscheuen, Aesch. Spt. 1032 Eur. I. A. 336.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρέπω: μέλλ. -ψω, πείθω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω, εἰ δὲ σὺ δηϊοτῆτος ἀφέξεαι, ἠέ τιν’ ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Υ. 256· τρέπω ὀπίσω, ὅθεν αὖτις ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη Λ. 758· παρ’ Ἀττ. προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ νὰ μὴ πράξῃ τι, ἀποτρέπω, τινος Θουκ. 3. 39· τινὰ τῆς κακουργίας ὁ αὐτ. 6. 38· τῆς γνώμης Ἀνδοκ. 26. 12, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀπ. τὸ μὴ πορεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 105· ἀπ. βοᾶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 900· δηλοῦν Δημ. 1397. 2, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 7. 5, 6· ― οὕτω μετὰ μετοχ., ἀπ. τινὰ ὑβρίζοντα Αἰσχύλ. Ἱκ. 880. 2) μετ’ αἰτ. προσωπ. μόνον, προξενῶ φόβον, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ εἰς φυγήν, πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Ἰλ. Ο. 276· μετὰ δοτ. ὀργαν., οὔ μ’ ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις Υ. 256, πρβλ. 109· τοὺς ἀλαζόνας ἀποτρέπειν, ἀπομακρύνειν, ἀποδιώκειν, Πλάτ. Χαρμ. 173C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παροξῦναι, Δημ. 526. 9· ἀντιθέτως τῷ προτρέπω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 18, 1, κτλ. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., στρέφω ὀπίσω, ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναὸς Πινδ. Ν. 4. 113. 4) κάμνω τι νὰ τραπῇ πρὸς ἄλλο μέρος, ἀποκρούω, ἀπὸ δὲ... ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπ’ Ἡσ. Ἀσπ. 456· τὸ σφάλμα ἀπ., ἐμποδίζω ἢ ἀποκρούω, Ἡρόδ. 1. 207· τὸ μέλλον γενέσθαι 3. 65· πρβλ. 8. 29, κ. ἀλλ.· ἀπ. βλάβην, ξυμφοράν, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 509Β, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος· ― ἀπ. τὴν εἰρήνην, ἐμποδίζω τὴν συνομολόγησιν αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 12. 5) ἀφίνω τοὺς ἄλλους καὶ στρέφω τι πρὸς ἕνα (πρβλ. ἀποβλέπω), ἐπὶ τῷδε… οὐκ ἔγχος τις… ἀποτρέψει; Σοφ. Τρ.1012: ― Παθ., ἀποτετράφθαι πρὸς τόπον Πλουτ. Φάβ. 19· καὶ μέσ., ἀποτραπόμενος πρὸς θυσίαν, ὅ ἐ. στρέφων τὴν προσοχήν του ἀπὸ ἄλλων πραγμάτων εἰς τὴν θυσίαν, ὁ αὐτ. Ρωμ. 7. ΙΙ. Μέσ. καὶ (μεταγ.) παθ. στρέφομαι ἀπό τι, ἀπέχομαι, μετὰ μετοχ., ἀπετράπετ’ ὄβριμος Ἕκτωρ ὁλλὺς Ἀργείους Ἰλ. Κ. 200· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμ., Εὐρ. Ὀρ. 410, Ἀντιφῶν 133.17, Δημ. 1434. 12· ἀπ. ἐκ κινδύνων Θουκ. 2. 40· ἀπ. τοῦ ἐρωτήματος Ξεν. Οἰκ. 15.13: ― ἀπολ. ἀπέχομαι, δὲν πράττω τι ἐκ φόβου, Θουκ. 3. 11, κ. ἀλλ. 2) ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου ἀπό τινος, δὲν δίδω προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τινός, οὐκ… ἀπετράπετ’ οὐδ’ ἀπίθησεν Ἰλ. Μ. 329· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 206D. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. ἀποστρέφομαι, Λατ. aversari, ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαι δεῖμα πολιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060, Εὐρ. Ι. Α. 336· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 7, Πολύβ. 7. 13, 1, Πλούτ., κτλ. 4) στρέφομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Θουκ. 5. 13, κτλ. ἀποτρεπόμενοι ἵεντο Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13· ἐς τὴν πόλιν Θουκ. 3. 24.
French (Bailly abrégé)
1 détourner, écarter : τινά qqn ; ἐπί τινι ἔγχος ἀπ. SOPH détourner sa lance d'un ennemi sur un autre;
2 détourner par la crainte ou la persuasion, dissuader : τινα ἐπέεσσιν IL dissuader qqn par ses paroles ; τινά τινος détourner qqn de qch;
Moy. ἀποτρέπομαι (f. ἀποτρέψομαι, f.2 ἀποτραπήσομαι, ao.2 ἀπετραπόμην);
I. intr. 1 se détourner : εἴς τι ou πρός τι d'une chose vers une autre ; abs. se détourner avec indifférence ; fig. s'abstenir de, cesser;
2 se détourner, s'éloigner : ἐκ κινδύνων THC fuir loin du danger ; abs. s'en retourner;
II. tr. détourner de soi (un malheur, etc.), acc..
Étymologie: ἀπό, τρέπω.
English (Autenrieth)
fut. ἀποτρέψεις, -ουσι, aor. 2 ἀπέτραπε, mid. aor. 2 ἀπετράπετο: turn away or back, divert from (τινά τινος); mid., turn away, αὐτὸς δ' ἀπονόσφι τραπέσθαι, ‘avert thy face,’ Od. 5.350 ; αὖτις ἀπετράπετο, ‘turned back,’ Il. 10.200.
English (Slater)
ἀποτρέπω
1 turn away ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.69)
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. inf. aor. pas. ἀποτραπῆμεν Euryph.p.85]
A tr. en v. act.
I indicando retroceso o detención. c. ac. de pers., anim. o personif.
1 hacer volverse, hacer retroceder, volver atrás ὅθεν αὖτις ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη Il.11.758, οὐ γὰρ μ' ἀποτρέψεις Ar.Ra.145, cf. Call.Cer.48, A.R.1.1088, Opp.H.3.263
•de un barco hacer cambiar el rumbo ἀπότρεπε αὖτις ... ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός vuelve atrás el aparejo de la nave hacia el continente Pi.N.4.69
•esp. por el terror asustar, espantar αἶψα δὲ πάντας ἀπέτραπε καὶ μεμαῶτας Il.15.276, ἑαυτόν a la vista de cadáveres, Pl.R.439e
•αἱ τοιαῦται μὲν οὖν κύνες ἀποτρέψειαν ἂν τοὺς ἐπιθυμοῦντας κυνηγεσίων tales perros apartan de las cacerías a los más aficionados X.Cyn.3.11
•a pers. y seres indeseables parar los pies, tener a raya, detener κῆρας Simon.28b, τοὺς ἀλαζόνας Pl.Chrm.173c, τοὺς παραβαίνοντας D.17.21, τούτους ciertos pecadores 2Ep.Ti.3.5, Τυφῶνα ... τοῖς σείστροις Plu.2.376d, cf. Call.Fr.229.3
•en v. med. mismo sent. οὓς ἀποτρέπονται δαίμονας Plu.Comp.Agis.Cleom.30
•tal vez c. dos ac. ὁ μέγας Νεῖλος ὑβρίζοντα σ' ἀποτρέψειεν ... ὕβριν A.Supp.880, ἀεὶ ἀποτρέπει μὲ τοῦτο (v.l. τούτου) ὃ ἂν μέλλω πράττειν siempre me previene de lo que voy a hacer Pl.Ap.31d
•c. ac. de pers. y gen. de pers. ἱκανὴ γὰρ ἦν ἡμᾶς τε ὑμῶν ἀποτρέπειν (la alianza) era suficiente para mantenernos a nosotros a raya respecto a vosotros Th.3.63.
2 esp. en rel. c. palabras y argumentos disuadir c. ac. de pers. y dat. instrum. μηδέ σε ... ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειῇ Il.20.109, 21.339, τοὺς Ἀθηναίρυς τῷ πλήθει τῶν πραγμάτων Th.6.24
•δι' ὀνείδους ... τὸν ἐσπουδακότα Pl.Lg.773e
•c. ac. de pers. y gen. disuadir de τιν' ἄλλον ... ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. Il.20.256, ὧν ἐγὼ πειρώμενος ἀποτρέπειν ὑμᾶς Th.3.39, τοὺς συμμάχους ... τῆς γνώμης And.3.21, ἀλαζονείας ἀ. τοὺς συνόντας X.Mem.1.7.1, cf. 5, τῶν χειρίστων ... τοὺς ἀνθρώπους Plb.11.10.1, ἀφ' ὧν οἱ νόμοι ἀποτρέπουσι τοὺς ἀνθρώπους Antipho Soph.B 44A.3.22, en v. pas. οἱ νοσέοντες ἀποτρέπονται διὰ τὴν τέχνην τῶν μεγίστων κακῶν Hp.Flat.1, cf. Plu.2.14a
•c. ac. y part. τοὺς ... λοιδορῶν ἀπέτρεπεν Th.8.86, ἀ. αὐτοὺς ... διδάσκων X.HG 6.4.22, cf. Mem.1.2.29, en v. med. mismo sent. πολλὰς εἰσενεγκάμενος ἀπορίας ... ἀπετρέψατο τὸν Φίλιππον Plb.7.13.1
•c. inf. μὴ πορεύεσθαι Hdt.1.105, τὸ ... ἀστρονομίαν μανθάνειν X.Mem.4.7.5, cf. 6, με ... ὑμῖν ἐπικουρῆσαι D.C.53.5.3, αὐτοὺς ᾄδειν D.P.Au.2.20
•sólo c. ac. ἐμὲ οὐδαμοῦ ἀπέτρεψεν τὸ σημεῖον la voz interior en ningún momento me previno Pl.Ap.41d
•sólo c. gen. μάλιστα γὰρ δοκῶ ἄν μοι οὕτως ἀποτρέπειν τῆς κακαυργίας creo que asi podré disuadir (les) mejor de sus malas intenciones Th.6.38, cf. Aen.Tact.9.2, en v. pas. οὐδεὶς ... τοῦ μὴ πλέον ἔχειν ἀπετράπετο Th.1.76, τοῦ διακινδυνεύειν X.HG 6.4.24
•abs. παρελθὼν ἀποτρέψαι ἐβούλετο presentándose en la tribuna quería disuadir Th.6.8, cf. 29, 37, Pl.Thg.128d, D.54.22, etc., en v. pas. X.Mem.1.1.4.
II c. ac. de abstr.
1 de abstr. negativos apartar, alejar, conjurar βοᾶν φοβερὸν ἀπότρεπε A.Supp.891, 900 (text. dud.), τὸ σφάλμα Hdt.1.207, τὰ φαῦλα X.Smp.4.47, βλάβην Pl.Grg.509b, συμφοράν Pl.Phdr.231d, τὰς ... ὀδύνας Hp.Epid.5.83, μάλα δεινόν Call.Del.158, ἀπειλήν Nonn.D.24.1, ἐπιθυμίας Pl.R.558d, τῷ φόβῳ ... τὰς ὁρμὰς τῶν ... τολμώντων ἀποτρέψαι D.S.17.9
•en v. med. mismo sent. φόβον Aristid.Quint.129.10
•c. ac. y gen. μανίην ἀποτρέψατε γλώσσης Emp.B 3.1.
2 de abstr. positivos o neutros evitar, impedir συνουσίας Pl.Phdr.232c, cf. Lg.798b, τὴν εἰρήνην X.HG 6.3.12, c. inf. καὶ τὴν παρρησίαν τὴν ἐκ τῆς ἀληθείας ἠρτημένην οὐκ ἔστι τἀληθὲς δηλοῦν ἀποτρέψαι y no se puede impedir que la libertad de palabra manifieste la verdad, pues depende de ella D.60.26
•esp. del porvenir ὄ τι δεῖ γενέσθαι ἐκ τοῦ θεοῦ ἀμήχανον ἀποτρέψαι ἀνθρώπῳ el futuro dispuesto por el dios es imposible evitarlo para el hombre Hdt.9.16, cf. 3.65, 8.29, en v. pas. Pl.Phdr.238d
•en v. med. mismo sent. σφέτερα ἀποτρεπόμενον alejando sus preocupaciones, distrayendo al enfermo Hp.Decent.16.
III de cosas consideradas continuos
a) torcer, doblar, desviar δίκας κέλευθον ... ὀρθᾶς B.11.27, βαναυσία ἦθος ἀποτρέπει ἐλεύθερον Pl.Lg.741e
•en v. pas. ἀπρτρέπεσθαι τὴν γνώμην ὑπὸ τῶν νόμων que el carácter es influenciado por las instituciones Hp.Aër.16, del estilo (τροπαῖς) ἀποτετραμμέναις χρώμενος con figuras retorcidas Phot.Bibl.8a42;
b) medic. de flujos cambiar la dirección, desviar τὰς δ' (ἀποστάσιας) Hp.Epid.2.3.8, cf. 6.2.7, τὸν κατάρροον Hp.Aff.25.
B intr. en v. med.-pas.
1 volverse, darse la vuelta
a) ὅθεν ... ἀπετράπετ' ... Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους de donde se volvió Héctor tras matar argivos, Il.10.200, οἱ Κορίνθιοι ἀποτραόμενοι τὴν διάλυσιν ἐποιήσαντο Th.1.51, cf. 7.31, ἀποτραπόμενοι ἄλλην ὁδὸν ᾤχοντο X.An.3.5.1, cf. Paus.9.40.2;
b) c. indicación de dir. ἐς τὴν πόλιν Th.3.24, ἐπ' οἴκουu Th.5.13, πρὸς τὴν ἄλλην Ἰταλίαν Plu.Fab.19, ἐς τὴν μεσόγαιαν Luc.Tox.52
•volcarse, concentrarse ξύμπαντες ἤδη ἀποτρεόμενοι ἐβοήθνουν ἐπὶ τὴν πόλιν Th.6.65
•fig. ἀποτραπόμενος πρός τινα θυσίαν dedicándose a un sacrificio Plu.Rom.7;
c) c. prep. de gen. y pers., fig. dar la espalda περὶ Πλαταιῶν οἱ Λακεδαιμόνιοι οὕτως ἀποτετραμμένοι Th.3.68, ἀπὸ θεῶν Euryph.p.85;
d) medic. remitir de un síntoma, Hp.Epid.4.25
•en la circulación de la sangre volver, retornar τὸ δ' ἀποτρεπόμενον (αἷμα) Hp.Loc.Hom.3, en la respiración ἀποτρεπόμενος ὁ ἀήρ Pl.Ti.79c.
2 ante el peligro volverse atrás, asustarse, rehuir abs. οὐδὲ Γλαῦκος ἀπετράπετο Il.12.329, cf. Pl.Smp.206d, Ep.354c, Plu.Brut.42, Oenom.8
•ἀποτετραμμένος que anda huido, escondido Pl.Ep.349a
•φοβοῦμαι κἀποτρέπομαι δεῖμα πολιτῶν temo y me asusto por miedo a los ciudadanos A.Th.1060, μήτ' ... ἀποτρέπου τἀληθές no rehuyas la verdad E.IA 336
•c. gen. μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων no rehuyendo los peligros Th.2.40, τοῦ ἐρωτήματος X.Oec.15.13, ἀπὸ μὲν τῆς εἰρήνης Aeschin.3.151
•c. dat. φόβῳ ... ἀποτρέπεται Th.4.59, cf. 3.11
•c. inf. λέγειν E.Or.410, διακονεῖν I.AI 18.283, ἀπετρέπετο μηδὲν κατ' ἐμοῦ καταψεύδεσθαι Antipho 5.32.
English (Strong)
from ἀπό and the base of τροπή; to deflect, i.e. (reflexively) avoid: turn away.
English (Thayer)
(from Homer down); to turn away; middle (present ἀποτρέπομαι, imperative ἀποτρέπου) to turn oneself away from, to shun, avoid: τινα or τί (see ἀποστρέφω), Aeschylus the Sept. 1060; Euripides, Iph. Aul. 336; (Aristar. plant. 1,1, p. 815b, 18; Polybius others.).)
Greek Monolingual
(AM ἀποτρέπω)
1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω
2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ
αρχ.
Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω
2. αποκρούω, απωθώ
3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου
II. (-ομαι)
1. αποφεύγω κάτι
2. δεν δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου
3. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.
Greek Monotonic
ἀποτρέπω: μέλ. -ψω·
I. 1. στρέφω κάποιον μακριά από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· μεταστρέφω, μεταπείθω κάποιον ώστε να μην πράξει κάτι, αποτρέπω, σε Θουκ.· επίσης με απαρ., ἀποτρέπω τινὰ ποιεῖν τι, σε Αισχύλ., Δημ.
2. με αιτ. προσ. μόνο, κάνω κάποιον να τραπεί σε φυγή προξενώντας φόβο, απομακρύνω, αποδιώχνω, αναγκάζω σε οπισθοχώρηση, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με αιτ. πράγμ., κάνω κάτι να στραφεί σε άλλο μέρος, αποκρούω, κωλύω, παρεμποδίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.· πρβλ. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος.
4. στρέφομαι από τους άλλους, εναντίον ενός, τι ἐπί τινι, σε Σοφ. — Μέσ., ἀποτραπόμενος πρός τι, στρέφοντας την προσοχή μου από τα άλλα αντικείμενα σε αυτό το συγκεκριμένο, σε Πλούτ.
II. Μέσ. και Παθ.,
1. στρέφομαι από, απέχω από μία πράξη, με μτχ., σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σταματώ, παύω, απέχω από φόβο, σε Θουκ.
2. αποστρέφω το πρόσωπό μου από, αδιαφορώ για ή δεν προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με αιτ. πράγμ., αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, όπως το Λατ. aversari, σε Αισχύλ., Ευρ.
4. στρέφομαι προς τα πίσω, επιστρέφω, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτρέπω:
1) поворачивать назад, обращать в бегство (τινάς Hom.);
2) pass. поворачиваться назад, обращать тыл (ἀποτρέπεσθαι καὶ φεύγειν Plut.): ἀποτρέπεσθαι ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. убегать от опасностей; ἀποτρέπεσθαί τι (τινά) Aesch., Arst., Polyb., Plut. (в ужасе) отворачиваться от кого(чего)-л.; ἀποτρέπεσθαι τἀληθές Eur. не слушать истины;
3) отводить назад или в сторону, (пред)отвращать, отклонять (τινὰ πολέμοιο Hom.; ἔγχεος ὁρμήν Hes.; ἔγχος ἐπί τινι Soph.; τὰ ἐπιόντα Her.; συμφοράν Plat.): ἀποτρέψασθαι πρός τι Plat. и εἴς τι Luc. обратиться или вернуться к чему-л.;
4) отговаривать, разубеждать (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; τὸν δῆμον Plut.; τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Xen., Dem.; τὸ μὴ ποιεῖν τι Her. и μὴ οὐχὶ ποιεῖν τι Luc.);
5) med. отказываться, воздерживаться (τινος Xen. и ποιεῖν τι Eur.): οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν Dem. я не поколеблюсь сказать; τῆς βοηθείας ἀποτραπόμενος Plut. раздумав оказать помощь;
6) med. возвращаться (ἐπ᾽ οἴκου Thuc.);
7) med. отражать, отбивать (ῥᾳδίως τεταραγμένους Plut.).
Middle Liddell
I. to turn one away from a thing, c. gen., Il.:— to turn away, deter or dissuade from, Thuc.; also, c. inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Dem.
2. c. acc. pers. only, to turn away, turn back, Il.
3. c. acc. rei, to turn aside, avert, prevent, Hdt., Plat.; cf. ἀποτρόπαιος, ἀπότροπος.
4. to turn from others against one, τι ἐπί τινι Soph.:—Mid., ἀποτραπόμενος πρός τι turning away from other objects to this one, Plut.
II. Mid. and Pass. to turn from, to desist from doing a thing, c. part., Il., c. inf., Eur., etc.:—absol. to stop, desist, Thuc.
2. to turn away, turn a deaf ear, Il.
3. c. acc. rei, to turn away from, like Lat. aversari, Aesch., Eur.
4. to turn back, return, Thuc., Xen.
Chinese
原文音譯:¢potršpw 阿坡-特雷坡
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-歸回
字義溯源:躲開,避開;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(τροπή)=轉動)組成;其中 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。這字只在新約使用一次。保羅提醒提摩太,對那些有屬靈外貌,卻無屬靈實際的人,要‘躲開’(ἀποτρέπω))
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 你要躲開(1) 提後3:5